Αγιορείτικα... ιδιόμελα
Του Ι. Μ. Κονιδάρη*
Συνιστά ίσως κοινοτοπία η διαπίστωση ότι ως λαός έχουµε, πέρα από τις αδιαµφισβήτητες ικανότητες που γενικώς µας αναγνωρίζονται, και τη µοναδική δεξιότητα, σε κρίσιµες µάλιστα στιγµές της ιστορίας µας, µε τα ίδια µας τα χέρια να βγάζουµε τα µάτια µας...
Για του λόγου το ασφαλές, ας αναφέρω δύο µόνο περιπτώσεις από τη νεότερη ιστορία µας: τη Μικρασιατική Καταστροφή και το Κυπριακό ζήτηµα, ιδίως µετά την ανατροπή, επί επταετίας, της νόµιµης κυβερνήσεως στην Κύπρο µε τα γνωστά επακόλουθα.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις µεγάλοι «φίλοι» και ισχυροί «εταίροι» µάς παρέσυραν σε ενέργειες, την κρίσιµη όµως στιγµή µας εγκατέλειψαν στην τύχη µας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, καθόλου τυχαίο και αυτό, παράπλευρες απώλειες υπέστη το Οικουµενικό Πατριαρχείο, το µαρτυρικό Φανάρι, που στην πρώτη µεν απώλεσε το...
µεγαλύτερο µέρος του ποιµνίου του, στη δεύτερη δε υπέστη, όχι άπαξ, ελεεινούς και δεινούς κατατρεγµούς.
Τελευταίως γίνεται πολύς και ανοίκειος λόγος για το Αγιον Ορος. Η προπέτεια είναι και αυτή, ατυχώς, γνώρισµα της φυλής µας... Και όσο λιγότερα γνωρίζει κανείς τόσο µε µεγαλύτερη αδολεσχία οµιλεί, ιδίως µάλιστα αν κατέχει µόνιµο «παράθυρο» στην τηλεόραση ή µικρόφωνο σε ραδιόφωνο, θέσεις που σηµατοδοτούν τις σύγχρονες αυθεντίες της γνώσεως!
Αφορµή αποτέλεσαν αστικής και ποινικής φύσεως υποθέσεις, οι οποίες αφορούν σε µία από τις είκοσι κυρίαρχες µονές του Αγιώνυµου Ορους, υποθέσεις που βρίσκονται ενώπιον των δικαστηρίων, χωρίς καµία από αυτές να έχει κριθεί τελεσίδικα και αµετάκλητα.
Εκείνο που προξενεί όµως κατάπληξη είναι η τουλάχιστον αφελής στάση της ελληνικής πολιτείας, η οποία αποδεικνύει ότι όχι µόνο δεν έχει αντιληφθεί το ειδικό και προνοµιακό καθεστώς του Αγίου Ορους, αλλά και το παραβιάζει καταφώρως. Θυµίζω ότι η ενσωµάτωση του Αγίου Ορους στην ελληνική επικράτεια βρήκε να ισχύει στο Αγιον Ορος καθεστώς προνοµιακό και αναλλοίωτο από αιώνες...
Το αρχαίον προνοµιακόν αυτό καθεστώς των Κυριαρχικών, Βασιλικών, Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών, αυτοδέσποτων και αυτεξούσιων, Ι. Μονών του Αγίου Ορους εκδηλώνεται κυρίως µε την εκτεταµένη αυτοδιάθεση και αυτοδιοίκησή τους.
Η ελληνική πολιτεία διατήρησε το προνοµιακό αυτό καθεστώς και το διασφάλισε διττώς. Τούτο µεν ήδη από το 1925, µε συνταγµατική διάταξη (άρθρο 105 ισχύοντος Σ.), τούτο δε µε τη νοµοθετική κύρωση του Καταστατικού Χάρτη (1924) του Αγίου Ορους (ΚΧΑΟ), µε το Ν∆ τής 10/16.9.1926.
Ο ΚΧΑΟ είναι νόµος αυξηµένης τυπικής δυνάµεως, υπερισχύει όλων των άλλων νόµων οι οποίοι ψηφίζονται κατά τη συνήθη διαδικασία (άρθρο 73 επ. Σ.) και συνεπώς οποιαδήποτε διάταξη νόµου αντιφάσκει σε διάταξη του ΚΧΑΟ κάµπτεται προ αυτής, εφαρµοζοµένης βεβαίως της αντίθετης διατάξεως του ΚΧΑΟ.
Η ελληνική πολιτεία, εξάλλου, διατήρησε το προνοµιακό καθεστώς του Αγίου Ορους όχι απλώς αυτοπεριορίζουσα την ιδίαν αυτής αρµοδιότητα, αλλά εν όψει διεθνών συµβατικών δεσµεύσεων που ανέλαβε, τουλάχιστον για τις µη ελληνικής καταγωγής µοναστικές κοινότητες, κυρίως µε τις συνθήκες του Βερολίνου (1878), των Σεβρών (1920) και της Λωζάννης (1923), δεσµεύσεις που σε µια δικαιοκρατούµενη πολιτεία δεν ήταν δυνατόν παρά να ισχύουν αδιακρίτως για όλους όσοι µονάζουν στο Αγιον Ορος.
Εν προκειµένω, και µε αφορµή την ήδη αναφερθείσα υπόθεση, δεν τηρήθηκαν ρητές διατάξεις του ΚΧΑΟ, ενώ άλλες παραβιάστηκαν καταφώρως.
Στις διατάξεις που δεν τηρήθηκαν µνηµονεύω εκείνες που καθιδρύουν τοπική αρµοδιότητα των δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης για τα ποινικά αδικήµατα που κατηγορούνται ότι τέλεσαν εγκαταβιούντες στο Αγιον Ορος µοναχοί, ανεξαρτήτως του τόπου τελέσεως αυτών. Στις διατάξεις που παραβιάστηκαν θα πρέπει προεχόντως να σηµειωθεί η διάταξη που προβλέπει ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων εκτελούνται στο Αγιον Ορος µόνο µε διαταγή του ∆ιοικητή του Αγίου Ορους, διά των οργάνων του και µε την υποχρεωτική σύµπραξη ενός από τους Επιστάτες της Αγιωνύµου Πολιτείας.
Παρά ταύτα, η απόφαση προφυλακίσεως που εκδόθηκε στη µνηµονευθείσα υπόθεση εκτελέστηκε από τον αστυνοµικό διοικητή Πολυγύρου παρουσία Εισαγγελέα, ερήµην τόσο της Ιεράς Επιστασίας όσο και του ∆ιοικητή του Αγίου Ορους, και τούτο πέραν των υπερβολικών και εν πολλοίς θεατρικών µέτρων που είχαν ληφθεί από ξηρά, αέρα και θάλασσα για να αποτραπεί τυχόν «απόδραση» του καταζητουµένου, ο οποίος βρισκόταν στο κελί της µονής του!.. Εν όψει όλων αυτών δεν θα πρέπει να ξενίζει το ενδιαφέρον Ορθόδοξων Εκκλησιών και των κυβερνήσεων των κρατών όπου αυτές δραστηριοποιούνται για τα διαδραµατιζόµενα στο Αγιον Ορος, το οποίο αποτελεί, ως γνωστόν, πανορθόδοξο προσκύνηµα, αλλά και µοναδικό παγκοσµίως πολιτιστικό δρυµό, ως εκ των πολλών και σπανιότατων πολιτιστικών κειµηλίων που διασώζονται σε αυτό.
Αντιθέτως, θα πρέπει η ελληνική πολιτεία, και βεβαίως το αρµόδιο υπουργείο Εξωτερικών, να λαµβάνει όλα εκείνα τα κατάλληλα µέτρα που θα καθιστούν ανυπόστατους τους ισχυρισµούς ότι παραβιάζεται το αυτοδιοίκητο και αυτεξούσιο καθεστώς του Αγίου Ορους και µε τον τρόπο αυτόν να συµβάλλει ουσιαστικώς και στην αποφυγή ενδοεκκλησιαστικών τριβών.
Είναι, συνεπώς, προφανές ότι οι παραβάσεις και παραβιάσεις του ΚΧΑΟ που προαναφέρθηκαν από µέρους οργάνων της ελληνικής πολιτείας όχι µόνο δεν συµβάλλουν στην κατεύθυνση αυτή, αλλά συνιστούν εν δυνάµει θρυαλλίδα για την αναζωπύρωση διενέξεων σε έναν πολύ ευπαθή χώρο όπως είναι ο εκκλησιαστικογεωπολιτικός, και µάλιστα σε µια εξαιρετικώς λεπτή για τη χώρα µας συγκυρία.
*Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή
Του Ι. Μ. Κονιδάρη*
Για του λόγου το ασφαλές, ας αναφέρω δύο µόνο περιπτώσεις από τη νεότερη ιστορία µας: τη Μικρασιατική Καταστροφή και το Κυπριακό ζήτηµα, ιδίως µετά την ανατροπή, επί επταετίας, της νόµιµης κυβερνήσεως στην Κύπρο µε τα γνωστά επακόλουθα.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις µεγάλοι «φίλοι» και ισχυροί «εταίροι» µάς παρέσυραν σε ενέργειες, την κρίσιµη όµως στιγµή µας εγκατέλειψαν στην τύχη µας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, καθόλου τυχαίο και αυτό, παράπλευρες απώλειες υπέστη το Οικουµενικό Πατριαρχείο, το µαρτυρικό Φανάρι, που στην πρώτη µεν απώλεσε το...
µεγαλύτερο µέρος του ποιµνίου του, στη δεύτερη δε υπέστη, όχι άπαξ, ελεεινούς και δεινούς κατατρεγµούς.
Τελευταίως γίνεται πολύς και ανοίκειος λόγος για το Αγιον Ορος. Η προπέτεια είναι και αυτή, ατυχώς, γνώρισµα της φυλής µας... Και όσο λιγότερα γνωρίζει κανείς τόσο µε µεγαλύτερη αδολεσχία οµιλεί, ιδίως µάλιστα αν κατέχει µόνιµο «παράθυρο» στην τηλεόραση ή µικρόφωνο σε ραδιόφωνο, θέσεις που σηµατοδοτούν τις σύγχρονες αυθεντίες της γνώσεως!
Αφορµή αποτέλεσαν αστικής και ποινικής φύσεως υποθέσεις, οι οποίες αφορούν σε µία από τις είκοσι κυρίαρχες µονές του Αγιώνυµου Ορους, υποθέσεις που βρίσκονται ενώπιον των δικαστηρίων, χωρίς καµία από αυτές να έχει κριθεί τελεσίδικα και αµετάκλητα.
Εκείνο που προξενεί όµως κατάπληξη είναι η τουλάχιστον αφελής στάση της ελληνικής πολιτείας, η οποία αποδεικνύει ότι όχι µόνο δεν έχει αντιληφθεί το ειδικό και προνοµιακό καθεστώς του Αγίου Ορους, αλλά και το παραβιάζει καταφώρως. Θυµίζω ότι η ενσωµάτωση του Αγίου Ορους στην ελληνική επικράτεια βρήκε να ισχύει στο Αγιον Ορος καθεστώς προνοµιακό και αναλλοίωτο από αιώνες...
Το αρχαίον προνοµιακόν αυτό καθεστώς των Κυριαρχικών, Βασιλικών, Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών, αυτοδέσποτων και αυτεξούσιων, Ι. Μονών του Αγίου Ορους εκδηλώνεται κυρίως µε την εκτεταµένη αυτοδιάθεση και αυτοδιοίκησή τους.
Η ελληνική πολιτεία διατήρησε το προνοµιακό αυτό καθεστώς και το διασφάλισε διττώς. Τούτο µεν ήδη από το 1925, µε συνταγµατική διάταξη (άρθρο 105 ισχύοντος Σ.), τούτο δε µε τη νοµοθετική κύρωση του Καταστατικού Χάρτη (1924) του Αγίου Ορους (ΚΧΑΟ), µε το Ν∆ τής 10/16.9.1926.
Ο ΚΧΑΟ είναι νόµος αυξηµένης τυπικής δυνάµεως, υπερισχύει όλων των άλλων νόµων οι οποίοι ψηφίζονται κατά τη συνήθη διαδικασία (άρθρο 73 επ. Σ.) και συνεπώς οποιαδήποτε διάταξη νόµου αντιφάσκει σε διάταξη του ΚΧΑΟ κάµπτεται προ αυτής, εφαρµοζοµένης βεβαίως της αντίθετης διατάξεως του ΚΧΑΟ.
Η ελληνική πολιτεία, εξάλλου, διατήρησε το προνοµιακό καθεστώς του Αγίου Ορους όχι απλώς αυτοπεριορίζουσα την ιδίαν αυτής αρµοδιότητα, αλλά εν όψει διεθνών συµβατικών δεσµεύσεων που ανέλαβε, τουλάχιστον για τις µη ελληνικής καταγωγής µοναστικές κοινότητες, κυρίως µε τις συνθήκες του Βερολίνου (1878), των Σεβρών (1920) και της Λωζάννης (1923), δεσµεύσεις που σε µια δικαιοκρατούµενη πολιτεία δεν ήταν δυνατόν παρά να ισχύουν αδιακρίτως για όλους όσοι µονάζουν στο Αγιον Ορος.
Εν προκειµένω, και µε αφορµή την ήδη αναφερθείσα υπόθεση, δεν τηρήθηκαν ρητές διατάξεις του ΚΧΑΟ, ενώ άλλες παραβιάστηκαν καταφώρως.
Στις διατάξεις που δεν τηρήθηκαν µνηµονεύω εκείνες που καθιδρύουν τοπική αρµοδιότητα των δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης για τα ποινικά αδικήµατα που κατηγορούνται ότι τέλεσαν εγκαταβιούντες στο Αγιον Ορος µοναχοί, ανεξαρτήτως του τόπου τελέσεως αυτών. Στις διατάξεις που παραβιάστηκαν θα πρέπει προεχόντως να σηµειωθεί η διάταξη που προβλέπει ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων εκτελούνται στο Αγιον Ορος µόνο µε διαταγή του ∆ιοικητή του Αγίου Ορους, διά των οργάνων του και µε την υποχρεωτική σύµπραξη ενός από τους Επιστάτες της Αγιωνύµου Πολιτείας.
Παρά ταύτα, η απόφαση προφυλακίσεως που εκδόθηκε στη µνηµονευθείσα υπόθεση εκτελέστηκε από τον αστυνοµικό διοικητή Πολυγύρου παρουσία Εισαγγελέα, ερήµην τόσο της Ιεράς Επιστασίας όσο και του ∆ιοικητή του Αγίου Ορους, και τούτο πέραν των υπερβολικών και εν πολλοίς θεατρικών µέτρων που είχαν ληφθεί από ξηρά, αέρα και θάλασσα για να αποτραπεί τυχόν «απόδραση» του καταζητουµένου, ο οποίος βρισκόταν στο κελί της µονής του!.. Εν όψει όλων αυτών δεν θα πρέπει να ξενίζει το ενδιαφέρον Ορθόδοξων Εκκλησιών και των κυβερνήσεων των κρατών όπου αυτές δραστηριοποιούνται για τα διαδραµατιζόµενα στο Αγιον Ορος, το οποίο αποτελεί, ως γνωστόν, πανορθόδοξο προσκύνηµα, αλλά και µοναδικό παγκοσµίως πολιτιστικό δρυµό, ως εκ των πολλών και σπανιότατων πολιτιστικών κειµηλίων που διασώζονται σε αυτό.
Αντιθέτως, θα πρέπει η ελληνική πολιτεία, και βεβαίως το αρµόδιο υπουργείο Εξωτερικών, να λαµβάνει όλα εκείνα τα κατάλληλα µέτρα που θα καθιστούν ανυπόστατους τους ισχυρισµούς ότι παραβιάζεται το αυτοδιοίκητο και αυτεξούσιο καθεστώς του Αγίου Ορους και µε τον τρόπο αυτόν να συµβάλλει ουσιαστικώς και στην αποφυγή ενδοεκκλησιαστικών τριβών.
Είναι, συνεπώς, προφανές ότι οι παραβάσεις και παραβιάσεις του ΚΧΑΟ που προαναφέρθηκαν από µέρους οργάνων της ελληνικής πολιτείας όχι µόνο δεν συµβάλλουν στην κατεύθυνση αυτή, αλλά συνιστούν εν δυνάµει θρυαλλίδα για την αναζωπύρωση διενέξεων σε έναν πολύ ευπαθή χώρο όπως είναι ο εκκλησιαστικογεωπολιτικός, και µάλιστα σε µια εξαιρετικώς λεπτή για τη χώρα µας συγκυρία.
*Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου