A. Newman
Περίληψη:
Αντιμέτωπη με την κρίση δημοσίου χρέους, η Ευρώπη, ο αλλοτινός πρωταθλητής των μικτών οικονομιών και των γενναιόδωρων κοινωνικών ασφαλιστικών δικτύων, έχει ξεκινήσει την περικοπή κρατικών δαπανών και την κατάργηση κανονιστικών διατάξεων. Αλλά αυτή η νεοφιλελεύθερη στροφή απλώς θα αυξήσει την πιθανότητα μιας ακόμη οικονομικής κρίσης και θα μπορούσε να προκαλέσει εκτεταμένες ταραχές σε όλη την ήπειρο.
Από την έναρξη της ευρωπαϊκής κρίσης δημοσίου χρέους το 2010, οι χώρες σε ολόκληρη την ήπειρο αντέδρασαν με την επιβολή δημοσιονομικής λιτότητας. Από την Ελλάδα ως την Ιρλανδία, οι κυβερνήσεις έχουν μειώσει τις δαπάνες τους με διψήφια ποσοστά. Η Ισπανία, η οποία βρίσκεται στη δίνη της ύφεσης και έχει ποσοστό ανεργίας που πλησιάζει το 25%, μείωσε τον προϋπολογισμό της κατά 8% και σχεδιάζει να συρρικνώσει το έλλειμμα κατά επιπλέον 27 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος. Ακόμη και η Γερμανία, η οικονομία της οποίας θεωρείται η πιο υγιής στην Ευρώπη, έχει δεσμευτεί να εξαλείψει δαπάνες 80 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2014. Αυτές οι εθνικές πολιτικές λιτότητας θα ενισχυθούν σε ολόκληρη την ήπειρο από την δημοσιονομική εναρμόνιση, μια Συνθήκη που θα τεθεί σε ισχύ το επόμενο έτος και η οποία θα απαιτήσει από τις ευρωπαϊκές χώρες να...
διατηρήσουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Οι οπαδοί του κινήματος Πάρτι του Τσαγιού στις Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πρασινίζουν από φθόνο.
Δεν είναι σαφές αν οι προσπάθειες αυτές θα σταματήσουν την συρρίκνωση της αγοράς ή θα σταθεροποιήσουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες βραχυπρόθεσμα. Αυτό που είναι σαφές, είναι ότι η λιτότητα θα μεταβάλλει την πολιτική οικονομία της Ευρώπης σε μακροπρόθεσμη βάση, προσδίδοντας αξιοπιστία στις νεοφιλελεύθερες ιδέες για περιορισμένη κυβέρνηση και χαλαρά ρυθμισμένες αγορές. Η ειρωνεία αυτού του μετασχηματισμού είναι ότι αναζωπυρώνει ακριβώς τις ιδέες που βοήθησαν να προκληθεί η οικονομική κρίση εξαρχής. Στο κάτω - κάτω, ήταν η ανυποχώρητη πίστη στις αγορές και η αδύναμη ρύθμισή τους που επέτρεψε την διόγκωση της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Παράλληλα, μια απάντηση στην κρίση χρέους με βάση τη λιτότητα απαγορεύει κάθε εναλλακτικό κοινωνικό-δημοκρατικό πλαίσιο που θα έδινε έμφαση στην ανάπτυξη και την προστασία των πολιτών από τις ιδιοτροπίες της αγοράς.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της οικονομικής άνθησης, τα οφέλη από την ήπια ρύθμιση και από τις λύσεις που ήταν βασισμένες στην αγορά φαίνονταν αδιαμφισβήτητα. Το επιχείρημα ήταν ότι η αυτορρύθμιση από τις επιχειρήσεις θα μειώσει την επιβάρυνση της βραδυκίνητης, γραφειοκρατικής εποπτείας και ο ανταγωνισμός στις αγορές θα οδηγήσει σε νέες καινοτομίες και μείωση του κόστους στις βιομηχανίες. Οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες βρίσκονταν στην άμυνα, όχι μόνο για τη ρύθμιση στα χρηματοπιστωτικά θέματα αλλά και για την εργασία, την εκπαίδευση, την προστασία των καταναλωτών, ακόμα και το περιβάλλον.
Αρχικά, η παγκόσμια οικονομική κρίση έμοιαζε με μια κρίσιμη καμπή. Κατέστησε σαφές ότι οι αγορές δεν είναι πάντα αποτελεσματικές στη διανομή αγαθών και υπηρεσιών. Οι τράπεζες εκμεταλλεύθηκαν το πλεονέκτημα της περιορισμένης ρύθμισης για να ξαναπακετάρουν κακές επενδύσεις και να τις πουλήσουν σε ανυποψίαστους πελάτες. Οι πολιτικοί, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, εκμεταλλεύθηκαν επίσης την αναταραχή για να απωθήσουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που κυριάρχησαν μετά την αλλαγή της χιλιετίας. Υπερασπίστηκαν επίσης το δικό τους κοινωνικό μοντέλο αγοράς, το οποίο είχε προστάτεψε τους εργαζόμενους από το αρχικό χτύπημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το 2008, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ δήλωσε ότι «η αιτία της κρίσης ήταν η ανεύθυνη υπερβολή της αρχής της ελεύθερης, ανεξέλεγκτης αγοράς».
Η κρίση του δημόσιου χρέους, ωστόσο, έχει αναδιατυπώσει τη συζήτηση για άλλη μια φορά. Τα πρόσφατα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης έχουν τρεις διαφορετικές μορφές. Ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν μια παλαιού τύπου κρίση χρέους: οι κυβερνήσεις είχαν δανειστεί πάρα πολλά χρήματα κατά τη διάρκεια της ευημερίας και δεν διαθέτουν πια έναν βιώσιμο τρόπο αποπληρωμής του. Σε άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία, η οικονομική κρίση ανάγκασε τις κυβερνήσεις να διασώσουν τον τραπεζικό τομέα και να απορροφήσουν τα χρέη του. Ακόμα, άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, υπέστησαν μια κρίση ρευστότητας καθώς οι αγοραστές ομολόγων απαίτησαν υψηλότερα επιτόκια επί του δημόσιου χρέους. Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις, οι κύριοι ένοχοι δεν ήταν οι κυβερνήσεις. Αλλά αυτό δεν σταμάτησε πολιτικούς στη Γερμανία και στην Ολλανδία να καταδείξουν τις -αναποτελεσματικές, διογκωμένες, και σπάταλες - κυβερνήσεις ως το πρόβλημα. Η κυβέρνηση στην Αθήνα έχει γίνει το έμβλημα του κινήματος λιτότητας, αλλά αφορά σε μόνο μία από τις αιτίες των σημερινών δεινών της Ευρώπης.
Σίγουρα, είναι ακριβώς η ώρα να χαλιναγωγηθούν οι υπερβολές των κυβερνήσεων, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου οι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν διαβόητες απολαβές 13ου και 14ου μισθού. Αλλά η λιτότητα πιέζει πάρα πολύ προς την άλλη κατεύθυνση, συντρίβοντας εναλλακτικές πολιτικές που θα ευνοούσαν μια μικτή οικονομία. Δεδομένης της ανάγκης διατήρησης των πόρων του δημόσιου τομέα, οι υποστηρικτές της λιτότητας ισχυρίζονται ότι οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες πρέπει να παρέμβουν για να παράσχουν βασικές υπηρεσίες, όπως είναι η περίπτωση της πρωτοβουλίας Big Society στη Μεγάλη Βρετανία. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις όλο και περισσότερο αναγκάζονται να ιδιωτικοποιήσουν τμήματα των οικονομιών τους. Η Ισπανία και η Ιρλανδία έχουν θέσει τα πάντα, από την ηλεκτρική ενέργεια ως τα αεροδρόμια, σε δημοπρασία. Επιπλέον, στο όνομα της παραγωγικότητας της εργασίας, οι εργαζόμενοι καλούνται να φέρουν το βάρος της οικονομικής ανάκαμψης με περικοπές μισθών, συντάξεων και άλλων παροχών. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εστίασε στην διαρθρωτική μεταρρύθμιση στη φετινή ομιλία της στο Νταβός επισημοποιώντας έτσι αυτή την τάση. Οι πολιτικές λιτότητας, λοιπόν, κατ' ανάγκην ενισχύουν την πεποίθηση ότι στον απόηχο της κρίσης μόνο οι αγορές θα μπορούν να καθορίσουν το περίγραμμα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Αυτό το νέο πολιτικό τοπίο φέρνει αρνητικές συνέπειες για την Ευρώπη και τον κόσμο. Σε όλη την Ευρώπη, η εικόνα της ΕΕ ως συνηγόρου των λιγότερο οργανωμένων αγορών και των λιγότερο παρεμβατικών κυβερνήσεων είναι πολιτικά μη δημοφιλής και απειλεί να υπονομεύσει την υποστήριξη για την ευρωπαϊκή συνεργασία και ολοκλήρωση. Η αντιπολίτευση σε τέτοιες πολιτικές ήταν ο λόγος που το δύσμοιρο ευρωπαϊκό σύνταγμα καταψηφίστηκε στα ολλανδικά και γαλλικά δημοψηφίσματα το 2005. Οι διαδηλώσεις κατά της λιτότητας που συγκλόνισαν την Αθήνα και τη Μαδρίτη ακουμπούν στη βαθιά ανησυχία μεταξύ των πολιτών της ΕΕ σχετικά με την περιφερειακή συνεργασία. Η επιτυχία των ακραίων κομμάτων, όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία και το Κόμμα των Πειρατών στη Γερμανία, δείχνει ότι πολιτικοί της κεντρικής πολιτικής σκηνής αγωνίζονται να ελέγξουν την απογοήτευση των ψηφοφόρων. Η λιτότητα απειλεί να αποθρασύνει αυτές τις ακραίες δυνάμεις και να αποδυναμώσει τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για ελευθερία και διαφάνεια. Για να διατηρήσει η ΕΕ τη λαϊκή νομιμοποίησή της, πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από απλώς μια ατμομηχανή ελεύθερου εμπορίου και απορρύθμισης.
Εν τω μεταξύ, στην παγκόσμια σκηνή, η πολιτική της λιτότητας εμποδίζει την Ευρώπη από το να προσφέρει ένα εναλλακτικό όραμα καπιταλισμού και παγκοσμιοποίησης σε σχέση με αυτό που προωθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Σε πρόσφατες διεθνείς οικονομικές συναντήσεις, για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν συμφωνήσει σε διεθνείς κανόνες για το πόσο κεφάλαιο πρέπει να διακρατούν οι τράπεζες δείχνοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αγορές από όσο οι κανονισμοί των ΗΠΑ. Για έναν εργαζόμενο της μεσαίας τάξης στην Ινδία που ανησυχεί για τη διαφθορά ή έναν Ινδονήσιο αγρότη που φοβάται τα απόνερα της οικονομικής κρίσης, η ευρωπαϊκή λιτότητα προσφέρει λίγες ελπίδες. Η ιδέα μιας Ευρώπης που θα ηγείται ενός παγκόσμιου τρίτου δρόμου μεταξύ ενός «laissez-faire» καπιταλισμού και ενός διαχειριστικού σοσιαλισμού, έχει χαθεί.
Οι πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη δεν είναι απλώς μια βραχυπρόθεσμη μάχη ανάμεσα στις πλεονασματικές χώρες του κέντρου και τις ελλειμματικές χώρες της περιφέρειας. Πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη πολιτική ατζέντα που ευνοεί τους δανειστές έναντι των οφειλετών και το κεφάλαιο έναντι της εργασίας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξεταστεί μέσα από το πρίσμα της κομματικής πολιτικής. Οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Ισπανία ήταν μεταξύ των πλέον ηχηρών υποστηρικτών της λιτότητας. Ωστόσο, εάν οι γαλλικές και ολλανδικές εκλογές φέρουν νέα κόμματα στην εξουσία, θα υπάρξει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ευρώπη να χαράξει μια διαφορετική πορεία προς την ανάκαμψη.
Η αναβίωση μιας εναλλακτικής ατζέντας για την πολιτική οικονομία της Ευρώπης θα απαιτήσει κατ' αρχήν οι σοσιαλδημοκράτες να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι η κρίση δεν είναι μόνο μια ιστορία σπάταλων κυβερνήσεων, αλλά είναι και ένα ζήτημα των απερίσκεπτων αγορών. Η αντιμετώπιση των ανεπαρκειών της αγοράς απαιτεί αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Πιστώτριες κυβερνήσεις πρέπει να υποστηρίξουν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως δανειστή έσχατης ανάγκης και να επιτρέψουν τη δημιουργία ευρωομολόγων, τα οποία θα συμβάλουν στην επίλυση των προβλημάτων ρευστότητας στην Ισπανία, την Ιταλία και αλλού. Οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι και οι ηγέτες τους πρέπει επίσης να απαιτήσουν από τις κυβερνήσεις να κινητοποιηθούν για να προωθήσουν την ανάπτυξη σταματώντας περαιτέρω σοβαρές περικοπές και βοηθώντας την κατανάλωση, ιδίως στις πιστώτριες χώρες. Αν επιτραπεί στην λιτότητα να συνεχίσει την πορεία της, και το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες συνεχίσουν να κλείνουν τις στρόφιγγες, η Ευρώπη θα μπορούσε γρήγορα να γίνει ένα φυτώριο εκτεταμένων κοινωνικών αναταραχών.
Ο A. NEWMAN είναι αναπληρωτής καθηγητής στην Σχολή Διπλωματικών Σπουδών Edmund A. Walsh στο πανεπιστήμιο Georgetown.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου