Οι περισσότεροι δεν ευτύχησαν να ξανακούσουν τον ήχο της καμπάνας!
Οι σεβάσμιες ιερατικές μορφές από το χώρο της Βορείου Ηπείρου, που θα παρουσιάσουμε εν συντομία παρακάτω, έζησαν τoν διωγμό της Ορθόδοξης πίστης από το αθεϊστικό καθεστώς του Χότζα. Πέθαναν πονεμένες, κυρτωμένες και λευκασμένες από τα μαρτύρια, χωρίς να προδώσουν «τα ιερά και τα όσια». Τις σκεπτόμαστε και κυλάει από το μέτωπό μας αιμάτινος ιδρώτας.
Κάποιοι απ’ αυτούς τους ιερείς, λίγοι, πρόλαβαν και χάρηκαν την ανάσταση της Εκκλησίας της Αλβανίας με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Και ξαναλειτούργησαν ύστερα από μισό περίπου αιώνα! Η χάρη του Θεού τους έδωσε αυτή την μεγάλη τιμή. Τι και αν δεν είχαν ούτε καλυμμαύχι, ούτε ράσο, ούτε άμφια. Εκείνο που τους έδινε αξία και έκανε ευπρόσδεκτη την προσφορά τους στο θείο Θυσιαστήριο ήταν οι αρετές που τους συνόδευαν. Και κυρίως η υπομονή και η σταθερή προσκόλληση στην Εκκλησία του Χριστού. Έκλεισαν τα μάτια τους, μονολογώντας: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν».
Οι περισσότεροι, όμως, αποσχηματισμένοι κληρικοί δεν ευτύχησαν να ξανακούσουν τον γλυκό ήχο της καμπάνας. Έσβησαν μαραμένοι σαν το κερί που λιώνει, μετά από μια μακροχρόνια και εξαντλητική ταλαιπωρία. Ή ταξίδεψαν στον άλλο κόσμο καταπληγωμένοι από τα μαχαίρια και τα ξίφη των αρνητών της πίστης.
π. Κων/νος Βόσδος
Γεννήθηκε το 1902 στην Κοσοβίτσα. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και
έτσι ανατράφηκε σε θρησκευτικό περιβάλλον, που του καλλιέργησε την αγάπη του για το Χριστό. Τελείωσε το σχολαρχείο στην Ελλάδα και μετά το θάνατο του πατέρα του χειροτονήθηκε, το 1942, ιερέας. Υπηρέτησε με ζήλο στα χωριά Κοσοβίτσα, Σωφράτικα, Σελειό και Κλεισάρι. Η Μητρόπολη Αργυροκάστρου, αναγνωρίζοντας και επαινώντας το έργο του, του απένειμε τον τίτλο του Σταυροφόρου και τον όρισε ηγούμενο της μονής Αγίας Τριάδας Πέπελης, την οποία αναστήλωσε. Ο αγώνας και η αγωνία του για τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης, έστρεψε το αθεϊστικό καθεστώς εναντίον του. Κατηγορήθηκε, φυλακίστηκε στα Τίρανα για δέκα έξι μήνες και βασανίστηκε απάνθρωπα. Καταδικάστηκε σε θάνατο ως προδότης της Αλβανίας και εκτελέστηκε στις 30-9-1964 σε άγνωστο μέχρι σήμερα τόπο.
π. Mιχάλης Γκίγκας
Γεννήθηκε το 1900 στο Ζερβάτι. Μορφώθηκε εκκλησιαστικά από το δάσκαλο θείο του και το 1935 χειροτονήθηκε ιερέας. Βασανίστηκε πολλές φορές, καθώς θεωρούνταν ύποπτος. Κοιμήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου του 1978.
π. Στέφανος Γκούλιος
Γεννήθηκε στο Λάμποβο του Σταυρού. Το 1950 χειροτονήθηκε ιερέας. Υπηρέτησε στο χωριό του μέχρι το 1967, οπότε αποσχηματίστηκε. Από τότε και ως την ημέρα του θανάτου του έμεινε εσώκλειστος στο σπίτι του.
π. Θεόδωρος Γούλης
Γεννήθηκε το 1885 στη Σωτήρα και τελείωσε το σχολαρχείο. Όταν ενηλικιώθηκε χειροτονήθηκε ιερέας και διακόνησε σε πολλά χωριά, όπως Καλογορατζή, Γλύνα, Γράψη, Σωτήρα και Κοσοβίτσα. Στις 28 Οκτωβρίου του 1947 συνελήφθη για αντικαθεστωτική δράση και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλακή. Αφού τον περιέφεραν σε διάφορα στρατόπεδα, όπου βασανιζόμενος απάνθρωπα βίωσε στο πετσί του τον πόνο και τη φρίκη, τον έκλεισαν στις σκληρές φυλακές του Μπουρέλι, που έχουν χαρακτηρισθεί «μαρτυρικό φέρετρο». Εκεί άφησε την τελευταία πνοή του και τον έθαψαν σε άγνωστο μέχρι τώρα σημείο.
π. Κων/νος Δημητρίου Δέδης (Ντέντης)
Γεννήθηκε στο Καλέζ Αργυροκάστρου, όπου τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1950 και υπηρέτησε σε χωριά της περιοχής Λιντζουριάς (Νόκοβο, Μίνγκουλη, Δοξάτι, Κεστοράτι κ. ά.). Μέχρι την ημέρα του θανάτου του, στις 18 Σεπτεμβρίου 1972, δεν πρόδωσε την Ορθοδοξία και την αποστολή του και με θάρρος και σθένος διακόνησε το ποίμνιό του. Τελούσε κρυφά τα μυστήρια και πέθανε με την πίστη και την ελπίδα ότι μια ημέρα θα ξανανοίξουν οι εκκλησίες. Όπως κι έγινε.
π. Γεώργιος Ζάρος
Γεννήθηκε το 1920 στο χωριό Βουλιαράτες. Τελείωσε το γυμνάσιο Δελβίνου με αλληλογραφία. Εργάσθηκε ως δάσκαλος στο χωριό Βοδίνο, αλλά απολύθηκε για ιδεολογικούς λόγους. Το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και τον επόμενο χρόνο πρεσβύτερος. Υπηρέτησε στα χωριά Σωτήρα (1953-1960), Επισκοπή και Γλύνα (1960-1967). Αφού αποσχηματίστηκε το 1967 δούλεψε στα αρδευτικά έργα του Δροπολίτικου κάμπου. Έκανε, αμέσως μόλις έπεσε το τυραννικό καθεστώς, θεία λειτουργία στην Αλβανία.
Το ημερολόγιο έδειχνε 25-12-1990, ημέρα των Χριστουγέννων, και στο ναό του Αγίου Αθανασίου Βουλιαρατίου ακούσθηκε το «Χριστός γεννάται· δοξάσατε». Koιμήθηκε τον Αύγουστο του 2006.
π. Νικόλαος Καρκασίνας
Γεννήθηκε το 1900 στο Βαγγαλάτι των Αγ. Σαράντα. Αφού σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο Βελλά, διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό του. Για 17 χρόνια ήταν δάσκαλος και ιεροψάλτης και βοηθούσε τον ιερέα του χωριού του π. Ζήση Τσάκα. Ακολούθως χειροτονήθηκε ιερέας από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα Κοτόκο. Υπηρέτησε στο ναό Αγ. Τριάδας Τσιφλικιού και ως αρχιερατικός επίτροπος Δελβίνου μέχρι το 1967. Ο αποσχηματισμός του, του προκάλεσε μεγάλη θλίψη και στενοχώρια, με συνέπεια να κοιμηθεί ένα έτος μετά.
Ο ιερέας Νικόδημος Καρκασίνας (εγγονός του παπα-Νικόλα), που τότε ήταν 9 ετών, διηγήθηκε την πίκρα του παππού του για το κλείσιμο των εκκλησιών, όπως σαν παιδί την αντιλήφθηκε: «… Ήμουν στο Δέλβινο μαζί με τον πατέρα μου. Το μεσημέρι ο παππούς έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου και ήταν πολύ ανήσυχος. Η γιαγιά (παπαδιά) και ο πατέρας μου τον ρωτούσαν τι του συνέβαινε. Το ίδιο βράδυ κράτησε στο γραφείο του τον πατέρα μου. Του αποκάλυψε ότι την επομένη θα είχαν σύναξη όλοι οι ιερείς της περιφερείας του, θα ερχόταν ο Δεσπότης να εφαρμόσει μια εντολή του Χότζα για το κλείσιμο των εκκλησιών».
π. Σταύρος Κυριαζάτης
Γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λαζάτες των Αγ. Σαράντα. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1937 από το Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα Κοτόκο. Επί τριάντα ολόκληρα χρόνια υπηρέτησε στο χωριό του και διετέλεσε Αρχιερατικός Επίτροπος Δελβίνου.
Το 1967 αποσχηματίστηκε βίαια και για εικοσιτέσσερα χρόνια γνώρισε διώξεις, εξευτελισμούς και οικονομικές δυσκολίες. Παρ’ όλα αυτά δεν έπαυσε να τελεί κρυφά τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο Θεός τον αντάμειψε για την αφοσίωσή του, αξιώνοντάς τον να χαρεί το άνοιγμα των ναών και να ξαναφορέσει το καλυμμαύχι και το ράσο σε ηλικία 98 ετών.
π. Δημήτριος Λέκκας
Γεννήθηκε στο Κούδεσι από ιερατική οικογένεια. Και ο παππούς του Λεωνίδας και ο πατέρας του Αριστείδης ήταν ιερείς. Η οικογένειά του έχαιρε του σεβασμού και της εκτιμήσεως όλων των κατοίκων της περιοχής της Χιμάρας.
Τελείωσε το σχολείο στην Πάτρα και σε ηλικία 30 ετών χειροτονήθηκε ιερέας από το Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα Κοτόκο. Ο Θεός επέτρεψε να μαρτυρήσει στην χαραυγή του αθεϊστικού καθεστώτος, που επεδίωξε την εξόντωση των ιερέων, δασκάλων και διανοουμένων, καθώς φοβόταν ότι θα υπέσκαπταν τά θεμέλιά του.
Τον Απρίλιο του 1944 ο παπα-Δημήτρης λειτουργούσε στο ναό του χωριού του. Ξαφνικά εισέβαλαν μέσα τέσσερεις παρτιζάνοι και τον άρπαξαν ντυμένο με τα άμφια. Η σύζυγός του, τα ανήλικα τέκνα του και οι πιστοί που παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία, ανησύχησαν έντονα. Μετά από λίγες ώρες τουφεκίστηκε με την κατηγορία του κατασκόπου και εχθρού του λαού σ’ ένα βαθύ λάκκο του χωριού του. Οι συγγενείς του πήραν το πτώμα του και το έθαψαν χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία.
Η οικογένειά του κυνηγήθηκε έως την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.
π. Μιχάλης Μπάρκας
Γεννήθηκε το 1895 στα Βόδριστα της Δρόπολης. Από τα παιδικά του χρόνια ήταν κοντά στον ιερέα του χωριού του και έψελνε. Η χειροτονία του, λοιπόν, σε ιερέα ήταν φυσικό επακόλουθο. Το 1925 γίνεται πρεσβύτερος και αναλαμβάνει εφημέριος στους Βουλιαράτες. Κατά την εκκλησιαστική του διακονία προστάτευσε την εκκλησιαστική περιουσία και στήριξε την παιδεία στην περιοχή του. Στο ευαγγέλιο του ναού Παμ. Ταξιαρχών Βόδριστας (που εκδόθηκε από την Eλληνική Τυπογραφία του Φοίνικος στη Βενετία το 1848), σημείωσε σχετικά με το κλείσιμο της Εκκλησίας μετά το διάταγμα του καθεστώτος το 1967: «… τη 25η Φεβρουαρίου 1967 ημέρα Σάββατον η ώρα 12 Μεσημέρι επαράδοκα το κλειδί της εκκλησίας εις την Νεολέαν, εκλήσθη η εκκλησία».
π. Μιχαήλ Ντάκος
Το όνομα του παπα Μιχάλη έχει συνδεθεί με την πρώτη θεία λειτουργία που έγινε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ήταν 12 Δεκεμβρίου 1990 (εορτή του αγίου Σπυρίδωνος) και ο π. Μιχάλης λειτούργησε στο εξωκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής Δερβιτσάνης, που ως τότε ήταν αποθήκη λιπασμάτων. Γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Δερβιτσάνη, που ήταν και είναι το μεγαλύτερο σε πληθυσμό χωριό της Δρόπολης.
Αφού ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του και έγινε κτίστης. Από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του, που ήταν νεωκόρος, στο ναό και αργότερα έγινε ιεροψάλτης.
Την περίοδο 1950 – 1953 φοίτησε στην Εκκλησιαστική Σχολή Αργυροκάστρου, ενώ το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1954 πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Δαμιανό. Μέχρι το 1967, που κλείστηκαν οι ναοί, ιερουργούσε στο χωριό του. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να εργασθεί ως κτίστης σε διάφορες κρατικές επιχειρήσεις. Οι άριστα λαξεμένες από τα χέρια του πέτρες υπάρχουν και σήμερα στο Αργυρόκαστρο, στο Τεπελένι, ακόμη και στα Τίρανα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον όρισε αρχιερατικό επίτροπο στη Μητρόπολη Αργυροκάστρου. Στις 8 Μαρτίου του 1998, λίγο πριν αρχίσει τη θεία λειτουργία, ξεψύχησε σε ηλικία 80 ετών. Το 1991 είχαμε συναντήσει τον παπαΜιχάλη στα Γιάννινα, 7 χρόνια πριν την κοίμησή του. Μας φάνηκε μορφή ασκητική. Από τα χαρακωμένο πρόσωπό του συμπεράναμε πως σήκωσε πολλές φορές μεγάλους σταυρούς στους ώμους του.
π. Ηλίας Ντούκας
Γεννήθηκε το 1903 στο Λάμποβο και ήταν συγχωριανοί με τον εθνικό ευεργέτη Ζάππα. Αφού τελείωσε τη βασική εκπαίδευση στο χωριό του ταξίδεψε σε μικρή ηλικία στη Ρουμανία, όπου εργάσθηκε ως τσαγκάρης. Έφυγε από τη Ρουμανία και για τέσσερα χρόνια εργάσθηκε στην Ελλάδα. Αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό του, όπου εξάσκησε το επάγγελμά του. Ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενο άτομο και βοηθούσε στην εκκλησία ως ιεροψάλτης. Το 1952 χειροτονήθηκε ιερέας στη Δερβιτσάνη. Υπηρέτησε αρχικά στην Τσούκα των Αγίων Σαράντα και αργότερα στα περισσότερα χωριά της Λυτζουριάς, ενώ προσέφερε τη διακονία του στο μοναστήρι του χωριού Μασκουλόρη και στη μονή Τσέπου. Αποσχηματίστηκε το 1967 και επειδή αντέγραφε εκκλησιαστικά βιβλία τον κατηγόρησαν για θρησκευτική προπαγάνδα. Μέχρι την κοίμησή του, στις 9 Αυγούστου του 1986, τελούσε κρυφά τα ιερά μυστήρια.
π. Γεώργιος Παπαζήσης
Γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1883 και καταγόταν από ιερατική οικογένεια. Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, φοίτησε σε Εκκλησιαστική Σχολή στο νησάκι των Ιωαννίνων. Διορίστηκε δάσκαλος στην Κάριανη της Λυτζουριάς, στη Μουζίνα καί Καλογορατζή. Το 1929 χειροτονήθηκε ιερέας και διακόνησε στην ενορία Παμ. Ταξιαρχών του Βαρουσίου. Επειδή ο πιστός λαός τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε του δόθηκε το οφίκιο του Οικονόμου και το δικαίωμα να εξομολογεί. Και μετά τη θρησκευτική απαγόρευση του 1967, δεν έπαψε να λειτουργεί και να τελεί τα ιερά μυστήρια κρυφά στο σπίτι του μέχρι την κοίμησή του τον Φεβρουάριο του 1968.
π. Γεώργιος Σιαμπάνης
Γεννήθηκε το 1900 στη Ντοσνίτσα. Όταν ήταν ενός έτους πέθανε η μητέρα του. Ο πατέρας του, που ήταν δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη, τον πήρε μαζί του. Εκεί τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Αρρώστησε και επέλεξε να γυρίσει στη Ντοσνίτσα. Αφού ανάρρωσε πλήρως διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό του. Το 1945 χειροτονήθηκε ιερέας στην Κορυτσά και υπηρέτησε στα χωριά Ντοσνίτσα, Ζέη, Λίαρ, Χοστέβα, Μαλεσόβα, και Καλάσα. Δεν άντεξε τον αποσχηματισμό του και πέθανε τον Μάϊο του 1967.
π. Βασίλειος Σίνης
«Άκουσε παιδί μου», επαναλάμβανε συχνά στο γαμπρό του Βασίλη Γκιώνη, «τούτο το σύστημα έχει κοντά πόδια. Μία μέρα θα φύγει και θα έρθει ξανά η πίστη, η θρησκεία». Γεννήθηκε στην Πέπελη το 1899. Η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή, γι’ αυτό βιοποριστικοί λόγοι τον ανάγκασαν να αναζητήσει στην Ελλάδα εργασία. Επέστρεψε στο χωριό του και έψελνε στη μονή Αγίας Τριάδας Πέπελης. Το 1933, με την παρότρυνση του ηγουμένου του μοναστηριού, χειροτονήθηκε ιερέας στα Τίρανα. Διακόνησε στα χωριά Βοδίνο, Κρα, Κλεισάρι, Αλίκο, Γέρμα, Καλογορατζή. Κατά διαστήματα εξυπηρετούσε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας.
Με την κατηγορία του πράκτορα των Ελλήνων συνελήφθη το 1946, καταδικάστηκε με αυστηρή ποινή, φυλακίστηκε και οδηγήθηκε σε καταναγκαστικά έργα. Το 1953, σακατεμένος πια, ελευθερώθηκε. Το πρώτο μέλημά του ήταν να συνεχίσει την ιερατική αποστολή του. Ιερουργούσε στο Αλίκο των Αγίων Σαράντα μέχρι το 1967, οπότε και αποσχηματίσθηκε. Μέχρι την κοίμησή του, το 1983, τον κατέτρωγε ο καημός που δεν μπορούσε να τελέσει επίσημα θεία λειτουργία. Και με αυτόν τον πόνο έφυγε για τον ουρανό. Φυσικά θα αγαλλίασε η ψυχούλα του, όταν ξαναλειτούργησαν οι ναοί.
π. Γεώργιος Σούλης
Γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λέκελ του Τεπελενίου και η οικογένειά του είχε ορθόδοξες αρχές. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του και τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και μετανάστευσε το 1922 στην Αμερική. Για δώδεκα χρόνια εργάστηκε στις πόλεις Βοστόνη και Φιλαδέλφεια και αφού απέκτησε θεολογική μόρφωση χειροτονήθηκε ιερέας. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1934 και διακόνησε στο Λέκελ, στο Λάμποβο, στο Τερμπούκ, στο Χουντκούκ, στην Πεστάνη κ.α. Δεν θέλησε να συμπλεύσει με τους κομμουνιστές και γι’ αυτό από την πρώτη στιγμή θεωρήθηκε αντίπαλος του συστήματος. Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι σπούδασε στην Ελλάδα και έζησε στην Αμερική τον συνέλαβαν το 1946 ως πράκτορα των Ελλήνων και των Αμερικανών. Αφού φυλακίστηκε στο φρούριο του Αργυροκάστρου και βασανίστηκε απάνθρωπα για δύο χρόνια, εκτελέστηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1948.
π. Αριστοτέλης Στράτος
Γεννήθηκε το 1881 στο Χλωμό Πωγωνίου. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του, ταξίδεψε στην Κων/πολη σε ηλικία 11 ετών. Δουλεύοντας σπούδασε βυζαντινή μουσική σε Σχολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από την Πόλη ταξίδεψε στην Γαλλία. Σε ηλικία 42 ετών επέστρεψε στο χωριό του καί δημιούργησε οικογένεια. Ο επίσκοπος Βησσαρίωνας τον χειροτόνησε ιερέα στο Δυρράχιο το 1932. Βασική ενορία του υπήρξε η Πολίτσιανη Βορείου Ηπείρου, ενώ μέχρι το 1944 διακόνησε και στην Τσιάτιστα, στη Σιέπερη Ζαγοριάς, στον μητροπολιτικό ναό Αργυροκάστρου, στην Καλογορατζή Δρόπολης. Στη συνέχεια στο Δέλβινο και, μέχρι το θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1960, στη μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στο Σβερνέτσι της Αυλώνας (όπου και παρέμενε).
π. Χαράλαμπος
Γεννήθηκε το 1917 στους Σχωριάδες. ΄Ηταν παιδί του π. Κυριάκου (1872 – 1954). Ο πατέρας του γεννήθηκε στην Κάτω Λεσινίτσα, αλλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στους Σχωριάδες όταν παντρεύτηκε την Μαρία Οικονόμου, με την οποία απέκτησαν επτά παιδιά. Σε μικρή ηλικία είχε μάθει αγιογραφία στην Κωνσταντινούπολη και ως ιερέας αγιογράφησε ναούς της περιοχής του σε συνεργασία με τον Χλωμιότη ζωγράφο – αγιογράφο Θεοδόση Γιούση. Ο μικρός Χαράλαμπος έτρεχε δίπλα στον πατέρα του σ’ όλες τις τελετές. Συνεπαρμένος από το λειτούργημα του κληρικού, το 1945 χειροτονήθηκε ιερέας στα Τίρανα από τον Επίσκοπο Ειρηναίο. Υπηρέτησε στο Χλωμό, στην Κοσοβίτσα, στο Δέλβινο καί στην Πρεμετή. Ήταν ιερωμένος που φρόντιζε ακούραστα το ποίμνιό του. Γι’ αυτό οι πιστοί τον λάτρευαν. Το 1967 αποσχηματίστηκε και πέθανε στις 16 Οκτωβρίου του 1984.
Εκτός από τους προαναφερομένους ιερείς και πολλοί άλλοι διακόνησαν την Εκκλησία της Αλβανίας τα δύσκολα χρόνια του αθεϊστικού καθεστώτος. Δεν έχουν όμως συγκεντρωθεί πλήρη στοιχεία γι’ αυτούς. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται:
Ο π. Παύλος Γεώργης (1902 – 1974) από τη Νίβιτσα Αγ. Σαράντα. Από το 1959 έως το 1967 υπηρέτησε στο Δέλβινο, στη Φοινίκη και στο Αργυρόκαστρο.
Ο π. Αντώνιος Γιαννούλης από τη Μαλισόβα Πρεμετής.
Ο π. Δημήτριος Ελευθερίου από το Νόκοβο.
Ο π. Ιωάννης Κουτούλλας από τη Χιμάρα.
Ο π. Θεόδωρος Λαχανάς από το Βοδίνο.
Ο π. Ευάγγελος Μπότσης, από την Τσάρτσοβο Πρεμετής. Την περίοδο 1954 – 1967 διακόνησε στα χωριά Τσάρτσοβο και Λεσκοβίκι.
Ο π. Φίλιππος Ευαγγ. Νικολάου από το Άργοβο της Πρεμετής.
Ο π. Μηνάς Ντάμε από την Πρεμετή.
Ο π. Θεμιστοκλής Ντούσης από τη Γράψη, ο οποίος κοιμήθηκε το 1982.
Ο π. Μηνάς Οικονόμου (1897 – 1948) από τη Ζέπα Πρεμετής. Πέθανε φυλακισμένος στο Κάστρο Αργυρόκαστρου.
Ο π. Μιχαήλ Παπαδόπουλος (1869 – 1954). Υπηρέτησε στη Δερβιτσάνη.
Ο π. Νικόλαος Παππάς από την Πλάκα Δελβίνου. Κοιμήθηκε το 1996.
Ο π. Παντελεήμων Παππάς από το Κρυονέρι Άνω Δρόπολης.
Ο π. Νικόλαος Πόνης από το Κηπαρό Χιμάρας. Κοιμήθηκε το 1995.
Ο π. Ιάκωβος Σταμούλης, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος ηγούμενος της μονής Τσέπου.
Ο π. Ευάγγελος Τίτο από την Μαλισόβα Πρεμετής.
Τους ιερείς αυτούς, τους αξίωσε ο Θεός το «αμήν» της ζωής τους να είναι μια προσφορά γνήσια.
Ο πονεμένος επίλογος της ιερατικής διακονίας τους, πρόλογος στην ουράνια βασιλεία. Είχαν ενθουσιασμό. Αγνότητα. Νήψη πνεύματος. Ολόψυχη αφοσίωση. Ορθόδοξο σφρίγος. Άγγιζαν το ιερό Θυσιαστήριο, ευλογούσαν τα τίμια δώρα, κοινωνούσαν το άχραντο σώμα και το ζωοπάροχο αίμα του Κυρίου με την πιο ωραία πρόθεση και με τα πιο λαμπικαρισμένα αισθήματα. Με τη στάση τους, μα προπαντός με την προσευχή τους, συνέβαλαν στο να διαλυθεί η αθεϊστική ομίχλη, που δημιουργούσε μπροστά στα μάτια των πιστών πυκνό παραπέτασμα. Με το τελευταίο χτύπημα της καμπάνας, που σήμανε την έξοδό τους από τον κόσμο και την είσοδό τους στο ουράνιο Θυσιαστήριο, έσπασε ο χαλκάς της επίγειας οδύνης και μπόρεσαν ήρεμοι πλέον να αντικρύσουν τον Λυτρωτή τους.
Να σημειωθεί ότι στοιχεία γι’ αυτό το κείμενο δανειστήκαμε από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 2005 ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ».
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου