Συντάκτης: Γεώργιος Ε. Σέκερης στο «Διπλωματικό Περισκόπιο»
Κυριακή, 09 Ιουνίου 2013 08:51
Δρομολογηθείσα τον Μάρτιο 2011 και έχοντας προκαλέσει, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, περισσότερους από 80,000 νεκρούς και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, η συριακή κρίση αποτελεί μία ακόμη δοκιμασία για το διεθνές σύστημα, τόσο σε κεντρικό, όσο και σε περιφερειακό μεσανατολικό επίπεδο. Με τις κυριότερες από τις διεθνείς επιπτώσεις της να παρουσιάζουν ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον. [i]
Η στάση της Δύσης
Προφανούς, εν πρώτοις, σημασίας για τη χώρα μας, ως μέλος τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ, είναι η αναφυείσα στους κόλπους του Δυτικού Κόσμου διάσταση γνωμών ως προς τη σκοπιμότητα μιας δυτικής στρατιωτικής επέμβασης υπέρ των Σύρων αντικαθεστωτικών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, σημαντικοί παράγοντες και των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων επικρίνουν την επεμβατική απροθυμία του προέδρου, προβάλλοντας ανθρωπιστικά επιχειρήματα, και συγχρόνως επισείοντας τον γεωπολιτικό κίνδυνο, η επικράτηση του καθεστώτος Ασάντ να ενισχύσει τη σύμμαχο του Σύρου προέδρου Τεχεράνη - στην οποία προσάπτουν συγκεκαλυμμένο πρόγραμμα απόκτησης πυρηνικού οπλοστασίου, υπόθαλψη τρομοκρατικών οργανώσεων, και απειλές κατά του Ισραήλ - καθώς και την επίσης συμπράττουσα με το συριακό καθεστώς και κεκηρυγμένο εχθρό του εβραϊκού κράτους, αλλά και επισήμως χαρακτηρισθείσα από την Ουάσιγκτον ως τρομοκρατική οργάνωση, λιβανική Χεζμπολάχ.
Από την πλευρά του όμως, ο πρόεδρος Ομπάμα, λαμβάνοντας προφανώς υπ’ όψιν την ανθεκτικότητα του συριακού καθεστώτος, την επεμβατική κόπωση του αμερικανικού κοινού και το υπέρογκο κόστος και τα αμφιλεγόμενα αποτελέσματα των εισβολών σε Αφγανιστάν και σε Ιράκ, αλλά, υπό το φως των εξελίξεων στην Αίγυπτο και τη Λιβύη, και τον κίνδυνο σφετερισμού της «Αραβικής Άνοιξης» από ακραίες ισλαμικές δυνάμεις με αντιδυτική ατζέντα – με τους σχετικούς φόβους να
ενισχύονται και από την αύξουσα παρουσία της αλ Κάιντα και άλλων τρομοκρατών στις τάξεις των Σύρων αντικαθεστωτικών - εμφανίζεται όλο και περισσότερο επιφυλακτικός έναντι μιας δυτικής, και πάντως αμερικανικής, στρατιωτικής επέμβασης στην εκρηκτική συριακή σκηνή. Και επιδιώκει την επίλυση του Συριακού μέσω διαπραγματεύσεων [ii] - χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση για τη διεξαγωγή τους την ικανοποίηση παλαιότερης δημόσιας, επιτακτικής υπόδειξής του προς τον Σύρο πρόεδρο να εγκαταλείψει πάραυτα την εξουσία. [iii] Πλησιάζοντας έτσι τις απόψεις Αμερικανών αναλυτών και πρώην αξιωματούχων της «ρεαλιστικής» σχολής – του συντηρητικού κυρίως χώρου – όπως ο Χένρι Κίσινγκερ.[iv]
Ανάλογοι, όμως, προβληματισμοί και διαφωνίες για το πρακτέο στο Συριακό αναπτύσσονται και στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπου, ειδικότερα, αναπαράγονται κατά κάποιο τρόπο οι αναφυείσες κατά τη Λιβυκή κρίση διχογνωμίες περί τη σκοπιμότητα προσφυγής σε στρατιωτικά μέσα. Με τους Γάλλους και τους Βρετανούς και πάλι τώρα σε ρόλο «ιεράκων» - και με τους Γερμανούς, εκφράζοντες και την πλειοψηφία των εταίρων, να υιοθετούν εκ νέου στάση «περιστεράς». Και ναι μεν οι πρώτοι κατήγαγαν νίκη «στα σημεία», εξασφαλίζοντας κατά τη σύνοδο των υπουργών εξωτερικών της ΕΕ της 27ης Μαΐου την άρση του εμπάργκο παροχής όπλων προς τους Σύρους αντικαθεστωτικούς, [v]πλην όμως το πιθανότερο είναι ότι ενδεχόμενη στρατιωτική αξιοποίηση της απόφασης αυτής θα αναμείνει τουλάχιστον την έκβαση της υπό προετοιμασία Διάσκεψης της Γενεύης για το Συριακό. Μιας διπλωματικής πρωτοβουλίας από κοινού προωθούμενης αυτή τη στιγμή από τους Αμερικανούς και τους Ρώσους - και η οποία αναδεικνύει μια πρόσθετη, κρίσιμη πτυχή της συριακής κρίσης: τη στενή συνάρτηση της τελευταίας αυτής με τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις.
Ρωσοαμερικανική αντιπαράθεση …και συνεργασία
Καθώς η Συρία συνιστά χώρο αντιπαράθεσης, αλλά συν τω χρόνω και συνεργασίας, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τις σχέσεις των οποίων στη μετασοβιετική πολιτική δυσχεραίνουν, από μεν ρωσικής πλευράς η καχυποψία έναντι της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, εισπραττόμενης ως ηγεμονισμός βλαπτικός για τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα, από δε αμερικανικής η ανησυχία για τον εικαζόμενο αυταρχισμό του καθεστώτος Πούτιν, αλλά και η τάση των αμερικανικών ελίτ να αντιμετωπίζουν τη νέα Ρωσία ως μειωμένου βάρους συνιστώσα του διεθνούς συστήματος. Χωρίς ωστόσο οι αμοιβαίες αυτές επιφυλάξεις να έχουν εμποδίσει τη σύμπραξη όπου και όταν τα εκατέρωθεν συμφέροντα συμπίπτουν – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διευκόλυνση υπό των Ρώσων της μετάβασης και της απόσυρσης των Αμερικανών από το Αφγανιστάν.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στη Συρία, είναι γνωστόν ότι οι Ρώσοι στηρίζουν διαχρονικά το καθεστώς της, τόσο διπλωματικώς, όσο και με την προμήθεια πολεμικού υλικού, και ότι διατηρούν επί πλέον στο έδαφός της και μικρή στρατιωτική βάση. Φυσικό δε είναι η αποδεδειγμένη ανθεκτικότητα του Σύρου προέδρου να έχει ενθαρρύνει τη ρωσική αντίθεση στον Δυτικό αντικαθεστωτικό ακτιβισμό.[vi] Ωστόσο, η Μόσχα δεν έπαυσε από την έναρξη της συριακής κρίσης να τάσσεται υπέρ της αντιμετώπισής της δια της διπλωματικής οδού. Χάρις δε και στις προαναφερθείσες δεύτερες σκέψεις της Ουάσιγκτον περί το θέμα, κατέστη δυνατή η ανάληψη μιας κοινής ρωσο-αμερικανικής πρωτοβουλίας για να συγκληθεί, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, διεθνής διάσκεψη με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων στο Συριακό και κατά κύριο λόγο της συριακής κυβέρνησης και των Σύρων αντικαθεστωτικών.[vii]
Κατά τα λοιπά, η τύχη του διπλωματικού αυτού εγχειρήματος – η έκβαση του οποίου θα επηρεάσει ουσιαστικά, θετικά ή αρνητικά, και την περαιτέρω διαμόρφωση των σχέσεων της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και με τη Δύση γενικότερα - παραμένει αβέβαιη. Οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή τους που θέτουν ορισμένοι αντικαθεστωτικοί και δη οι δυναμικότεροι – μεταξύ άλλων η αξίωσή τους να αποκλεισθεί προκαταβολικώς η παραμονή του πρόεδρου Ασάντ στην εξουσία – παρεμβάλλουν μείζονα προσκόμματα στη σύγκληση και επιτυχία της διάσκεψης. Ενώ αβεβαιότητες περιβάλλουν, τόσο τις προθέσεις των περιφερειακών υποστηρικτών της εξέγερσης κατά του συριακού καθεστώτος, όσο και του ίδιου του Σύρου προέδρου - η εσωτερική θέση του οποίου εμφανίζεται σαφώς ισχυροποιημένη από την πορεία των εχθροπραξιών.
Ναυάγιο, ωστόσο, της ρωσο-αμερικανικής πρωτοβουλίας θα σημάνει κατά πάσαν πιθανότητα παράταση της αιματηρής αντιπαράθεσης – καθώς η ταχεία επικράτηση της μιας πλευράς επί της άλλης είναι μάλλον απίθανη – και θα ευνοήσει έτσι την υπερχείλιση των εντάσεων και συγκρούσεων εκτός συριακών συνόρων και την υποδαύλιση μιας επικίνδυνης εστίας περιφερειακής αποσταθεροποίησης.
Η Συρία αποτελεί αυτή τη στιγμή πεδίο βίαιων θρησκευτικών, φυλετικών, και πολιτικών αντιπαραθέσεων με διεθνείς προεκτάσεις. Το εκκοσμικευμένο μπααθικό καθεστώς της Δαμασκού στηρίζεται από τη σιιτική συνιστώσα του Ισλάμ - η οποία, πέραν των Σύρων Αλεβιτών, κάπου το 15% του πληθυσμού, περιλαμβάνει τους Σιίτες του Ιράν, του Ιράκ και του Λιβάνου - αλλά και απολαύει της ανοχής, τουλάχιστον, μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της χώρας και ειδικότερα της χριστιανικής. Το δε αντικαθεστωτικό μέτωπο αντλεί τον κύριο όγκο των δυνάμεών του από το δημογραφικά επικρατέστερο σουνιτικό στοιχείο, και ενισχύεται παντοιοτρόπως από τους ομοδόξους του αραβικού κόσμου και όλως ιδιαίτερα από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την Άγκυρα. Ενώ ήδη, η αύξηση των συγκρούσεων μεταξύ ανασυντασσόμενων Σουνιτών και επικυρίαρχων Σιιτών και η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ κεντρικής και κουρδικής κυβέρνησης στο Ιράκ · η ένταση στα σύνορα της Συρίας με τον Λίβανο, την Τουρκία, και το Ισραήλ · και οι απειλητικές προειδοποιήσεις των Ισραηλινών σε σχέση με την εγκατάσταση πυραύλων S300 στο συριακό έδαφος αποτελούν πρόγευση των κινδύνων περιφερειακής αποσταθεροποίησης που εγκυμονεί η συριακή κρίση. Με την τουρκική πολιτική να συγκρατεί όλως ιδιαίτερα την προσοχή.
Η τουρκική πολιτική
Έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι συρο-τουρκικές σχέσεις υπήρξαν από προβληματικές έως συγκρουσιακές, συνεπεία μεταξύ άλλων: της προσάρτησης της Αλεξανδρέττας στην τουρκική επικράτεια το 1939 · της ένταξης Τουρκίας και Συρίας σε αντίπαλους συνασπισμούς κατά τον Ψυχρό Πόλεμο · και της παρασχεθείσης από τη Δαμασκό υποστήριξης στις αντιτουρκικές οργανώσεις ASALA και ΡΚΚ – με την αντιπαράθεση περί το τελευταίο αυτό να οδηγεί τις δύο χώρες το 1998 στα πρόθυρα στρατιωτικής σύρραξης.
Και εν συνεχεία μεν, στο πλαίσιο της νεοοθωμανικής έμπνευσης «πολιτικής μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», η κυβέρνηση Ερντογάν προέβη σε σημαντικά οικονομικά και πολιτικά ανοίγματα προς τη Συρία - τα οποία μάλιστα κατά τη λήξασα δεκαετία διευκόλυναν και την εφήμερη προσέγγιση του συριακού καθεστώτος με τη Δύση και το Ισραήλ. Η επέκταση όμως της Αραβικής Άνοιξης στο συριακό έδαφος και η αιματηρή αντιμετώπιση των εξεγερμένων από τον Σύρο πρόεδρο - αγνοήσαντα την προτροπή του «φίλου» του Τούρκου πρωθυπουργού να αποφύγει την προσφυγή στη βία - μετέβαλαν άρδην τους υπολογισμούς του κ. Ερντογάν. Ο οποίος, πραγματοποιώντας στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών - κατά το προηγούμενο άλλωστε της καιροσκοπικής μεταστροφής του έναντι των καθεστώτων Καντάφι και Μουμπάρακ – ετάχθη αναφανδόν υπέρ της ανατροπής του προέδρου Ασάντ. Με έκδηλη πάντοτε την ευρύτερη φιλοδοξία του να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στον χώρο του σουνιτικού Ισλάμ.
Η γεωπολιτική όμως αυτή κυβίστηση δεν είναι άμοιρος κινδύνων για τον Τούρκο ηγέτη. Η αρχική του πρόβλεψη – και ασφαλώς προσδοκία – ότι το συριακό καθεστώς βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης διαψεύσθηκε. Ενώ το προσφυγικό ρεύμα προς το τουρκικό έδαφος, με τα συνακόλουθα οικονομικά βάρη και προβλήματα ασφαλείας, διογκώνεται, και οι κυβερνώντες στη Δαμασκό επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν εκ νέου το Κουρδικό ως μέσο πίεσης, στρέφοντας κατά της Άγκυρας την αποστασιοποιημένη σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική συριακή διαμάχη κουρδική τους μειονότητα. [viii] Όπερ εν μέρει εξηγεί και την αλλαγή γραμμής της τουρκικής ηγεσίας επί του Κουρδικού - και ειδικότερα τη συμφωνία με το ΡΚΚ και την προσέγγιση με το Ιρακινό Κουρδιστάν. [ix]Αλλά και την ευθυγράμμισή της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον – όπως κατεφάνη και κατά την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στον Λευκό Οίκο. [x] Με τη μεγαλοπρεπή υποδοχή της οποίας έτυχε ο Τούρκος πρόεδρος να μην αποκρύπτει την αποτυχία του να εξασφαλίσει την ενεργό αμερικανική συμμετοχή σε μια στρατιωτική λύση του Συριακού, και την αναγκαστική σύμπλευσή του με την επιφυλακτική αμερικανική πολιτική.
Σημειωτέον ότι οι εξελίξεις περί τη συριακή κρίση θα μπορούσαν να ευνοήσουν και μια προσέγγιση της ισραηλινής πολιτικής με την τουρκική. Καθώς οι Ισραηλινοί, καλούμενοι να επιλέξουν μεταξύ δύο κακών, ήτοι, αφενός, της επίδειξης εφεκτικότητας έναντι ενός συριακού καθεστώτος παντοιοτρόπως εχθρικού προς το εβραϊκό κράτος και, αφετέρου, της έμμεσης έστω συμπαράταξης με τους διαβρωμένους από τρομοκρατικά ισλαμικά στοιχεία αντάρτες, ωθούνται από τη φορά των πραγμάτων - ιδίως μετά την εξαγγελία της εγκατάστασης των πυραύλων S300 και την απροσχημάτιστη συστράτευση της Χεζμπολάχ με τις κυβερνητικές δυνάμεις - προς όξυνση της στάσης τους έναντι της Δαμασκού · και πλησιάζουν κατά κάποιο τρόπο τη γραμμή της Άγκυρας. [xi]
Λίγες λέξεις για το ελληνικό διακύβευμα
Το Συριακό, χωρίς να επηρεάζει κατά άμεσο τρόπο μείζονα εθνικά μας συμφέροντα, ενδιαφέρει πολλαπλώς τη χώρα μας - και δη : Ως προστάτη των ανά τον μεσανατολικό χώρο συμπατριωτών μας και ελληνικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων · ως ορθόδοξο κράτος με ιδιαίτερες ευαισθησίες για την τύχη του Πατριαρχείου Αντιοχείας και γενικότερα των ομοδόξων μας χριστιανών της περιοχής · και ένεκα της εμπλοκής στη συριακή κρίση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, των οποίων είμαστε μέλος. Επίσης όμως λόγω των επιπτώσεων της κρίσης αυτής στην τουρκική πολιτική - και ειδικότερα στις σχέσεις της Άγκυρας με τις ΗΠΑ, την ΕΕ, και το Ισραήλ. Δοθέντος ότι, εάν οι εχθροπραξίες παραταθούν, δεν αποκλείεται να σημειωθεί - με ενθάρρυνση του αμερικανικού παράγοντα και χωρίς κατ’ ανάγκην να αρθούν τα βαθύτερα αίτια της τουρκο-ισραηλινής αντιπαράθεσης – μερική έστω σύγκλιση της συριακής και όχι μόνο πολιτικής της Τουρκίας και του εβραϊκού κράτους, ίσως και με προεκτάσεις στο ενεργειακό. Ενώ, σε περίπτωση της – απίθανης ομολογουμένως αυτή τη στιγμή - κατίσχυσης των υπό την αιγίδα της Άγκυρας αντικαθεστωτικών, θα πρέπει να αναμένεται διόγκωση της τουρκικής γεωπολιτικής αλαζονείας.Ευκόλως συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι η Ελλάδα έχει πλείονες λόγους να επιθυμεί την αποτροπή της κλιμάκωσης των συγκρούσεων και την επίτευξη συμβιβαστικής λύσης μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, με διπλωματικά μέσα και το ταχύτερο δυνατόν.
[i] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το επόμενο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
[ii] Παραλλήλως, τόσο προς καθησυχασμό της εσωτερικής της αντιπολίτευσης, όσο πιθανότατα και για να ασκήσει πίεση επί του καθεστώτος Ασάντ, η αμερικανική κυβέρνηση επικρότησε την ευρωκοινοτική απόφαση άρσης του εμπάργκο όπλων προς τους Σύρους αντικαθεστωτικούς, περί της οποίας κατωτέρω. Βλ. Britain, France urged to show restraint before arming Syrian rebels, Washington Post, 28-5-2013.
[iii] Επί παραδείγματι, βλ. Richard Spencer, Barack Obama leads Western calls in demanding Bashar-al-Assad goes, The Telegraph, 18-8-2011.
[iv] Kissinger Calls on United States and Russia to Cooperate on Solution for Syria, World Economic Forum, http://www.weforum.org, 24-1-2013. Για μια δριμεία κριτική υπό «ρεαλιστικό» πρίσμα της Δυτικής πολιτικής στον μεσανατολικό χώρο γενικότερα, βλ. Simon Jenkins, Syria and the Middle East: our greatest miscalculation since the rise of fascism, The Guardian, 28-5-2013.
[v] Joshua Chaffin, UK and France win battle to lift EU’s Syria arms embargo Financial Times, 28-5-2013.
[vi] Η Μόσχα καταδίκασε την απόφαση της ΕΕ να άρει το εμπάργκο στην αποστολή όπλων στους αντικαθεστωτικούς, ως ρίπτουσα «λάδι στη φωτιά» και γνωστοποίησε την πρόθεσή της να προχωρήσει στην εκτέλεση της συρο-ρωσικής συμφωνίας του 2010 για την προμήθεια στη Δαμασκό πυραύλων εδάφους-αέρος S300. Βλ. Russia to send more missiles to Syrian regime, Financial Times, 28-5-2013.
[vii] Tom Miles, June 15 eyed for Geneva conference on Syria, Reuters, 28-5-2013. Βλ. επίσης αναλυτικότερη παρουσίαση του θέματος από Mariam Karouny, Assad forces advance; West, Russia exchange barbs ahead of talks, Reuters, 31-5-2013.
[viii] Ως η μεγαλύτερη εθνική μειονότητα της χώρας - κάπου 10% του πληθυσμού – οι Κούρδοι έχουν υποστεί διωγμούς από το μπααθικό καθεστώς, πλην όμως είναι καχύποπτοι και έναντι των Αράβων αντιπάλων του - πολλούς εκ των οποίων ανησυχεί το ενδεχόμενο απόσχισης των Κούρδων από τη συριακή επικράτεια.
[ix] Φυσικά δεν πρόκειται για το μόνο κίνητρο του Τούρκου πρωθυπουργού στην προσπάθειά του να επιλύσει το μείζον ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζει διαχρονικά το τουρκικό κράτος. Μεταξύ άλλων φαίνεται ότι ο κ. Ερντογάν συνδέει την επίλυση του Κουρδικού και με την προώθηση των εικαζόμενων προεδρικών του φιλοδοξιών.
[x] Εκτός των άλλων, τη Μόσχα ανησυχεί το ενδεχόμενο, με την πτώση του μπααθικού καθεστώτος να επικρατήσουν στη Συρία ακραία ισλαμικά στοιχεία επικίνδυνα και για την ασφάλεια της ίδιας της ρωσικής επικράτειας. Βλ. Francois Heisbourg, Russia’s Success the West’s Failure, New York Times, 7-6-2010. Ο αρθρογράφος αποδίδει τη ρωσική υποστήριξη προς τον πρόεδρο Ασάντ και στην εκτίμηση των Ρώσων ότι οι Δυτικοί τους ενέπεξαν στο Λιβυκό.
[xi] Αρκετά απαισιόδοξος κατά τα λοιπά για τις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις– εκτιμά ότι ο Ερντογάν θα εμμείνει στην εχθρική προς το Ισραήλ πολιτική του - ο αμερικανο-ισραηλινός καθηγητής και αναλυτής Garry Rubin, παρατηρεί ότι «το Ισραήλ και η Τουρκία έχουν κοινό συμφέρον να μη θέλουν να καταλάβει η αλ-Κάιντα τη Συρία. Ουδείς εκ των δύο θέλει να δει την ευρύτερη περιοχή αποσταθεροποιημένη. Αλλά ο Ερντογάν επιθυμεί τη νίκη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας…Το Ισραήλ απλώς δεν θέλει να υποστεί επίθεση από τη Συρία, εκ μέρους του καθεστώτος ή των ανταρτών …» Προσθέτει δε ότι το Ισραήλ στη Συρία τηρεί πολιτική «ουδετερότητας» και ότι «δεν πρόκειται επ’ ουδενί να εμπλακεί στον πόλεμο υπέρ της μιας εκ των δύο πλευρών». Βλ. Turkey, Israel, and Syria. Why are things going wrong, http://www.jewishpress.com 2-6-2013
Κυριακή, 09 Ιουνίου 2013 08:51
Δρομολογηθείσα τον Μάρτιο 2011 και έχοντας προκαλέσει, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, περισσότερους από 80,000 νεκρούς και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, η συριακή κρίση αποτελεί μία ακόμη δοκιμασία για το διεθνές σύστημα, τόσο σε κεντρικό, όσο και σε περιφερειακό μεσανατολικό επίπεδο. Με τις κυριότερες από τις διεθνείς επιπτώσεις της να παρουσιάζουν ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον. [i]
Η στάση της Δύσης
Προφανούς, εν πρώτοις, σημασίας για τη χώρα μας, ως μέλος τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ, είναι η αναφυείσα στους κόλπους του Δυτικού Κόσμου διάσταση γνωμών ως προς τη σκοπιμότητα μιας δυτικής στρατιωτικής επέμβασης υπέρ των Σύρων αντικαθεστωτικών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, σημαντικοί παράγοντες και των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων επικρίνουν την επεμβατική απροθυμία του προέδρου, προβάλλοντας ανθρωπιστικά επιχειρήματα, και συγχρόνως επισείοντας τον γεωπολιτικό κίνδυνο, η επικράτηση του καθεστώτος Ασάντ να ενισχύσει τη σύμμαχο του Σύρου προέδρου Τεχεράνη - στην οποία προσάπτουν συγκεκαλυμμένο πρόγραμμα απόκτησης πυρηνικού οπλοστασίου, υπόθαλψη τρομοκρατικών οργανώσεων, και απειλές κατά του Ισραήλ - καθώς και την επίσης συμπράττουσα με το συριακό καθεστώς και κεκηρυγμένο εχθρό του εβραϊκού κράτους, αλλά και επισήμως χαρακτηρισθείσα από την Ουάσιγκτον ως τρομοκρατική οργάνωση, λιβανική Χεζμπολάχ.
Από την πλευρά του όμως, ο πρόεδρος Ομπάμα, λαμβάνοντας προφανώς υπ’ όψιν την ανθεκτικότητα του συριακού καθεστώτος, την επεμβατική κόπωση του αμερικανικού κοινού και το υπέρογκο κόστος και τα αμφιλεγόμενα αποτελέσματα των εισβολών σε Αφγανιστάν και σε Ιράκ, αλλά, υπό το φως των εξελίξεων στην Αίγυπτο και τη Λιβύη, και τον κίνδυνο σφετερισμού της «Αραβικής Άνοιξης» από ακραίες ισλαμικές δυνάμεις με αντιδυτική ατζέντα – με τους σχετικούς φόβους να
ενισχύονται και από την αύξουσα παρουσία της αλ Κάιντα και άλλων τρομοκρατών στις τάξεις των Σύρων αντικαθεστωτικών - εμφανίζεται όλο και περισσότερο επιφυλακτικός έναντι μιας δυτικής, και πάντως αμερικανικής, στρατιωτικής επέμβασης στην εκρηκτική συριακή σκηνή. Και επιδιώκει την επίλυση του Συριακού μέσω διαπραγματεύσεων [ii] - χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση για τη διεξαγωγή τους την ικανοποίηση παλαιότερης δημόσιας, επιτακτικής υπόδειξής του προς τον Σύρο πρόεδρο να εγκαταλείψει πάραυτα την εξουσία. [iii] Πλησιάζοντας έτσι τις απόψεις Αμερικανών αναλυτών και πρώην αξιωματούχων της «ρεαλιστικής» σχολής – του συντηρητικού κυρίως χώρου – όπως ο Χένρι Κίσινγκερ.[iv]
Ανάλογοι, όμως, προβληματισμοί και διαφωνίες για το πρακτέο στο Συριακό αναπτύσσονται και στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπου, ειδικότερα, αναπαράγονται κατά κάποιο τρόπο οι αναφυείσες κατά τη Λιβυκή κρίση διχογνωμίες περί τη σκοπιμότητα προσφυγής σε στρατιωτικά μέσα. Με τους Γάλλους και τους Βρετανούς και πάλι τώρα σε ρόλο «ιεράκων» - και με τους Γερμανούς, εκφράζοντες και την πλειοψηφία των εταίρων, να υιοθετούν εκ νέου στάση «περιστεράς». Και ναι μεν οι πρώτοι κατήγαγαν νίκη «στα σημεία», εξασφαλίζοντας κατά τη σύνοδο των υπουργών εξωτερικών της ΕΕ της 27ης Μαΐου την άρση του εμπάργκο παροχής όπλων προς τους Σύρους αντικαθεστωτικούς, [v]πλην όμως το πιθανότερο είναι ότι ενδεχόμενη στρατιωτική αξιοποίηση της απόφασης αυτής θα αναμείνει τουλάχιστον την έκβαση της υπό προετοιμασία Διάσκεψης της Γενεύης για το Συριακό. Μιας διπλωματικής πρωτοβουλίας από κοινού προωθούμενης αυτή τη στιγμή από τους Αμερικανούς και τους Ρώσους - και η οποία αναδεικνύει μια πρόσθετη, κρίσιμη πτυχή της συριακής κρίσης: τη στενή συνάρτηση της τελευταίας αυτής με τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις.
Ρωσοαμερικανική αντιπαράθεση …και συνεργασία
Καθώς η Συρία συνιστά χώρο αντιπαράθεσης, αλλά συν τω χρόνω και συνεργασίας, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τις σχέσεις των οποίων στη μετασοβιετική πολιτική δυσχεραίνουν, από μεν ρωσικής πλευράς η καχυποψία έναντι της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, εισπραττόμενης ως ηγεμονισμός βλαπτικός για τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα, από δε αμερικανικής η ανησυχία για τον εικαζόμενο αυταρχισμό του καθεστώτος Πούτιν, αλλά και η τάση των αμερικανικών ελίτ να αντιμετωπίζουν τη νέα Ρωσία ως μειωμένου βάρους συνιστώσα του διεθνούς συστήματος. Χωρίς ωστόσο οι αμοιβαίες αυτές επιφυλάξεις να έχουν εμποδίσει τη σύμπραξη όπου και όταν τα εκατέρωθεν συμφέροντα συμπίπτουν – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διευκόλυνση υπό των Ρώσων της μετάβασης και της απόσυρσης των Αμερικανών από το Αφγανιστάν.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στη Συρία, είναι γνωστόν ότι οι Ρώσοι στηρίζουν διαχρονικά το καθεστώς της, τόσο διπλωματικώς, όσο και με την προμήθεια πολεμικού υλικού, και ότι διατηρούν επί πλέον στο έδαφός της και μικρή στρατιωτική βάση. Φυσικό δε είναι η αποδεδειγμένη ανθεκτικότητα του Σύρου προέδρου να έχει ενθαρρύνει τη ρωσική αντίθεση στον Δυτικό αντικαθεστωτικό ακτιβισμό.[vi] Ωστόσο, η Μόσχα δεν έπαυσε από την έναρξη της συριακής κρίσης να τάσσεται υπέρ της αντιμετώπισής της δια της διπλωματικής οδού. Χάρις δε και στις προαναφερθείσες δεύτερες σκέψεις της Ουάσιγκτον περί το θέμα, κατέστη δυνατή η ανάληψη μιας κοινής ρωσο-αμερικανικής πρωτοβουλίας για να συγκληθεί, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, διεθνής διάσκεψη με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων στο Συριακό και κατά κύριο λόγο της συριακής κυβέρνησης και των Σύρων αντικαθεστωτικών.[vii]
Κατά τα λοιπά, η τύχη του διπλωματικού αυτού εγχειρήματος – η έκβαση του οποίου θα επηρεάσει ουσιαστικά, θετικά ή αρνητικά, και την περαιτέρω διαμόρφωση των σχέσεων της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και με τη Δύση γενικότερα - παραμένει αβέβαιη. Οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή τους που θέτουν ορισμένοι αντικαθεστωτικοί και δη οι δυναμικότεροι – μεταξύ άλλων η αξίωσή τους να αποκλεισθεί προκαταβολικώς η παραμονή του πρόεδρου Ασάντ στην εξουσία – παρεμβάλλουν μείζονα προσκόμματα στη σύγκληση και επιτυχία της διάσκεψης. Ενώ αβεβαιότητες περιβάλλουν, τόσο τις προθέσεις των περιφερειακών υποστηρικτών της εξέγερσης κατά του συριακού καθεστώτος, όσο και του ίδιου του Σύρου προέδρου - η εσωτερική θέση του οποίου εμφανίζεται σαφώς ισχυροποιημένη από την πορεία των εχθροπραξιών.
Ναυάγιο, ωστόσο, της ρωσο-αμερικανικής πρωτοβουλίας θα σημάνει κατά πάσαν πιθανότητα παράταση της αιματηρής αντιπαράθεσης – καθώς η ταχεία επικράτηση της μιας πλευράς επί της άλλης είναι μάλλον απίθανη – και θα ευνοήσει έτσι την υπερχείλιση των εντάσεων και συγκρούσεων εκτός συριακών συνόρων και την υποδαύλιση μιας επικίνδυνης εστίας περιφερειακής αποσταθεροποίησης.
Η Συρία αποτελεί αυτή τη στιγμή πεδίο βίαιων θρησκευτικών, φυλετικών, και πολιτικών αντιπαραθέσεων με διεθνείς προεκτάσεις. Το εκκοσμικευμένο μπααθικό καθεστώς της Δαμασκού στηρίζεται από τη σιιτική συνιστώσα του Ισλάμ - η οποία, πέραν των Σύρων Αλεβιτών, κάπου το 15% του πληθυσμού, περιλαμβάνει τους Σιίτες του Ιράν, του Ιράκ και του Λιβάνου - αλλά και απολαύει της ανοχής, τουλάχιστον, μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της χώρας και ειδικότερα της χριστιανικής. Το δε αντικαθεστωτικό μέτωπο αντλεί τον κύριο όγκο των δυνάμεών του από το δημογραφικά επικρατέστερο σουνιτικό στοιχείο, και ενισχύεται παντοιοτρόπως από τους ομοδόξους του αραβικού κόσμου και όλως ιδιαίτερα από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την Άγκυρα. Ενώ ήδη, η αύξηση των συγκρούσεων μεταξύ ανασυντασσόμενων Σουνιτών και επικυρίαρχων Σιιτών και η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ κεντρικής και κουρδικής κυβέρνησης στο Ιράκ · η ένταση στα σύνορα της Συρίας με τον Λίβανο, την Τουρκία, και το Ισραήλ · και οι απειλητικές προειδοποιήσεις των Ισραηλινών σε σχέση με την εγκατάσταση πυραύλων S300 στο συριακό έδαφος αποτελούν πρόγευση των κινδύνων περιφερειακής αποσταθεροποίησης που εγκυμονεί η συριακή κρίση. Με την τουρκική πολιτική να συγκρατεί όλως ιδιαίτερα την προσοχή.
Η τουρκική πολιτική
Έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι συρο-τουρκικές σχέσεις υπήρξαν από προβληματικές έως συγκρουσιακές, συνεπεία μεταξύ άλλων: της προσάρτησης της Αλεξανδρέττας στην τουρκική επικράτεια το 1939 · της ένταξης Τουρκίας και Συρίας σε αντίπαλους συνασπισμούς κατά τον Ψυχρό Πόλεμο · και της παρασχεθείσης από τη Δαμασκό υποστήριξης στις αντιτουρκικές οργανώσεις ASALA και ΡΚΚ – με την αντιπαράθεση περί το τελευταίο αυτό να οδηγεί τις δύο χώρες το 1998 στα πρόθυρα στρατιωτικής σύρραξης.
Και εν συνεχεία μεν, στο πλαίσιο της νεοοθωμανικής έμπνευσης «πολιτικής μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», η κυβέρνηση Ερντογάν προέβη σε σημαντικά οικονομικά και πολιτικά ανοίγματα προς τη Συρία - τα οποία μάλιστα κατά τη λήξασα δεκαετία διευκόλυναν και την εφήμερη προσέγγιση του συριακού καθεστώτος με τη Δύση και το Ισραήλ. Η επέκταση όμως της Αραβικής Άνοιξης στο συριακό έδαφος και η αιματηρή αντιμετώπιση των εξεγερμένων από τον Σύρο πρόεδρο - αγνοήσαντα την προτροπή του «φίλου» του Τούρκου πρωθυπουργού να αποφύγει την προσφυγή στη βία - μετέβαλαν άρδην τους υπολογισμούς του κ. Ερντογάν. Ο οποίος, πραγματοποιώντας στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών - κατά το προηγούμενο άλλωστε της καιροσκοπικής μεταστροφής του έναντι των καθεστώτων Καντάφι και Μουμπάρακ – ετάχθη αναφανδόν υπέρ της ανατροπής του προέδρου Ασάντ. Με έκδηλη πάντοτε την ευρύτερη φιλοδοξία του να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στον χώρο του σουνιτικού Ισλάμ.
Η γεωπολιτική όμως αυτή κυβίστηση δεν είναι άμοιρος κινδύνων για τον Τούρκο ηγέτη. Η αρχική του πρόβλεψη – και ασφαλώς προσδοκία – ότι το συριακό καθεστώς βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης διαψεύσθηκε. Ενώ το προσφυγικό ρεύμα προς το τουρκικό έδαφος, με τα συνακόλουθα οικονομικά βάρη και προβλήματα ασφαλείας, διογκώνεται, και οι κυβερνώντες στη Δαμασκό επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν εκ νέου το Κουρδικό ως μέσο πίεσης, στρέφοντας κατά της Άγκυρας την αποστασιοποιημένη σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική συριακή διαμάχη κουρδική τους μειονότητα. [viii] Όπερ εν μέρει εξηγεί και την αλλαγή γραμμής της τουρκικής ηγεσίας επί του Κουρδικού - και ειδικότερα τη συμφωνία με το ΡΚΚ και την προσέγγιση με το Ιρακινό Κουρδιστάν. [ix]Αλλά και την ευθυγράμμισή της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον – όπως κατεφάνη και κατά την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στον Λευκό Οίκο. [x] Με τη μεγαλοπρεπή υποδοχή της οποίας έτυχε ο Τούρκος πρόεδρος να μην αποκρύπτει την αποτυχία του να εξασφαλίσει την ενεργό αμερικανική συμμετοχή σε μια στρατιωτική λύση του Συριακού, και την αναγκαστική σύμπλευσή του με την επιφυλακτική αμερικανική πολιτική.
Σημειωτέον ότι οι εξελίξεις περί τη συριακή κρίση θα μπορούσαν να ευνοήσουν και μια προσέγγιση της ισραηλινής πολιτικής με την τουρκική. Καθώς οι Ισραηλινοί, καλούμενοι να επιλέξουν μεταξύ δύο κακών, ήτοι, αφενός, της επίδειξης εφεκτικότητας έναντι ενός συριακού καθεστώτος παντοιοτρόπως εχθρικού προς το εβραϊκό κράτος και, αφετέρου, της έμμεσης έστω συμπαράταξης με τους διαβρωμένους από τρομοκρατικά ισλαμικά στοιχεία αντάρτες, ωθούνται από τη φορά των πραγμάτων - ιδίως μετά την εξαγγελία της εγκατάστασης των πυραύλων S300 και την απροσχημάτιστη συστράτευση της Χεζμπολάχ με τις κυβερνητικές δυνάμεις - προς όξυνση της στάσης τους έναντι της Δαμασκού · και πλησιάζουν κατά κάποιο τρόπο τη γραμμή της Άγκυρας. [xi]
Λίγες λέξεις για το ελληνικό διακύβευμα
Το Συριακό, χωρίς να επηρεάζει κατά άμεσο τρόπο μείζονα εθνικά μας συμφέροντα, ενδιαφέρει πολλαπλώς τη χώρα μας - και δη : Ως προστάτη των ανά τον μεσανατολικό χώρο συμπατριωτών μας και ελληνικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων · ως ορθόδοξο κράτος με ιδιαίτερες ευαισθησίες για την τύχη του Πατριαρχείου Αντιοχείας και γενικότερα των ομοδόξων μας χριστιανών της περιοχής · και ένεκα της εμπλοκής στη συριακή κρίση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, των οποίων είμαστε μέλος. Επίσης όμως λόγω των επιπτώσεων της κρίσης αυτής στην τουρκική πολιτική - και ειδικότερα στις σχέσεις της Άγκυρας με τις ΗΠΑ, την ΕΕ, και το Ισραήλ. Δοθέντος ότι, εάν οι εχθροπραξίες παραταθούν, δεν αποκλείεται να σημειωθεί - με ενθάρρυνση του αμερικανικού παράγοντα και χωρίς κατ’ ανάγκην να αρθούν τα βαθύτερα αίτια της τουρκο-ισραηλινής αντιπαράθεσης – μερική έστω σύγκλιση της συριακής και όχι μόνο πολιτικής της Τουρκίας και του εβραϊκού κράτους, ίσως και με προεκτάσεις στο ενεργειακό. Ενώ, σε περίπτωση της – απίθανης ομολογουμένως αυτή τη στιγμή - κατίσχυσης των υπό την αιγίδα της Άγκυρας αντικαθεστωτικών, θα πρέπει να αναμένεται διόγκωση της τουρκικής γεωπολιτικής αλαζονείας.Ευκόλως συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι η Ελλάδα έχει πλείονες λόγους να επιθυμεί την αποτροπή της κλιμάκωσης των συγκρούσεων και την επίτευξη συμβιβαστικής λύσης μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, με διπλωματικά μέσα και το ταχύτερο δυνατόν.
[i] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το επόμενο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
[ii] Παραλλήλως, τόσο προς καθησυχασμό της εσωτερικής της αντιπολίτευσης, όσο πιθανότατα και για να ασκήσει πίεση επί του καθεστώτος Ασάντ, η αμερικανική κυβέρνηση επικρότησε την ευρωκοινοτική απόφαση άρσης του εμπάργκο όπλων προς τους Σύρους αντικαθεστωτικούς, περί της οποίας κατωτέρω. Βλ. Britain, France urged to show restraint before arming Syrian rebels, Washington Post, 28-5-2013.
[iii] Επί παραδείγματι, βλ. Richard Spencer, Barack Obama leads Western calls in demanding Bashar-al-Assad goes, The Telegraph, 18-8-2011.
[iv] Kissinger Calls on United States and Russia to Cooperate on Solution for Syria, World Economic Forum, http://www.weforum.org, 24-1-2013. Για μια δριμεία κριτική υπό «ρεαλιστικό» πρίσμα της Δυτικής πολιτικής στον μεσανατολικό χώρο γενικότερα, βλ. Simon Jenkins, Syria and the Middle East: our greatest miscalculation since the rise of fascism, The Guardian, 28-5-2013.
[v] Joshua Chaffin, UK and France win battle to lift EU’s Syria arms embargo Financial Times, 28-5-2013.
[vi] Η Μόσχα καταδίκασε την απόφαση της ΕΕ να άρει το εμπάργκο στην αποστολή όπλων στους αντικαθεστωτικούς, ως ρίπτουσα «λάδι στη φωτιά» και γνωστοποίησε την πρόθεσή της να προχωρήσει στην εκτέλεση της συρο-ρωσικής συμφωνίας του 2010 για την προμήθεια στη Δαμασκό πυραύλων εδάφους-αέρος S300. Βλ. Russia to send more missiles to Syrian regime, Financial Times, 28-5-2013.
[vii] Tom Miles, June 15 eyed for Geneva conference on Syria, Reuters, 28-5-2013. Βλ. επίσης αναλυτικότερη παρουσίαση του θέματος από Mariam Karouny, Assad forces advance; West, Russia exchange barbs ahead of talks, Reuters, 31-5-2013.
[viii] Ως η μεγαλύτερη εθνική μειονότητα της χώρας - κάπου 10% του πληθυσμού – οι Κούρδοι έχουν υποστεί διωγμούς από το μπααθικό καθεστώς, πλην όμως είναι καχύποπτοι και έναντι των Αράβων αντιπάλων του - πολλούς εκ των οποίων ανησυχεί το ενδεχόμενο απόσχισης των Κούρδων από τη συριακή επικράτεια.
[ix] Φυσικά δεν πρόκειται για το μόνο κίνητρο του Τούρκου πρωθυπουργού στην προσπάθειά του να επιλύσει το μείζον ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζει διαχρονικά το τουρκικό κράτος. Μεταξύ άλλων φαίνεται ότι ο κ. Ερντογάν συνδέει την επίλυση του Κουρδικού και με την προώθηση των εικαζόμενων προεδρικών του φιλοδοξιών.
[x] Εκτός των άλλων, τη Μόσχα ανησυχεί το ενδεχόμενο, με την πτώση του μπααθικού καθεστώτος να επικρατήσουν στη Συρία ακραία ισλαμικά στοιχεία επικίνδυνα και για την ασφάλεια της ίδιας της ρωσικής επικράτειας. Βλ. Francois Heisbourg, Russia’s Success the West’s Failure, New York Times, 7-6-2010. Ο αρθρογράφος αποδίδει τη ρωσική υποστήριξη προς τον πρόεδρο Ασάντ και στην εκτίμηση των Ρώσων ότι οι Δυτικοί τους ενέπεξαν στο Λιβυκό.
[xi] Αρκετά απαισιόδοξος κατά τα λοιπά για τις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις– εκτιμά ότι ο Ερντογάν θα εμμείνει στην εχθρική προς το Ισραήλ πολιτική του - ο αμερικανο-ισραηλινός καθηγητής και αναλυτής Garry Rubin, παρατηρεί ότι «το Ισραήλ και η Τουρκία έχουν κοινό συμφέρον να μη θέλουν να καταλάβει η αλ-Κάιντα τη Συρία. Ουδείς εκ των δύο θέλει να δει την ευρύτερη περιοχή αποσταθεροποιημένη. Αλλά ο Ερντογάν επιθυμεί τη νίκη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας…Το Ισραήλ απλώς δεν θέλει να υποστεί επίθεση από τη Συρία, εκ μέρους του καθεστώτος ή των ανταρτών …» Προσθέτει δε ότι το Ισραήλ στη Συρία τηρεί πολιτική «ουδετερότητας» και ότι «δεν πρόκειται επ’ ουδενί να εμπλακεί στον πόλεμο υπέρ της μιας εκ των δύο πλευρών». Βλ. Turkey, Israel, and Syria. Why are things going wrong, http://www.jewishpress.com 2-6-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου