Σελίδες

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Η σιωπούσα θεολογία


Καθώς διατρέχουμε την Εβδομάδα του Θείου Πάθους με την προσμονή της Αναστάσιμης Πληροφορίας, χιλιάδες είναι οι πιστοί ή ακόμη και οι εξ εθισμού πιστοί ή έστω οι κρατούντες την παράδοση, που θα βρεθούν μπροστά στις εικόνες των εκκλησιών ως προσκυνητές και αρκετοί ως λάτρεις της τέχνης. Επισκοπώντας, ωστόσο, μια βυζαντινή εικόνα κινδυνεύουμε να χάσουμε το μήνυμά της. Βρισκόμαστε συχνά στον πειρασμό να την απορρίψουμε ως απόκοσμη ή, στην καλύτερη περίπτωση να την εντάξουμε στα δημιουργήματα τέχνης μιας ξεπερασμένης εποχής με αξιοσημείωτη ιστορική αξία. Αυτή είναι, ίσως, η γνώμη αρκετών συλλεκτών. Η εικόνα, όμως, συνιστά ζωντανό ανάγνωσμα και γι’ αυτό ακριβώς προϋποθέτει γνώση και παιδεία.
Το θεάσθαι υπερκαλύπτει το λέγειν και το ακούειν, γιατί τα τελευταία ενέχονται στις ανόριες «διαστάσεις» του, αφού στο έσχατο νόημα του, το θεάσθαι είναι οφθαλμός επιστασίας. Κατά βάθος...
το αισθάνεσθαι κορυφώνεται στο οράν, στην όραση, στην άμεση και αμίλητη εποπτεία του κόσμου, σε ό,τι συναιρεί νοείν και αισθάνεσθαι στην αείφωτη ρίζα της μυστικής πρωταρχής. Το θεάσθαι φωτογραφίζει τον κόσμο, γονιμοποιεί το αρχέγονο νοείν, για να το καταστήσει διανοείσθαι. Καθιστά την εξωτερικότητα και τις δυνάμεις της ζώσης πραγματικότητας για την εσωτερικότητα. Το φως αποτελεί έτσι λαμπτήρα που φωτίζει το εξωτερικό για να τρέφει αέναα τις δυνάμεις της ψυχής, υπό τη συνεπικουρία και των άλλων αισθήσεων.
Όσα προηγούνται, εισάγουν άνετα στο βαθύτερο πνεύμα του εικονίζειν, στο πνεύμα της εικόνας, στον αιώνιο διάλογο αμεσότητας και εξωτερικότητας, ο οποίος θα ήταν αδύνατος χωρίς το θεάσθαι και τα θεώμενα. Η εικονολογική, όμως, αναγωγή προϋποθέτει συγκλονιστικές εμπειρίες και πνευματική παιδεία, ωρίμανση στη βαθύτερη τέχνη του ζην. Κατανοούμε έτσι γιατί το σύμβολο προηγείται της εικόνας, αλλά και γιατί την αγγέλλει ταυτόχρονα. Η συμβολική φορά πολλών μεγάλων πολιτισμών είναι ενδεικτική. Η φαραωνική σοφία και η οσιρική τάξη εμμένουν στο σύμβολο και στο συμβολισμό, για να πληροφορήσουν πως το σύμβολο παραπέμπει μ’ ένα συγκεκριμένο στοιχείο σε μια άπειρη και απόλυτη πραγματικότητα, στην οποία δεν οδηγούμαστε αναγωγικά και αναλογικά (με τον λόγο, δηλαδή) αλλά έμμεσα και απόλυτα. Το σύμβολο, επομένως, είναι κατά βάθος κρυπτικό, γιατί αποκρύβει και αποκαλύπτει ταυτόχρονα. Ο κόσμος μας είναι συμβολικό, γιατί εκφράζει το εγκόσμιο και το υπερβολικό. Το πρώτο είναι σαφές και φανερό, αλλά εκφράζει άμεσα και πάντα το υπερβατικό.
Μπορούμε τώρα να εισδύσουμε στις σχέσεις ανάμεσα στα σύμβολα της πρωτοχριστιανικής τέχνης και στην εικόνα. Τα πρώτα χριστιανικά σύμβολα συνιστούν προσπάθεια έκφρασης του μυστικού δεσμού που υπάρχει μεταξύ του ορατού και του νοητού, μεταξύ του αισθανόμενου και του νοούμενου. Σιγά-σιγά, όμως, η αλήθεια της ενσάρκωσης, η παιδεία της άσκησης, της μετάνοιας και της οικείωσης με τις «ένσαρκες» αρετές, στρέφουν τη χριστιανική τέχνη στην εικονολογική παιδεία. Το αισθάνεσθαι παιδαγωγείται μυητικά με κορυφαίο αναβαθμό το θεάσθαι, στα πλαίσια του οποίου πνεύμα και σώμα, μυστικό και υλικό, διαπλέκονται και αδελφώνονται. Ύλη της εικόνας είναι το πνευματικό το οποίο πλαστουργείται ως διαιώνια διαλεκτική του με το εγκόσμιο. Φως του σαρκικού είναι το πνευματικό, μαρτυρία του πνευματικού καθίσταται η ένσαρκη παρουσία. Βέβαια και στο άγαλμα εκφράζεται το βιωμένο διάστημα και στην πλαστική τέχνη μορφώνεται ένας κόσμος που αντανακλά αξίες και ιδανικά του καλλιτέχνη. Και εδώ το θεάσθαι κοσμείται με το μυστήριο της φιλανθρωπίας και της αγιότητας. Ωστόσο, το άγαλμα και η σαρκοφάγος προσφέρουν την προοπτική του βάθους χωροχρονικά, τείνουν να καθυποτάξουν το φυσικό στο υπερφυσικό και συχνά το επιτυγχάνουν. Αυτό φαίνεται καθαρά σε υπέροχα έργα τέχνης ρωμαιοκαθολικής πνευματικότητας. Στη βυζαντινή εικόνα, το αυστηρό βλέμμα του εικονιζόμενου αγίου έχει ασκηθεί στη μετάνοια και έχει ανακτήσει το πνεύμα της αιώνιας παιδικότητας.
Η εικόνα εκφράζει το άφραστο θαύμα της αιώνιας Επίσκεψης σμιλευμένο με τα δώρα του ελέους, της ουσίας, της προσφοράς. Στη χριστιανική όμως Θεολογία το δόγμα του ενσαρκωμένου λόγου φωτίζει, γιατί εκφράζει τη θεία πληρότητας, όπως αυτοεκφράζεται ως αποκαλύπτουσα δωρεά, ως μυστήριο της Έλευσης, της Εγρύγορσης, του Πληρώματος. Η βυζαντινή παράδοση εμμένει στην αγιότητα του εικονιζόμενου, παραπέμπει, όχι πια στο σύμβολο, αλλά στην επιφάνεια των κύριων οντολογικών κατηγοριών του χριστιανικού μηνύματος. Η ρωσική Ορθοδοξία θα προσφέρει τη σοφιολογική διάσταση της εικόνας, επιμένοντας, όχι μόνο της αγιότητα, αλλά και στην αρχετυπική αποκάλυψη. Η Θεία Τριάς αιωνίζει τον κόσμο ως επιστατούσα Σοφία και σ’ αυτό το μέτρο ο κόσμος, η κοινωνία των αγίων δηλαδή, την προσλαμβάνει χαρισματική.
Είναι έτσι φανερό: Το πνεύμα της εικόνας είναι η άφραστη και σιωπούσα Θεολογία, όπως σμιλεύεται από τη μαρτυρία των αγίων και των μυστικών, όπως εκφράζεται από τους ιεροφάντορες του σεσιγημένου μυστηρίου. Γι’ αυτό η Θεία Τέχνη, χωρίς να αντιστρατεύεται την κοσμική, χωρίς να καταργεί το σύμβολο, φαίνει το μυστήριο, διαθλά τη Θεολογία στον κόσμο της τέχνης. Εκφράζει ιερά τον κόσμο των θεία γεωργημένων συνειδήσεων και προκαλεί με άρρητη ταπεινοφροσύνη όλες τις αγωνιούσες συνειδήσεις του Αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: