γράφει ο κ. Αναστάσιος Λαυρέντζος
Η Ελλάδα των μνημονίων και της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής πριν βρεθεί στη σημερινή κατάσταση δεν ήταν μια χώρα χωρίς προβλήματα. Αντιθέτως, όντας τμήμα των άστατων Βαλκανίων, εδώ και δεκαετίες αντιμετωπίζει σοβαρές απειλές, οι οποίες με την τωρινή της εξασθένηση είναι πιθανό να ενταθούν ή και να πολλαπλασιαστούν. Με αφετηρία αυτή την εκτίμηση, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τα ζητήματα της Θράκης, η οποία εδώ και πολλά χρόνια ζητά την προσοχή μας.
Βασικό χαρακτηριστικό της Θράκης είναι η ύπαρξη μιας πολυάριθμης μουσουλμανικής μειονότητας. Η παρουσία της μειονότητας αυτής είναι αποτέλεσμα των ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία εξαίρεσε από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών – που η ίδια επέβαλε – τους μουσουλμάνους της Θράκης και τους Έλληνες της Τουρκίας (Κωνσταντινούπολη, Ίμβρος, Τένεδος). Σήμερα η ελληνική μειονότητα της Τουρκίας έχει προ πολλού εξαλειφθεί. Αντιθέτως, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης είναι παρόντες και απολαμβάνουν πλέον όλων των δικαιωμάτων που παρέχει μια ευρωπαϊκή χώρα στους πολίτες της. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης δεν συγκροτούν ενιαίο εθνοτικά σύνολο, αλλά αποτελούνται από τρεις διακριτές ομάδες: τους λεγόμενους τουρκόφωνους (με τουρκική εθνική συνείδηση), τους Πομάκους (εξισλαμισμένοι πληθυσμοί της Ροδόπης με δικό τους γλωσσικό ιδίωμα και ιδιαίτερη παράδοση) και τους Ρoμά (Αθίγγανοι, με γλώσσα επίσης διαφορετική της τουρκικής). Εξ αρχής, βασική επιδίωξη της τουρκικής πολιτικής στη Θράκη ήταν η ομογενοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών και η μετατροπή τους σε τουρκική εθνική μειονότητα, η οποία θα αποτελέσει το όχημα για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή. Προς την κατεύθυνση αυτή ήδη έχουν γίνει πολλά βήματα, δυστυχώς με την ανοχή και κάποιες φορές και με τη σύμπραξη της ελληνικής πλευράς. Στα επόμενα θα κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στις σημαντικότερες πολιτικές εξελίξεις που διαμορφώνουν το σημερινό πλαίσιο στη Θράκη.
1. Στη δεκαετία του ’30, ενώ οι δυτικοθρακιώτες μουσουλμάνοι (κυρίως οι Πομάκοι) παρέμεναν προσηλωμένοι στις μουσουλμανικές παραδόσεις και πολλοί αντικεμαλικοί (στελέχη του παλαιού τουρκικού καθεστώτος) είχαν καταφύγει στη Θράκη (απ’ όπου αγωνίζονταν κατά του κεμαλικού καθεστώτος), το ελληνικό κράτος καθ’ υπόδειξη της Τουρκίας απέλασε τα σημαντικότερα στελέχη της αντικεμαλικής μερίδας («παλαιομουσουλμάνοι»), προκειμένου να εδραιώσει την ελληνοτουρκική φιλία. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά παρέδωσε τη μειονότητα στον ιδεολογικό έλεγχο των κεμαλιστών και στη δράση του Τουρκικού Προξενείου που άρχισε τότε να λειτουργεί.
2. Στη δεκαετία του ’50, το ελληνικό κράτος υιοθετώντας ξένες προτεραιότητες (περίοδος ψυχρού πολέμου) προώθησε την «τουρκοποίηση» της μουσουλμανικής μειονότητας και ειδικά των Πομάκων, προκειμένου να τους αντιδιαστείλει με τους Πομάκους της Βουλγαρίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο αυτή η ελληνική πολιτεία αποκάλεσε σε επίσημα κείμενά της τη μειονότητα «τουρκική», ενώ δεν δίστασε να επιβάλει ακόμη και την αλλαγή των επιγραφών σε σχολεία και δημόσιους χώρους. Η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε αργότερα και από τη δεκαετία του ’90 το ελληνικό κράτος τάσσεται υπέρ της διαφύλαξης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε συνιστώσας της μουσουλμανικής μειονότητας.
3. Με τη μορφωτική συμφωνία του 1951 και κυρίως με το μορφωτικό πρωτόκολλο του 1968, το ελληνικό κράτος δέχτηκε και επίσημα την τουρκική ως τη μοναδική μειονοτική γλώσσα στην εκπαίδευση της μειονότητας, επιβάλλοντάς την με αυτό τον τρόπο στους Πομάκους και στους Ρομά, οι οποίοι δεν είχαν μητρική γλώσσα τα τουρκικά. Ο τουρκοκεντρικός χαρακτήρας της μειονοτικής εκπαίδευσης ο οποίος αγνοεί τη γλωσσική ιδιαιτερότητα των Πομάκων και των Ρομά, παραμένει και σήμερα αμετάβλητος, παρά την πρόσφατη μεταρρύθμιση που έγινε το 1997 με την εφαρμογή του προγράμματος «Εκπαίδευση μουσουλμανοπαίδων».
4. Στις πρώτες δύσκολες μεταπολεμικές-μετεμφυλιακές δεκαετίες το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τη Θράκη ως μια παραμεθόριο περιοχή, στρατιωτικού κυρίως ενδιαφέροντος, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη συμμετοχή της στη μεταπολεμική ανόρθωση της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν στη δεκαετία του ’60, την περίοδο της μεγάλης μετανάστευσης, ένα σημαντικό τμήμα του θρακιώτικου πληθυσμού να πάρει τον δρόμο για τα εργοστάσια της Δ. Γερμανίας και τα ορυχεία του Βελγίου. Η μετανάστευση έπληξε κυρίως τον (χριστιανικό κατά συντριπτική πλειονότητα) νομό Έβρου, του οποίου ο πληθυσμός μόνο στην περίοδο 1961-1971 μειώθηκε κατά 12% (στοιχεία επίσημων απογραφών). Έκτοτε η Θράκη τελεί σε δημογραφικό μαρασμό, με τον συνολικό της πληθυσμό στάσιμο και τον χριστιανικό πληθυσμό να μειώνεται με αργό ρυθμό.
5. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι «ηγετικοί κύκλοι» της μειονότητας άρχισαν να την κινητοποιούν εναντίον αποφάσεων του ελληνικού κράτους και να εγκαθιδρύουν παράλληλους, άτυπους θεσμούς με σκοπό την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της ελληνικής διοίκησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «εκλογή» άτυπων Μουφτήδων οι οποίοι εδώ και είκοσι χρόνια συνυπάρχουν με τους επίσημους Μουφτήδες που έχουν ορισθεί από το ελληνικό κράτος. Άλλα παραδείγματα αφορούν τις αντιδράσεις για τη χρήση βιβλίων του ελληνικού υπουργείου παιδείας στο τουρκόγλωσσο τμήμα της μειονοτικής εκπαίδευσης (στη δεκαετία του ’90), ενώ πιο πρόσφατα μπορεί να αναφερθεί η δημιουργία ενός δικτύου τουρκόγλωσσων νηπιαγωγείων παράλληλα προς τα δημόσια νηπιαγωγεία που ιδρύει η ελληνική πολιτεία.
6. Το ελληνικό κράτος προσπάθησε στη δεκαετία του ’90 να ακολουθήσει μια διαφορετική πολιτική στη Θράκη, αφ’ ενός καταργώντας το αναχρονιστικό νομικό πλαίσιο που ίσχυε για τους μειονοτικούς πληθυσμούς, αφ’ ετέρου εισάγοντας ένα πλαίσιο κινήτρων για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκαν στη Θράκη παλιννοστούντες Πόντιοι από τη πρώην ΕΣΣΔ. Δυστυχώς, λόγω των γνωστών αδυναμιών του ελληνικού κράτους, η προσπάθεια εκείνης της περιόδου δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, με αποτέλεσμα η Θράκη να εξακολουθεί και σήμερα να είναι η πιο φτωχή περιφέρεια της χώρας.
Σήμερα, με την οικονομική εξασθένηση της Ελλάδας δημιουργούνται νέοι κίνδυνοι για τη Θράκη: περαιτέρω παραμέλησή της, οικονομικός και δημογραφικός μαρασμός, πιθανή μεταναστευτική έξοδος του ντόπιου πληθυσμού, εισροή λαθρομεταναστών, δημιουργία ΕΟΖ κ.λπ. Στις συνθήκες αυτές απαιτείται η κινητοποίηση της ελληνικής κοινής γνώμης, η οποία οφείλει να πιέσει την πολιτική της ηγεσία για μια πιο ενεργή αντιμετώπιση των ζητημάτων της Θράκης, αφού είναι πλέον σαφές ότι ειδικά σε αυτή την ευαίσθητη περιοχή της χώρας μας δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλα σφάλματα και άλλες παραχωρήσεις.
Η Ελλάδα των μνημονίων και της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής πριν βρεθεί στη σημερινή κατάσταση δεν ήταν μια χώρα χωρίς προβλήματα. Αντιθέτως, όντας τμήμα των άστατων Βαλκανίων, εδώ και δεκαετίες αντιμετωπίζει σοβαρές απειλές, οι οποίες με την τωρινή της εξασθένηση είναι πιθανό να ενταθούν ή και να πολλαπλασιαστούν. Με αφετηρία αυτή την εκτίμηση, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τα ζητήματα της Θράκης, η οποία εδώ και πολλά χρόνια ζητά την προσοχή μας.
Βασικό χαρακτηριστικό της Θράκης είναι η ύπαρξη μιας πολυάριθμης μουσουλμανικής μειονότητας. Η παρουσία της μειονότητας αυτής είναι αποτέλεσμα των ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία εξαίρεσε από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών – που η ίδια επέβαλε – τους μουσουλμάνους της Θράκης και τους Έλληνες της Τουρκίας (Κωνσταντινούπολη, Ίμβρος, Τένεδος). Σήμερα η ελληνική μειονότητα της Τουρκίας έχει προ πολλού εξαλειφθεί. Αντιθέτως, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης είναι παρόντες και απολαμβάνουν πλέον όλων των δικαιωμάτων που παρέχει μια ευρωπαϊκή χώρα στους πολίτες της. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης δεν συγκροτούν ενιαίο εθνοτικά σύνολο, αλλά αποτελούνται από τρεις διακριτές ομάδες: τους λεγόμενους τουρκόφωνους (με τουρκική εθνική συνείδηση), τους Πομάκους (εξισλαμισμένοι πληθυσμοί της Ροδόπης με δικό τους γλωσσικό ιδίωμα και ιδιαίτερη παράδοση) και τους Ρoμά (Αθίγγανοι, με γλώσσα επίσης διαφορετική της τουρκικής). Εξ αρχής, βασική επιδίωξη της τουρκικής πολιτικής στη Θράκη ήταν η ομογενοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών και η μετατροπή τους σε τουρκική εθνική μειονότητα, η οποία θα αποτελέσει το όχημα για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή. Προς την κατεύθυνση αυτή ήδη έχουν γίνει πολλά βήματα, δυστυχώς με την ανοχή και κάποιες φορές και με τη σύμπραξη της ελληνικής πλευράς. Στα επόμενα θα κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στις σημαντικότερες πολιτικές εξελίξεις που διαμορφώνουν το σημερινό πλαίσιο στη Θράκη.
1. Στη δεκαετία του ’30, ενώ οι δυτικοθρακιώτες μουσουλμάνοι (κυρίως οι Πομάκοι) παρέμεναν προσηλωμένοι στις μουσουλμανικές παραδόσεις και πολλοί αντικεμαλικοί (στελέχη του παλαιού τουρκικού καθεστώτος) είχαν καταφύγει στη Θράκη (απ’ όπου αγωνίζονταν κατά του κεμαλικού καθεστώτος), το ελληνικό κράτος καθ’ υπόδειξη της Τουρκίας απέλασε τα σημαντικότερα στελέχη της αντικεμαλικής μερίδας («παλαιομουσουλμάνοι»), προκειμένου να εδραιώσει την ελληνοτουρκική φιλία. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά παρέδωσε τη μειονότητα στον ιδεολογικό έλεγχο των κεμαλιστών και στη δράση του Τουρκικού Προξενείου που άρχισε τότε να λειτουργεί.
2. Στη δεκαετία του ’50, το ελληνικό κράτος υιοθετώντας ξένες προτεραιότητες (περίοδος ψυχρού πολέμου) προώθησε την «τουρκοποίηση» της μουσουλμανικής μειονότητας και ειδικά των Πομάκων, προκειμένου να τους αντιδιαστείλει με τους Πομάκους της Βουλγαρίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο αυτή η ελληνική πολιτεία αποκάλεσε σε επίσημα κείμενά της τη μειονότητα «τουρκική», ενώ δεν δίστασε να επιβάλει ακόμη και την αλλαγή των επιγραφών σε σχολεία και δημόσιους χώρους. Η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε αργότερα και από τη δεκαετία του ’90 το ελληνικό κράτος τάσσεται υπέρ της διαφύλαξης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε συνιστώσας της μουσουλμανικής μειονότητας.
3. Με τη μορφωτική συμφωνία του 1951 και κυρίως με το μορφωτικό πρωτόκολλο του 1968, το ελληνικό κράτος δέχτηκε και επίσημα την τουρκική ως τη μοναδική μειονοτική γλώσσα στην εκπαίδευση της μειονότητας, επιβάλλοντάς την με αυτό τον τρόπο στους Πομάκους και στους Ρομά, οι οποίοι δεν είχαν μητρική γλώσσα τα τουρκικά. Ο τουρκοκεντρικός χαρακτήρας της μειονοτικής εκπαίδευσης ο οποίος αγνοεί τη γλωσσική ιδιαιτερότητα των Πομάκων και των Ρομά, παραμένει και σήμερα αμετάβλητος, παρά την πρόσφατη μεταρρύθμιση που έγινε το 1997 με την εφαρμογή του προγράμματος «Εκπαίδευση μουσουλμανοπαίδων».
4. Στις πρώτες δύσκολες μεταπολεμικές-μετεμφυλιακές δεκαετίες το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τη Θράκη ως μια παραμεθόριο περιοχή, στρατιωτικού κυρίως ενδιαφέροντος, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη συμμετοχή της στη μεταπολεμική ανόρθωση της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν στη δεκαετία του ’60, την περίοδο της μεγάλης μετανάστευσης, ένα σημαντικό τμήμα του θρακιώτικου πληθυσμού να πάρει τον δρόμο για τα εργοστάσια της Δ. Γερμανίας και τα ορυχεία του Βελγίου. Η μετανάστευση έπληξε κυρίως τον (χριστιανικό κατά συντριπτική πλειονότητα) νομό Έβρου, του οποίου ο πληθυσμός μόνο στην περίοδο 1961-1971 μειώθηκε κατά 12% (στοιχεία επίσημων απογραφών). Έκτοτε η Θράκη τελεί σε δημογραφικό μαρασμό, με τον συνολικό της πληθυσμό στάσιμο και τον χριστιανικό πληθυσμό να μειώνεται με αργό ρυθμό.
5. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι «ηγετικοί κύκλοι» της μειονότητας άρχισαν να την κινητοποιούν εναντίον αποφάσεων του ελληνικού κράτους και να εγκαθιδρύουν παράλληλους, άτυπους θεσμούς με σκοπό την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της ελληνικής διοίκησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «εκλογή» άτυπων Μουφτήδων οι οποίοι εδώ και είκοσι χρόνια συνυπάρχουν με τους επίσημους Μουφτήδες που έχουν ορισθεί από το ελληνικό κράτος. Άλλα παραδείγματα αφορούν τις αντιδράσεις για τη χρήση βιβλίων του ελληνικού υπουργείου παιδείας στο τουρκόγλωσσο τμήμα της μειονοτικής εκπαίδευσης (στη δεκαετία του ’90), ενώ πιο πρόσφατα μπορεί να αναφερθεί η δημιουργία ενός δικτύου τουρκόγλωσσων νηπιαγωγείων παράλληλα προς τα δημόσια νηπιαγωγεία που ιδρύει η ελληνική πολιτεία.
6. Το ελληνικό κράτος προσπάθησε στη δεκαετία του ’90 να ακολουθήσει μια διαφορετική πολιτική στη Θράκη, αφ’ ενός καταργώντας το αναχρονιστικό νομικό πλαίσιο που ίσχυε για τους μειονοτικούς πληθυσμούς, αφ’ ετέρου εισάγοντας ένα πλαίσιο κινήτρων για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκαν στη Θράκη παλιννοστούντες Πόντιοι από τη πρώην ΕΣΣΔ. Δυστυχώς, λόγω των γνωστών αδυναμιών του ελληνικού κράτους, η προσπάθεια εκείνης της περιόδου δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, με αποτέλεσμα η Θράκη να εξακολουθεί και σήμερα να είναι η πιο φτωχή περιφέρεια της χώρας.
Σήμερα, με την οικονομική εξασθένηση της Ελλάδας δημιουργούνται νέοι κίνδυνοι για τη Θράκη: περαιτέρω παραμέλησή της, οικονομικός και δημογραφικός μαρασμός, πιθανή μεταναστευτική έξοδος του ντόπιου πληθυσμού, εισροή λαθρομεταναστών, δημιουργία ΕΟΖ κ.λπ. Στις συνθήκες αυτές απαιτείται η κινητοποίηση της ελληνικής κοινής γνώμης, η οποία οφείλει να πιέσει την πολιτική της ηγεσία για μια πιο ενεργή αντιμετώπιση των ζητημάτων της Θράκης, αφού είναι πλέον σαφές ότι ειδικά σε αυτή την ευαίσθητη περιοχή της χώρας μας δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλα σφάλματα και άλλες παραχωρήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου