συνέχεια από το 1ο μέρος.
Εκκλησιαστικές ευθύνες
Έχουμε φθάσει σαν χώρα σε σημείο οριακό. Πολλοί αυτή την ώρα, σήμερα θα έλεγα, προσβλέπουν στην Εκκλησία αναμένοντες και το λόγο της και τις πράξεις της.
Ετούτη την κρίσιμη ώρα είναι σημαντικό εμείς οι Ποιμένες της Εκκλησίας να έχουμε το θάρρος να αναμετρηθούμε με τις ευθύνες μας και να αναζητήσουμε με τόλμη το μερίδιο της ενδεχομένης δικής μας υπαιτιότητας στην παρούσα κρίση. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η πάλη σήμερα δεν είναι «προς σάρκα και αίμα, αλλά προς τις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορας του σκόπτους του αιώνος τούτου»[1].
Η Εκκλησία έχει το αντίδοτο της κατανάλωσης σαν τρόπο ζωής και αυτό είναι η άσκηση. Και εάν η κατανάλωση είναι το τέλος, γιατί η ζωή δεν έχει νόημα, η άσκηση είναι δρόμος, γιατί οδηγεί σε ζωή με νόημα. Η άσκηση δεν είναι στέρηση της απόλαυσης, αλλά εμπλουτισμός της ζωής με νόημα. Είναι η προπόνηση του αθλητή που οδηγεί στον αγώνα και στο μετάλλιο και αυτό το μετάλλιο είναι η ζωή που νικά το θάνατο, η ζωή που πλουτίζεται με την αγάπη. Η άσκηση είναι τότε οδός ελευθερίας, ενάντια στη δουλεία του περιττού.
Αυτή την άσκηση σαν οδό ελευθερίας και νοηματοδότησης της ζωής, δεν την κηρύξαμε όσο και όπως έπρεπε, αλλά προ παντός δεν την βιώσαμε. Κατηγορηθήκαμε, όχι πάντα άδικα, για εκκοσμίκευση, η οποία συνιστά νοθεία της αυθεντικότητας. Οι του Ιερού Κλήρου όλων των βαθμίδων δεν ζήσαμε τον ασκητικό τρόπο ζωής, καθώς διδάσκει το Ευαγγέλιο, δεν δώσαμε πάντα το καλό παράδειγμα, όχι ευσεβιστικά και υποκριτικά, αλλά σαν ελεύθερη και συνειδητή επιλογή ενός τρόπου ζωής. Δεν θελήσαμε να είμαστε «οι άλλοι», οι μη συσχηματιζόμενοι με τον παρόντα κόσμο. Προκαλέσαμε με την οικονομική μας άνεση, με την προσχώρησή μας στην εκκοσμίκευση, με την απουσία της λιτότητας στις εκδηλώσεις μας και ενίοτε και στην αμφίεση μας. Με την επιδίωξη της άνεσης ακόμη και στην μοναστική μας ζωή, με την δυσκολία που δημιουργήσαμε στους απλούς ανθρώπους να μας προσεγγίσουν, κάποτε και με την ποιότητα της φιλανθρωπίας μας. Μιλήσαμε πολλές φορές για τα κανονικά μας δικαιώματα, σπάνια όμως για τις κανονικές μας ευθύνες. Συνερχόμεθα σε Συνόδους, αλλά θεωρούμε ότι οι Συνοδικές αποφάσεις σταματούν στα όρια των Μητροπόλεών μας. Αλλά τότε γιατί συνερχόμεθα;
Αφήσαμε μια χαλαρότητα να μουδιάσει την πνευματική μας ζωή και θεωρήσαμε την ασκητικότητα σαν άκρο και όχι σαν το αυθεντικό εκκλησιαστικό ήθος. Ανεχθήκαμε συμπεριφορές Μονών, μοναχών και κληρικών, που ολίγον απέχουν από το να είναι αντιεκκλησιαστικές, γιατί όχι και αντίχριστες. Γίναμε κάποιες φορές πομπώδεις, αλλά πολύ λίγο ουσιαστικοί και αυθεντικοί. Ο κηρυκτικός μας λόγος έχασε το πνευματικό του νεύρο. Εγκατέλειψε εν πολλοίς την Θεολογία και την Κατήχηση, έχασε την επαφή με την πραγματικότητα και τον διάλογο με τις πνευματικές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου
Συντελέσαμε στη σύγχυση του λαού μας, στον αποπροσανατολισμό του, αδιαφορώντας για τα ουσιώδη. Κινηθήκαμε στη βάση της κοσμικότητας και λειτουργήσαμε σαν μονάδες διοικητικές, οικονομικές, εξουσιαστικές και όχι σαν μέλη του Σώματος του Χριστού. Λησμονήσαμε την πρωτοχριστιανική Εκκλησία, την Εκκλησία των Πράξεων των Αποστόλων, όπου είχαν όλοι τα πάντα κοινά, όπου μετείχαν ο ένας στο πρόβλημα του άλλου. Κάναμε και κάνουμε Συνέδρια, αλλά γιατί; Πότε προβληματιστήκαμε για την πορεία των αποφάσεων τους, για το πέρασμα τους στην καθημερινότητα της Εκκλησίας μας; Προβάλλουμε τον κοινοβιακό τρόπο ζωής σαν παράδειγμα, αλλά δεν τον ζούμε. Λησμονήσαμε ότι η Θεία Λειτουργία συνεχίζεται και μετά τη Θεία Λειτουργία. Είναι άγνωστο ότι υπάρχουν Μητροπόλεις που οικονομικά πολύ δυσκολεύονται; Πόσο θυμόμαστε τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε σε ανάλογες περιπτώσεις ο Απόστολος Παύλος;
Το πλέον οδυνηρό εξ όλων είναι, ότι γίναμε στη συνείδηση του λαού, και όχι πάντοτε άδικα, μέρος του πολιτικού συστήματος που καταρρέει και κινδυνεύουμε να μας συμπαρασύρει. Ο ευσεβης λαός μας κατηγορεί γι’αυτό και μας καταλογίζει ευθύνη, μας θεωρεί συνενόχους για την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η χώρα. Η ευθύνη μας δεν είναι ότι δεν αναχαιτίσαμε εμείς την κρίση, αλλά ότι δεν αντιδράσαμε, δεν αντισταθήκαμε, δεν ομολογήσαμε.
Δεν σταθήκαμε δυστυχώς κριτικά, δηλαδή πνευματικά και όχι αντιπολιτευτικά απέναντι στην εξουσία. Προσπαθήσαμε να την πείσουμε ότι είμαστε δικοί της, στηριχθήκαμε στα δεκανίκια της και τώρα εισπράττουμε οργή. Οι αντιτιθέμενοι στην Εκκλησία ευρίσκουν ευκαιρία να επιτεθούν με δριμύτητα εναντίον της, να απαιτούν τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, να προσπαθούν να εμφανίσουν την Εκκλησία ως εμπλεκομένη με την πολιτική εξουσία και καταφέρνουν να πείθουν πολλούς. Ασφαλώς και δεν έχουν δίκαιο, αλλά και εμείς δεν προσέξαμε πάντα και όσο χρειαζόταν. Διεκδικούμε ως εξουσία, προσπαθούμε να πείσουμε την εξουσία ότι μας χρειάζεται και δίνουμε όπλα στα χέρια τους. Επιτρέψαμε τα πραγματικά η κατασκευασμένα σκάνδαλα να γίνουν εργαλείο στα χέρια των εμπόρων της κατεδάφισης και δεν αντιδράσαμε άμεσα και δραστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Δείξαμε περίεργη ανοχή σε ηθικά σκάνδαλα. Δείξαμε ανοχή σε σημείο που άγγιξε την ενοχή.
Ταλαιπωρήθηκε πολύ και επί πολύ χρόνο η Εκκλησία μας με θλιβερές υποθέσεις. Έχουμε τεράστια ευθύνη για τον πολυκαιρισμό τέτοιων θλιβερών και δυσωνύμων καταστάσεων. Κάναμε άτολμες κινήσεις, πήραμε περίεργες αποφάσεις, οχυρωθήκαμε πίσω από δικονομικούς όρους, δημιουργήσαμε περίεργα δικαστικά τετελεσμένα και εκτεθήκαμε, αρνηθήκαμε ένα γενναίο ξεκαθάρισμα, αφήσαμε επί μήνες οχετούς βρωμιάς δια της τηλοψίας να μολύνουν τις ακοές και τις συνειδήσεις του πληρώματος, προκαλέσαμε με αποφάσεις που γέμισαν οργή τον πιστό λαό μας και χλεύη τους εναντίους, για να φθάσουμε στα γνωστά αδιέξοδα. Δεν είχαμε καθαρό λόγο. Προκρίναμε, με αποφάσεις των οργάνων μας, το «φιλάδελφον» εις βάρος του φιλόθεου και του φιλάνθρωπου. Είναι σκληρά τα λόγια, αλλά αυτά μας καταμαρτυρούν οι δικοί μας άνθρωποι. Αφήσαμε απροστάτευτη την Εκκλησία του Χριστού να κατηγορείται από τους εναντίους.
Δεν προσέξαμε τις χειροτονίες των κληρικών μας. Κυκλοφορούν δυστυχώς θαρρετά και προκλητικά, όχι μόνο στους δρόμους αλλά και στον κυβερνοχώρο, κληρικοί που αδιάντροπα προσβάλλουν το τίμιο ράσο και τύπτουν την συνείδηση του λαού. Δείχνουμε ανοχή σε ποικίλες εκτροπές κληρικών μας και με τον τρόπο αυτό αποθαρρύνουμε σοβαρούς ανθρώπους που θέλουν να διακονήσουν την Εκκλησία.
Διδάσκουμε ότι η Εκκλησία είναι κλήρος και λαός. Το λαϊκό στοιχείο όμως δεν συμμετέχει πολύ ενεργά, δεν του αναθέσαμε ευθύνες και διακονίες οι οποίες του ανήκουν.
Δεν σταθήκαμε όσο έπρεπε κοντά στη νεολαία μας. Οι περισσότεροι από τους ενοριακούς μας ναούς δεν είναι φιλόξενοι χώροι για τα παιδιά και τους νέους μας. Δημιουργούμε χώρους για να προσφέρουμε καφέ στα μνημόσυνα, αλλά όχι χώρους για τα παιδιά μας. Μας ενοχλεί η παρουσία τους. Φοβόμαστε μήπως μας λερώσουν τον χώρο και δεν σκεπτόμαστε την ταλαιπωρία των ψυχών τους. Οι Κατηχητές μας πολλές φορές περνούν δύσκολα με τα στελέχη των ναών μας. Δεν είναι άραγε ενδεικτικό ότι στην Σύνοδο των Εφήβων συμμετείχαν παιδιά μόνο από 20 Μητροπόλεις της Εκκλησίας μας, τη στιγμή κατά την οποία η απόφαση για την συγκρότησή της ήταν απόφαση της Ιεράς Συνόδου; Από την άλλη πλευρά συμμετείχαν νέοι που πληροφορήθηκαν για την προσπάθεια αυτή της Εκκλησίας από το διαδίκτυο και δήλωσαν συμμετοχή και μας εξέπληξαν με τον ανεπιτήδευτο λόγο τους και τις ευχαριστίες τους, γιατί τους δώσαμε βήμα για να μιλήσουν. Δίνουμε την εντύπωση ότι έχουμε κουραστεί με τους νέους μας η ότι είμεθα κλεισμένοι στην αυτάρκεια μας. Τα λόγια με τα οποία προσφώνησε τον Μακαριώτατο και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου ο εκπρόσωπος της Συνόδου των Εφήβων είναι πολύ σημαντικά. Είπε το νέο αυτό παιδί για την πρωτοβουλία αυτή της Εκκλησίας:
«Το κάλεσμα αυτό φέρνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας σε εμάς τους νέους, ότι η Εκκλησία είναι κοντά μας και μας το αποδεικνύει έμπρακτα, δίνοντάς μας φωνή μέσα από τέτοια προγράμματα. Μπορεί να νομίζετε ότι οι νέοι δεν ενδιαφέρονται πια για θέματα της Εκκλησίας, όμως αυτό είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Η Νεολαία είναι εδώ και μπορεί να δώσει βροντερό παρόν, αρκεί να δοθούν και άλλες τέτοιες ευκαιρίες να το αποδείξει».[1]
Την πρωτοβουλία αυτή της Εκκλησίας την χαρακτήρισε μήνυμα αισιοδοξίας προς τους νέους, ένα νέο παιδί που δεν ήλθε απεσταλμένος από καμμία Μητρόπολη, αλλά που πληροφορήθηκε από το διαδίκτυο γι’αυτήν. Αυτή την αισιοδοξία τους θα την τονώσουμε η θα την αποθαρρύνουμε;
Ασφαλώς είναι πολλοί και οι Ιεράρχες και οι λοιποί κληρικοί που εργάζονται θυσιαστικά για το λαό του Θεού. Επιτρέψαμε όμως, ένα τόσο θαυμαστό έργο, να καλυφθεί από των θόρυβο μερικών θλιβερών καταστάσεων.
συνεχίζεται....
από το ΘΑΝΟΣ ΕΥΗ KOUK FAMILY
Εκκλησιαστικές ευθύνες
Έχουμε φθάσει σαν χώρα σε σημείο οριακό. Πολλοί αυτή την ώρα, σήμερα θα έλεγα, προσβλέπουν στην Εκκλησία αναμένοντες και το λόγο της και τις πράξεις της.
Ετούτη την κρίσιμη ώρα είναι σημαντικό εμείς οι Ποιμένες της Εκκλησίας να έχουμε το θάρρος να αναμετρηθούμε με τις ευθύνες μας και να αναζητήσουμε με τόλμη το μερίδιο της ενδεχομένης δικής μας υπαιτιότητας στην παρούσα κρίση. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η πάλη σήμερα δεν είναι «προς σάρκα και αίμα, αλλά προς τις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορας του σκόπτους του αιώνος τούτου»[1].
Η Εκκλησία έχει το αντίδοτο της κατανάλωσης σαν τρόπο ζωής και αυτό είναι η άσκηση. Και εάν η κατανάλωση είναι το τέλος, γιατί η ζωή δεν έχει νόημα, η άσκηση είναι δρόμος, γιατί οδηγεί σε ζωή με νόημα. Η άσκηση δεν είναι στέρηση της απόλαυσης, αλλά εμπλουτισμός της ζωής με νόημα. Είναι η προπόνηση του αθλητή που οδηγεί στον αγώνα και στο μετάλλιο και αυτό το μετάλλιο είναι η ζωή που νικά το θάνατο, η ζωή που πλουτίζεται με την αγάπη. Η άσκηση είναι τότε οδός ελευθερίας, ενάντια στη δουλεία του περιττού.
Αυτή την άσκηση σαν οδό ελευθερίας και νοηματοδότησης της ζωής, δεν την κηρύξαμε όσο και όπως έπρεπε, αλλά προ παντός δεν την βιώσαμε. Κατηγορηθήκαμε, όχι πάντα άδικα, για εκκοσμίκευση, η οποία συνιστά νοθεία της αυθεντικότητας. Οι του Ιερού Κλήρου όλων των βαθμίδων δεν ζήσαμε τον ασκητικό τρόπο ζωής, καθώς διδάσκει το Ευαγγέλιο, δεν δώσαμε πάντα το καλό παράδειγμα, όχι ευσεβιστικά και υποκριτικά, αλλά σαν ελεύθερη και συνειδητή επιλογή ενός τρόπου ζωής. Δεν θελήσαμε να είμαστε «οι άλλοι», οι μη συσχηματιζόμενοι με τον παρόντα κόσμο. Προκαλέσαμε με την οικονομική μας άνεση, με την προσχώρησή μας στην εκκοσμίκευση, με την απουσία της λιτότητας στις εκδηλώσεις μας και ενίοτε και στην αμφίεση μας. Με την επιδίωξη της άνεσης ακόμη και στην μοναστική μας ζωή, με την δυσκολία που δημιουργήσαμε στους απλούς ανθρώπους να μας προσεγγίσουν, κάποτε και με την ποιότητα της φιλανθρωπίας μας. Μιλήσαμε πολλές φορές για τα κανονικά μας δικαιώματα, σπάνια όμως για τις κανονικές μας ευθύνες. Συνερχόμεθα σε Συνόδους, αλλά θεωρούμε ότι οι Συνοδικές αποφάσεις σταματούν στα όρια των Μητροπόλεών μας. Αλλά τότε γιατί συνερχόμεθα;
Αφήσαμε μια χαλαρότητα να μουδιάσει την πνευματική μας ζωή και θεωρήσαμε την ασκητικότητα σαν άκρο και όχι σαν το αυθεντικό εκκλησιαστικό ήθος. Ανεχθήκαμε συμπεριφορές Μονών, μοναχών και κληρικών, που ολίγον απέχουν από το να είναι αντιεκκλησιαστικές, γιατί όχι και αντίχριστες. Γίναμε κάποιες φορές πομπώδεις, αλλά πολύ λίγο ουσιαστικοί και αυθεντικοί. Ο κηρυκτικός μας λόγος έχασε το πνευματικό του νεύρο. Εγκατέλειψε εν πολλοίς την Θεολογία και την Κατήχηση, έχασε την επαφή με την πραγματικότητα και τον διάλογο με τις πνευματικές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου
Συντελέσαμε στη σύγχυση του λαού μας, στον αποπροσανατολισμό του, αδιαφορώντας για τα ουσιώδη. Κινηθήκαμε στη βάση της κοσμικότητας και λειτουργήσαμε σαν μονάδες διοικητικές, οικονομικές, εξουσιαστικές και όχι σαν μέλη του Σώματος του Χριστού. Λησμονήσαμε την πρωτοχριστιανική Εκκλησία, την Εκκλησία των Πράξεων των Αποστόλων, όπου είχαν όλοι τα πάντα κοινά, όπου μετείχαν ο ένας στο πρόβλημα του άλλου. Κάναμε και κάνουμε Συνέδρια, αλλά γιατί; Πότε προβληματιστήκαμε για την πορεία των αποφάσεων τους, για το πέρασμα τους στην καθημερινότητα της Εκκλησίας μας; Προβάλλουμε τον κοινοβιακό τρόπο ζωής σαν παράδειγμα, αλλά δεν τον ζούμε. Λησμονήσαμε ότι η Θεία Λειτουργία συνεχίζεται και μετά τη Θεία Λειτουργία. Είναι άγνωστο ότι υπάρχουν Μητροπόλεις που οικονομικά πολύ δυσκολεύονται; Πόσο θυμόμαστε τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε σε ανάλογες περιπτώσεις ο Απόστολος Παύλος;
Το πλέον οδυνηρό εξ όλων είναι, ότι γίναμε στη συνείδηση του λαού, και όχι πάντοτε άδικα, μέρος του πολιτικού συστήματος που καταρρέει και κινδυνεύουμε να μας συμπαρασύρει. Ο ευσεβης λαός μας κατηγορεί γι’αυτό και μας καταλογίζει ευθύνη, μας θεωρεί συνενόχους για την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η χώρα. Η ευθύνη μας δεν είναι ότι δεν αναχαιτίσαμε εμείς την κρίση, αλλά ότι δεν αντιδράσαμε, δεν αντισταθήκαμε, δεν ομολογήσαμε.
Δεν σταθήκαμε δυστυχώς κριτικά, δηλαδή πνευματικά και όχι αντιπολιτευτικά απέναντι στην εξουσία. Προσπαθήσαμε να την πείσουμε ότι είμαστε δικοί της, στηριχθήκαμε στα δεκανίκια της και τώρα εισπράττουμε οργή. Οι αντιτιθέμενοι στην Εκκλησία ευρίσκουν ευκαιρία να επιτεθούν με δριμύτητα εναντίον της, να απαιτούν τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, να προσπαθούν να εμφανίσουν την Εκκλησία ως εμπλεκομένη με την πολιτική εξουσία και καταφέρνουν να πείθουν πολλούς. Ασφαλώς και δεν έχουν δίκαιο, αλλά και εμείς δεν προσέξαμε πάντα και όσο χρειαζόταν. Διεκδικούμε ως εξουσία, προσπαθούμε να πείσουμε την εξουσία ότι μας χρειάζεται και δίνουμε όπλα στα χέρια τους. Επιτρέψαμε τα πραγματικά η κατασκευασμένα σκάνδαλα να γίνουν εργαλείο στα χέρια των εμπόρων της κατεδάφισης και δεν αντιδράσαμε άμεσα και δραστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Δείξαμε περίεργη ανοχή σε ηθικά σκάνδαλα. Δείξαμε ανοχή σε σημείο που άγγιξε την ενοχή.
Ταλαιπωρήθηκε πολύ και επί πολύ χρόνο η Εκκλησία μας με θλιβερές υποθέσεις. Έχουμε τεράστια ευθύνη για τον πολυκαιρισμό τέτοιων θλιβερών και δυσωνύμων καταστάσεων. Κάναμε άτολμες κινήσεις, πήραμε περίεργες αποφάσεις, οχυρωθήκαμε πίσω από δικονομικούς όρους, δημιουργήσαμε περίεργα δικαστικά τετελεσμένα και εκτεθήκαμε, αρνηθήκαμε ένα γενναίο ξεκαθάρισμα, αφήσαμε επί μήνες οχετούς βρωμιάς δια της τηλοψίας να μολύνουν τις ακοές και τις συνειδήσεις του πληρώματος, προκαλέσαμε με αποφάσεις που γέμισαν οργή τον πιστό λαό μας και χλεύη τους εναντίους, για να φθάσουμε στα γνωστά αδιέξοδα. Δεν είχαμε καθαρό λόγο. Προκρίναμε, με αποφάσεις των οργάνων μας, το «φιλάδελφον» εις βάρος του φιλόθεου και του φιλάνθρωπου. Είναι σκληρά τα λόγια, αλλά αυτά μας καταμαρτυρούν οι δικοί μας άνθρωποι. Αφήσαμε απροστάτευτη την Εκκλησία του Χριστού να κατηγορείται από τους εναντίους.
Δεν προσέξαμε τις χειροτονίες των κληρικών μας. Κυκλοφορούν δυστυχώς θαρρετά και προκλητικά, όχι μόνο στους δρόμους αλλά και στον κυβερνοχώρο, κληρικοί που αδιάντροπα προσβάλλουν το τίμιο ράσο και τύπτουν την συνείδηση του λαού. Δείχνουμε ανοχή σε ποικίλες εκτροπές κληρικών μας και με τον τρόπο αυτό αποθαρρύνουμε σοβαρούς ανθρώπους που θέλουν να διακονήσουν την Εκκλησία.
Διδάσκουμε ότι η Εκκλησία είναι κλήρος και λαός. Το λαϊκό στοιχείο όμως δεν συμμετέχει πολύ ενεργά, δεν του αναθέσαμε ευθύνες και διακονίες οι οποίες του ανήκουν.
Δεν σταθήκαμε όσο έπρεπε κοντά στη νεολαία μας. Οι περισσότεροι από τους ενοριακούς μας ναούς δεν είναι φιλόξενοι χώροι για τα παιδιά και τους νέους μας. Δημιουργούμε χώρους για να προσφέρουμε καφέ στα μνημόσυνα, αλλά όχι χώρους για τα παιδιά μας. Μας ενοχλεί η παρουσία τους. Φοβόμαστε μήπως μας λερώσουν τον χώρο και δεν σκεπτόμαστε την ταλαιπωρία των ψυχών τους. Οι Κατηχητές μας πολλές φορές περνούν δύσκολα με τα στελέχη των ναών μας. Δεν είναι άραγε ενδεικτικό ότι στην Σύνοδο των Εφήβων συμμετείχαν παιδιά μόνο από 20 Μητροπόλεις της Εκκλησίας μας, τη στιγμή κατά την οποία η απόφαση για την συγκρότησή της ήταν απόφαση της Ιεράς Συνόδου; Από την άλλη πλευρά συμμετείχαν νέοι που πληροφορήθηκαν για την προσπάθεια αυτή της Εκκλησίας από το διαδίκτυο και δήλωσαν συμμετοχή και μας εξέπληξαν με τον ανεπιτήδευτο λόγο τους και τις ευχαριστίες τους, γιατί τους δώσαμε βήμα για να μιλήσουν. Δίνουμε την εντύπωση ότι έχουμε κουραστεί με τους νέους μας η ότι είμεθα κλεισμένοι στην αυτάρκεια μας. Τα λόγια με τα οποία προσφώνησε τον Μακαριώτατο και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου ο εκπρόσωπος της Συνόδου των Εφήβων είναι πολύ σημαντικά. Είπε το νέο αυτό παιδί για την πρωτοβουλία αυτή της Εκκλησίας:
«Το κάλεσμα αυτό φέρνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας σε εμάς τους νέους, ότι η Εκκλησία είναι κοντά μας και μας το αποδεικνύει έμπρακτα, δίνοντάς μας φωνή μέσα από τέτοια προγράμματα. Μπορεί να νομίζετε ότι οι νέοι δεν ενδιαφέρονται πια για θέματα της Εκκλησίας, όμως αυτό είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Η Νεολαία είναι εδώ και μπορεί να δώσει βροντερό παρόν, αρκεί να δοθούν και άλλες τέτοιες ευκαιρίες να το αποδείξει».[1]
Την πρωτοβουλία αυτή της Εκκλησίας την χαρακτήρισε μήνυμα αισιοδοξίας προς τους νέους, ένα νέο παιδί που δεν ήλθε απεσταλμένος από καμμία Μητρόπολη, αλλά που πληροφορήθηκε από το διαδίκτυο γι’αυτήν. Αυτή την αισιοδοξία τους θα την τονώσουμε η θα την αποθαρρύνουμε;
Ασφαλώς είναι πολλοί και οι Ιεράρχες και οι λοιποί κληρικοί που εργάζονται θυσιαστικά για το λαό του Θεού. Επιτρέψαμε όμως, ένα τόσο θαυμαστό έργο, να καλυφθεί από των θόρυβο μερικών θλιβερών καταστάσεων.
συνεχίζεται....
από το ΘΑΝΟΣ ΕΥΗ KOUK FAMILY
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου