Εκεί ψηλά, λοιπόν, αποφασίζουν να συνέλθουν σε σύσκεψη-«Εκκλησία» την έλεγαν οι πιο παλιοί τους- οι Μεγάλοι να βγάλουν κρίση και να προσπαθήσουν να πείσουν τους Μικρούς, πως έχουν κι αυτοί λόγο, αν και μακριά. Το είπαν ο ένας στον άλλο, ψάχτηκαν στα μέρη που είναι, βρέθηκαν, κλείστηκε η μάζωξη κι ήρθαν στην ώρα τους. Κάθισαν κυκλικά, χωρίς πολλές προσποιήσεις, γνωρίζονταν είναι η αλήθεια, οπότε είχαν το θάρρος και δε χρειάζονταν πολλές συστάσεις και διατυπώσεις. Συμφώνησαν να μην πουν κάτι καινούριο, αλλά να πουν κουβέντες απ αυτές, που είχαν πει και παλιά, όταν κρέμονταν απ τα λόγια τους ή τα γραπτά τους οι άνθρωποι. Επίσης συμφώνησαν οι κουβέντες τους να ναι λίγες και να χτυπήσουν στην «καρδιά» των Μικρών, γιατί θα τους ακούνε κι πολλοί απ την πατρίδα, αυτοί που τους αγάπησαν.
«στα χρόνια που ζω και ζώνουμαι κατάλαβα πως δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος».
και συνεχίζει με τα λόγια...
του Μανολιού απ το «Χριστό» :και συνεχίζει με τα λόγια...
«θα θελα να χα τη δύναμη να σηκωθώ να κηρύξω την επανάσταση σε όλο τον κόσμο. Να ξεσηκώσω όλους τους ανθρώπους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους, να γίνουμε ένας στρατός της πείνας παντοδύναμος και να μπούμε στις μεγάλες σαπημένες πολιτείες και στ άτιμα παλάτια και τα ξετσίπωτα σεράγια της Πόλης και να βάλουμε φωτιά!».
Τελεύει το λόγο του και η «παρέα» «ζωντανεύει», ακόμα κι εκεί που είναι. Ζητά το λόγο ο Ιωάννης, γόνος της κερκυραϊκής αριστοκρατίας, ο
πρώτος Κυβερνήτης, με τον κολλαριστό γιακά που του κρύβει το λαιμό. Θέλει να (ξανα)πει δυο κουβέντες και να ναι κι οι τελευταίες. Υπενθυμίζει στην παρέα πως
«προτιμώ τον θάνατον παρά να απατήσω λαόν, εμπιστεύσαντα την τύχη του εις την αφοσίωσιν μου».
Με την επτανησιώτικη αβρότητα του απλά μειδιά και σκέφτεται τους Μικρούς.
«Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ».
Τελειωμένα
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
και ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μας συνεπαίρνει.
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
και ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μας συνεπαίρνει.
Κ. Π. Καβάφης
……………………………………………………..
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».
Κάπου εκεί η σύναξη των Μεγάλων τελειώνει. Είχαν χρόνια να ξαναβάλουν στο στόμα τους αυτές τις κουβέντες. Λόγια γραμμένα μ ανεξίτηλο μελάνι, βαριά κληρονομιά σε φλύαρους «κληρονόμους». Και δεν είναι μόνο αυτοί, είναι κι άλλοι που αναθυμούνται θυμωμένοι τους λόγους τους. Πιο παλιοί, πιο πολυκαιρισμένοι εκεί ψηλά, που κοιτούν προς τα κάτω θυμωμένοι, αυστηροί. Κι όλοι μαζί φωνάζουν:
«ΜΑΣ ΑΚΟΥΤΕ ΜΩΡΕ;»
ΥΓ. στη σύσκεψη του παραδείσου μίλησαν κατά σειρά: ο Ν. Καζαντζάκης, ο Ι. Καποδίστριας, ο Ι. Μακρυγιάννης, ο Κ. Καβάφης, ο Κ. Παλαμάς και ο Δ. Σολωμός.
Καθήκοντα Γραμματέως στην παραπάνω σύσκεψη ασκούσε ο φίλος μας Μιχάλης Τζανάκης,φιλόλογος από την Κρήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου