Επειδή πολλά ψέματα έχουν ειπωθεί για το πως η για άλλους «Χούντα», για μένα νόμιμη κυβέρνηση της χώρας εκείνη την εποχή, απέσυρε την Μεραρχία Κύπρου με σκοπό δήθεν την μετά από επτά ολόκληρα χρόνια μεθόδευση της διχοτόμησης της Κύπρου μας, σας παραθέτω εξ ολοκλήρου (αυτός το δημοσίευσε σε δύο συνέχειες) την προσωπική εμπειρία του Κύπριου κ. Σάββα Παύλου (ΕΔΩ) που έζησε τα γεγονότα από κοντά και νομίζω ότι θα σας λύσουν πολλές απορίες για το πως οι Κύπριοι (Μακάριος και ΑΚΕΛ) μεθόδευσαν την απομάκρυνση της Μεραρχίας από την Κύπρο. Το κείμενο αποτελεί την κραυγή ενός Έλληνα που μερικοί θα θα βιαστούν να τον κατηγορήσουν για «εθνικιστή», «φασίστα», «πατριδοκάπηλο» ή όπως αλλιώς χαρακτηρίζουν εμάς τους πατριώτες τα γελοία υποκείμενα της αριστεράς. Άνθρωπος του πνεύματος ο κ. Παύλου, πολυγραφότατος, υπηρέτησε σε διευθυντικές θέσεις του Υπ. Παιδείας Κύπρου, αλλά και στο εξωτερικό, αναφερόμενος (σε άλλο κείμενο) στις πολιτικές του πεποιθήσεις λέει: «Ανήκω στους μαρξιακούς, αυτούς δηλαδή που εκκινούν από τη μαρξιστική διαλεκτική αλλά την αφήνουν για να παρακολουθήσουν και τα διάφορα απελευθερωτικά ρεύματα σκέψης που εμπλούτισαν την ανθρώπινη κοινωνία τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, κάποτε ανατρέποντας και διάφορες συνισταμένες της μαρξιστικής σκέψης». Ναι, καταφέρεται και κατά της «χούντας» αλλά είμαι σίγουρος ότι το κάνει απλά και μόνον για να δώσει κάποια ελαφρυντικά στο κυπριακό κατεστημένο και ειδικά στον ολετήρα Μακάριο. Κατόπιν αυτού σας αφήνω να δείτε την πραγματικότητα μέσα από μακροσκελές, είναι η αλήθεια, κείμενο που ακολουθεί αλλά δεν θέλησα να το αναρτήσω σε συνέχειες για να έχει συνοχή.
Οδυσσεύς Πάτσης (epirusourhomeland.blogspot.com)
ΜΕΡΑΡΧΙΑ, ΣΥΓΓΝΩΜΗ! Α’
Εποχές αναθεωρήσεων και επανατοποθετήσεων, και η Κύπρος ακόμη να ζητήσει συγγνώμη επισήμως, τόσο εκ μέρους της κυπριακής κυβέρνησης όσο και εκ μέρους των διαφόρων οργανωμένων συνόλων της, για την απαράδεκτη στάση και συμπεριφορά απέναντι στην ελληνική μεραρχία του 1964-1967, που κράτησαν στην Κύπρο αρκετοί φορείς, άτομα και συσπειρώσεις αυτής της περιόδου.
Το θέμα αυτό ένοχα αποκρύβεται και βρίσκεται στα αζήτητα της ιστορικής, πολιτικής και κοινωνιολογικής έρευνας. Ενώ έχουν συζητηθεί, ερευνηθεί και σχολιαστεί τόσα θέματα της κυπριακής ιστορίας και της κοινωνίας του νησιού μας.
Ο αφόρητος επαρχιωτισμός της κυπριακής διανόησης και των Κυπρίων επιστημόνων είναι έκδηλος και σ’ αυτό το θέμα. Οι κοινωνιολόγοι της Κύπρου, π.χ., εύκολα καταπιάνονται με
διάφορα θέματα που έχουν ερευνηθεί και αλλού, στις διάφορες χώρες της ανεπτυγμένης δύσης (ναρκωτικά, μαθησιακό επίπεδο παιδιών από διαλυμένες οικογένειες και άλλα πολλά). Υπάρχουν τα υποδείγματα ερευνών, η σχετική ξένη βιβλιογραφία κ.τ.λ., που θα τους καθοδηγήσουν στη διεκπεραίωση της έρευνάς τους. Έτσι ευκολύνονται, γιατί έχει χαραχτεί το αυλάκι που θα κυλήσουν οι έρευνές τους. Και παρ’ όλον ότι συνήθως αντιγράφουν μιμητικά (τους διαφεύγουν οι ιδιαιτερότητες τού τόπου τους, τοποθετούν την κυπριακή πραγματικότητα στο κρεβάτι του Προκρούστη, που δημιουργούν οι έτοιμες και εισαγόμενες θεωρίες, και αναλόγως την εξαρθρώνουν ή την ακρωτηριάζουν), εν τούτοις μπορούμε να πούμε ότι έχουμε κάποια αποτελέσματα.
Μια υπόθεση έρευνας όμως, όπως το θέμα της ελληνικής μεραρχίας του 1964-1967, θέλει τόλμη, ανάληψη ευθύνης, θεωρητική επάρκεια και εξαγωγή συμπερασμάτων, χωρίς να υπάρχει η βοήθεια από ξένους εύκολους τυφλοσούρτες. Όμως, η έρευνα γύρω από τη στάση της κυπριακής κοινωνίας απέναντι στην ελληνική μεραρχία, η συμπεριφορά μεμονωμένων ατόμων και οργανωμένων συνόλων, η μελέτη των φανερών και άδηλων πολιτικών σκεπτικών, που καθόριζαν αυτήν τη στάση, θα συντελέσει στην αυτογνωσία μας και θα βοηθήσει στη συνολική εποπτεία του Κυπριακού. Γι’ αυτό, και ένα ερευνητικό πρόγραμμα πρέπει να ξεκινήσει, που θα μαζέψει όλα τα σχετικά δημοσιεύματα των εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων της περιόδου 1964- 1967 και μεταγενέστερα, καθώς και προφορικές μαρτυρίες και συνεντεύξεις τόσο από την πλευρά των μελών της μεραρχίας όσο και από Κυπρίους.
Τη δεκαετία, λοιπόν, του ’60 παίχτηκε η τύχη της Κύπρου και χάθηκε. Βασικός παράγοντας για το χάσιμό της ήταν η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας της Κύπρου, εκ μέρους της Χούντας, μετά την κρίση της Κοφίνου.
Με τις ευλογίες, τη συναίνεση και την άφατη χαρά του κυπριακού κατεστημένου, που από καιρό οραματιζόταν μια τέτοια κατάληξη.
Γιατί η ελληνική μεραρχία της Κύπρου ενέτασσε το Κυπριακό σε ένα λαϊκότερο επίπεδο πολιτικών και εθνικών αγώνων, απ’ όπου η παραίτηση και το ξεπούλημα θα ήταν δύσκολο να περάσουν. Χωρίς τη μεραρχία στην Κύπρο, τόσο η ελλαδική όσο και η κυπριακή ηγεσία αναλάμβαναν το αγαπημένο τους σπορ: τα μυστικά διαβούλια, τις επαφές και διαπραγματεύσεις, όπου κινούσαν τα πιόνια του κυπριακού σκακιού, χωρίς να έχουν να δώσουν πουθενά απολογισμό.
Η μαζική ένοπλη λαϊκή παρουσία της Ελλάδας στην Κύπρο απέτρεπε πολλά. Γιατί, παρούσης της μεραρχίας, για να περάσουν τα διάφορα σχέδια παραίτησης και ηττοπάθειας, έπρεπε να αλλοτριωθεί και να εκμαυλιστεί ένας ολόκληρος λαός.
Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, όταν ξανασκεφτούμε το ’74. Μέσα στις χειρότερες συνθήκες για τον κυπριακό ελληνισμό, η προδοσία και η παραίτηση δεν μπορούσε να απλωθεί, και οι Ελλαδίτες στρατιώτες και η πλειονότητα των αξιωματικών έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην αντίσταση εναντίον του Τούρκου εισβολέα. Ας φανταστούμε, απλώς, ποια θα ήταν η εξέλιξη ή αν θα τολμούσε καν η Τουρκία να επέμβει, αν ήταν η μεραρχία στην Κύπρο, που την “αποχώρησαν” επτά χρόνια πριν από την εισβολή.
Και ας γράφει, σε εφημερίδα των Αθηνών, δοκησίσοφος δημοσιογράφος, που καμώνεται ότι ασχολείται με την Ιστορία του Κυπριακού, απλουστεύοντας με χοντροκοπιά το σύνθετο πλέγμα των κυπριακών εξελίξεων, ότι η μεραρχία ήλθε στην Κύπρο με τις ευλογίες των Αμερικανών, για να ελέγχεται ο Μακάριος. Ο εν λόγω δημοσιογράφος, μακάριος εν τη επαναπαύσει του, δεν τολμά να συνεχέσει τις σκέψεις του. Γιατί, τότε, την απόσυρση της μεραρχίας, το 1967, την επέβαλε η αντιαμερικανική πολιτική ή, αν είχε η απόσυρση τη συναίνεση των Η.Π.Α., σημαίνει ότι ο Μακάριος ήταν πια υπό τον έλεγχο των αμερικανικών συμφερόντων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επελεύνουν επί του Κυπριακού ημιμαθείς, χωρίς συνολική εποπτεία των δυνάμεων και εξελίξεων που το καθορίζουν. Γι’ αυτό, κατά το “άχρι πεδίλων, βέβηλε” θα προτρέψωμεν “άχρι ιστοριοδιφίας, βέβηλε”[1]. Γιατί η ιστορία είναι επιστήμη και προνοεί βαθύτατη μελέτη, τουλάχιστον επαρκή γνώση του Θουκυδίδη και όχι δημοσιογραφικά πλατσουλήματα εδώθεν και εκείθεν.
ΜΕΡΑΡΧΙΑ, ΣΥΓΓΝΩΜΗ! Β’
Γράψαμε στο προηγούμενο σημείωμα για το θέμα της ελληνικής μεραρχίας της περιόδου 1964-1967. Όταν, για πρώτη φορά, δημιουργήθηκαν τα δεδομένα για τη δίκαιη, δηλαδή απελευθερωτική λύση του Κυπριακού. Που, όμως, υπονομεύθηκαν και εξουδετερώθηκαν όχι μόνο από τις πιέσεις, παρεμβάσεις και εκβιασμούς των ξένων παραγόντων αλλά κυρίως από τη δική μας μιζέρια, αλλοτρίωση και κακομοιριά. Κι αν κορυφαίο γεγονός αυτής της απαράδεκτης, λανθασμένης και ενδοτικής στάσης ήταν η προδοτική ενέργεια της χούντας να αποσύρει την ελληνική μεραρχία, μετά την κρίση της Κοφίνου, το 1967, εξ ίσου σημαντική ήταν και η στάση και συμπεριφορά που κράτησαν αρκετοί φορείς, άτομα και συσπειρώσεις της κυπριακής κοινωνίας αυτής της περιόδου. Που αντιμετώπισαν επιθετικά, περιθωριοποίησαν και λοιδόρησαν την ελληνική μεραρχία, προσπάθησαν να δημιουργήσουν χάσμα μεταξύ αυτής και της κυπριακής κοινωνίας, να την αντιμετωπίσουν ως ξένο σώμα, να προσβάλουν και να ταπεινώσουν τα μέλη του ελληνικού στρατιωτικού σώματος.
Σήμερα και στο μέλλον, κάθε φορά που θα σταθμίζουμε τις συνέπειες των νέων εγκλωβιστικών διαδικασιών στο Κυπριακό, τις νέες δεσμεύσεις και τη δημιουργία νέων δυσμενών δεδομένων, την αποθράσυνση του τουρκικού παράγοντα και τις εκβιαστικές καταστάσεις που θα δημιουργεί, θα θυμούμαστε και θα αναπολούμε την περίοδο της μεραρχίας, όταν το παιγνίδι της Κύπρου θα μπορούσε να κερδηθεί και τα απελευθερωτικά οράματα του ελληνισμού να πραγματοποιηθούν.
Γράψαμε, ακόμη, στο προηγούμενο σημείωμα για την ανάγκη να ζητηθεί επισήμως συγγνώμη, από την Ελλάδα και τον Ελληνισμό γενικότερα, για την απαράδεκτη στάση ατόμων και οργανωμένων συνόλων της κυπριακής κοινωνίας απέναντι στην ελληνική μεραρχία.
Το θέμα αυτό δεν πρέπει να αποκρύβεται, αλλά πρέπει να ανασυρθεί στην επιφάνεια και να συζητηθεί με διαφάνεια και εντιμότητα, γιατί θα συντελέσει πρώτ’ απ’ όλα στην αυτογνωσία μας, θα φωτίσει μια πλευρά της κυπριακής ιστορίας και θα συμβάλει στην ειλικρινή αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο τμημάτων του ελληνισμού.
Ο γράφων βίωσε την παραμονή της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο και τη συμπεριφορά της κυπριακής κοινωνίας απέναντί της κατά τα παιδικά και πρωτοεφηβικά του χρόνια. Τα έντονα και φορτισμένα χρόνια και οι εξελίξεις που ακολούθησαν (διαμάχη και πόλωση γριβικών – μακαριακών, πραξικόπημα, εισβολή, τουρκική κατοχή και επιπτώσεις) κάλυψαν αυτές τις εμπειρίες από τη μεραρχία.
Η συνεχής μελέτη των διαφόρων φάσεων του Κυπριακού, επανέφερε σιγά σιγά και το θέμα της μεραρχίας και την ανάγκη να εξεταστεί και η περίοδος αυτή. Ένα επεισόδιο μάλιστα, αυτήν την εποχή της μελέτης του Κυπριακού, μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Στο Εναλλακτικό Φεστιβάλ, το 1985, στο άλσος της νέας Σμύρνης, σε εκδήλωση για το Κυπριακό, μίλησα για τις εθνικές διαστάσεις του θέματος και την ανάγκη τόσο η επίσημη Ελλάδα όσο και ο ελληνικός λαός να αντιμετωπίσουν την Κύπρο σαν χώρο δικό τους, χώρο ελληνικό, που πρέπει να υπερασπιστούν από τον τουρκικό επεκτατισμό. Μετά το τέλος της εισήγησης με πλησίασε ένας σαρανταπεντάρης, ο οποίος με οργή προσπάθησε να ανατρέψει τα επιχειρήματά μου. Πώς εσείς ζητάτε τη συμπαράστασή μας, αφού δεν θέλετε την Ελλάδα και μισάτε τους Έλληνες, τους αντιμετωπίζετε σαν εχθρούς; Στην έκπληξή μου για τα λόγια του, απάντησε: Ήμουν στρατιώτης στην Κύπρο το 1966, με τη μεραρχία, και η στάση σας ήταν απαράδεκτη, εχθρική και προσβλητική. Και ανέφερε διάφορα παραδείγματα πρωτάκουστης εχθρὀτητας, που πιστεύω ότι ήταν αλήθεια. Δεν διέψευσα τα λόγια του, του τόνισα απλώς ότι, και αν έχουν συμβεί αυτά, σημασία έχει να αλλάξουμε αυτήν τη νοοτροπία της καχυποψίας και ανταγωνιστικότητας και ότι ο κυπριακός ελληνισμός έχει κάνει αρκετά βήματα προς το θετικότερο, τα χρόνια μετά την εισβολή.
Αυτή η συζήτηση ανέσυρε από τη μνήμη μου διάφορα σχετικά επεισόδια. Καταθέτω εδώ δύο μαρτυρίες- εμπειρίες που, παρά τις επικαλύψεις, έμειναν ανεξίτηλες.
Στη γενέτειρά μου, το 1965 περίπου, δύο μελη της ελληνικής μεραρχίας εδάρησαν ανηλεώς για ασήμαντη αφορμή και όλη η κοινότητα, όλες οι πολιτικές της αποχρώσεις, εκτός από μεμονωμένα άτομα, συσπειρωμένη επικροτούσε και συμφωνούσε για την «τιμωρία». Ήμουν κοντά, όταν τους επιτέθηκαν, και η ανἀμνηση της σκηνής εκδιπλώνει κάτι το τρομοκρατικό και το αποτρόπαιο. Αν συγχωρώ τον μεγάλο μου αδελφό, για διάφορες πολιτικές του θέσεις και επιλογές σήμερα, είναι γιατί τότε, μέσα σε μια φανατική συσπείρωση της κοινότητας απέναντι στους «ξένους», τόνισε ότι αυτός υποστηρίζει τα παιδιά της μεραρχίας που ήρθαν από την Ξάνθη και την Ήπειρο, για να υπερασπιστούν την Κύπρο, και εμείς τους συμπεριφερόμαστε με ανεπίτρεπτο τρόπο.
Τον επόμενο χρόνο, το κατηγορητήριο εναντίον της μεραρχίας είχε πάρει μορφή επιδημίας. Θυμάμαι τα απογεύματα, στο λεωφορείο της γραμμής Λευκωσία – Κοκκινοτριμιθιά, τη δράση του ημιέμμισθου ινσστρούχτορα του Α.Κ.Ε.Λ. που η συμπεριφορά του είχε πάρει προκαθορισμένες, τυποποιημένες διαγραφές. Επιβιβαζόταν στη στάση του Αγίου Δομετίου και ύστερα από μερικές συνηθισμένες κουβέντες για τον καιρό και τις εξελίξεις, σιωπούσε μέχρι το ανήφορο μπροστά από το στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Μόλις φτάναμε εκεί, ξεκινούσε το κατηγορητήριο εναντίον της μεραρχίας, ανέφερε και σχολίαζε διάφορα γεγονότα που σχετίζονταν με αυτήν και συνέβησαν σε διάφορα χωριά της Κύπρου. Η φωνή του σιγά σιγά μεταβαλλόταν σε λαρυγγισμούς, με μόνιμη επωδό: Να φύγουν από την Κύπρο, Να φύγουν από την Κύπρο.
Αν κάποιος επιχειρηματολογούσε εναντίον των θέσεών του, αυτός δεν έχανε καιρό με απόψεις και αντεπιχειρήματα. Έριχνε ένα σαρκαστικό-κοροϊδευτικό γέλιο ότι στο τέλος αυτοί θα “πειράξουν και τις γυναίκες μας”, και όλοι σιωπούσαν, γιατί όποιος τολμούσε να συνεχίσει σημαίνει ότι το δεχόταν και αυτό. Το “προοδευτικό”, και άλλα ηχηρά παρόμοια, κόμμα της Κύπρου καλλιεργούσε τον έσχατο τοπικισμό και επαρχιωτισμό, για να περάσει τις θέσεις του στο εθνικό θέμα. Οχυρωμένο πίσω από το τελευταίο εσώρουχο της Κύπριας γυναίκας επέβαλλε τη γραμμή του στο Κυπριακό.
Οι αναφορές στην ερωτική δραστηριότητα της μεραρχίας φαίνεται ότι επηρέαζαν αρκετούς, γι’ αυτό και ρίχτηκαν ανάλογα επιχειρήματα στη μάχη. Ο μαθηματικός μας, π.χ., που υπέστηριζε τη μεραρχία και την εθνική γραμμή στο Κυπριακό, μας ανέφερε στην τάξη, τακτικά, ότι και οι Κύπριοι που σπούδαζαν και σπουδάζουν στην Αθήνα «αθέτησαν υποσχέσεις γάμου, κορόιδεψαν κοπέλες από την Ελλάδα, τις εκμεταλλεύτηκαν ερωτικά» και ότι, όπως είναι ανεπίτρεπτο να καταδικάζεται η Κύπρος στη συνείδηση των Ελλήνων λόγω της δράσης μερικών Κυπρίων, έτσι είναι ανεπίτρεπτο να καταδικάζουμε την Ελλάδα και τη μεραρχία λόγω της δράσης μερικών Ελλαδιτών στρατιωτών.
Με αυτά, λοιπόν, ασχολούμασταν, δηλαδή με το τελευταίο εσώρουχο των γυναικών στην Αθήνα και την Κύπρο, ενώ η Τουρκία είχε ήδη βομβαρδίσει την Τηλλυρία, εκτόξευε συνεχώς απειλές απόβασης και σχεδίαζε το επόμενο βήμα της επεκτατικής της πολιτικής.
Εν τέλει η μεραρχία έφυγε μέσα σε κλίμα απόρριψης, εχθρικότητας και κατηγορητηρίου.
Σήμερα, τι να πούμε πια;
Μεραρχία, συγγνώμη! Λίγοι άφησαν ένα δάκρυ να κυλήσει λόγω της αποχώρησής σου, κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι στα κρυφά. Μεραρχία, ο θρήνος για σένα θα είναι ετεροχρονισμένος. Κλαίουν και θα κλάψουν για σένα ακόμη και τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών που χάρηκαν για την απόσυρσή σου.
Γιατί, κάθε φορά που τα πράγματα στο Κυπριακό θα δυσκολεύουν, και όλο θα δυσκολεύουν, όλοι θα θυμούνται εσένα και την εποχή της παρουσίας σου στο νησί, τότε που τα απελευθερωτικά οράματα ενός λαού μπορούσαν να πραγματοποιηθούν.
[1] Αρχαίος γλύπτης, αφοσιωμένος στην εργασία του, ζήτησε τη γνώμη κατασκευαστή υποδημάτων, για τα πέδιλα που φορούσε η μορφή του γλυπτού που δημιουργούσε, και τον άκουσε προσεκτικά. Εκείνος τότε πήρε θάρρος και με έπαρση άρχισε να εκφέρει γνώμη και για άλλα μέρη, καθώς και για το σύνολο του γλυπτού. Τότε ο γλύπτης τον σταμάτησε με το περίφημο: Άχρι πεδίλων, βέβηλε.
Οδυσσεύς Πάτσης (epirusourhomeland.blogspot.com)
ΜΕΡΑΡΧΙΑ, ΣΥΓΓΝΩΜΗ! Α’
Εποχές αναθεωρήσεων και επανατοποθετήσεων, και η Κύπρος ακόμη να ζητήσει συγγνώμη επισήμως, τόσο εκ μέρους της κυπριακής κυβέρνησης όσο και εκ μέρους των διαφόρων οργανωμένων συνόλων της, για την απαράδεκτη στάση και συμπεριφορά απέναντι στην ελληνική μεραρχία του 1964-1967, που κράτησαν στην Κύπρο αρκετοί φορείς, άτομα και συσπειρώσεις αυτής της περιόδου.
Το θέμα αυτό ένοχα αποκρύβεται και βρίσκεται στα αζήτητα της ιστορικής, πολιτικής και κοινωνιολογικής έρευνας. Ενώ έχουν συζητηθεί, ερευνηθεί και σχολιαστεί τόσα θέματα της κυπριακής ιστορίας και της κοινωνίας του νησιού μας.
Ο αφόρητος επαρχιωτισμός της κυπριακής διανόησης και των Κυπρίων επιστημόνων είναι έκδηλος και σ’ αυτό το θέμα. Οι κοινωνιολόγοι της Κύπρου, π.χ., εύκολα καταπιάνονται με
διάφορα θέματα που έχουν ερευνηθεί και αλλού, στις διάφορες χώρες της ανεπτυγμένης δύσης (ναρκωτικά, μαθησιακό επίπεδο παιδιών από διαλυμένες οικογένειες και άλλα πολλά). Υπάρχουν τα υποδείγματα ερευνών, η σχετική ξένη βιβλιογραφία κ.τ.λ., που θα τους καθοδηγήσουν στη διεκπεραίωση της έρευνάς τους. Έτσι ευκολύνονται, γιατί έχει χαραχτεί το αυλάκι που θα κυλήσουν οι έρευνές τους. Και παρ’ όλον ότι συνήθως αντιγράφουν μιμητικά (τους διαφεύγουν οι ιδιαιτερότητες τού τόπου τους, τοποθετούν την κυπριακή πραγματικότητα στο κρεβάτι του Προκρούστη, που δημιουργούν οι έτοιμες και εισαγόμενες θεωρίες, και αναλόγως την εξαρθρώνουν ή την ακρωτηριάζουν), εν τούτοις μπορούμε να πούμε ότι έχουμε κάποια αποτελέσματα.
Μια υπόθεση έρευνας όμως, όπως το θέμα της ελληνικής μεραρχίας του 1964-1967, θέλει τόλμη, ανάληψη ευθύνης, θεωρητική επάρκεια και εξαγωγή συμπερασμάτων, χωρίς να υπάρχει η βοήθεια από ξένους εύκολους τυφλοσούρτες. Όμως, η έρευνα γύρω από τη στάση της κυπριακής κοινωνίας απέναντι στην ελληνική μεραρχία, η συμπεριφορά μεμονωμένων ατόμων και οργανωμένων συνόλων, η μελέτη των φανερών και άδηλων πολιτικών σκεπτικών, που καθόριζαν αυτήν τη στάση, θα συντελέσει στην αυτογνωσία μας και θα βοηθήσει στη συνολική εποπτεία του Κυπριακού. Γι’ αυτό, και ένα ερευνητικό πρόγραμμα πρέπει να ξεκινήσει, που θα μαζέψει όλα τα σχετικά δημοσιεύματα των εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων της περιόδου 1964- 1967 και μεταγενέστερα, καθώς και προφορικές μαρτυρίες και συνεντεύξεις τόσο από την πλευρά των μελών της μεραρχίας όσο και από Κυπρίους.
Τη δεκαετία, λοιπόν, του ’60 παίχτηκε η τύχη της Κύπρου και χάθηκε. Βασικός παράγοντας για το χάσιμό της ήταν η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας της Κύπρου, εκ μέρους της Χούντας, μετά την κρίση της Κοφίνου.
Με τις ευλογίες, τη συναίνεση και την άφατη χαρά του κυπριακού κατεστημένου, που από καιρό οραματιζόταν μια τέτοια κατάληξη.
Γιατί η ελληνική μεραρχία της Κύπρου ενέτασσε το Κυπριακό σε ένα λαϊκότερο επίπεδο πολιτικών και εθνικών αγώνων, απ’ όπου η παραίτηση και το ξεπούλημα θα ήταν δύσκολο να περάσουν. Χωρίς τη μεραρχία στην Κύπρο, τόσο η ελλαδική όσο και η κυπριακή ηγεσία αναλάμβαναν το αγαπημένο τους σπορ: τα μυστικά διαβούλια, τις επαφές και διαπραγματεύσεις, όπου κινούσαν τα πιόνια του κυπριακού σκακιού, χωρίς να έχουν να δώσουν πουθενά απολογισμό.
Η μαζική ένοπλη λαϊκή παρουσία της Ελλάδας στην Κύπρο απέτρεπε πολλά. Γιατί, παρούσης της μεραρχίας, για να περάσουν τα διάφορα σχέδια παραίτησης και ηττοπάθειας, έπρεπε να αλλοτριωθεί και να εκμαυλιστεί ένας ολόκληρος λαός.
Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, όταν ξανασκεφτούμε το ’74. Μέσα στις χειρότερες συνθήκες για τον κυπριακό ελληνισμό, η προδοσία και η παραίτηση δεν μπορούσε να απλωθεί, και οι Ελλαδίτες στρατιώτες και η πλειονότητα των αξιωματικών έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην αντίσταση εναντίον του Τούρκου εισβολέα. Ας φανταστούμε, απλώς, ποια θα ήταν η εξέλιξη ή αν θα τολμούσε καν η Τουρκία να επέμβει, αν ήταν η μεραρχία στην Κύπρο, που την “αποχώρησαν” επτά χρόνια πριν από την εισβολή.
Και ας γράφει, σε εφημερίδα των Αθηνών, δοκησίσοφος δημοσιογράφος, που καμώνεται ότι ασχολείται με την Ιστορία του Κυπριακού, απλουστεύοντας με χοντροκοπιά το σύνθετο πλέγμα των κυπριακών εξελίξεων, ότι η μεραρχία ήλθε στην Κύπρο με τις ευλογίες των Αμερικανών, για να ελέγχεται ο Μακάριος. Ο εν λόγω δημοσιογράφος, μακάριος εν τη επαναπαύσει του, δεν τολμά να συνεχέσει τις σκέψεις του. Γιατί, τότε, την απόσυρση της μεραρχίας, το 1967, την επέβαλε η αντιαμερικανική πολιτική ή, αν είχε η απόσυρση τη συναίνεση των Η.Π.Α., σημαίνει ότι ο Μακάριος ήταν πια υπό τον έλεγχο των αμερικανικών συμφερόντων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επελεύνουν επί του Κυπριακού ημιμαθείς, χωρίς συνολική εποπτεία των δυνάμεων και εξελίξεων που το καθορίζουν. Γι’ αυτό, κατά το “άχρι πεδίλων, βέβηλε” θα προτρέψωμεν “άχρι ιστοριοδιφίας, βέβηλε”[1]. Γιατί η ιστορία είναι επιστήμη και προνοεί βαθύτατη μελέτη, τουλάχιστον επαρκή γνώση του Θουκυδίδη και όχι δημοσιογραφικά πλατσουλήματα εδώθεν και εκείθεν.
ΜΕΡΑΡΧΙΑ, ΣΥΓΓΝΩΜΗ! Β’
Γράψαμε στο προηγούμενο σημείωμα για το θέμα της ελληνικής μεραρχίας της περιόδου 1964-1967. Όταν, για πρώτη φορά, δημιουργήθηκαν τα δεδομένα για τη δίκαιη, δηλαδή απελευθερωτική λύση του Κυπριακού. Που, όμως, υπονομεύθηκαν και εξουδετερώθηκαν όχι μόνο από τις πιέσεις, παρεμβάσεις και εκβιασμούς των ξένων παραγόντων αλλά κυρίως από τη δική μας μιζέρια, αλλοτρίωση και κακομοιριά. Κι αν κορυφαίο γεγονός αυτής της απαράδεκτης, λανθασμένης και ενδοτικής στάσης ήταν η προδοτική ενέργεια της χούντας να αποσύρει την ελληνική μεραρχία, μετά την κρίση της Κοφίνου, το 1967, εξ ίσου σημαντική ήταν και η στάση και συμπεριφορά που κράτησαν αρκετοί φορείς, άτομα και συσπειρώσεις της κυπριακής κοινωνίας αυτής της περιόδου. Που αντιμετώπισαν επιθετικά, περιθωριοποίησαν και λοιδόρησαν την ελληνική μεραρχία, προσπάθησαν να δημιουργήσουν χάσμα μεταξύ αυτής και της κυπριακής κοινωνίας, να την αντιμετωπίσουν ως ξένο σώμα, να προσβάλουν και να ταπεινώσουν τα μέλη του ελληνικού στρατιωτικού σώματος.
Σήμερα και στο μέλλον, κάθε φορά που θα σταθμίζουμε τις συνέπειες των νέων εγκλωβιστικών διαδικασιών στο Κυπριακό, τις νέες δεσμεύσεις και τη δημιουργία νέων δυσμενών δεδομένων, την αποθράσυνση του τουρκικού παράγοντα και τις εκβιαστικές καταστάσεις που θα δημιουργεί, θα θυμούμαστε και θα αναπολούμε την περίοδο της μεραρχίας, όταν το παιγνίδι της Κύπρου θα μπορούσε να κερδηθεί και τα απελευθερωτικά οράματα του ελληνισμού να πραγματοποιηθούν.
Γράψαμε, ακόμη, στο προηγούμενο σημείωμα για την ανάγκη να ζητηθεί επισήμως συγγνώμη, από την Ελλάδα και τον Ελληνισμό γενικότερα, για την απαράδεκτη στάση ατόμων και οργανωμένων συνόλων της κυπριακής κοινωνίας απέναντι στην ελληνική μεραρχία.
Το θέμα αυτό δεν πρέπει να αποκρύβεται, αλλά πρέπει να ανασυρθεί στην επιφάνεια και να συζητηθεί με διαφάνεια και εντιμότητα, γιατί θα συντελέσει πρώτ’ απ’ όλα στην αυτογνωσία μας, θα φωτίσει μια πλευρά της κυπριακής ιστορίας και θα συμβάλει στην ειλικρινή αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο τμημάτων του ελληνισμού.
Ο γράφων βίωσε την παραμονή της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο και τη συμπεριφορά της κυπριακής κοινωνίας απέναντί της κατά τα παιδικά και πρωτοεφηβικά του χρόνια. Τα έντονα και φορτισμένα χρόνια και οι εξελίξεις που ακολούθησαν (διαμάχη και πόλωση γριβικών – μακαριακών, πραξικόπημα, εισβολή, τουρκική κατοχή και επιπτώσεις) κάλυψαν αυτές τις εμπειρίες από τη μεραρχία.
Η συνεχής μελέτη των διαφόρων φάσεων του Κυπριακού, επανέφερε σιγά σιγά και το θέμα της μεραρχίας και την ανάγκη να εξεταστεί και η περίοδος αυτή. Ένα επεισόδιο μάλιστα, αυτήν την εποχή της μελέτης του Κυπριακού, μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Στο Εναλλακτικό Φεστιβάλ, το 1985, στο άλσος της νέας Σμύρνης, σε εκδήλωση για το Κυπριακό, μίλησα για τις εθνικές διαστάσεις του θέματος και την ανάγκη τόσο η επίσημη Ελλάδα όσο και ο ελληνικός λαός να αντιμετωπίσουν την Κύπρο σαν χώρο δικό τους, χώρο ελληνικό, που πρέπει να υπερασπιστούν από τον τουρκικό επεκτατισμό. Μετά το τέλος της εισήγησης με πλησίασε ένας σαρανταπεντάρης, ο οποίος με οργή προσπάθησε να ανατρέψει τα επιχειρήματά μου. Πώς εσείς ζητάτε τη συμπαράστασή μας, αφού δεν θέλετε την Ελλάδα και μισάτε τους Έλληνες, τους αντιμετωπίζετε σαν εχθρούς; Στην έκπληξή μου για τα λόγια του, απάντησε: Ήμουν στρατιώτης στην Κύπρο το 1966, με τη μεραρχία, και η στάση σας ήταν απαράδεκτη, εχθρική και προσβλητική. Και ανέφερε διάφορα παραδείγματα πρωτάκουστης εχθρὀτητας, που πιστεύω ότι ήταν αλήθεια. Δεν διέψευσα τα λόγια του, του τόνισα απλώς ότι, και αν έχουν συμβεί αυτά, σημασία έχει να αλλάξουμε αυτήν τη νοοτροπία της καχυποψίας και ανταγωνιστικότητας και ότι ο κυπριακός ελληνισμός έχει κάνει αρκετά βήματα προς το θετικότερο, τα χρόνια μετά την εισβολή.
Αυτή η συζήτηση ανέσυρε από τη μνήμη μου διάφορα σχετικά επεισόδια. Καταθέτω εδώ δύο μαρτυρίες- εμπειρίες που, παρά τις επικαλύψεις, έμειναν ανεξίτηλες.
Στη γενέτειρά μου, το 1965 περίπου, δύο μελη της ελληνικής μεραρχίας εδάρησαν ανηλεώς για ασήμαντη αφορμή και όλη η κοινότητα, όλες οι πολιτικές της αποχρώσεις, εκτός από μεμονωμένα άτομα, συσπειρωμένη επικροτούσε και συμφωνούσε για την «τιμωρία». Ήμουν κοντά, όταν τους επιτέθηκαν, και η ανἀμνηση της σκηνής εκδιπλώνει κάτι το τρομοκρατικό και το αποτρόπαιο. Αν συγχωρώ τον μεγάλο μου αδελφό, για διάφορες πολιτικές του θέσεις και επιλογές σήμερα, είναι γιατί τότε, μέσα σε μια φανατική συσπείρωση της κοινότητας απέναντι στους «ξένους», τόνισε ότι αυτός υποστηρίζει τα παιδιά της μεραρχίας που ήρθαν από την Ξάνθη και την Ήπειρο, για να υπερασπιστούν την Κύπρο, και εμείς τους συμπεριφερόμαστε με ανεπίτρεπτο τρόπο.
Τον επόμενο χρόνο, το κατηγορητήριο εναντίον της μεραρχίας είχε πάρει μορφή επιδημίας. Θυμάμαι τα απογεύματα, στο λεωφορείο της γραμμής Λευκωσία – Κοκκινοτριμιθιά, τη δράση του ημιέμμισθου ινσστρούχτορα του Α.Κ.Ε.Λ. που η συμπεριφορά του είχε πάρει προκαθορισμένες, τυποποιημένες διαγραφές. Επιβιβαζόταν στη στάση του Αγίου Δομετίου και ύστερα από μερικές συνηθισμένες κουβέντες για τον καιρό και τις εξελίξεις, σιωπούσε μέχρι το ανήφορο μπροστά από το στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Μόλις φτάναμε εκεί, ξεκινούσε το κατηγορητήριο εναντίον της μεραρχίας, ανέφερε και σχολίαζε διάφορα γεγονότα που σχετίζονταν με αυτήν και συνέβησαν σε διάφορα χωριά της Κύπρου. Η φωνή του σιγά σιγά μεταβαλλόταν σε λαρυγγισμούς, με μόνιμη επωδό: Να φύγουν από την Κύπρο, Να φύγουν από την Κύπρο.
Αν κάποιος επιχειρηματολογούσε εναντίον των θέσεών του, αυτός δεν έχανε καιρό με απόψεις και αντεπιχειρήματα. Έριχνε ένα σαρκαστικό-κοροϊδευτικό γέλιο ότι στο τέλος αυτοί θα “πειράξουν και τις γυναίκες μας”, και όλοι σιωπούσαν, γιατί όποιος τολμούσε να συνεχίσει σημαίνει ότι το δεχόταν και αυτό. Το “προοδευτικό”, και άλλα ηχηρά παρόμοια, κόμμα της Κύπρου καλλιεργούσε τον έσχατο τοπικισμό και επαρχιωτισμό, για να περάσει τις θέσεις του στο εθνικό θέμα. Οχυρωμένο πίσω από το τελευταίο εσώρουχο της Κύπριας γυναίκας επέβαλλε τη γραμμή του στο Κυπριακό.
Οι αναφορές στην ερωτική δραστηριότητα της μεραρχίας φαίνεται ότι επηρέαζαν αρκετούς, γι’ αυτό και ρίχτηκαν ανάλογα επιχειρήματα στη μάχη. Ο μαθηματικός μας, π.χ., που υπέστηριζε τη μεραρχία και την εθνική γραμμή στο Κυπριακό, μας ανέφερε στην τάξη, τακτικά, ότι και οι Κύπριοι που σπούδαζαν και σπουδάζουν στην Αθήνα «αθέτησαν υποσχέσεις γάμου, κορόιδεψαν κοπέλες από την Ελλάδα, τις εκμεταλλεύτηκαν ερωτικά» και ότι, όπως είναι ανεπίτρεπτο να καταδικάζεται η Κύπρος στη συνείδηση των Ελλήνων λόγω της δράσης μερικών Κυπρίων, έτσι είναι ανεπίτρεπτο να καταδικάζουμε την Ελλάδα και τη μεραρχία λόγω της δράσης μερικών Ελλαδιτών στρατιωτών.
Με αυτά, λοιπόν, ασχολούμασταν, δηλαδή με το τελευταίο εσώρουχο των γυναικών στην Αθήνα και την Κύπρο, ενώ η Τουρκία είχε ήδη βομβαρδίσει την Τηλλυρία, εκτόξευε συνεχώς απειλές απόβασης και σχεδίαζε το επόμενο βήμα της επεκτατικής της πολιτικής.
Εν τέλει η μεραρχία έφυγε μέσα σε κλίμα απόρριψης, εχθρικότητας και κατηγορητηρίου.
Σήμερα, τι να πούμε πια;
Μεραρχία, συγγνώμη! Λίγοι άφησαν ένα δάκρυ να κυλήσει λόγω της αποχώρησής σου, κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι στα κρυφά. Μεραρχία, ο θρήνος για σένα θα είναι ετεροχρονισμένος. Κλαίουν και θα κλάψουν για σένα ακόμη και τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών που χάρηκαν για την απόσυρσή σου.
Γιατί, κάθε φορά που τα πράγματα στο Κυπριακό θα δυσκολεύουν, και όλο θα δυσκολεύουν, όλοι θα θυμούνται εσένα και την εποχή της παρουσίας σου στο νησί, τότε που τα απελευθερωτικά οράματα ενός λαού μπορούσαν να πραγματοποιηθούν.
[1] Αρχαίος γλύπτης, αφοσιωμένος στην εργασία του, ζήτησε τη γνώμη κατασκευαστή υποδημάτων, για τα πέδιλα που φορούσε η μορφή του γλυπτού που δημιουργούσε, και τον άκουσε προσεκτικά. Εκείνος τότε πήρε θάρρος και με έπαρση άρχισε να εκφέρει γνώμη και για άλλα μέρη, καθώς και για το σύνολο του γλυπτού. Τότε ο γλύπτης τον σταμάτησε με το περίφημο: Άχρι πεδίλων, βέβηλε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου