Περίληψη:
Οι αξιωματούχοι της UNICEF εξηγούν γιατί οι αναπτυξιακές προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση στην ισότητα είναι και οι πιο αποδοτικές.
Ο κόσμος της διεθνούς ανάπτυξης έχει από καιρό διχαστεί μεταξύ ιδεαλιστών και ρεαλιστών. Οι ιδεαλιστές δίνουν περισσότερο βάρος στην αντιμετώπιση των αναγκών των πλέον φτωχών στον κόσμο. Οι πραγματιστές καθοδηγούνται περισσότερο από τις επιπτώσεις σε συνολικό επίπεδο, όπως η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Ένας αυξανόμενος αριθμός στοιχείων, ωστόσο, δείχνει ότι τα συμφέροντα των ομάδων αυτών συμπίπτουν. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι πιο αποδοτικό από πλευράς κόστους να επικεντρωθούν στις πιο φτωχές ομάδες.
Εν μέρει, η σύγκλιση οφείλεται στο γεγονός ότι, αν και πολλοί δείκτες ανάπτυξης έχουν βελτιωθεί σε εθνικό επίπεδο – όπως μια γενική μείωση της φτώχειας, της παιδικής θνησιμότητας και της αύξησης της εγγραφής στα σχολεία -υπάρχουν αυξανόμενες ανισότητες στο εσωτερικό πολλών χωρών. Δηλαδή, καθώς οι γενικοί δείκτες βελτιώνονται, το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων διευρύνεται. Μια πρόσφατη...
μελέτη της UNICEF διαπίστωσε ότι, σε 26 χώρες το ποσοστό θνησιμότητας των παιδιών κάτω των πέντε ετών έχει μειωθεί κατά 10% ή και περισσότερο σε σύγκριση με το 1990. Αλλά σε 18 από αυτές τις χώρες, το χάσμα μεταξύ των ποσοστών παιδικής θνησιμότητας στις πλουσιότερες και τις φτωχότερες πληθυσμιακές ομάδες παρέμεινε αμετάβλητο ή αυξήθηκε. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: μεταξύ 1990 και 2008, το ποσοστό ανοσοποίησης κατά της ιλαράς αυξήθηκε κατά 10% μεταξύ του πλουσιότερου πεμπτημόριου (δηλαδή, του 20%) του πληθυσμού στη Δυτική και Κεντρική Αφρική. Αντίστοιχα αυξήθηκε κατά περίπου 3% στο φτωχότερο πεμπτημόριο.
Σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο, τα παιδιά στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού από πλευράς εισοδήματος εξακολουθούν να έχουν πιθανότητα κάτω του 50% να επωφεληθούν από την προγεννητική φροντίδα σε σχέση με εκείνα του πλουσιότερου πεμπτημόριου. Έχουν σχεδόν τριπλάσιες πιθανότητες να είναι λιποβαρή, διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν πριν από τα πέμπτα τους γενέθλια και, μεταξύ των κοριτσιών, είναι τρεις φορές πιο πιθανό να παντρευτούν πριν από την ηλικία των 18 ετών. Επιπλέον, αυτοί που μειονεκτούν, έχουν υποφέρει τα μέγιστα από την αύξηση των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι φτωχότερες οικογένειες να πωλούν περιουσιακά στοιχεία ζωτικής σημασίας και να αποσύρουν τα παιδιά τους από το σχολείο.
Αυτές και άλλες ανισότητες αποτελούν αδικία. Πέρα από την ηθική επιταγή για τη διόρθωσή τους, υπάρχει επίσης ένα πρακτικό, οικονομικό κίνητρο για επένδυση στην ισότητα.
Επί δεκαετίες, οι ειδικοί για την ανάπτυξη έχουν συντηρήσει την άποψη ότι η δημόσια πολιτική που εστιάζεται στη βοήθεια των μειονεκτούντων ατόμων είναι κατ’ αρχήν σκόπιμη αλλά δεν είναι οικονομικά αποδοτική. Επιπλέον, πολλοί πίστευαν ότι μια ανερχόμενη οικονομική παλίρροια θα έκανε όλα τα καράβια να επιπλέουν. Αλλά τα τελευταία 15 χρόνια έχουν δείξει ότι η οικονομική ανάπτυξη από μόνη της δεν βοηθά απαραίτητα τους φτωχότερους των φτωχών.
Η «αναπτυξιακή κοινότητα» αναγνωρίζει όλο και περισσότερο ότι οι προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση στη μεγαλύτερη ισότητα είναι, στην πραγματικότητα, οικονομικά αποδοτικές. Η επιλογή να μαζεύονται οι καρποί που κρέμονται στα χαμηλότερα κλαδιά του δέντρου δεν παράγει αναγκαστικά τα μέγιστα αποτελέσματα ανά δολάριο που δαπανάται. Γνωρίζουμε πια ότι τα καλύτερα αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν εκεί όπου οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες. Το ίδιο πρόγραμμα εμβολιασμού σε μια περιοχή με ευρέως διαδεδομένη την ασθένεια σώζει περισσότερες ζωές από ότι σε μία λιγότερο πάσχουσα περιοχή. Ανοίγοντας ένα νέο σχολείο σε μια περιοχή που δεν έχει κανένα θα τονώσει την εκπαίδευση περισσότερο από ένα νέο σχολείο σε μια περιοχή που υπάρχουν πολλά άλλα. Το ερώτημα είναι αν η μεγαλύτερη επίπτωση αντισταθμίζει το επιπλέον κόστος του να δουλεύει κανείς σε περιοχές που είναι δύσκολα προσεγγίσιμες.
Η απάντηση είναι ναι, το αντισταθμίζει. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της UNICEF, την «Μείωση των Διαφορών ώστε να Επιτευχθούν οι Στόχοι», μια προσέγγιση εστιασμένη στην ισότητα είναι πιο αποδοτική από αυτή που απλά εστιάζει στη βελτίωση του εθνικού μέσου όρου. Σε χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας παιδιών κάτω των πέντε ετών και με τη χειρότερη φτώχεια, ένα εκατομμύριο δολάρια σε επενδύσεις υπέρ της ισότητας θα σώσουν έως και 60% περισσότερα παιδιά από ό, τι ένα 1 εκατομμύρια δολάρια σε παραδοσιακές επενδύσεις. Ακόμη και σε χώρες μεσαίου εισοδήματος, οι προσεγγίσεις αυτές γενικά σώζουν τόσα παιδιά ανά δολάριο όσα και οι παραδοσιακές.
Η επένδυση σε υπηρεσίες για τις φτωχότερες ομάδες, όχι μόνο σώζει περισσότερες ζωές, αλλά και προωθεί την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό ισχύει για τις αναπτυσσόμενες και μεσαίου εισοδήματος χώρες αλλά επίσης και για τις πλουσιότερες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες με βαθιές ανισότητες τείνουν να αναπτύσσονται πιο αργά. Μια πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ διαπίστωσε ότι μια μείωση της ανισότητας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες αυξάνει την αναμενόμενη διάρκεια μιας περιόδου οικονομικής ανάπτυξης κατά 50%.
Για να δείτε πώς η επένδυση στον κοινωνικό τομέα μπορεί να προωθήσει και να στηρίξει την ανάπτυξη, συνυπολογίστε τις προσπάθειες για βελτίωση της εκπαίδευσης και αντιμετώπισης του υποσιτισμού.
Σε αμφότερες τις πλούσιες και τις φτωχές χώρες, η αύξηση της επιτυχούς εκμάθησης (όπως μετράται από τα αποτελέσματα στις εξετάσεις των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων) συνδέεται -μέσω μιας τυπικής απόκλισης- με την αύξηση του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης μιας χώρας, της τάξης του 2% ετησίως. Χώρες στις οποίες μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στερούνται ποιοτικής εκπαίδευσης χάνουν έτσι έναν εξαιρετικά σημαντικό και παραγωγικό πόρο.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες που εμποδίζουν την εκπαίδευση των κοριτσιών. Ένα επιπλέον έτος στο δημοτικό σχολείο μπορεί να ενισχύσει τους μελλοντικούς μισθούς τους κατά 10% έως 20% - μια αύξηση που θα ωφελήσει και τις οικογένειές τους. Μια μελέτη του 2003 διαπίστωσε ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια σε όλο τον κόσμο επανεπενδύσουν το 90% του εισοδήματός τους στις οικογένειές τους (οι άνδρες επανεπενδύουν μόνο το 30% έως 40%). Η Νότια Ασία και η υποσαχάρια Αφρική, κυρίως, υστερούν εξαιτίας της ανισότητας των φύλων στην εκπαίδευση. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι μεταξύ 0,4% και 0,9% της διαφοράς στους ρυθμούς ανάπτυξης των δύο αυτών περιοχών και εκείνων της Ανατολικής Ασίας οφείλεται στις μεγάλες διαφορές στην εκπαίδευση μεταξύ των φύλων. Με άλλα λόγια, η εκπαίδευση των φτωχότερων - ιδιαίτερα των φτωχότερων κοριτσιών - δεν είναι μόνο το σωστό: είναι και οικονομικά το πιο έξυπνο.
Η αντιμετώπιση του υποσιτισμού αποφέρει ανάλογα κέρδη. Εκατόν ογδόντα εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο είναι καχεκτικά, μια μόνιμη κατάσταση λόγω χρόνιου υποσιτισμού στην αρχή της ζωής τους που δεν τους επιτρέπει να γίνουν μεγαλώνοντας τόσο ψηλά ή τόσο γνωστικά όπως θα έπρεπε. Το κόστος του υποσιτισμού, έτσι, πληρώνεται αργότερα σε μειωμένη ικανότητα βιοπορισμού - σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ως και κατά 22%. Και τούτο, με τη σειρά του, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία ενός έθνους.
Η υστέρηση μπορεί να προληφθεί σχετικά εύκολα και ανέξοδα. Η προώθηση βελτιωμένων πρακτικών σίτισης και η παροχή ιχνοστοιχείων, όπως η βιταμίνη Α, ο ψευδάργυρος, ο σίδηρος και το ιωδιούχο αλάτι, είναι παραδείγματα παρεμβάσεων που αποδεδειγμένα θα είχαν σημαντικά θετικά αποτελέσματα στη μείωση του υποσιτισμού. Ο αντίκτυπος στην οικονομική ανάπτυξη των εν λόγω παρεμβάσεων μπορεί να είναι τεράστιος. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι η βελτίωση της διατροφής στην πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να προσθέσει 2% έως 3% στο ΑΕΠ μιας φτωχής χώρας. Πιο συγκεκριμένα, η Ομάδα της Κοπεγχάγης (Copenhagen Consensus), μια ομάδα από κορυφαίους ειδικούς επί της ανάπτυξης, υπολόγισαν ότι κάθε δολάριο εκφρασμένο σε διατροφικά συμπληρώματα βιταμίνης Α μπορεί να αποφέρει τελικά μια επιστροφή ως και 100 δολαρίων.
Πέραν της συμβολής στην ανάπτυξη, μια προσέγγιση προώθησης της ισότητας βοηθά και τη σταθερότητα. Η ανισότητα, αν καταστεί ανεξέλεγκτη, συμβάλλει στην αδύναμη κοινωνική συνοχή, σε κακούς θεσμούς και στην κακή διακυβέρνηση. Ακόμα κι αν όλα τα άλλα παραμείνουν ίδια, η πιο άνιση κοινωνία το πιθανότερο είναι να έχει υψηλότερα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας και χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής, χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, περισσότερες εφηβικές εγκυμοσύνες και αύξηση του αριθμού των ανθρωποκτονιών και των ποσοστών φυλάκισης.
Η μείωση των ανισοτήτων κάνει τις κοινότητες πιο ανθεκτικές. Για παράδειγμα, η Βραζιλία και η Ινδονησία έχουν πια τη δυνατότητα να αντέξουν την παγκόσμια ύφεση καλύτερα από άλλες χώρες. Μια πρόσφατη έκθεση από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δείχνει ότι οι προηγούμενες επενδύσεις στην «βάση κοινωνικής προστασίας» βοήθησε στο να διατηρηθεί περισσότερη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες μεταξύ των πλέον μειονεκτούντων ατόμων. Επιπλέον, η βελτιωμένη απόκριση του Μπανγκλαντές στις φυσικές καταστροφές τα τελευταία χρόνια έχει αποδοθεί, εν μέρει, στην πιο διαφοροποιημένη οικονομία και στα προγράμματα μείωσης της φτώχειας, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες της χώρας να υποστηρίξει απομακρυσμένες, μειονεκτούσες κοινότητες, σε περιοχές εκτεθειμένες σε καταστροφές.
Μια κοινωνία στην οποία οι ευκαιρίες των παιδιών περιορίζονται από το φύλο ή τη φυλή τους, το εισόδημα των γονέων τους ή το μέρος όπου ζουν, δεν είναι μόνο άδικο. Μια χώρα που αδυνατεί να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα είναι επίσης μια χώρα που περιορίζει τις δυνατότητές της για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, σταθερότητα και αντοχή. Είναι επομένως καιρός για τους ιδεαλιστές και τους ρεαλιστές να συνεργαστούν προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ισότητας όχι μόνο επειδή αυτό είναι το σωστό, αλλά επίσης επειδή είναι και βαθιά πρακτικό.
Εν μέρει, η σύγκλιση οφείλεται στο γεγονός ότι, αν και πολλοί δείκτες ανάπτυξης έχουν βελτιωθεί σε εθνικό επίπεδο – όπως μια γενική μείωση της φτώχειας, της παιδικής θνησιμότητας και της αύξησης της εγγραφής στα σχολεία -υπάρχουν αυξανόμενες ανισότητες στο εσωτερικό πολλών χωρών. Δηλαδή, καθώς οι γενικοί δείκτες βελτιώνονται, το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων διευρύνεται. Μια πρόσφατη...
μελέτη της UNICEF διαπίστωσε ότι, σε 26 χώρες το ποσοστό θνησιμότητας των παιδιών κάτω των πέντε ετών έχει μειωθεί κατά 10% ή και περισσότερο σε σύγκριση με το 1990. Αλλά σε 18 από αυτές τις χώρες, το χάσμα μεταξύ των ποσοστών παιδικής θνησιμότητας στις πλουσιότερες και τις φτωχότερες πληθυσμιακές ομάδες παρέμεινε αμετάβλητο ή αυξήθηκε. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: μεταξύ 1990 και 2008, το ποσοστό ανοσοποίησης κατά της ιλαράς αυξήθηκε κατά 10% μεταξύ του πλουσιότερου πεμπτημόριου (δηλαδή, του 20%) του πληθυσμού στη Δυτική και Κεντρική Αφρική. Αντίστοιχα αυξήθηκε κατά περίπου 3% στο φτωχότερο πεμπτημόριο.
Σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο, τα παιδιά στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού από πλευράς εισοδήματος εξακολουθούν να έχουν πιθανότητα κάτω του 50% να επωφεληθούν από την προγεννητική φροντίδα σε σχέση με εκείνα του πλουσιότερου πεμπτημόριου. Έχουν σχεδόν τριπλάσιες πιθανότητες να είναι λιποβαρή, διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν πριν από τα πέμπτα τους γενέθλια και, μεταξύ των κοριτσιών, είναι τρεις φορές πιο πιθανό να παντρευτούν πριν από την ηλικία των 18 ετών. Επιπλέον, αυτοί που μειονεκτούν, έχουν υποφέρει τα μέγιστα από την αύξηση των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι φτωχότερες οικογένειες να πωλούν περιουσιακά στοιχεία ζωτικής σημασίας και να αποσύρουν τα παιδιά τους από το σχολείο.
Αυτές και άλλες ανισότητες αποτελούν αδικία. Πέρα από την ηθική επιταγή για τη διόρθωσή τους, υπάρχει επίσης ένα πρακτικό, οικονομικό κίνητρο για επένδυση στην ισότητα.
Επί δεκαετίες, οι ειδικοί για την ανάπτυξη έχουν συντηρήσει την άποψη ότι η δημόσια πολιτική που εστιάζεται στη βοήθεια των μειονεκτούντων ατόμων είναι κατ’ αρχήν σκόπιμη αλλά δεν είναι οικονομικά αποδοτική. Επιπλέον, πολλοί πίστευαν ότι μια ανερχόμενη οικονομική παλίρροια θα έκανε όλα τα καράβια να επιπλέουν. Αλλά τα τελευταία 15 χρόνια έχουν δείξει ότι η οικονομική ανάπτυξη από μόνη της δεν βοηθά απαραίτητα τους φτωχότερους των φτωχών.
Η «αναπτυξιακή κοινότητα» αναγνωρίζει όλο και περισσότερο ότι οι προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση στη μεγαλύτερη ισότητα είναι, στην πραγματικότητα, οικονομικά αποδοτικές. Η επιλογή να μαζεύονται οι καρποί που κρέμονται στα χαμηλότερα κλαδιά του δέντρου δεν παράγει αναγκαστικά τα μέγιστα αποτελέσματα ανά δολάριο που δαπανάται. Γνωρίζουμε πια ότι τα καλύτερα αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν εκεί όπου οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες. Το ίδιο πρόγραμμα εμβολιασμού σε μια περιοχή με ευρέως διαδεδομένη την ασθένεια σώζει περισσότερες ζωές από ότι σε μία λιγότερο πάσχουσα περιοχή. Ανοίγοντας ένα νέο σχολείο σε μια περιοχή που δεν έχει κανένα θα τονώσει την εκπαίδευση περισσότερο από ένα νέο σχολείο σε μια περιοχή που υπάρχουν πολλά άλλα. Το ερώτημα είναι αν η μεγαλύτερη επίπτωση αντισταθμίζει το επιπλέον κόστος του να δουλεύει κανείς σε περιοχές που είναι δύσκολα προσεγγίσιμες.
Η απάντηση είναι ναι, το αντισταθμίζει. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της UNICEF, την «Μείωση των Διαφορών ώστε να Επιτευχθούν οι Στόχοι», μια προσέγγιση εστιασμένη στην ισότητα είναι πιο αποδοτική από αυτή που απλά εστιάζει στη βελτίωση του εθνικού μέσου όρου. Σε χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας παιδιών κάτω των πέντε ετών και με τη χειρότερη φτώχεια, ένα εκατομμύριο δολάρια σε επενδύσεις υπέρ της ισότητας θα σώσουν έως και 60% περισσότερα παιδιά από ό, τι ένα 1 εκατομμύρια δολάρια σε παραδοσιακές επενδύσεις. Ακόμη και σε χώρες μεσαίου εισοδήματος, οι προσεγγίσεις αυτές γενικά σώζουν τόσα παιδιά ανά δολάριο όσα και οι παραδοσιακές.
Η επένδυση σε υπηρεσίες για τις φτωχότερες ομάδες, όχι μόνο σώζει περισσότερες ζωές, αλλά και προωθεί την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό ισχύει για τις αναπτυσσόμενες και μεσαίου εισοδήματος χώρες αλλά επίσης και για τις πλουσιότερες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες με βαθιές ανισότητες τείνουν να αναπτύσσονται πιο αργά. Μια πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ διαπίστωσε ότι μια μείωση της ανισότητας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες αυξάνει την αναμενόμενη διάρκεια μιας περιόδου οικονομικής ανάπτυξης κατά 50%.
Για να δείτε πώς η επένδυση στον κοινωνικό τομέα μπορεί να προωθήσει και να στηρίξει την ανάπτυξη, συνυπολογίστε τις προσπάθειες για βελτίωση της εκπαίδευσης και αντιμετώπισης του υποσιτισμού.
Σε αμφότερες τις πλούσιες και τις φτωχές χώρες, η αύξηση της επιτυχούς εκμάθησης (όπως μετράται από τα αποτελέσματα στις εξετάσεις των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων) συνδέεται -μέσω μιας τυπικής απόκλισης- με την αύξηση του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης μιας χώρας, της τάξης του 2% ετησίως. Χώρες στις οποίες μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στερούνται ποιοτικής εκπαίδευσης χάνουν έτσι έναν εξαιρετικά σημαντικό και παραγωγικό πόρο.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες που εμποδίζουν την εκπαίδευση των κοριτσιών. Ένα επιπλέον έτος στο δημοτικό σχολείο μπορεί να ενισχύσει τους μελλοντικούς μισθούς τους κατά 10% έως 20% - μια αύξηση που θα ωφελήσει και τις οικογένειές τους. Μια μελέτη του 2003 διαπίστωσε ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια σε όλο τον κόσμο επανεπενδύσουν το 90% του εισοδήματός τους στις οικογένειές τους (οι άνδρες επανεπενδύουν μόνο το 30% έως 40%). Η Νότια Ασία και η υποσαχάρια Αφρική, κυρίως, υστερούν εξαιτίας της ανισότητας των φύλων στην εκπαίδευση. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι μεταξύ 0,4% και 0,9% της διαφοράς στους ρυθμούς ανάπτυξης των δύο αυτών περιοχών και εκείνων της Ανατολικής Ασίας οφείλεται στις μεγάλες διαφορές στην εκπαίδευση μεταξύ των φύλων. Με άλλα λόγια, η εκπαίδευση των φτωχότερων - ιδιαίτερα των φτωχότερων κοριτσιών - δεν είναι μόνο το σωστό: είναι και οικονομικά το πιο έξυπνο.
Η αντιμετώπιση του υποσιτισμού αποφέρει ανάλογα κέρδη. Εκατόν ογδόντα εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο είναι καχεκτικά, μια μόνιμη κατάσταση λόγω χρόνιου υποσιτισμού στην αρχή της ζωής τους που δεν τους επιτρέπει να γίνουν μεγαλώνοντας τόσο ψηλά ή τόσο γνωστικά όπως θα έπρεπε. Το κόστος του υποσιτισμού, έτσι, πληρώνεται αργότερα σε μειωμένη ικανότητα βιοπορισμού - σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ως και κατά 22%. Και τούτο, με τη σειρά του, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία ενός έθνους.
Η υστέρηση μπορεί να προληφθεί σχετικά εύκολα και ανέξοδα. Η προώθηση βελτιωμένων πρακτικών σίτισης και η παροχή ιχνοστοιχείων, όπως η βιταμίνη Α, ο ψευδάργυρος, ο σίδηρος και το ιωδιούχο αλάτι, είναι παραδείγματα παρεμβάσεων που αποδεδειγμένα θα είχαν σημαντικά θετικά αποτελέσματα στη μείωση του υποσιτισμού. Ο αντίκτυπος στην οικονομική ανάπτυξη των εν λόγω παρεμβάσεων μπορεί να είναι τεράστιος. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι η βελτίωση της διατροφής στην πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να προσθέσει 2% έως 3% στο ΑΕΠ μιας φτωχής χώρας. Πιο συγκεκριμένα, η Ομάδα της Κοπεγχάγης (Copenhagen Consensus), μια ομάδα από κορυφαίους ειδικούς επί της ανάπτυξης, υπολόγισαν ότι κάθε δολάριο εκφρασμένο σε διατροφικά συμπληρώματα βιταμίνης Α μπορεί να αποφέρει τελικά μια επιστροφή ως και 100 δολαρίων.
Πέραν της συμβολής στην ανάπτυξη, μια προσέγγιση προώθησης της ισότητας βοηθά και τη σταθερότητα. Η ανισότητα, αν καταστεί ανεξέλεγκτη, συμβάλλει στην αδύναμη κοινωνική συνοχή, σε κακούς θεσμούς και στην κακή διακυβέρνηση. Ακόμα κι αν όλα τα άλλα παραμείνουν ίδια, η πιο άνιση κοινωνία το πιθανότερο είναι να έχει υψηλότερα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας και χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής, χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, περισσότερες εφηβικές εγκυμοσύνες και αύξηση του αριθμού των ανθρωποκτονιών και των ποσοστών φυλάκισης.
Η μείωση των ανισοτήτων κάνει τις κοινότητες πιο ανθεκτικές. Για παράδειγμα, η Βραζιλία και η Ινδονησία έχουν πια τη δυνατότητα να αντέξουν την παγκόσμια ύφεση καλύτερα από άλλες χώρες. Μια πρόσφατη έκθεση από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δείχνει ότι οι προηγούμενες επενδύσεις στην «βάση κοινωνικής προστασίας» βοήθησε στο να διατηρηθεί περισσότερη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες μεταξύ των πλέον μειονεκτούντων ατόμων. Επιπλέον, η βελτιωμένη απόκριση του Μπανγκλαντές στις φυσικές καταστροφές τα τελευταία χρόνια έχει αποδοθεί, εν μέρει, στην πιο διαφοροποιημένη οικονομία και στα προγράμματα μείωσης της φτώχειας, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες της χώρας να υποστηρίξει απομακρυσμένες, μειονεκτούσες κοινότητες, σε περιοχές εκτεθειμένες σε καταστροφές.
Μια κοινωνία στην οποία οι ευκαιρίες των παιδιών περιορίζονται από το φύλο ή τη φυλή τους, το εισόδημα των γονέων τους ή το μέρος όπου ζουν, δεν είναι μόνο άδικο. Μια χώρα που αδυνατεί να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα είναι επίσης μια χώρα που περιορίζει τις δυνατότητές της για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, σταθερότητα και αντοχή. Είναι επομένως καιρός για τους ιδεαλιστές και τους ρεαλιστές να συνεργαστούν προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ισότητας όχι μόνο επειδή αυτό είναι το σωστό, αλλά επίσης επειδή είναι και βαθιά πρακτικό.
Ο ROBERT JENKINS είναι αναπληρωτής διευθυντής Παρακολούθησης Πολιτικών, Σχεδιασμού και Προγραμματισμού στο Children’s Fund του ΟΗΕ.
Ο ANTHONY LAKE είναι ο εκτελεστικός διευθυντής στο Children’s Fund του ΟΗΕ.
Ο ANTHONY LAKE είναι ο εκτελεστικός διευθυντής στο Children’s Fund του ΟΗΕ.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved
All rights reserved
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου