Η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι θα δεχόταν ενδεχομένως στήριξη από το κόμμα του Πάνου Καμμένου, προκειμένου να σχηματισθεί κυβέρνηση, τάραξε τα νερά της προεκλογικής εκστρατείας, και ειδικότερα της αριστεράς και του λεγόμενου «αντιμνημονιακού χώρου».
Η δήλωση συνάντησε, λένε στελέχη της Κουμουνδούρου, ευρεία απήχηση στη βάση της αριστεράς, που δεν συμπαθεί μεν τον κ. Καμμένο, από την άλλη όμως θέλει αποτελεσματική πάλη κατά του Μνημονίου, όχι μόνο καταγγελτικές διακηρύξεις. Αλλά και μια «μίνι-εξέγερση» κατά του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ από αρκετά «πρωτοκλασάτα» στελέχη του, που «κατηγορούνται» βέβαια από το περιβάλλον Τσίπρα ότι προτιμούν την «ασφάλεια της περιχαράκωσης» από τους κινδύνους του «ανοίγματος στο πέλαγος». Τα ίδια στελέχη υπενθυμίζουν προς...
τους επικριτές τους, ότι στο παρελθόν, η αριστερά έχει κάνει πολύ πιο προχωρημένες και πολύ πιο «συζητήσιμες» συνεργασίας με τη δεξιά, όπως αντίστοιχα, η κοινή εκλογική κάθοδος του 1956 και η κυβερνητική συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1989.
τους επικριτές τους, ότι στο παρελθόν, η αριστερά έχει κάνει πολύ πιο προχωρημένες και πολύ πιο «συζητήσιμες» συνεργασίας με τη δεξιά, όπως αντίστοιχα, η κοινή εκλογική κάθοδος του 1956 και η κυβερνητική συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1989.
Βεβαίως, αναγνωρίζουν αυτά τα στελέχη, οι πρωτοβουλίες Τσίπρα εμπεριέχουν και κινδύνους. ‘Ένα περιορισμένο αλλά υπαρκτό κομμάτι της στενής βάσης της αριστεράς δεν θέλει επ’ ουδενί οποιαδήποτε απομάκρυνση από την «αριστερή καθαρότητα». Και ένα τμήμα «αστών» ψηφοφόρων, θέλουν απλώς ένα κόμμα να μπορούν να ψηφίζουν, όχι «παράξενες συμμαχίες» με «Καμμένους». Από την άλλη όμως, «όσοι προσέρχονται στην Αριστερά, αναζητώντας απελπισμένοι τρόπο να αντισταθούν αποτελεσματικά στην ασκούμενη πολιτική στη χώρα», και αυτοί είναι, εκτιμούν, οι συντριπτικά περισσότεροι, θέλουν «αποτελεσματική Αριστερά», όχι «ιδεολογική καθαρότητα». «Οι επιθέσεις μέσων ενημέρωσης και των κομμάτων εξουσίας κατά του Τσίπρα μάλλον μας κάνουν καλό και μάλλον επιβεβαιώνουν την ορθότητα της γραμμής μας. ‘Οσο για το ΚΚΕ, αν νομίζει ότι θα του βγει σε καλό να κάνει αιχμή της προεκλογικής του εκστρατείας την … επίθεση κατά των προτάσεων συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, τι να πούμε εμείς; Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απωλέσαι».
Καμμένος και ΣΥΡΙΖΑ
‘Εως τώρα, οι «Ανεξάρτητοι ‘Ελληνες» του Πάνου Καμμένου αντιμετώπιζαν πολύ φιλικά τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις επιθέσεις που ενίοτε δέχονταν, τελευταία, από ορισμένα στελέχη του. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνονται συμπαθείς στους «αντιμνημονιακούς» ψηφοφόρους, αφού συνδύαζαν επιτυχώς και την «αντιμνημονιακή» και τη «δεξιά» ταυτότητα. Η δήλωση Τσίπρα αρχίζει να υποβάλλει όμως το «ρεύμα Καμμένου» στη «δοκιμασία της πράξης». Θα ήταν διατεθειμένοι άραγε οι «Ανεξάρτητοι ‘Ελληνες» να υπερβούν την παραταξιακή τους ταυτότητα, αν αυτό απαιτούν οι ανάγκες διακοπής της μνημονιακής πορείας της χώρας; Οι πρώτες αντιδράσεις Καμμένου στη δήλωση Τσίπρα ήταν μάλλον επιφυλακτικές έως, για ορισμένους παρατηρητές, αμήχανες.
Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε, με τη δήλωσή του, να κάνει ένα «μικρό, πρώτο βήμα, αυτό που μπορούσε να κάνει χωρίς να πέσει στο κενό», όπως λένε συνεργάτες του, προκειμένου να απαντήσει στις προσδοκίες των ψηφοφόρων που, φεύγοντας από τα μέχρι πρότινος κόμματά τους, αναζητούν όχι τόσο νέο κόμμα ή ιδεολογία, αλλά πολιτικό και ειδικά εκλογικό εργαλείο ικανό να διακόψει μια πορεία που αυτοί κρίνουν καταστροφική για τους ίδιους και τη χώρα. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας εξομολογείται, εδώ και καιρό, ότι όπου πάει να μιλήσει, το σημείο που καταχειροκροτείται είναι όταν τονίζει την ανάγκη διεκδίκησης της εξουσίας, όταν λέει «δεν είμαστε κόμμα διαμαρτυρίας».
Από τη «διαμαρτυρία στην εξουσία», από τα «λόγια στις πράξεις»
Η αντίθεση στο Μνημόνιο είναι, εκτιμούν στην Κουμουνδούρου, το βασικότερο κίνητρο των μεγάλων μετατοπίσεων και της ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού, που διαπιστώνουν οι δημοσκοπήσεις. Αλλά για να διακοπεί το Μνημόνιο, πρακτικά είναι απαραίτητο μετά τις εκλογές να σχηματισθεί κυβέρνηση «αντιμνημονιακών», που θα βάλει τη χώρα σε άλλη πορεία.
‘Εως πρόσφατα τουλάχιστο, κανένα «επιτελείο» της αριστεράς δεν είχε αντιμετωπίσει πρακτικά μια τέτοια προοπτική. Ο σχεδιασμός τους, ανεξαρτήτως δηλώσεων, ήταν να κερδίσουν ένα κατά το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό στις εκλογές. Αλλά για να κερδίσουν μεγαλύτερο ποσοστό στις εκλογές, πρέπει να δείξουν στους δυνητικούς ψηφοφόρους όχι απλώς ότι είναι επιτυχείς κατήγοροι του Μνημονίου, αλλά και ότι μπορούν, ή τουλάχιστο προσπαθούν να το σταματήσουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε μέχρι τώρα να λύσει το πρόβλημα με την επαγγελία ενός «νέου συνασπισμού εξουσίας», που δεν του είναι όμως εύκολο να υποδείξει ποιος θα είναι ή το σύνθημα της «κυβέρνησης της αριστεράς», που, σε ορισμένες δηλώσεις Τσίπρα, γίνεται «κυβέρνηση με επίκεντρο (ή πυρήνα) την αριστερά».
Προβλήματα στρατηγικής
Δεν είναι βέβαιο ότι το σύνθημα αυτό επαρκεί για να απαντήσει στις προσδοκίες ιδίως των πιο μαχητικών οπαδών ή υποψήφιων οπαδών της αριστεράς. Πρώτον, γιατί η κ. Παπαρήγα και ο κ. Κουβέλης αρνούνται κατηγορηματικά μια τέτοια προοπτική. Ιδίως η ηγεσία του ΚΚΕ κάνει και λέει ότι μπορεί για να την καταστήσει αδύνατη. Ο εκνευρισμός που προκαλείται στον Περισσό, από τις προτάσεις συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, εξηγεί ίσως και την ασυνήθιστη δήλωση της κ. Παπαρήγα ότι δεν θα γίνουμε «σαν τα μούτρα τους».
Δεύτερο, το σύνθημα «κυβέρνηση της αριστεράς», εμποδίζει στρώματα ψηφοφόρων που προέρχονται από τη συντηρητική παράταξη. Μέχρι τον σχηματισμό των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων», οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μετατόπιση ψηφοφόρων της ΝΔ προς τον κ. Τσίπρα. Η εμφάνιση όμως μιας «αντιμνημονιακής δεξιάς», ήδη ανέκοψε, τουλάχιστο μερικά, αυτή την τάση.
Τρίτο, το σύνθημα είναι αναντίστοιχο με την ανάλυση ορισμένων στην αριστερά που μιλούν για κρίση «τύπου Βαϊμάρης». Αν, όντως, η ελληνική κρίση είναι τέτοιου τύπου, εξελίσσεται δηλαδή προς «κρίση καθεστώτος», τότε το ζήτημα που τίθεται δεν είναι το ποιά παράταξη θα αναλάβει τη διακυβέρνηση του υπάρχοντος.
Αντιφάσεις «αντιμνημονιακών»
Εδώ και καιρό, τα ζητήματα συνεργασιών είναι στο επίκεντρο των ζυμώσεων και της αριστεράς, σε όλες τις εκδοχές της, και των «αντιμνημονιακών» στο σύνολό τους. Μια πανσπερμία πολυποίκιλων πολιτικών και κοινωνικών κινήσεων εμφανίστηκε τα δύο τελευταία χρόνια, μερικές από τις οποίες δρουν πολύ αποτελεσματικά ιδίως σε τοπικό επίπεδο, ή για επιμέρους ζητήματα, αδυνατούν όμως ή δεν θέλουν να συντεθούν στο πολιτικό.
Περίπου όλοι ομνύουν στην ανάγκη κοινής, ενιαίας, αποτελεσματικής δράσης, δείχνουν όμως πολύ λίγο διατεθειμένοι να υλοποιήσουν τις επαγγελίες τους, ίσως, πιστεύουν μερικοί αναλυτές, γιατί θέλουν περισσότερο να μιλάνε για αγώνες, παρά να τους δίνουν πρακτικά. Χαρακτηριστική είναι η πλήρης αδράνεια στην οποία περιέπεσε το μέτωπο «αντίστασης και αλληλεγγύης» ΕΛΑΔΑ, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Μανώλη Γλέζου και του Μίκη Θεοδωράκη και με την (μάλλον απρόθυμη) συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Μνημόνιο «αποδομεί» τη μεταπολίτευση
Η είσοδος της Ελλάδας, τον Μάιο 2010, στον αστερισμό του Μνημονίου και των Δανειακών Συμβάσεων, έχει επηρεάσει βαθιά, μεταξύ άλλων, και τους ίδιους τους όρους ύπαρξης όλου του ελληνικού πολιτικού φάσματος από την «άκρα αριστερά» έως την «άκρα δεξιά».
Οι κοινωνικές και εθνικές συνέπειες του Μνημονίου έχουν υπονομεύσει, πόσο βαθιά θα το δούμε στο εκλογικό αποτέλεσμα, τις προϋποθέσεις ύπαρξης των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν κυρίως την Ελλάδα μετά το 1974, του ΠΑΣΟΚ δηλαδή, αλλά και της ΝΔ, μετά την απόφασή της να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου και να στηρίξει το δεύτερο μνημόνιο και τη δεύτερη δανειακή. Περισσότερο βεβαίως του ΠΑΣΟΚ, αφού αυτό εγκαινίασε την πορεία και υπέστη επί μεγαλύτερο διάστημα το κόστος της.
Αυτό δεν είναι διόλου παράξενο, αφού έχει παρατηρηθεί σε όλες τις χώρες που έχουν τεθεί υπό την εποπτεία του ΔΝΤ. Οι εκλογείς, εκ των πραγμάτων, καλούνται στις 6 Μαϊου να αποφανθούν για το κατά πόσον όντως η πορεία στην οποία μπήκε η χώρα το 2010 είναι η ορθή, οδηγεί στη σωτηρία της και πρέπει να συνεχισθεί.
Μνημόνιο: πρόκληση και για τους αντιπάλους του!
Αν αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη δυσκολία των «μνημονιακών», συνιστά, παραδόξως εκ πρώτης όψεως, και το μεγάλο πρόβλημα των «αντιμνημονιακών» και, ιδίως, των διαφόρων κομμάτων της αριστεράς. Από τη στιγμή που οι αναλύσεις τους διαπιστώνουν ότι το μνημόνιο συνιστά «καταστροφική» πορεία για τη χώρα, δεν μοιάζει να έχει νόημα η όλη πολιτική που ασκούσαν αυτά τα κόμματα μετά το 1974, πολιτική δηλαδή «ομάδων πίεσης» ή «κομμάτων διαμαρτυρίας». Η φύση της μνημονιακής πολιτικής είναι τέτοια που ουσιαστικά ή την παίρνεις ή την αφήνεις. Τα περιθώρια να την επηρεάσεις είναι, από τη φύση του προγράμματος και των συμφωνιών που συνομολόγησε η χώρα, πολύ περιορισμένα.
Το Μνημόνιο έχει θέσει όλες τις εκδηλώσεις της ελληνικής εθνικής ζωής σε διαδικασία βίαιης «αναδιάρθρωσης». Η «Ελλάδα της μεταπολίτευσης» μοιάζει να πέθανε, η νέα, όποια κι αν είναι αυτή, δυσκολεύεται να γεννηθεί.
‘Εθνος και αριστερά
Πέραν των καίριων θεμάτων που θέτει η ίδια η πολιτική συγκυρία, στη σταδιακή μετατόπιση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, διακρίνει κανείς και την αντανάκλαση ενός βαθύτερου ρεύματος προβληματισμού που έχει αρχίσει, εδώ και καιρό, να αποκρυσταλλώνεται τόσο στη βάση, όσο και στην ηγεσία της αριστεράς. Αφορά τα σχέση του πατριωτισμού, του έθνους και της αριστεράς.
Πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι, από τότε που ο «Ρήγας Φεραίος», η νεολαία του ΚΚΕ εσωτ. συνδύαζε στα σύμβολά της την ελληνική σημαία με το σφυροδρέπανο. Τμήμα της αριστεράς υιοθέτησε έκτοτε ένα μαχητικό «αντιεθνικισμό», συναντώμενη, εν τοις πράγμασι, με μια πτέρυγα του «κατεστημένου» της χώρας που ζητούσε, μετά το 1996, μια πιο «μετριοπαθή» εξωτερική πολιτική, από αυτή που πρέσβευε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Και με μια μερίδα της νεολαίας που έπαυσε να ταυτίζεται με το «έθνος» ή θεωρούσε την «πατρίδα» της «πολύ στενό ορίζοντα».
Αυτή η πολιτική όμως έγινε όλο και πιο ακατανόητη στην ίδια τη βάση της αριστεράς, αλλά και την έφερε σε σύγκρουση με κοινωνικά στρώματα που υποφέρουν από τις συνέπειες μιας άναρχης «συσσώρευσης» μεγάλου αριθμού μεταναστών, που «αποδιάλυσε», έναν ήδη προβληματικό κοινωνικό και πολεοδομικό ιστό, ιδίως σε συνοικίες της Αθήνας.
Η οικονομική κρίση, πόσο μάλλον αν εξελίσσεται σε κρίση «τύπου Βαϊμάρης», όπως υποστηρίζει ο ιστορικός της οικονομίας Χατζηιωσήφ στις στήλες της «Αυγής», δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τον «συμπαθή ΣΥΡΙΖΑ» της περασμένης δεκαετίας. Του επιβάλλει, υποστηρίζουν αναλυτές, «επί ποινή καταστροφής» να συνδυάσει το μοντέρνο στυλ απεύθυνσης σε μια σύγχρονη κοινωνία και μια μορφωμένη νεολαία, με τις σκληρές πραγματικότητες μιας χώρας σε βαθιά «εθνική» κρίση.
«Για να επιβιώσουμε πρέπει να αλλάξουμε, να γίνουμε άλλο κόμμα, να ξαναβρούμε τις πατριωτικές ρίζες της αιστεράς, να θυμηθούμε πάλι τις παραδόσεις μας, όπως τις εξέφρασε κάποτε ο ‘Αρης Βελουχιώτης στον ιστορικό λόγο της Λαμίας», είπε στον γράφοντα, όχι χωρίς να του προκαλέσει έκπληξη, ηγετικό στέλεχος της ελληνικής αριστεράς. Την ίδια στιγμή που, κατά τρόπο που δεν μας έχουν συνηθίσει, ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναγκάζονται να ανατρέξουν στον ‘Αρη, για να στηρίξουν την επαναανακάλυψη της πολιτικής, στην οποία τους σπρώχνει η πραγματικότητα, η άλλη, πιο «ορθόδοξη» και «επαναστατική» πτέρυγα της αριστεράς, το ΚΚΕ, προτιμά να «αποκαταστήσει» μεν «πολιτικά» τον αρχηγό του ΕΛΑΣ, επιμένοντας όμως στην ορθότητα της απόφασης του 1945 με την οποία διαγράφτηκε από το Κόμμα. «Ούτε γουλιά νερό, ούτε μπουκιά ψωμί στον Μιζέρια», παρότρυνε τότε ο Ριζοσπάστης τα μέλη του Κόμματος, λίγο προτού ο αρχηγός του ΕΛΑΣ περικυκλωθεί και προτιμήσει να αυτοκτονήσει.
Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου