 |
Ο Διγενής ψυχομαχεί, κι η γης τόνε τρομάζει
κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τόνε σκεπάσει
γιατί από 'κειά που κοίτεται,
λόγια 'ντρειωμένου λέει
ριζίτικο δημοτικό
|
Κατά την τόσο αμφιλεγόμενη αυτή εποχή των ανταγωνισμών, των συγκρούσεων και της αναβιώσεως των εθνικών παθών και των μεγαλοϊδεατισμών μεγάλων και μικρών εθνών στις πλέον στέκεται άφωνος, άβουλος, άτολμος, με τον φόβο και τον τρόμο εμποτισμένος από την ηγέτιδα τάξη, χωρίς ελπίδα, χωρίς προοπτική «προσμένοντας ίσως κάποιο θαύμα» — οπως προσφυώς αναφωνεί ο Βάρναλης στους «Μοιραίους». Όμως, αυτοί οι «μοιραίοι» συνωθούνταν φτωχοί, άκληροι, εξαθλιωμένοι μέσα στο υπόγειο ταβερνείο, πίνοντας κρασί «μέσα σε καπνούς και σε βρισιές ενώ απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα». Σήμερα... οι νεοέλληνες καταβροχθίζουν αμέριμνοι τη μπριζόλα, βλέπουν και χαίρονται ασύστολα με τις οικογένειες τους τα τηλεοπτικά πορνό, πηγαίνουν στο γήπεδο για την υποστήριξη της «ομαδάρας», οι νέοι (κι εκεί είναι το μεγαλύτερο δράμα) κονταροχτύπιουνται για το γκολ, συνωστίζονται για να προσκυνήσουν τους ανύπαρκτους νεκρούς φοιτητές, εξερεύγονται κραυγές κατά των «μπάτσων», του «στρατού» και των «εγκληματιών» που τους σκοτώνουν καθημερινώς στα πάρκα, στους δρόμους, εμποδίζοντας τις πομπές τους για την Ρουάντα και την Σομαλία, αγνοώντας περιφρονητικά τους πέραν των συνόρων σκλάβους αδελφούς, το αιχμάλωτο πατριαρχείο και τόσα άλλα.
Από την άλλη πλευρά οι πολιτικάντηδες τους σιγοντάρουν κατά του «ρατσισμού», υπέρ της «οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια», υπέρ των χρηστών ηρωίνης, κατά των εθνικισμών, υπέρ της φιλίας των λαών, και προσπαθούν να πείσουν πως...