Tου Pyotr Iskenderov*
για το περιοδικό "International Affairs"
Το έτος 2011 θα μείνει στην ιστορία ως μια περίοδος πρωτοφανούς αβεβαιότητας στην ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης. Από τη μία πλευρά, παρά τις ευρέως διαδεδομένες καταστροφολογικές εκτιμήσεις, η ΕΕ δεν θρυμματίστηκε και το πλάτος των ταλαντώσεων της αξίας του σχετικά νέου ευρωπαϊκού νομίσματος παρέμεινε σε ανεκτά όρια. Από την άλλη, είναι σαφές ότι οι συνέπειες των χειρότερων δοκιμασιών της "ολοκληρωμένης" Ευρώπης δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί και ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ΕΕ είναι μάλλον συστημικές παρά τυχαίες.
Τα αμφιλεγόμενα ψηφίσματα που προέκυψαν από τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2011 αντικατοπτρίζουν τη νέα πραγματικότητα της συμμαχίας, η οποία σε άλλες, καλύτερες μέρες της, λειτουργούσε ως ένα αυτόματο σύστημα, αλλά από τώρα και στο εξής μάλλον θα αναγκαστεί να καταφεύγει σε "χειροκίνητο έλεγχο". Ο κύριος λόγος για τον οποίο υιοθετήθηκαν σκληρά μέτρα, όπως αυτό της ίδρυσης του Ευρωπαϊκού...
Ταμείου Σταθερότητας και της κύρωσης ενός αρκετά αμφιλεγόμενου δημοσιονομικού συμφώνου, που αφορά στις χώρες-μέλη της ΕΕ - ενώ πολλαπλασιάζονται οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της ΕΕ στα επίπεδα της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής, κλπ. - είναι η παταγώδης αποτυχία των ευρωπαϊκών αρχών της "Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης", οι οποίες υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Εκτιμώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, ο Γάλλος υπουργός επί των Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Jean Leonetti, προειδοποίησε απερίφραστα τον περασμένο Δεκέμβριο ότι: "Tο ευρώ, αλλά και το ίδιο το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδέχεται να διαλυθούν, εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατορθώσουν να αντιμετωπίσουν τη χρηματοοικονομική κρίση που έχει πλήξει την Ευρωπαϊκή Ένωση".
Ενώ, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι εστίες αστάθειας, που εύκολα μπορούν να εξαπλωθούν και να μετατραπούν σε παγκόσμιες, συχνά γίνονται αιτία να αναπτύσσονται θεωρίες συνωμοσίας, θα πρέπει να αναγνωριστεί το γεγονός ότι οι εξωτερικές επιδράσεις συνέβαλαν ελάχιστα ή καθόλου στην κρίση της ΕΕ. Οι ΗΠΑ, η χώρα που γίνεται συνήθως στόχος αντι-συνωμοτικών και απορριπτικών σχολίων, προφανώς δεν αναμένεται να επωφεληθεί από την τρέχουσα ευρωπαϊκή κρίση. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Timothy Franz Geithner, ήταν κάτι παραπάνω από σαφής όταν άφησε να εννοηθεί ότι οι "βαρέων βαρών" παίκτες της ΕΕ θα πρέπει να βοηθήσουν τους λιγότερο ευέλικτους ομόλογούς τους, απορροφώντας το βάρος της κρίσης του χρέους . Τόνισε επίσης ο Geithner ότι οι σχεδιαστές της ευρωπαϊκής πολιτικής θα πρέπει, μετά από συνεννόηση με τις κεντρικές τράπεζες να "στήσουν ένα τείχος προστασίας" για να τεθεί ένα τέλος στο παρόν πρόβλημα. Δεδομένου του ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Barack Obama, αντιμετωπίζει και αυτός δημοσιονομικές "μάχες" αλλά και λόγω του ότι οι οικονομίες των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι στενά συνυφασμένες, η Ουάσιγκτον είναι λογικό να δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για τη βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άλλoι παγκόσμιoι "παίκτες", συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και των δυνάμεων του πολιτικοποιημένου Ισλάμ, είναι επίσης λογικό να παρακολουθούν στενά την κατάσταση. Αλλά το να τους κατηγορεί κανείς για την διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας ή για την κακή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών της Νότιας Ευρώπης όχι μόνο δεν θα ήταν ρεαλιστικό, αλλά θα ήταν σαν να λέγαμε, π.χ., ότι ο Ronald Reagan, o Deng Xiaoping ή o Ossama bin Laden ήταν προσωπικά υπεύθυνοι για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Με άλλα λόγια, μπορεί να είναι πρόσφορο για το κορυφαίο ευρωπαϊκό ντουέτο "Merkozy" να αναφέρεται σε μεμονωμένες περιστάσεις, όπως στην ανυπαρξία ανοιχτού ορίζοντα της Μεγάλης Βρετανίας και στη έλλειψη διάθεσής της να συνεργαστεί με την ΕΕ, ή στη συνήθεια των Ελλήνων να μην δουλεύουν τόσο σκληρά όσο πρέπει. Τα βαθύτερα, ωστόσο, αίτια πίσω από τα προβλήματα της Ευρώπης κατά τη διάρκεια της πορείας της προς την "Ολοκλήρωση" εντοπίζονται στις Βρυξέλλες, στα ίδια τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, της οποίας το αρχηγείο προσδίδει μια φουτουριστική εικόνα, που στερείται ουσιαστικού ύφους και χαρακτήρα, σε μια ολόκληρη περιοχή αυτής της πόλης.
Η οδυνηρή αλήθεια είναι ότι η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία άρχισε να σχεδιάζει την αρχιτεκτονική δομή της ενωμένης Ευρώπης χωρίς πολλή φροντίδα για αυτούς που έμελλε να την κατοικήσουν. Οι συντάκτες των Συνθηκών του Μάαστριχτ, της Λισαβόνας, και άλλων παρεμφερών συνθηκών έμοιαζαν, κατά ένα αφελή τρόπο, να είναι πεπεισμένοι ότι η "Νέα Ευρώπη" θα γινόταν το "σπίτι" κάποιων νέων ανθρώπων, απαλλαγμένων από φυλετικές ή άλλες προκαταλήψεις, μη εγκλωβισμένων σε "περιχαρακωμένες" αντιλήψεις περί εθνικής ταυτότητας, και πρόθυμων να εγκαταλείψουν τις όποιες παραδόσεις είχαν ενστερνιστεί οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους.
Ωστόσο, με το που εμφανίστηκε η κρίση στον ορίζοντα, αποκαλύφθηκε ότι οι διαχωριστικές γραμμές στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από την τελωνειακή ένωση και το κοινό νόμισμα, ήταν εντονότερες από ό,τι ήταν πριν, ακόμη και από τις δεκαετίες του '70 ή του '80. Η βασική ιδέα που εκφράζεται σε ένα πρόσφατο δημοσίευμα της ιταλικής εφημερίδας "La Repubblica" είναι ότι η σημερινή Ευρώπη διέρχεται μια συνεχιζόμενη κρίση ταυτότητας και όχι μια χρηματοοικονομική κρίση.
Για να σφυρηλατηθεί μια ενωμένη Ευρώπη, απαιτείται ένα ευρωπαϊκό έθνος με ισχυρή αίσθηση συνοχής, αλλά η εμπειρική πραγματικότητα άλλα μοιάζει να φανερώνει στους αρχιτέκτονες της ΕΕ. Όπως σημειώνεται στην ίδια εφημερίδα, την "La Repubblica", ποτέ στην ιστορία δεν προϋπήρξε μια κοινή συνύπαρξη Λιθουανών, Κυπρίων, Μαλτέζων, Σλοβάκων, Ιταλών, Εσθονών, Βρετανών και Αυστριακών - για να μην αναφέρουμε τους Γερμανούς και τους Γάλλους - μέσα σε μια ολοκληρωμένη κρατική υπόσταση, όπου μοιράζονταν ο ένας με τον άλλο τους οικονομικούς τους πόρους, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Και τα δύο ιστορικά καταγεγραμμένα εγχειρήματα οικοδόμησης ενός τύπου "αυτοκρατορίας της Γηραιάς Ηπείρου", βασισμένης σε μια αντίληψη περί ενός ενιαίου κυρίαρχου έθνους - η μια υπό τον Ναπολέοντα, η άλλη υπό τον Χίτλερ - φέρνουν στο νου, με αφορμή το πρόσφατο κύμα "εθνικιστικής αναγέννησης", ανατριχιαστικές ομοιότητες με άλλες εποχές, που έχουν από καιρό παρέλθει.
Έτσι ακριβώς και το ευρώ είναι ένα νόμισμα μετέωρο, που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Αφού κατάργησαν τα εθνικά νομίσματά τους, κάτω από την πίεση των Βρυξελλών, οι χώρες της ΕΕ διατήρησαν, κατά ένα ανεξήγητο και ίσως ύποπτο τρόπο, τα επιμέρους χρηματοπιστωτικά ιδρύματά τους, τους προϋπολογισμούς τους, και τις κεντρικές τους τράπεζες. Το προβλέψιμο αποτέλεσμα αυτού του τελευταίου γεγονότος ήταν, οι ισχυρότεροι "παίκτες" της ΕΕ να καταλήξουν να μοιράζουν ποσά, έτσι ώστε να διατηρηθούν οι ισολογισμοί των ασθενέστερων χωρών σε ανεκτή έως καλή κατάσταση, ενώ οι ασθενέστερες χώρες υπερχρεώθηκαν. "Το ευρώ μοιάζει με ένα ορφανό που υιοθετήθηκε από 17 γονείς, εντελώς ανόμοιους μεταξύ τους, και είναι απίθανο να επιτύχει να αποκτήσει αξιοπιστία ή να εμπνεύσει πολιτικό ενθουσιασμό", υπογραμμίζει η "La Repubblica" [1].
Η ΕΕ διαθέτει μεν ένα κοινό νόμισμα, αλλά οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι εξακολουθούν να ζουν σε διαφορετικές χώρες, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να λειτουργούν ως ξεχωριστές εκλογικές περιφέρειες, με κατά καιρούς διαφορετικές προτιμήσεις. Οι αποκαλούμενοι "αποτυχημένοι" της Ευρώπης - από την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι τις δημοκρατίες της Βαλτικής - δεν έχουν καμμία πρόθεση να εγκαταλείψουν τις εθνικές ταυτότητές τους στο όνομα της Ενωμένης Ευρώπης ή να θυσιάσουν το οικονομικό τους εγώ για τον ίδιο σκοπό. Το πνεύμα αυτό δεν έχει ουσιαστικά εξασθενήσει σε καμμία από τις ευρωπαϊκές χώρες και αυτή τη στιγμή αντλεί όλο και περισσότερη ενέργεια και δύναμη, λόγω της γενικής δυσαρέσκειας με το μοντέλο της απρόσωπης οντότητας, που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες.
Όταν λαοί που έχουν επίγνωση της μοναδικής ιστορίας του έθνους τους παροτρύνονται να ενταχθούν σε μια πανευρωπαϊκή ταυτότητα και να υποκύψουν στις ντιρεκτίβες που παράγονται σωρηδόν από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, η "προσφορά" συναντά την εύλογη αντίσταση, η οποία παίρνει διάφορες μορφές: από τις διαμαρτυρίες κατά της παγκοσμιοποίησης στη Δυτική Ευρώπη μέχρι τις κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση της μοναδικότητας της εθνικής ταυτότητας και των διακριτών θρησκευτικών πεποιθήσεων και παραδόσεων των Ελλήνων. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ένταση της αντίστασης θα εξακολουθήσει να αυξάνεται και στο άμεσο μέλλον.
Αναμφίβολα, οι Ευρωπαίοι έδειχναν πιο ενωμένοι στη δεκαετία του 1990, αλλά τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν η ΕΕ πρόσθεσε στην ατζέντα της το υπερβολικά φιλόδοξο πόνημα της ενσωμάτωσης στην ενωμένη Ευρώπη εθνών που ιστορικά παρουσιάζονταν ως χώρες που ανήκαν σε μη φιλικά στρατόπεδα. Αντί να γίνει αφορμή για το άνοιγμα αναξιοποίητων αγορών, η εσπευσμένη ενσωμάτωση της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έφερε την ΕΕ σε επαφή με έναν κόσμο, όπου κυριαρχούσαν η επαρχιακή νοοτροπία και οι παρασιτικές τάσεις. Οι εκκλήσεις των Βρετανών συντηρητικών για μια απόσυρση της χώρας τους από την ΕΕ δεν είναι με την πλήρη έννοια του όρου ενδείξεις "απομονωτισμού". Εδράζονται στην αντίληψη ότι ο "γάμος" μεταξύ της παλαιότερης δημοκρατίας της Ευρώπης και αυτής της ανερχόμενης "δεύτερης κατηγορίας" Ευρώπης είναι απλά ανέφικτος. Σύμφωνα με την περιοδική έκδοση "National Review": "Το νησί της Βρετανίας είναι, και δεν είναι, μέρος της Ευρώπης. Αποσύρεται με τρόπο μόλις ξεσπάσει μια κρίση, ενώ τρομοκρατείται στη σκέψη ότι ίσως αναγκαστεί να επανέλθει ενώ τα πράγματα θα είναι ακόμα σε βρασμό. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, David Cameron, δείχνει να γνωρίζει καλά το παλιό αυτό σενάριο, αφού επιμένει να επαναλαμβάνει σθεναρά και δημόσια ότι η Μεγάλη Βρετανία εξακολουθεί να είναι ένα μέρος της καταρρέουσας Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ όταν βρίσκεται ανάμεσα σε οικεία και έμπιστα πρόσωπα παραδέχεται ότι αυτό δεν ισχύει.
Οι εκτιμήσεις των Αμερικανών δημοσιογράφων όσον αφορά τη βιωσιμότητα της ΕΕ επίσης δεν είναι και τόσο αισιόδοξες. Σε δημοσίευμά του το "National Review" αναφέρει [2]:
"Η σχιζοφρένεια αυτή έγκειται στο γεγονός ότι δεκάδες πολιτισμοί και ιστορίες έχουν αναγκαστικά συμπιεστεί σε μια μικρή ήπειρο, που αποτελείται από ένδοξους - και ιδιαίτερα υπερήφανους - λαούς".
Mια άλλη διαβρωτική τάση, η οποία απειλεί την ΕΕ και απέκτησε νέα ώθηση το 2011, είναι η εντατικοποίηση της εσωτερικής διαδικασίας διαστρωμάτωσής της. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη οδηγήσει τη "συμμαχία" σε ένα κατακερματισμό κοινοτήτων διαφορετικών επιπέδων, οι οποίοι ανταγωνίζονται ανοιχτά η μια την άλλη για οικονομικούς, φυσικούς, και άλλους πόρους. Τα στρώματα που έχουν διαμορφωθεί σήμερα είναι:
(α) το ισχυρό στρατόπεδο με επικεφαλής την ηγεσία "Merkozy",
(β) το στρατόπεδο των Σκανδιναβών με τις δημοκρατίες της Βαλτικής,
(γ) οι χώρες της λεκάνης της Μεσογείου, και
(δ) οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Σαν να μην έφταναν αυτές οι καταστάσεις, η εικόνα της ΕΕ γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, καθώς ένα συνονθύλευµα συνασπισμών με ετερογενείς δραστηριότητες αναπτύσσεται συνεχώς στους κόλπους της ΕΕ, γεγονός που καθιστά την ίδια όλο και πιο άμορφη και την διαχείρισή της όλο και πιο δύσκολη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Πολωνία, η οποία έχει αφοσιωθεί στην σφυρηλάτηση του λεγόμενου "Ανατολικού Ομίλου", παρ' όλο που στις Βρυξέλλες κυριαρχεί ένας αυξανόμενος σκεπτικισμός γύρω από την προοπτική της ένταξης "ανατολικών εταίρων" στο μέλλον και η ηγεσία της ΕΕ προτιμά να περιορίζει τη σχέση μαζί τους σε υποσχέσεις οικονομικής βοήθειας. Σύμφωνα με τα ψηφίσματα της διάσκεψης του "Ανατολικού Ομίλου" που έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο, κατά τη διάρκεια της τριετίας 2010-2013 η ΕΕ θα διαθέσει 1,9 δισ. ευρώ για τα διμερή και περιφερειακά προγράμματα του ομίλου. Ωστόσο, οι Βρυξέλλες αρνήθηκαν να ανακοινώσουν οποιαδήποτε πολιτική δέσμευση όσον αφορά την Ουκρανία και άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες [3] . Η διοίκηση της ΕΕ αφήνει να εννοηθεί ότι ο "Ανατολικός Όμιλος" είναι μια τέλεια αφορμή να τηρούνται οι αποστάσεις από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και να εξασφαλίζεται η βεβαιότητα ότι δεν θα παρασυρθούν προς τη σφαίρα πολιτικής επιρροής της Ρωσίας [4]. Ο Γερμανός γεωπολιτικός παρατηρητής Κ. Müller τονίζει ότι:
"Ουσιαστικά η πρωτοβουλία έχει ως στόχο τον "εξευρωπαϊσμό" των εθνών της Ανατολικής Ευρώπης μέσω της εξαγωγής προς αυτούς του ευρωπαϊκού θεσμικού συστήματος, πράγμα που, κατά συνέπεια, θα απειλήσει σοβαρά την κυριαρχία τους..." [5].
Όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή που η Γερμανία έχει κερδίσει σημαντικά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα στην περιοχή των Βαλκανίων, ενώ η Γαλλία επιδίδεται σε έντονες δραστηριότητες στη Νότια Ευρώπη, όπου ο Nicolas Sarkozy προπαγανδίζει τη Μεσογειακή Ένωση. Η δυναμική αυτή τροφοδοτείται από την κλιμάκωση της αντιπαλότητας ανάμεσα στο Βερολίνο και το Παρίσι, η οποία εκδηλώθηκε έντονα κατά τη διάρκεια της εισβολής στη Λιβύη και της διαμάχης γύρω από την ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ, και δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε κρίσιμο ευρωπαϊκό ζήτημα μέσα στο 2012.
Το περιοδικό "Der Spiegel", με δημοσίευμά του, παρατηρεί με ειρωνικό τόνο ότι το Βερολίνο "θα πρέπει σύντομα να αποφασίσει με ποιό τρόπο θα καταφέρει τελικά θα χώσει τα δόντια του στις αναδυόμενες αγορές της Ρωσίας και της Ασίας, παραμένοντας συγχρόνως πιστό στους παραδοσιακούς συμμάχους του: τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ" [6].
Σύμφωνα με την περιγραφή του "Der Spiegel", η γραμμή που ακολουθεί το Βερολίνο μπορεί να συγκριθεί με το "σύνδρομο διπλής προσωπικότητας", το οποίο, θα πρέπει να σημειωθεί, αποτελεί σύμπτωμα της σχιζοφρένειας.
______________________
[1] Εφημερίδα "La Repubblica", 22.12.2011
[2] Περιοδικό "The National Review", 29.12.2011
[3] Ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης: http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/en/ec/124843.pdf
[4] http://www.euractiv.com/east-mediterranean/eu-nato-keep-eastern-countries-bay/article-177760
[5] Κ. Müller: "Countries in Transition": Entwicklungsfade der osteuropäischen Transformation // Osteuropa. 2001. H.10. S.1163
[6] Περιοδικό "Der Spiegel", 29.08.2011
* Ο Pyotr Iskenderov είναι ερευνητής στο Τμήμα Σλαβικών Σπουδών της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών και ειδικός συνεργάτης του γεωστρατηγικού κέντρου "Strategic Culture Foundation". Το άρθρο του αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "International Affairs".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου