του ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΟΥΜΑΚΗ
Στην ανθρώπινη ιστορία είναι άπειρα τα παραδείγματα επιβολής του «δικαίου του ισχυρότερου» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Στη σύγχρονη εποχή, έπειτα από δύο Παγκόσμιους Πόλεμους που στοίχησαν τη ζωή 66 εκατομμυρίων ανθρώπων, η ισορροπία του τρόμου των εξοπλισμών επέβαλε μια εύθραυστη ειρήνη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη μας, χωρίς βέβαια να λείπουν πάρα πολλές «τοπικές εστίες» πολέμου.
Κάτω, μάλιστα, από την παγκόσμια απαίτηση όλων των λαών του κόσμου για ειρήνη, οι μεγάλες δυνάμεις συμφώνησαν να δημιουργήσουν μηχανισμούς διεθνών κανόνων, τους οποίους καθιέρωσαν σαν «υποχρεωτικούς», για την αποφυγή διενέξεων και για την επίλυση διαφορών ή προστριβών που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε πολέμους.
Στην περίπτωση της Κύπρου, ο εξευτελισμός της «νομιμότητας» από τις ίδιες τις μεγάλες δυνάμεις που την καθιέρωσαν αποτελεί πλέον case study για ολόκληρο τον κόσμο!
Ας δούμε συνοπτικά το ιστορικό του «κυπριακού προβλήματος» που δεν είναι τίποτα άλλο από την προνομιακή θέση της Κύπρου την οποία επιθυμούν να «αξιοποιήσουν» όλες οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, γιατί αποτελεί το μεγαλύτερο και πιο σταθερό, αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Μεσογείου μέσα στη ζώνη πλούσιων σε αποθέματα πηγών ενέργειας ολόκληρου του πλανήτη.
Η Κύπρος κατοικείται από Έλληνες από την εποχή του Τρωικού πολέμου (12ος αιώνας π.Χ) και κατά καιρούς αποτέλεσε επαρχία διάφορων αυτοκρατοριών ή απλών κατακτητών όπως τη Ρωμαϊκή περίοδο (58 π.Χ.-330 μ.Χ.) τη Βυζαντινή περίοδο (330-1191), την κατάκτησή της από τον Βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο (1191-1571), τους Οθωμανούς (1571- 1878) και τους Άγγλους (1878-1960).
Μετά τον αιματηρό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το δικαίωμα αυτοδιάθεσης κάθε λαού να ρυθμίζει ελεύθερα το πολιτικό του μέλλον καθιερώθηκε από τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρα 1 & 55), αλλά η Βρετανία δεν είχε καμιά απολύτως διάθεση να το εφαρμόσει στην Κύπρο.
Στις 15 Ιανουαρίου 1950 στην Κύπρο οργανώθηκε δημοψήφισμα από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β’, για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν σχεδόν ομόφωνο με ποσοστό 95.7%, αλλά η Βρετανία δεν έδωσε την παραμικρή σημασία.
Στις 28 Ιουλίου 1954, μάλιστα, ο Υφυπουργός Αποικιών της Μ. Βρετανίας Χένρυ Χόπκινσον δήλωσε, απερίφραστα, στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Κύπρος «είναι περιοχή με στρατηγική αξία και γι' αυτό ουδέποτε θα τύχει αυτοδιάθεσης». Έτσι απλά και ξεκάθαρα!
Φυσικό επακόλουθο ήταν να ξεκινήσει ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων (1955-1959) για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του νησιού και την ένωσή του με την Ελλάδα.
Η πλήρης αδυναμία της Βρετανίας να καταπνίξει τον απελευθερωτικό αγώνα, παρά τις αγχόνες και την στυγνή δικτατορία που επέβαλε στο νησί, την οδήγησε στη μόνη τέχνη που ασκεί αριστοτεχνικά εδώ και αιώνες σε ολόκληρο τον κόσμο: Διαίρει και Βασίλευε.
Έτσι, η ύπουλη και πρόστυχη πολιτική της Βρετανίας «ενεργοποίησε» την Τουρκία η οποία είχε παραιτηθεί πανηγυρικά από κάθε δικαίωμα στην Κύπρο με τα άρθρα 20 και 27 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923. Αφορμή, η δήθεν «προστασία» του 12% του συνολικού πληθυσμού του νησιού - πληθυσμός που αποτελείται από τουρκόφωνους απόγονους των πρόσκαιρων Οθωμανών κατακτητών κατά την περίοδο 1571-1878.
Η Βρετανία, προκειμένου να μην εγκαταλείψει ποτέ την Κύπρο και να αποτρέψει οποιαδήποτε μελλοντική υλοποίηση της βούλησης του κυπριακού λαού, αποφάσισε τη διχοτόμηση του νησιού. Έτσι μεθόδευσε τη «λύση» ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960, επιβάλλοντας στο σύνταγμα του νέου κράτους σαν υποχρεωτικό Αντιπρόεδρο ένα πειθήνιο όργανο του πιο σκοτεινού παρασκηνίου της Τουρκίας σαν «εκπρόσωπο» των Τουρκοκυπρίων, τον οποίο μάλιστα εξόπλισε και με δικαίωμα «βέτο» σε κάθε απόφαση της βούλησης του συντριπτικού ποσοστού του κυπριακού λαού! Φυσικά κράτησε επίσημα σαν «κράτος εν κράτει» τις βάσεις της στο νησί και επιπλέον αυτοδιορίστηκε «εγγυήτρια» της Κυπριακής Δημοκρατίας μαζί με την Τουρκία και την Ελλάδα.
Όπως ήταν απολύτως φυσικό, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσει κάτω από τέτοιες συνθήκες οι οποίες είχαν δημιουργηθεί για να πραγματοποιηθεί -αργά ή γρήγορα- η τουρκική εισβολή που θα διχοτομούσε το νησί.
Οι πρώτες απόπειρες έγιναν το 1964 όταν στην Ελλάδα επικρατούσε μεγάλη πολιτική αναταραχή και οι συνθήκες ήταν «κατάλληλες». Η άρνηση της Αμερικής να συμφωνήσει και η οξεία αντίδραση της Ρωσίας εμπόδισαν την εφαρμογή του βρετανικού σχεδίου για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1964.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο το 1974, όταν το επιτελείο του Χένρυ Κίσσιγκερ όχι μόνο συμφώνησε, αλλά ανέλαβε και την «καθοδήγηση» της Τουρκίας, ενώ η Ρωσία περιορίστηκε σε «λεκτικές» αντιδράσεις. Φυσικά, στην Ελλάδα υπήρχαν οι αναγκαίες για κάθε πισώπλατη μαχαιριά «κατάλληλες συνθήκες» (πτώση στρατιωτικού καθεστώτος, πολιτική ρευστότητα), έτσι η εισβολή επιβλήθηκε με σχετική ευκολία. Τέσσερεις χιλιάδες Κύπριοι φονεύθηκαν, διακόσιες χιλιάδες μετατράπηκαν σε πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα και 1.619 που θεωρούντο αγνοούμενοι δολοφονήθηκαν, εν ψυχρώ, από τα στρατεύματα κατοχής.
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, με σειρά ψηφισμάτων (365/1974, 367/1975, 541/1983 και 544/1983) αλλά και αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε., καταδίκασε την τουρκική εισβολή και τις μετέπειτα μεθοδεύσεις σε ασυνήθιστα σκληρή διπλωματική γλώσσα, χωρίς όμως κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Μετά την εισβολή στην Κύπρο, οι Τούρκοι άρχισαν τη βίαιη αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης και της πολιτισμικής ταυτότητας της κατεχόμενης περιοχής, εγκατέστησαν μόνιμα στρατεύματα κατοχής και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα κρατικό μόρφωμα το οποίο αναγνώρισαν μόνο οι ίδιοι.
Όλες οι προσπάθειες επίλυσης του «κυπριακού προβλήματος» που ακολούθησαν είχαν άδοξο τέλος, όχι μόνο γιατί η βρετανική πολιτική παρέμεινε αμετάβλητη, αλλά γιατί ξαφνικά αυξήθηκε και η τουρκική βουλιμία όταν άρχισαν να πιθανολογούνται τεράστια ενεργειακά αποθέματα στην πλευρά της ελεύθερης Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία εν τω μεταξύ κατέστη πλήρες κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την 1η Μαΐου 2004!
Ήδη από το 2002 είχαν ξεκινήσει νέες προσπάθειες νομιμοποίησης της διχοτόμησης της Κύπρου με τη μορφή μιας «Ενωμένης Κύπρου» που πρότεινε ο τότε Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν, αγνοώντας όμως προκλητικά όλες τις αποφάσεις του Οργανισμού του οποίου ο ίδιος ήταν Γενικός Γραμματέας! Ευτυχώς ο κυπριακός λαός, με το αλάθητο αισθητήριό του, απέρριψε το σχέδιο Ανάν με ποσοστό 76% τον Μάρτιο του 2004.
Δέκα χρόνια αργότερα (8 Φεβρουαρίου 2014), η ανάφλεξη του γεωπολιτικού τοπίου της ευρύτερης περιοχής (εμφύλιος Συρίας από το 2011, Ισλαμικό Κράτος σε Συρία και Ιράκ, η διαφαινόμενη σύγκρουση Σ. Αραβίας με το Ιράν μέσω Υεμένης κ.ά.), σε συνδυασμό με την επίσημη γνωστοποίηση της ύπαρξης τεράστιων ενεργειακών αποθεμάτων στις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες Ισραήλ, Αιγύπτου, Κυπριακής Δημοκρατίας και Ελλάδος, οδήγησαν στην επανέναρξη των προσπαθειών επίλυσης του «κυπριακού προβλήματος» κάτω από τη θεώρηση των νέων δεδομένων.
Η Τουρκία, μετά την ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1951, ακολουθούσε πιστά τις εντολές των συμμάχων στο θέμα της Κύπρου, με δεδομένο ότι οι «σύμμαχοί» μας της χάρισαν έναν πραγματικό θησαυρό που είχε χάσει για πάντα. Η αναρρίχηση του Ρ. Τ. Ερντογάν στην εξουσία με τη διάσημη φαυλότητά του δεν φαίνεται να διαφοροποιεί την υπακοή της Τουρκίας, εφ’ όσον με τη συζητούμενη λύση «νομιμοποιείται» η τουρκική εισβολή και «εξαφανίζονται» όλες οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Συμπέρασμα: Η «κατάλληλη ευκαιρία» που στο παρελθόν έχει κατ’ επανάληψη λειτουργήσει εναντίον των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδος, στις μέρες μας λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων της Ελλάδος. Η Τουρκία βρίσκεται στην τελική ευθεία μιας αιματηρής τραγωδίας, η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία αποτελεί οριστικό παρελθόν, η Κυπριακή Δημοκρατία σαν κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει αντίρρηση να επιτρέψει στη Βρετανία ή στην Αμερική να διατηρήσουν τις βάσεις τους στο νησί, κι ο αμύθητος πλούτος των ενεργειακών αποθεμάτων έχει προσελκύσει τους μεγαλύτερους «καρχαρίες» του πλανήτη προκειμένου να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα απαιτώντας «λύση» εδώ και τώρα.
Η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα πολύ ορθά -ευτυχώς με πρωτοφανή πολιτική ομοψυχία- απαιτούν τα αυτονόητα προκειμένου να συμφωνήσουν σε μια λύση που θα είναι δίκαιη για όλους τους Κύπριους και -κυρίως- μακροπρόθεσμη και σταθερή.
Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να αγκαλιάσει ξανά όλους τους τουρκόφωνους Κυπρίους που χρησιμοποιήθηκαν σαν πιόνια ξένων συμφερόντων για ολόκληρες δεκαετίες, προσφέροντας κυπριακή υπηκοότητα, ιδιότητα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα από τα τρία ισχυρότερα νομίσματα του πλανήτη, τεράστιες δυνατότητες χρηματοδότησης της ανάπτυξης, μερίδιο σε ένα πολύ μεγάλο πλουτοπαραγωγικό θησαυρό, συγχωροχάρτι για τα εγκλήματα του παρελθόντος με κάποιες προϋποθέσεις που θα αποκλείουν τα επώδυνα παθήματα του παρελθόντος:
*Αποχώρηση όλων των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο.
*Ολοσχερή κατάργηση του συστήματος των δήθεν «εγγυήσεων» για τη σφράγιση κάθε πιθανής κερκόπορτας.
*Απόσυρση των εποίκων που εστάλησαν στην Κύπρο από τα βάθη της Ανατολής.
*Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση με πλήρη ευθύνη των εξωτερικών σχέσεων και της άμυνας του νησιού, χωρίς υποσημειώσεις ή εξαιρέσεις.
*Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και Ομοσπονδιακό Δικαστήριο που θα ανταποκρίνονται στα ποσοστά της πληθυσμιακής σύνθεσης του νησιού και οι αποφάσεις τους θα γίνονται αμετάκλητα σεβαστές σε ολόκληρο το νησί.
*Εδαφικές ρυθμίσεις στις δύο ζώνες (κοινότητες) της ομοσπονδίας οι οποίες θα ανταποκρίνονται στην πληθυσμιακή σύνθεση και στα αντίστοιχα ποσοστά της, με την ανάλογη αποδέσμευση εδαφών από την τουρκική κατοχή.
Φυσικά, οι προϋποθέσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της Τουρκίας που «τροφοδοτήθηκαν» κάτω από άλλες συνθήκες εδώ και τέσσερεις δεκαετίες από τους κοινούς «συμμάχους».
Ο κυπριακός λαός μπορεί, αν αφεθεί ελεύθερος χωρίς τις διάσημες προβοκάτσιες του παρελθόντος, να λύσει ειρηνικά τα προβλήματά του προσδοκώντας σε ένα πολύ καλύτερο μέλλον.
Είναι βέβαιο πως κάθε μορφωμένος Κύπριος δεν θα είχε καμιά αντίρρηση να εμπιστευτεί με την ψήφο του έναν τουρκόφωνο συμπολίτη του, αρκεί να βεβαιωθεί πως υπηρετεί τα συμφέροντα του κοινού τόπου τους και όχι εκείνα της Τουρκίας ή της Βρετανίας. Άλλωστε, οι σκληρές και για τους τουρκόφωνους Κύπριους δεκαετίες που πέρασαν δίδαξαν τα δεινά της τουρκικής κατοχής σε όλους τους Κυπρίους - τουρκόφωνους και ελληνόφωνους. Επιπλέον, οι συνθήκες πλέον έχουν αλλάξει ριζικά, όπως και τα δεδομένα του «προβλήματος».
Σαν επίλογο ας θυμηθούμε και ας αντλήσουμε δύναμη από τα διαχρονικά επίκαιρα λόγια του παλαίμαχου Κύπριου αγωνιστή Βάσου Λυσσαρίδη: «Αν εθελούσια δεν γονατίσεις, ακόμη και νεκρό δεν μπορούν να σε γονατίσουν»!
Στην ανθρώπινη ιστορία είναι άπειρα τα παραδείγματα επιβολής του «δικαίου του ισχυρότερου» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Στη σύγχρονη εποχή, έπειτα από δύο Παγκόσμιους Πόλεμους που στοίχησαν τη ζωή 66 εκατομμυρίων ανθρώπων, η ισορροπία του τρόμου των εξοπλισμών επέβαλε μια εύθραυστη ειρήνη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη μας, χωρίς βέβαια να λείπουν πάρα πολλές «τοπικές εστίες» πολέμου.
Κάτω, μάλιστα, από την παγκόσμια απαίτηση όλων των λαών του κόσμου για ειρήνη, οι μεγάλες δυνάμεις συμφώνησαν να δημιουργήσουν μηχανισμούς διεθνών κανόνων, τους οποίους καθιέρωσαν σαν «υποχρεωτικούς», για την αποφυγή διενέξεων και για την επίλυση διαφορών ή προστριβών που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε πολέμους.
Στην περίπτωση της Κύπρου, ο εξευτελισμός της «νομιμότητας» από τις ίδιες τις μεγάλες δυνάμεις που την καθιέρωσαν αποτελεί πλέον case study για ολόκληρο τον κόσμο!
Ας δούμε συνοπτικά το ιστορικό του «κυπριακού προβλήματος» που δεν είναι τίποτα άλλο από την προνομιακή θέση της Κύπρου την οποία επιθυμούν να «αξιοποιήσουν» όλες οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, γιατί αποτελεί το μεγαλύτερο και πιο σταθερό, αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Μεσογείου μέσα στη ζώνη πλούσιων σε αποθέματα πηγών ενέργειας ολόκληρου του πλανήτη.
Η Κύπρος κατοικείται από Έλληνες από την εποχή του Τρωικού πολέμου (12ος αιώνας π.Χ) και κατά καιρούς αποτέλεσε επαρχία διάφορων αυτοκρατοριών ή απλών κατακτητών όπως τη Ρωμαϊκή περίοδο (58 π.Χ.-330 μ.Χ.) τη Βυζαντινή περίοδο (330-1191), την κατάκτησή της από τον Βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο (1191-1571), τους Οθωμανούς (1571- 1878) και τους Άγγλους (1878-1960).
Μετά τον αιματηρό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το δικαίωμα αυτοδιάθεσης κάθε λαού να ρυθμίζει ελεύθερα το πολιτικό του μέλλον καθιερώθηκε από τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρα 1 & 55), αλλά η Βρετανία δεν είχε καμιά απολύτως διάθεση να το εφαρμόσει στην Κύπρο.
Στις 15 Ιανουαρίου 1950 στην Κύπρο οργανώθηκε δημοψήφισμα από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β’, για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν σχεδόν ομόφωνο με ποσοστό 95.7%, αλλά η Βρετανία δεν έδωσε την παραμικρή σημασία.
Στις 28 Ιουλίου 1954, μάλιστα, ο Υφυπουργός Αποικιών της Μ. Βρετανίας Χένρυ Χόπκινσον δήλωσε, απερίφραστα, στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Κύπρος «είναι περιοχή με στρατηγική αξία και γι' αυτό ουδέποτε θα τύχει αυτοδιάθεσης». Έτσι απλά και ξεκάθαρα!
Φυσικό επακόλουθο ήταν να ξεκινήσει ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων (1955-1959) για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του νησιού και την ένωσή του με την Ελλάδα.
Η πλήρης αδυναμία της Βρετανίας να καταπνίξει τον απελευθερωτικό αγώνα, παρά τις αγχόνες και την στυγνή δικτατορία που επέβαλε στο νησί, την οδήγησε στη μόνη τέχνη που ασκεί αριστοτεχνικά εδώ και αιώνες σε ολόκληρο τον κόσμο: Διαίρει και Βασίλευε.
Έτσι, η ύπουλη και πρόστυχη πολιτική της Βρετανίας «ενεργοποίησε» την Τουρκία η οποία είχε παραιτηθεί πανηγυρικά από κάθε δικαίωμα στην Κύπρο με τα άρθρα 20 και 27 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923. Αφορμή, η δήθεν «προστασία» του 12% του συνολικού πληθυσμού του νησιού - πληθυσμός που αποτελείται από τουρκόφωνους απόγονους των πρόσκαιρων Οθωμανών κατακτητών κατά την περίοδο 1571-1878.
Η Βρετανία, προκειμένου να μην εγκαταλείψει ποτέ την Κύπρο και να αποτρέψει οποιαδήποτε μελλοντική υλοποίηση της βούλησης του κυπριακού λαού, αποφάσισε τη διχοτόμηση του νησιού. Έτσι μεθόδευσε τη «λύση» ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960, επιβάλλοντας στο σύνταγμα του νέου κράτους σαν υποχρεωτικό Αντιπρόεδρο ένα πειθήνιο όργανο του πιο σκοτεινού παρασκηνίου της Τουρκίας σαν «εκπρόσωπο» των Τουρκοκυπρίων, τον οποίο μάλιστα εξόπλισε και με δικαίωμα «βέτο» σε κάθε απόφαση της βούλησης του συντριπτικού ποσοστού του κυπριακού λαού! Φυσικά κράτησε επίσημα σαν «κράτος εν κράτει» τις βάσεις της στο νησί και επιπλέον αυτοδιορίστηκε «εγγυήτρια» της Κυπριακής Δημοκρατίας μαζί με την Τουρκία και την Ελλάδα.
Όπως ήταν απολύτως φυσικό, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσει κάτω από τέτοιες συνθήκες οι οποίες είχαν δημιουργηθεί για να πραγματοποιηθεί -αργά ή γρήγορα- η τουρκική εισβολή που θα διχοτομούσε το νησί.
Οι πρώτες απόπειρες έγιναν το 1964 όταν στην Ελλάδα επικρατούσε μεγάλη πολιτική αναταραχή και οι συνθήκες ήταν «κατάλληλες». Η άρνηση της Αμερικής να συμφωνήσει και η οξεία αντίδραση της Ρωσίας εμπόδισαν την εφαρμογή του βρετανικού σχεδίου για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1964.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο το 1974, όταν το επιτελείο του Χένρυ Κίσσιγκερ όχι μόνο συμφώνησε, αλλά ανέλαβε και την «καθοδήγηση» της Τουρκίας, ενώ η Ρωσία περιορίστηκε σε «λεκτικές» αντιδράσεις. Φυσικά, στην Ελλάδα υπήρχαν οι αναγκαίες για κάθε πισώπλατη μαχαιριά «κατάλληλες συνθήκες» (πτώση στρατιωτικού καθεστώτος, πολιτική ρευστότητα), έτσι η εισβολή επιβλήθηκε με σχετική ευκολία. Τέσσερεις χιλιάδες Κύπριοι φονεύθηκαν, διακόσιες χιλιάδες μετατράπηκαν σε πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα και 1.619 που θεωρούντο αγνοούμενοι δολοφονήθηκαν, εν ψυχρώ, από τα στρατεύματα κατοχής.
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, με σειρά ψηφισμάτων (365/1974, 367/1975, 541/1983 και 544/1983) αλλά και αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε., καταδίκασε την τουρκική εισβολή και τις μετέπειτα μεθοδεύσεις σε ασυνήθιστα σκληρή διπλωματική γλώσσα, χωρίς όμως κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Μετά την εισβολή στην Κύπρο, οι Τούρκοι άρχισαν τη βίαιη αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης και της πολιτισμικής ταυτότητας της κατεχόμενης περιοχής, εγκατέστησαν μόνιμα στρατεύματα κατοχής και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα κρατικό μόρφωμα το οποίο αναγνώρισαν μόνο οι ίδιοι.
Όλες οι προσπάθειες επίλυσης του «κυπριακού προβλήματος» που ακολούθησαν είχαν άδοξο τέλος, όχι μόνο γιατί η βρετανική πολιτική παρέμεινε αμετάβλητη, αλλά γιατί ξαφνικά αυξήθηκε και η τουρκική βουλιμία όταν άρχισαν να πιθανολογούνται τεράστια ενεργειακά αποθέματα στην πλευρά της ελεύθερης Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία εν τω μεταξύ κατέστη πλήρες κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την 1η Μαΐου 2004!
Ήδη από το 2002 είχαν ξεκινήσει νέες προσπάθειες νομιμοποίησης της διχοτόμησης της Κύπρου με τη μορφή μιας «Ενωμένης Κύπρου» που πρότεινε ο τότε Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν, αγνοώντας όμως προκλητικά όλες τις αποφάσεις του Οργανισμού του οποίου ο ίδιος ήταν Γενικός Γραμματέας! Ευτυχώς ο κυπριακός λαός, με το αλάθητο αισθητήριό του, απέρριψε το σχέδιο Ανάν με ποσοστό 76% τον Μάρτιο του 2004.
Δέκα χρόνια αργότερα (8 Φεβρουαρίου 2014), η ανάφλεξη του γεωπολιτικού τοπίου της ευρύτερης περιοχής (εμφύλιος Συρίας από το 2011, Ισλαμικό Κράτος σε Συρία και Ιράκ, η διαφαινόμενη σύγκρουση Σ. Αραβίας με το Ιράν μέσω Υεμένης κ.ά.), σε συνδυασμό με την επίσημη γνωστοποίηση της ύπαρξης τεράστιων ενεργειακών αποθεμάτων στις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες Ισραήλ, Αιγύπτου, Κυπριακής Δημοκρατίας και Ελλάδος, οδήγησαν στην επανέναρξη των προσπαθειών επίλυσης του «κυπριακού προβλήματος» κάτω από τη θεώρηση των νέων δεδομένων.
Η Τουρκία, μετά την ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1951, ακολουθούσε πιστά τις εντολές των συμμάχων στο θέμα της Κύπρου, με δεδομένο ότι οι «σύμμαχοί» μας της χάρισαν έναν πραγματικό θησαυρό που είχε χάσει για πάντα. Η αναρρίχηση του Ρ. Τ. Ερντογάν στην εξουσία με τη διάσημη φαυλότητά του δεν φαίνεται να διαφοροποιεί την υπακοή της Τουρκίας, εφ’ όσον με τη συζητούμενη λύση «νομιμοποιείται» η τουρκική εισβολή και «εξαφανίζονται» όλες οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Συμπέρασμα: Η «κατάλληλη ευκαιρία» που στο παρελθόν έχει κατ’ επανάληψη λειτουργήσει εναντίον των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδος, στις μέρες μας λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων της Ελλάδος. Η Τουρκία βρίσκεται στην τελική ευθεία μιας αιματηρής τραγωδίας, η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία αποτελεί οριστικό παρελθόν, η Κυπριακή Δημοκρατία σαν κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει αντίρρηση να επιτρέψει στη Βρετανία ή στην Αμερική να διατηρήσουν τις βάσεις τους στο νησί, κι ο αμύθητος πλούτος των ενεργειακών αποθεμάτων έχει προσελκύσει τους μεγαλύτερους «καρχαρίες» του πλανήτη προκειμένου να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα απαιτώντας «λύση» εδώ και τώρα.
Η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα πολύ ορθά -ευτυχώς με πρωτοφανή πολιτική ομοψυχία- απαιτούν τα αυτονόητα προκειμένου να συμφωνήσουν σε μια λύση που θα είναι δίκαιη για όλους τους Κύπριους και -κυρίως- μακροπρόθεσμη και σταθερή.
Η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να αγκαλιάσει ξανά όλους τους τουρκόφωνους Κυπρίους που χρησιμοποιήθηκαν σαν πιόνια ξένων συμφερόντων για ολόκληρες δεκαετίες, προσφέροντας κυπριακή υπηκοότητα, ιδιότητα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα από τα τρία ισχυρότερα νομίσματα του πλανήτη, τεράστιες δυνατότητες χρηματοδότησης της ανάπτυξης, μερίδιο σε ένα πολύ μεγάλο πλουτοπαραγωγικό θησαυρό, συγχωροχάρτι για τα εγκλήματα του παρελθόντος με κάποιες προϋποθέσεις που θα αποκλείουν τα επώδυνα παθήματα του παρελθόντος:
*Αποχώρηση όλων των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο.
*Ολοσχερή κατάργηση του συστήματος των δήθεν «εγγυήσεων» για τη σφράγιση κάθε πιθανής κερκόπορτας.
*Απόσυρση των εποίκων που εστάλησαν στην Κύπρο από τα βάθη της Ανατολής.
*Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση με πλήρη ευθύνη των εξωτερικών σχέσεων και της άμυνας του νησιού, χωρίς υποσημειώσεις ή εξαιρέσεις.
*Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και Ομοσπονδιακό Δικαστήριο που θα ανταποκρίνονται στα ποσοστά της πληθυσμιακής σύνθεσης του νησιού και οι αποφάσεις τους θα γίνονται αμετάκλητα σεβαστές σε ολόκληρο το νησί.
*Εδαφικές ρυθμίσεις στις δύο ζώνες (κοινότητες) της ομοσπονδίας οι οποίες θα ανταποκρίνονται στην πληθυσμιακή σύνθεση και στα αντίστοιχα ποσοστά της, με την ανάλογη αποδέσμευση εδαφών από την τουρκική κατοχή.
Φυσικά, οι προϋποθέσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της Τουρκίας που «τροφοδοτήθηκαν» κάτω από άλλες συνθήκες εδώ και τέσσερεις δεκαετίες από τους κοινούς «συμμάχους».
Ο κυπριακός λαός μπορεί, αν αφεθεί ελεύθερος χωρίς τις διάσημες προβοκάτσιες του παρελθόντος, να λύσει ειρηνικά τα προβλήματά του προσδοκώντας σε ένα πολύ καλύτερο μέλλον.
Είναι βέβαιο πως κάθε μορφωμένος Κύπριος δεν θα είχε καμιά αντίρρηση να εμπιστευτεί με την ψήφο του έναν τουρκόφωνο συμπολίτη του, αρκεί να βεβαιωθεί πως υπηρετεί τα συμφέροντα του κοινού τόπου τους και όχι εκείνα της Τουρκίας ή της Βρετανίας. Άλλωστε, οι σκληρές και για τους τουρκόφωνους Κύπριους δεκαετίες που πέρασαν δίδαξαν τα δεινά της τουρκικής κατοχής σε όλους τους Κυπρίους - τουρκόφωνους και ελληνόφωνους. Επιπλέον, οι συνθήκες πλέον έχουν αλλάξει ριζικά, όπως και τα δεδομένα του «προβλήματος».
Σαν επίλογο ας θυμηθούμε και ας αντλήσουμε δύναμη από τα διαχρονικά επίκαιρα λόγια του παλαίμαχου Κύπριου αγωνιστή Βάσου Λυσσαρίδη: «Αν εθελούσια δεν γονατίσεις, ακόμη και νεκρό δεν μπορούν να σε γονατίσουν»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου