Σελίδες

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η ατελής τουρκική ειρήνη. Οι μάχες σταμάτησαν - αλλά οι αντιθέσεις παραμένουν


του Piotr Zalewski

Η Hakkari, μια ορεινή πόλη παραχωμένη στην νοτιοανατολική γωνιά τής Τουρκίας, έχει γίνει μάρτυρας μερικών από τις χειρότερες μάχες των τριών δεκαετιών τής πάλης μεταξύ των τουρκικών στρατευμάτων και των ανταρτών από το Εργατικό Κόμμα τού Κουρδιστάν ή PKK. Λίγες είναι οι οικογένειες εκεί που δεν φέρουν τα σημάδια τού πολέμου, και η οικογένεια Akkis δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ένα ψυχρό ανοιξιάτικο πρωινό νωρίτερα φέτος, ο Ali Akkis, ένας 43χρονος Κούρδος εργαζόμενος στις κατασκευές, κάθισε δίπλα στη σύζυγό του και τη μητέρα του σε ένα μικρό διαμέρισμα στα περίχωρα της πόλης, με ένα τουρκικό οπλισμένο όχημα σταθμευμένο κάτω στον δρόμο, και άρχισε να μιλά για τους αδελφούς του. Ένας από αυτούς, ο Γιακούπ, εντάχθηκε στο PKK το 1989, παίρνοντας την κωδική ονομασία Kawa, όπως ονομαζόταν ένας αρχαίος λαϊκός ήρωας σεβαστός στους Κούρδους. Ήταν 14 ετών. Ένα χρόνο αργότερα, πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε σε μια μάχη με Τούρκους στρατιώτες σε έναν τομέα κοντά στα ιρακινά σύνορα. «Σκοτώθηκε το φθινόπωρο, αλλά ήταν λίγους μήνες αργότερα, τον χειμώνα, ότι ένας από τους χωρικούς τον βρήκε και τον έθαψε», είπε ο Ali, δήλωσε. Ως αυτήν την ημέρα, η περιοχή όπου βρισκόταν το σώμα του είναι υπό τον έλεγχο παραστρατιωτικών οι οποίοι πληρώνονται από το κράτος, οι λεγόμενοι πολιτοφύλακες. «Δεν μπορούμε καν να επισκεφθούμε τον τάφο του».
Ο άλλος αδελφός του Αλί, ο Aydin, τραυματισμένος από την παιδική του ηλικία από τον θάνατο του Γιακούπ, εντάχθηκε στο PKK το 2002, και αυτός σε ηλικία 14 ετών. Ο ίδιος ζήτησε επίσης να γίνει γνωστός στους διοικητές του ως Kawa. Το 2008, η τουρκική

κυβέρνηση τον συνέλαβε, τον δίκασε και τον καταδίκασε σε 36 χρόνια φυλάκιση με την κατηγορία τού εκβιασμού και της συμμετοχής σε τρομοκρατική ομάδα (η Τουρκία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν το PKK ως τέτοια). «Ποτέ δεν ήταν στρατιώτης», τόνισε ο Ali. «Ήταν περισσότερο σαν λογιστής». Στο τέλος τού περασμένου έτους, όταν εκατοντάδες κρατούμενοι μέλη τού PKK προχώρησαν σε απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθούν για την απομόνωση του ηγέτη τους Αμπντουλάχ Οτσαλάν σε μια φυλακή-νησί στην θάλασσα του Μαρμαρά, ο Aydin συμμετείχε. «Άντεξε επί 58 ημέρες», είπε ο Αλί.
Ο ίδιος ο Ali παρά τρίχα να έχει την τύχη τού μικρότερου αδερφού του στην φυλακή. Το αδίκημα του, είπε, ήταν ότι είχε εμφανιστεί σε μια συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε από ένα κουρδικό κόμμα, στην οποία οι ομιλητές χρησιμοποίησαν το τιμητικό πρόθεμα «Sayin», που σημαίνει «προς τιμήν του», όταν αναφέρθηκαν στον Οτσαλάν. Ο Ali δικάστηκε με την κατηγορία τής τρομοκρατικής προπαγάνδας, και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια με αναστολή.
Η σύζυγος και η μητέρα τού Αλί κοίταζαν στο κενό καθώς μιλούσε ο Ali. Καμιά τους δεν μιλούσε παραπάνω από μερικές λέξεις τής τουρκικής γλώσσας. Η γλώσσα στην Hakkari, ιδίως μεταξύ των ηλικιωμένων γυναικών που παντρεύονται νωρίς, μένουν στο σπίτι, και ποτέ δεν φοίτησαν σε σχολείο, ήταν τα κουρδικά.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
Στις 30 Σεπτεμβρίου , αρκετούς μήνες αφότου επισκέφθηκα την οικογένεια Akkis, ο μακροχρόνια δημοφιλής πρωθυπουργός τής Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ανακοίνωσε στο ραδιόφωνο μια σειρά προτάσεων με σκοπό, μεταξύ άλλων, να παράσχει στην μεγάλη κουρδική μειονότητα της χώρας (12-15 εκατομμύρια άνθρωποι) νέα πολιτισμικά και γλωσσικά δικαιώματα. Η κυβέρνηση, είπε, σχεδίαζε την εισαγωγή τής εκπαίδευσης στην κουρδική γλώσσα στα ιδιωτικά σχολεία, την επαναφορά των αρχικών ονομάτων των κουρδικών χωριών και επαρχιών που εκτουρκίστηκαν, καθώς και να καταργήσει τον εθνικιστικό ύμνο που όλοι οι μαθητές τής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να απαγγείλουν – «Η ύπαρξή μου είναι αφιερωμένη στην ύπαρξη των Τούρκων . ... Ευτυχισμένος είναι αυτός που λέει ότι είμαι Τούρκος». Η Άγκυρα θα εξετάσει επίσης τρόπους για τη μείωση του εκλογικού ορίου για τα πολιτικά κόμματα από 10% σε 5%, ανοίγοντας τον δρόμο στην κύρια πολιτική ομάδα των Κούρδων, το Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP), το οποίο συνήθως στις δημοσκοπήσεις παίρνει περίπου 6% με 7% των ψήφων, να εισέλθει στο κοινοβούλιο. (Μέχρι τώρα, οι Κούρδοι υποψήφιοι έχουν καταστρατηγήσει το όριο κατεβαίνοντας στις εκλογές ως ανεξάρτητοι).
Ο άλλος στόχος αυτών των μεταρρυθμίσεων, ακόμη και αν ο Ερντογάν δεν το διευκρίνισε (έτσι ώστε να ξεφύγει από την εντύπωση ότι δεν κερδίζει τίποτα από την εκτός νόμου οργάνωση), ήταν να διασφαλιστεί ότι το παράθυρο για μια ιστορική συμφωνία ειρήνης μεταξύ του PKK και της κυβέρνησης δεν έκλεισε απότομα.
Από τότε που η εξέγερση του PKK ξεκίνησε το 1984, η κουρδική διένεξη αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη της δημοκρατικής Τουρκίας. Αφού στοίχισε την ζωή σε περίπου 40.000 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτών, μαχητών και αμάχων, οι μάχες εμπόδισαν την οικονομική ανάπτυξη, βάζοντας σε κίνδυνο τις φιλοδοξίες τής Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, και δηλητηρίαζε συστηματικά τις σχέσεις της με τις γειτονικές χώρες.
Κατά την διάρκεια του πολέμου, κάποια πράγματα άλλαξαν. Οι επαναστάτες δεν απαιτούν πλέον ένα ξεχωριστό κουρδικό κράτος, αλλά μάλλον μερική αυτονομία και νέες πολιτιστικές ελευθερίες. Η τουρκική κυβέρνηση, η οποία κάποτε το πήγε τόσο μακριά ώστε να αρνηθεί ότι υπήρχαν καν οι Κούρδοι, έχει γίνει πολύ πιο ανοικτή στα αιτήματά τους, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της βασιλείας τού Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) τού Ερντογάν, το οποίο πήρε την εξουσία από το 2002.
Ωστόσο, κάποια πράγματα έχουν παραμείνει ίδια. Το PKK και οι συνήθεις Κούρδοι δεν έχουν ακόμη αποκηρύξει οριστικά την βία. Το καλοκαίρι του 2012, παίρνοντας θάρρος από τα κέρδη τους στην γειτονική Συρία, οι αντάρτες ξεκίνησαν μια σειρά από σημαντικές επιθέσεις γύρω από την Hakkari, εμπλέκοντας τον τουρκικό στρατό σε ανοιχτή σύγκρουση για εβδομάδες. Σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, περισσότερα από εκατό άτομα έχασαν την ζωή τους στις μάχες. Η κυβέρνηση Ερντογάν, εν τω μεταξύ, απεχθάνεται να αποξενώσει την εθνικιστική της βάση, έχει επανειλημμένα αποφύγει σημαντικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, επιστρέφοντας σε συμβολικές, αποσπασματικές λύσεις, σε αεροπορικές επιδρομές εναντίον βάσεων του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, καθώς και σε μέτρα καταστολής τής αστυνομίας εναντίον Κούρδων ακτιβιστών στο εσωτερικό.
Το αποτέλεσμα ήταν ένας ακόμη γύρος αλληλοκατηγοριών, αύξησης της δυσπιστίας και ανεξέλεγκτης βίας. Μεταξύ Ιουνίου 2011 και Μαρτίου 2013, σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση [1] από το International Crisis Group, η κουρδική διένεξη απαίτησε συνολικά τουλάχιστον 928 ζωές - συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 304 ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας, της αστυνομίας και της πολιτοφυλακής, 533 μαχητών, και 91 πολιτών - ένα επίπεδο αιματοχυσίας που δεν είχε υπάρξει από το 1990.
Οι δύο πλευρές, ωστόσο, κατέληξαν σε μια σημαντική διέξοδο νωρίτερα φέτος. Στις 21 Μαρτίου, ο Οτσαλάν, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με Τούρκους αξιωματούχους - η πρώτη φορά που του είχε επιτραπεί να πάρει κεντρικό μέρος στην ειρηνευτική διαδικασία - ανακοίνωσε κατάπαυση του πυρός. «Αφήστε τα όπλα να σιγήσουν και τις ιδέες να μιλήσουν», έγραψε σε μια δήλωση, διατάζοντας τους αντάρτες να ξεκινήσουν να αποσύρονται από την Τουρκία.
Παρά το γεγονός ότι η κατάπαυση του πυρός έχει κρατήσει, η ειρηνευτική διαδικασία έχει έκτοτε αρχίσει να δείχνει σημάδια κόπωσης. Ο Ερντογάν, αναμενόταν να ανταποδώσει στην απόσυρση του ΡΚΚ, προσφέροντας στους Κούρδους πρόσθετα δικαιώματα και κάποιο είδος τοπικής διακυβέρνησης, -κάτι για το οποίο υπεξέφευγε εδώ και μήνες-, αντί να ασχολείται με τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις [2] που σάρωσαν την Τουρκία στη διάρκεια του καλοκαιριού. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ένας ηγέτης τού ΡΚΚ ανακοίνωσε ότι η απόσυρση των ανταρτών είχε ανασταλεί και ότι η κατάπαυση του πυρός κρεμόταν τώρα από μια κλωστή. Ο Ερντογάν απάντησε ότι η ανάκληση των ανταρτών δεν είχε διεξαχθεί εξαρχής με καλή πίστη, υποστηρίζοντας ότι το 80-90% των μαχητών δεν είχε φύγει ακόμα από την Τουρκία.
Το ερώτημα τώρα στο μυαλό τού καθενός είναι αν οι μεταρρυθμίσεις τής 30ης Σεπτεμβρίου θα επαρκέσουν για να διασώσουν την εύθραυστη ειρηνευτική διαδικασία από τον πλήρη εκτροχιασμό. Οι περισσότεροι Κούρδοι είναι θυμωμένοι. Λένε ότι το νέο πακέτο, το οποίο περιλαμβάνει επίσης μια σειρά από νόμους που δεν σχετίζονται με το κουρδικό ζήτημα, όπως είναι ο νόμος άρσης τής απαγόρευσης της ισλαμικής μαντίλας στα κρατικά ιδρύματα, είναι περισσότερο μια προσπάθεια ανταπόκρισης στην συντηρητική βάση του ΑΚΡ εν όψει των τοπικών και προεδρικών εκλογών τού επόμενου έτους. Αυτό δεν είναι «πακέτο δημοκρατίας», δήλωσε σε Τούρκους δημοσιογράφους ο συμπροεδρεύων του BDP, Γκουλτάν Κιζανάκ, παραπέμποντας στον όρο τον οποίο χρησιμοποίησε ο Ερντογάν για τον χαρακτηρισμό των μεταρρυθμίσεων. «Είναι ένα πακέτο εκλογών».
Για το BDP και την εκλογική του βάση, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι τι περιλαμβάνει το πακέτο τής κυβέρνησης, αλλά τι αφήνει εμφανώς απ’ έξω. Και αφήνει την κουρδική εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, τις συνταγματικές τροποποιήσεις ως προς τον επαναπροσδιορισμό τής τουρκικής υπηκοότητας, τη μερική αμνηστία για τους μαχητές τού ΡΚΚ, και τις αλλαγές στη σαρωτική αντιτρομοκρατική νομοθεσία που επιτρέπει στην αστυνομία και τα δικαστήρια να φυλακίζουν χιλιάδες Κούρδους ακτιβιστές. Οι Κούρδοι μπορεί να έχουν χαιρετίσει την υπόσχεση Ερντογάν να εξετάσει τη μείωση του ορίου τού 10%, αλλά θέλουν να δουν άμεσα πράξεις, όχι κι άλλα λόγια.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι αλλαγές πρέπει να είναι τόσες που να μπορούν να κρατήσουν σε κίνηση για την ώρα την ειρηνευτική διαδικασία. «Ο χρόνος μπορεί ακόμη να μην είναι κατάλληλος για κάτι όπως η εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα, αλλά θα έπρεπε να είναι δυνατή σε λίγα χρόνια από τώρα», λέει ο Vahap Coskun, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Dicle του Ντιγιαρμπακίρ. «Οι Κούρδοι δεν πιστεύουν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι επαρκείς, αλλά η διαδικασία θα συνεχιστεί». Ο Hugh Pope, διευθυντής τής Διεθνούς Ομάδας Κρίσεων της Τουρκίας, εξηγεί, «δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια πλευρά που να θέλει να αρχίσει τον πόλεμο και πάλι. Με την προεκλογική περίοδο να είναι προ των πυλών, η κυβέρνηση επιθυμεί να μην διασαλεύσει την κατάσταση της ασφάλειας». Το ίδιο ισχύει και για το PKK, λέει. «Οι συνομιλίες έχουν την καλύτερη ευκαιρία για διεθνή νομιμοποίηση».
Ο ίδιος ο Οτσαλάν φαίνεται να συμφωνεί. Σε μια σειρά από δηλώσεις που έκανε σε Κούρδους πολιτικούς και συγγενείς που τον επισκέφθηκαν στη φυλακή, την περασμένη εβδομάδα, ο ηγέτης τού ΡΚΚ απέρριψε τις νέες μεταρρυθμίσεις ως άσχετες, αλλά εκτίμησε ότι υπάρχει ελπίδα για την ειρηνευτική διαδικασία. «Οι εις βάθος διαπραγματεύσεις πρέπει να ξεκινήσουν χωρίς περαιτέρω απώλεια χρόνου», είπε. «Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να είναι ουσιαστικές και πρέπει να παράγουν αποτελέσματα».

«W» ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
Οι Κούρδοι της Τουρκίας φαίνεται να ακολουθούν το παράδειγμα του Οτσαλάν: κερδίζουν χρόνο, διατηρούν την πίστη τους στο διάλογο, κι ελπίζουν ότι οι ακόμη περισσότερες μεταρρυθμίσεις δεν είναι πολύ μακριά στον ορίζοντα. Το ίδιο ισχύει και για την οικογένεια των Ακκίς.
Δεκατέσσερα χρόνια πριν, η σύζυγος του Αλί Ακκίς γέννησε ένα αγοράκι. Για να τιμήσει τη μνήμη τού δολοφονηθέντος αδελφού του, ο Αλί αποφάσισε να ονομάσει το νεογέννητο Kawa, που ήταν το προσωνύμιο του Γιακούπ στο αντάρτικο. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα. Τα γράμματα «W», «Q» και «X», που απαντώνται όλα στο αλφάβητο Κούρδων, έχουν διαγραφεί από την τουρκική γλώσσα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Σε μια τοπική δημόσια υπηρεσία, όπου πήγε ο Αλί για να καταχωρήσει το όνομα του γιου του, βρέθηκε σε αδιέξοδο. «Δεν μπορούσες να βρεις ένα οποιοδήποτε άλλο όνομα;», του ούρλιαξε ο υπεύθυνος. Ο Αλί δεν αποθαρρύνθηκε. Μετά από αρκετές διαφωνίες, ο ίδιος και ο δημόσιος υπάλληλος βρήκαν τελικά έναν τρόπο να παρακάμψουν την απαγόρευση. Για την οικογένειά του, το αγόρι θα λέγεται Kawa. Για το τουρκικό κράτος, θα λέγεται Kavva.
Ο Αλί μού έδειξε ταυτότητα του αγοριού όταν τον επισκέφθηκα στο σπίτι του την άνοιξη. «Το διπλό ‘V’, φαίνεται ακριβώς όπως ένα ‘W’», είπε γελώντας.
Οι μεταρρυθμίσεις τής 30ης Σεπτεμβρίου σήμαναν για τον Αλί και τον Kavva κάποια ευχάριστα νέα. Ως μέρος του «πακέτου δημοκρατίας» τού Ερντογάν, η μακροχρόνια απαγόρευση των «X», «Q» και «W» θα μπορούσε τελικά να αρθεί. «Δεν είναι αρκετό, είναι μόνο ένα μικρό, συμβολικό βήμα», μου είπε ο Αλί όταν του τηλεφώνησα πρόσφατα. Είχε παρόμοια πράγματα να πει και για τις άλλες μεταρρυθμίσεις. «Τι κι εάν επιτρέπουν την κουρδική γλώσσα σε ιδιωτικά σχολεία;» ρώτησε. «Οι άνθρωποι εδώ γύρω έχουν πέντε, και ορισμένοι έχουν έως και δέκα παιδιά. Δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τα ιδιωτικά σχολεία». Παρ’ όλ’ αυτά, είπε, οι νέοι νόμοι ήταν «ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση».
Και τι θα γινόταν αν η ειρηνευτική διαδικασία έπεφτε και πάλι σε βάλτο; Τι θα συνέβαινε αν ο Kawa ερχόταν μια ημέρα στον πατέρα του και του ανακοίνωνε ότι κι αυτός, όπως και οι θείοι του, σε ηλικία 14 ετών, ήθελε να ενταχθεί στο αντάρτικο; Ο Αλί αρνείται να εξετάσει την ιδέα. «Ο δρόμος για τη λύση δεν είναι πλέον ο πόλεμος», είπε. «Κανείς δεν θέλει πια να στείλει τους γιους του στα βουνά».

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια: