Σάββα Παύλου Ερυθροτερμινθέως ,savvaspavlou.wordpress.com
Οι αποκαλύψεις του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας, για την εντεταλμένη πυρπόληση των ελληνικών δασών, εκ μέρους των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις, τις νοοτροπίες και τις τακτικές που αναπτύσσει και εφαρμόζει η τουρκική, πειθαρχημένη και αποτελεσματική, επεκτατική πολιτική. Και άλλες φορές ειπώθηκε και επεξηγήθηκε ότι πολλά τεκμήρια για τις πυρκαγιές των ελληνικών δασών οδηγούν στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, όμως αμέσως, μόλις γραφόταν αυτό, ένας οχετός από κείμενα και λόγους, γραμμένους και εκφωνούμενους από υψηλόμισθους και εις τα ανώτερα δώματα εντύπων και ραδιοτηλεοπτικών μέσων ευρισκομένους, ακολουθούσε, που μιλούσε για συνομωσιολόγους, εθνικιστές και άλλους φανατικούς, που τις αδυναμίες της Ελλάδας τις αποδίδουν, με «μανία και προκατάληψη», στους Τούρκους.
Θα ήταν καλό, αν είχαμε μια δυναμική και ελεύθερη δημοσιογραφία στην Ελλάδα, κάποιοι να έψαχναν και να εντόπιζαν τη σχετική συζήτηση, όταν αναφερόταν, η πιθανότητα έστω, ότι πίσω από τις φωτιές βρίσκονται οι μυστικές τουρκικές υπηρεσίες, τι γραφόταν, με μίσος και λοιδορία, από διάφορους προοδευτικώνυμους δημοσιογράφους.
Έχω ιδίαν πείρα όταν απέστειλα απάντηση στο ιδεοληπτικό και προκατασκευασμένο άρθρο του Λιάκου, στο Βήμα Αθηνών, για τους νεκρούς της μπανιέρας του 1963 και συνάντησα την πείσμωνα άρνηση να δημοσιευτεί -η δικαιολογία του Πρετεντέρη, με
τον οποίο επικοινώνησα, ήταν ότι ήρθε είκοσι μέρες μετά, συνήθως δημοσιεύουν απαντήσεις εντός δεκαπενθημέρου. Λοιπόν το Βήμα αφήνει την προπαγάνδα του Ντενκτάς χωρίς απάντηση, κατ΄ ακρίβειαν την προωθεί, με το δικαιολογητικό ότι το κείμενο έφτασε κοντά της λίγο αργά.
Το ιστολόγιο δημοσιεύει το κείμενο που εστάλη στο Βήμα, ως απάντηση στον Λιάκο, θυμίζοντας ότι εν τω μεταξύ αναγνωρίσθηκε ακόμη μια προβοκάτσια των Τούρκων -αξιωματούχος του τουρκικού κράτους παραδέχτηκε ότι οι βόμβες εναντίον τζαμιών στην Κύπρο, ενέργειες για τις οποίες κατηγορήθηκαν οι Έλληνες του νησιού, τοποθετήθηκαν από τουρκικά χέρια, εντεταλμένα από τις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας.
Ας κλείσουμε όμως αυτό το σημείωμα, που προηγείται του κειμένου «Παραχαράξεις και διαστρεβλώσεις» με μια απλή διαπίστωση: Η Τουρκία μπορεί να ευθύνεται για πολλά και διάφορα στην Κύπρο. Δεν ευθύνονται όμως οι καημένοι οι Τούρκοι αν οι Κύπριοι μείωσαν το επίπεδο της σκέψης και της ευφυΐας τους, αν έγιναν νεοκύπριοι και ιστορικώς αγράμματοι.
Παραχαράξεις και διαστρεβλώσεις
(ένα κείμενο που όφειλε να δημοσιεύσει το Βήμα)
γράφει ο Σάββας Παύλου
Εδώ και 1800 περίπου χρόνια, ο Λουκιανός μας έδωσε το σπινθηροβόλο κείμενό του «Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν». Μη διαθέτοντας τη διεισδυτικότητα και εμβέλεια του εκ Σαμοσάτων μεγάλου συγγραφέα για συμπυκνωμένες, μα και χαριτωμένες, ιστορικές θεωρήσεις, μπορώ απλώς να αναφέρω μια μικρή υπόδειξη: τι πρέπει να αποφεύγουμε όταν γράφουμε ιστορία. Και αυτή η μικρή υπόδειξη είναι η επανάληψη της παγκοίνως γνωστής και παραδεκτής ρήσης για αποφυγή της πρόχειρης παράθεσης, χωρίς βάσανο και έλεγχο, δεδομένων και τεκμηρίων. Όλα πρέπει να παρατίθενται αφού διασταυρωθούν και επιβεβαιωθούν πολλές φορές. Σε σημείωμά του Αντώνη Λιάκου στο Βήμα (ημερομηνίας: 2 Ιουνίου 2002) και με τίτλο: «Οι διχασμένες μνήμες. Μια απάντηση στις επικρίσεις για την ΕΟΚΑ», αναφέρεται και η ιστορία των τεσσάρων νεκρών που βρέθηκαν πεταμένοι στην μπανιέρα του σπιτιού τους. Τριών παιδιών και της μητέρας τους. Ένα, πράγματι, αποτρόπαιο έγκλημα που συνέβη στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας στις 24 Δεκεμβρίου 1963. Η αναφορά συνοδεύεται και από το ακόλουθο σχόλιο: «Το τουρκοκυπριακό σπίτι που έγινε η σφαγή είναι ένα πραγματικό σπίτι και όσα καταγγέλλονται είναι πραγματικά γεγονότα».
Όμως όσα καταγγέλλονται για την υπόθεση αυτή δεν είναι πραγματικά γεγονότα. Ακόμη, το θέμα έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από την τουρκική προπαγάνδα και απετέλεσε βασικό επιχείρημα για να εδραιωθεί η γενικότερη αντίληψη στο εξωτερικό για τους φτωχούς και ανυπεράσπιστους Τουρκοκύπριους (poor Turks). Πάντως από την αρχή ήταν γνωστό ότι στο έγκλημα αυτό δεν ενέχεται καθόλου η ελληνική πλευρά, ήταν ένα απεχθές έγκλημα το οποίο επιτέλεσε τουρκική σχιζοφρένεια και παραφροσύνη, συγκεκριμένα του Τούρκου γιατρού της ΤΟΥΡΔΥΚ ο οποίος μετά αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Η ηγεσία της τουρκοκυπριακής ανταρσίας, αφού εξαφάνισε αμέσως, μεταφέροντας αεροπορικώς στην Τουρκία, τον συζυγοκτόνο και παιδοκτόνο γιατρό, γιατί ήταν εύκολο να υποπέσει σε αντιφάσεις και ως ένοχος να μη μπορέσει να κατασκευάσει μια διήγηση δολοφονικής επίθεσης εκ μέρους άλλων, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για λόγους προπαγάνδας αποδίδοντάς το στη γενοκτόνο διάθεση των Ελλήνων της Κύπρου (εφ. Ελευθερία, Λευκωσία, 10 – 1- 1964, σ. 1).[1]
Το θέμα δεν περιορίζεται όμως στον έλεγχο των πηγών. Για έναν που ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές η ιστορία των τεσσάρων νεκρών της μπανιέρας είναι σημαντική για να κατανοήσει αρκετά γύρω από την κυπριακή υπόθεση. Η εύκολη διαστρέβλωση εκ μέρους της τουρκικής πλευράς και η αδίστακτη χρήση του γεγονότος για προώθηση της προπαγάνδας της, η συνεχής και πρόθυμη χρήση της φωτογραφίας αυτής από τα ισχυρά δυτικά ειδησεογραφικά πρακτορεία αποτελούν στάσεις και συμπεριφορές αρκετά αποκαλυπτικές. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι η φωτογραφία, με καταγγελία της υποτιθέμενης ελληνικής ενοχής, έκανε το γύρω του κόσμου μέσα από τις σελίδες του γνωστού Readers Digest καθώς και σε ετήσια αγγλική φωτογραφική έκδοση (1965). Ακόμη, είναι αρκετά αποκαλυπτική και η επιπόλαια αναφορά στο θέμα αυτό από Κύπριους και Ελλαδίτες συγγραφείς και μελετητές. Γιατί, στην εξέλιξη του κυπριακού, βλέπουμε ακόμη και την τάση τα θύματα του τουρκικού επεκτατισμού να μετατίθενται στην πλευρά των θυτών κι αυτή η μετάθεση να γίνεται εκ μέρους των θυμάτων, μια αυτοκαλλιέργεια ενοχών που παραπέμπει σε ψυχαναλυτικούς όρους. Φαίνεται ότι η θέση του ταπεινωμένου θύματος δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή, φαίνεται ότι ο φόβος και το σπαρακτικό αίσθημα ανικανότητας και αδυναμίας για την ανατροπή των κατοχικών δεδομένων και την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού εξηγεί εν μέρει αυτή την τάση αν συνυπολογιστεί ότι συνεπικουρείται από τις προσπάθειες για λύση η οποία, εξ όσων εμφαίνεται, θα είναι τόσο οδυνηρή για την ελληνική πλευρά που πρέπει, για να γίνει αποδεκτή, να χρησιμοποιηθούν και τέτοια μέσα καλλιέργειας ενοχών.
Το σημαντικότερο: Τις προβοκάτσιες και διαστρεβλώσεις τις κάνουν οι δυνατοί, οι αδύνατοι οχυρώνονται πίσω από αρχές και νόμιμα προτάγματα. Ως αδύνατοι ξέρουν ότι αν μπουν στο χορό της προβοκάτσιας και των παράνομων ενεργειών θα δημιουργήσουν τέτοια δεδομένα στο θέμα τους που θα συντρίψουν πρώτα απ’ όλα τους ίδιους αφού αυτά προσιδιάζουν στο θράσος των ισχυρών. Η υπόθεση των νεκρών της μπανιέρας που αποδεικνύεται ειδησεογραφική προβοκάτσια της τουρκικής πλευράς, η προβοκάτσια της έκρηξης στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ που αποτέλεσε το έναυσμα για τη δοκιμασία του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης με τις βιαιοπραγίες, τους βιασμούς και τους νεκρούς των Σεπτεμβριανών του 1955, η προβοκάτσια με την έκρηξη, στις 7 Ιουνίου 1958, στο Τουρκικό Γραφείο Τύπου της Λευκωσίας που ομολόγησε σε συνέντευξή του ο Ντενκτάς και η οποία προκάλεσε την ένταση των διακοινοτικών ταραχών με νεκρούς και τραυματίες, αποδεικνύουν ότι ο κυπριακός ελληνισμός είναι το αδύνατο στοιχείο. Συναισθανόμενη τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων, η ελληνική πλευρά στην Κύπρο παρ’ όλον ότι είναι η συντριπτική πλειοψηφία και κατέχει τις ιστορικές και πολιτιστικές περγαμηνές του νησιού εν τούτοις κινείται προσεκτικά, πάντα στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας και των αρχών δικαίου και με βάση τα προτάγματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνήθως με υποχωρήσεις και αποδοχή της μη πλήρους εφαρμογής τους προς όφελος των τουρκικών συμφερόντων, όταν η τουρκική πλευρά κινείται άνετα, χωρίς υπολογισμούς και δισταγμούς, στους ρυθμούς της παραχάραξης, διαστρέβλωσης και προβοκάτσιας.
[1] ) Βλ. ακόμη: Χριστόδουλος Παπαχρυσοστόμου, Άπαντα, τόμος Δ’, Λευκωσία 1999, σ. 157 – 159. Πολύ σημαντική είναι και η μαρτυρία του Τούρκου φωτογράφου, (ο οποίος φωτογράφισε τους νεκρούς της μπανιέρας) που αποδεικνύει περίτρανα τη σκευωρία, στο βιβλίο του Κώστα Γεννάρη, Εξ Ανατολών, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001 , σ. 15 – 18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου