Γράφει ο ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ,
φιλόλογος-συγγραφέας
Τρία κουσούρια κληρονομήσαμε ως Λαός από τη μακραίωνη σκλαβιά στον τόπο μας: Το ραγιαδισμό, το ρουσφέτι και το ραχατηλίκι. Και τα τρία μεταδόθηκαν –κληρονομικά– μέσα απ’ τις τότε και τις μετέπειτα ηγεσίες μας. Στην τουρκοκρατία είχαμε τους κοτζαμπάσηδες. Μετά την απελευθέρωση τους δοτούς ηγέτες. Τους βασιλιάδες, στην αρχή, που έπαιρναν το σκήπτρο "ελέω Θεού", τους "δοτούς" έπειτα που έπαιρναν την εξουσία από τα ξένα και τα ντόπια κέντρα εξουσίας. Μα κι εμείς που κάθε τόσο πάμε και ψηφίζουμε, τι κάνουμε, θα διερωτηθεί κάποιος: "Εκλέγουμε", δηλαδή επικυρώνουμε την...επιλογή άλλων, και αυτό – όπως λέει ο Χάουαρντ Ζιν - “νομίζουμε ότι είναι δημοκρατία” και δεν συνειδητοποιούμε ότι ο θεσμός της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης – όπως λειτούργησε μέχρι σήμερα “χρησιμοποιείται από τους επιτήδειους ως δημοκρατικό...
προσωπείο, προκειμένου να ελέγχεται η κοινωνία, και ως φράγμα απέναντι στις απαιτήσεις που απειλούν τα συμφέροντά τους”.
Αυτό που εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε, το έχει καταλάβει, πριν από πολλές δεκαετίες ο Ροΐδης, που, όπως έχουμε ξαναγράψει, όρισε το “πολιτικό κόμμα στην Ελλάδα, ως ομάδα ανθρώπων, μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ζητούσι να αναβιβάσωσι ένα οιονδήποτε εις την έδραν του πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να εργάζονται”. Και αυτοί, έχοντας τα δύο από τα τρία κουσούρια – το ραγιαδισμό και το ραχατηλίκι – προσθέτουν στους περί αυτούς και το τρίτο – το ρουσφέτι – για να πετυχαίνουν άνετα το στόχο τους.
Το ένα από αυτά τα τρία κουσούρια, το ραγιαδισμό, μας θύμισε τις προάλλες, ο αδελφός του πρώην πρωθυπουργού, ο Νίκος Παπανδρέου – γνωστός εξωθεσμικός, αλλά αποφασιστικός παράγοντας της πολιτικής ζωής κατά την τελευταία διετία – που ανάρτησε στην ιστοσελίδα του, προκειμένου να δικαιολογήσει τις ενέργειες και να περιορίσει τις ευθύνες του αδερφού του την είδηση ότι οι υπουργοί – εννοούσε αυτούς που είχε διορίσει ο αδερφός του – ήταν “ραγιάδες”.
Αν με ρωτήσετε, θα απαντήσω ευθέως και χωρίς κανένα δισταγμό ότι έχει απόλυτο δίκιο. Εγώ μάλιστα επεκτείνω αυτό το χαρακτηρισμό και στους προηγούμενους υπουργούς της τελευταίας τριακονταετίας. Δε μιλάω για παλιότερα, γιατί τότε ο βασιλιάς διόριζε ως πρωθυπουργό και ως υπουργούς τους κηπουρούς του. Δεν πρέπει όμως να ισοπεδώσουμε τα πάντα και να κάψουμε μαζί με τα ξερά και τα χλωρά. Και από υπουργική ξεραΐλα, είχε γεμίσει – και είναι ακόμα γεμάτος – ο τόπος. Υπήρξαν, βέβαια, μετρημένοι όμως στα δάχτυλα και υπουργοί πραγματικοί “αυτοκράτορες”. Θυμάμαι ακόμα τον Τρίτση, τον Κουλουριάνο, τον Αυγερινό, το Δρεττάκη, το Λαζάρη, και υποκλίνομαι με σεβασμό. Τι να πω όμως για τους άλλους, τους πιο πολλούς; Επαναλαμβάνω τη φράση του αμίμητου Κατσιφάρα, ότι αν δεν ήταν υπουργοί, δε θα τους γνώριζε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους. Ή αν θέλετε καλύτερα, προσυπογράφω την άποψη του Νίκου Παπανδρέου ότι ήταν “ραγιάδες”. Τέτοιους – ουκ ολίγους μάλιστα – συνάντησα στο δρόμο μου, όχι, βέβαια, τον προσωπικό – γιατί δεν τους χρειάστηκα – αλλά στο δρόμο των κοινωνικών αγώνων, στο δρόμο για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και της νομιμότητας στην πόλη μας.
Συναντήσαμε – το έτος 2000 μ.Χ. – έναν τέτοιο “ραγιά” υφυπουργό, το Γ. Δρυ, και του ζητήσαμε να εφαρμόσει το νόμο (1473/1984) που ψήφισε το κόμμα του που τον έκανε υπουργό. Και ξέρετε τι μας είπε ο “ραγιάς”;
“Είχατε τέσσερις υπουργούς από την Ήπειρο και δεν έκαναν τίποτα, εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα”.
Και παρ’ όλο τον κυνισμό του, παρ’ όλο το “ραγιαδισμό” του, είχε δίκιο. Και εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι την πιο χαρακτηριστική μορφή “ραγιαδισμού” τη συνάντησα στους Ηπειρώτες – υπάρχουν ασφαλώς και οι τιμητικές εξαιρέσεις, ελάχιστες όμως – πολιτικούς. Τρεις από αυτούς είχαν την αρμοδιότητα να λύσουν το θέμα, χωρίς να ρωτήσουν κανένα. Είχαν όμως μέσα τους το κουσούρι του ραγιαδισμού.
Ο πρώτος αφού πήρε μέρος σε διυπουργική και Πανηπειρωτική σύσκεψη που αποφάσισε την άμεση εφαρμογή του νόμου, μόλις πήρε εντολή από κάποιο κέντρο εξουσίας ούτε ήθελε να ακούσει γι’ αυτό το θέμα και το παρέπεμψε στον κάλαθο των αχρήστων.
Ο δεύτερος έδειξε στην αρχή υπερβάλλοντα ζήλο και υπερπατριωτισμό και μου ανέθεσε να του κάνω, επειδή είχα ασχοληθεί με το θέμα, σχετική εισήγηση, πράγμα που έγινε. Μια μέρα όμως, χτυπάει το τηλέφωνο, και ακούω από την άλλη άκρη:
“Έχεις απόλυτο δίκιο, αλλά με τις σχέσεις που έχει η Εκκλησία με την Εκάλη, δεν μπορώ να κάνω τίποτα”. Και όταν έλεγε Εκκλησία, εννοούσε τον Σεραφείμ, όταν δε έλεγε Εκάλη, εννοούσε τη Μιμή.
Τον ίδιο ζήλο έδειξε, αρχικά, και ο τρίτος Ηπειρώτης “ραγιάς”. Συσκέψεις επί συσκέψεων “για άμεση λύση του θέματος”. Και ξαφνικά, μια μέρα – Σάββατο του Λαζάρου μάλιστα – με πρόσωπο πελιδνό τον ακούσαμε να μας λέει: “Ύστερα από άνωθεν εντολή” σταματάω τη διαδικασία “για να μη διαταραχθούν οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους”.
Θυμήθηκα αυτά τα περιστατικά (και άλλα πολλά παρόμοια, που γρήγορα, με ονόματα, όποια κι αν είναι αυτά, κι όπου κι αν βρίσκονται, και στοιχεία ακλόνητα θα δουν το φως της δημοσιότητας, για να μάθει ο Ηπειρωτικός Λαός ποιοι “ραγιάδες” τον κρατάνε στο πηχτό σκοτάδι του μεσαίωνα) τις προάλλες, ακούγοντας στην τηλεόραση τον Κίμωνα Κουλούρη να απευθύνεται στο Χρήστο Παπουτσή και να του λέει: “Είσαι αχάριστος, εσύ ήσουν που έλεγες ότι την εξέλιξή μου την οφείλω στον Κίμωνα που με γνώρισε στον Παπανδρέου και στη Δήμητρα“.
Αυτό είναι το Κράτος που στήσαμε όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης και γι’ αυτό δεν πρέπει να απορείτε πώς φτάσαμε με τέτοιους “ραγιάδες” στη χρεοκοπία.
Και το κακό για τούτη τη δύσμοιρη χώρα είναι ότι το φαινόμενο του ραγιαδισμού εμφανίζεται σε επίπεδο εθνικό, αλλά και σε τοπικό. Και μάλιστα ακολουθεί, απαρέγκλιτα, το γνωστό απ’ την ιστορία νόμο της ετερογονίας των σκοπών, που μας λέει: “Για άλλο σκοπό ξεκινάει ο αδέξιος ή ηλίθιος (ή και επιδέξιος καμιά φορά) φορέας της ιστορικής στιγμής και στο αντίθετο αποτέλεσμα καταλήγει”. Όταν είναι νέος γίνεται επαναστάτης, μόλις όμως παίρνει στα χέρια του την εξουσία, χάνει την όρεξη για επανάσταση και γίνεται “ραγιάς”. Γέμισε ο τόπος από τέτοιους “επαναστάτες” που κατάντησαν “ραγιάδες”. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας και θα διακρίνετε, εύκολα μάλιστα, ατέλειωτο λεφούσι. Και ξέρετε ποιο είναι το πιο τραγικό; Ο ραγιαδισμός είναι αρρώστια μεταδοτική που καταντάει να γίνεται ανίατη. Κάνει τους “ραγιάδες” πολιτικούς αμετανόητους. Τους βλέπετε και στις μέρες μας. Συνήλθε το “Εθνικό Συμβούλιο” του ΠΑΣΟΚ, σε διήμερη σύσκεψη. Ούτε μια κουβέντα για λάθη. Ούτε μια φράση για αυτοκριτική. Ούτε έναν υπαινιγμό για ανεπάρκεια και ανικανότητα. Δίκαιη, έτσι, η οργή του Λευτέρη Παπαδόπουλου:
“Οι άνθρωποι αυτοί είναι αδιόρθωτοι, είναι προκλητικοί. Αυτοί μονίμως το βιολί τους. Τους μισθούς τους, την ασυλία τους, τους συνεργάτες τους. Για τους πολιτικούς ο λόγος· για τους πολιτικούς εν γένει”. Και τούτο γιατί, και το άλλο στρατόπεδο – το νεοδημοκρατικό – δεν πάει πίσω. Και αυτό αμετανόητο.
Καμιά αυτοκριτική για τα πεντέμιση χρόνια στην εξουσία, που άνοιξαν το δρόμο για τη χρεοκοπία. Υποσχέσεις, λαϊκισμός, φανφάρες, με ένα και κύριο στόχο: την επάνοδο στην εξουσία.
Και μπορεί, βέβαια, να μην “τα φάγαμε όλοι μαζί”, όπως μας είπε ο Πάγκαλος, αλλά όλοι ξέραμε τι συμβαίνει γύρω μας, όλοι βλέπαμε αυτούς τους “ραγιάδες” – και τους βλέπουμε ακόμα – να οργιάζουν, αλλά κάναμε πως δεν καταλαβαίναμε, γιατί έτσι μας βόλευε. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως, όπως οι άνθρωποι ως άτομα, έτσι οι λαοί και οι κοινωνίες παθαίνουν “μιθριδατισμό”, όταν το φαρμάκι της αδιαφορίας, τους προσφέρεται με μικρές και προσεχτικά κανονισμένες δόσεις. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου