Περίληψη:
Οι διανοούμενοι παρατηρητές της πορείας της Ευρώπης στη δεκαετία του 1930 θεωρούσαν ότι το μέλλον ανήκε στον κομμουνισμό ή στον φασισμό και θα γελούσαν με την πρόβλεψη ότι δεκαετίες αργότερα ολόκληρη η ήπειρος θα ήταν δημοκρατική. Δύο νέα βιβλία, το ένα από τον Γιαν-Βέρνερ Μύλερ και το άλλο από τον Έρικ Χομπσμπάουμ φωτίζουν τις μεταβαλλόμενες τύχες των μεγάλων ιδεολογιών της Ευρώπης.
Ο οποιοσδήποτε ευφυής παρατηρητής στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, με δυσκολία θα αρνούνταν ένα μέλλον της ηπείρου μακριά από τον κομμουνισμό ή τον φασισμό. Η φιλελεύθερη δημοκρατία, ασφυκτικά αποκλεισμένη στα αριστερά από τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν και στα δεξιά από τη Γερμανία του Χίτλερ και την Ιταλία του Μουσολίνι, δεν φαινόταν να έχει πιθανότητες επιβίωσης. Οι περισσότερες χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης είχαν ήδη ενδώσει σε αυταρχικά καθεστώτα ή σε διάφορες παραλλαγές του φασισμού. Η Μεγάλη Ύφεση φανέρωνε ότι οι μαχητικές λύσεις που εφάρμοζαν και τα δύο άκρα ήταν καλύτερες από τα αδύναμα γιατροσόφια που μπορούσε να προσφέρει ο φιλελευθερισμός. Εκείνη την εποχή, η ιδέα ότι με την αυγή του 21ου αιώνα η Ευρώπη θα ήταν δημοκρατική από τον Τάγο και τον Έβρο μέχρι τον Δούναβη και τον Βιστούλα, θα φάνταζε εντελώς γελοία.
Πράγματι, ο θρίαμβος της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν ήταν ούτε κατά διάνοια...
αναπόφευκτος. Δύο βιβλία που εκδόθηκαν πρόσφατα, από συγγραφείς που διαφέρουν τα μέγιστα ως προς την κοσμοαντίληψη και τη μεθοδολογία, επιχειρούν να ερμηνεύσουν γιατί η ιστορία εξελίχθηκε κατά τον συγκεκριμένο τρόπο. Στο βιβλίο Contesting Democracy, ο Γιαν-Βέρνερ Μύλερ, ένας αγγλοτραφής Γερμανός πολιτικός επιστήμονας που διδάσκει στο Πρίνστον, ιχνηλατεί τους βασικούς ιδεολογικούς άξονες της ευρωπαϊκής πολιτικής στη διάρκεια του αιώνα, υποστηρίζοντας στην ουσία ότι η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων αναδύθηκε και αποδείχθηκε ανθεκτική, επειδή προσέφερε πρωτότυπες και ικανοποιητικές απαντήσεις στα μείζονα προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, στο βιβλίο με τον τίτλο How to Change the World, ο σπουδαίος μαρξιστής ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ καταγίνεται να ερμηνεύσει την ήττα του μαρξισμού και να διερευνήσει αν ενδεχομένως έχει ακόμη κάτι να προσφέρει σήμερα.
Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Το βιβλίο του Μύλερ αποτελεί μια πολιτική ιστορία της Ευρώπης από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, αλλά συγχρόνως και μια έρευνα για τους λόγους εξαιτίας των οποίων η Ευρώπη απέτυχε να εδραιώσει φιλελεύθερες δημοκρατίες κατά τον μεσοπόλεμο, πράγμα το οποίο έπραξε ικανοποιητικά μετά το 1945. Στο ίδιο βιβλίο αποτυπώνεται και μια συλλογή δοκιμίων πάνω σε μια σειρά σημαντικών Ευρωπαίων πολιτικών στοχαστών. Παρά το γεγονός ότι τα κεφάλαια του βιβλίου δείχνουν να καταπιάνονται με διαφορετικό αντικείμενο, εντούτοις το γενικό μήνυμα, πολύπλοκο και ενίοτε εξαιρετικά πρωτότυπο, είναι σαφές. Με λίγα λόγια, η δημοκρατική εξέλιξη στην Ευρώπη μετά το 1945 δεν επιτεύχθηκε με ευκολία ούτε συνέβη ως αποκατάσταση μιας προηγούμενης πολιτικής τάξης πραγμάτων. Πήγασε από το μάθημα που ο κόσμος διδάχθηκε από τις εύθραυστες δημοκρατίες του μεσοπολέμου και από την κληρονομιά ορισμένων από τα αντιδημοκρατικά κινήματα της ίδιας περιόδου. Ενισχύθηκε, επιπλέον, από την επείγουσα ανάγκη και τη συνεκτικότητα που επέβαλε το ευρύτερο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου.
Όπως υποστηρίζει ο Μύλερ, η αδυναμία που εμφάνισαν τα μετά το 1918 ευρωπαϊκά δημοκρατικά καθεστώτα, προήλθε κατά κύριο λόγο από τις ανακατατάξεις που προκάλεσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Συγκεκριμένα, η αιφνίδια κατάρρευση τεσσάρων -στην πλειοψηφία τους πολυεθνικών- αυτοκρατοριών (των Αψβούργων, των Γερμανών, των Ρώσων και των Οθωμανών), υπήρξε μια διαπάλη που κατεδάφισε μια καλά εδραιωμένη συντηρητική και ιεραρχική δομή, και την αντικατέστησε με μια σειρά από αδύναμα δημοκρατικά καθεστώτα. Πολλά από αυτά βασίστηκαν στην αρχή του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά παράλληλα επιβαρύνθηκαν με σοβαρά προβλήματα εθνικών μειονοτήτων, εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και αμφισβητούμενων συνόρων.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που δημιουργήθηκε το 1919 στη Γερμανία, υπήρξε το πρωταρχικό παράδειγμα αυτής της ταραχώδους δημοκρατίας. Κατά φυσικό τρόπο, λοιπόν, δεδομένης και της γερμανικής καταγωγής του αλλά και της κεντρικής θέσης που η χώρα κατέχει στην Ευρώπη, ο Μύλερ της αφιερώνει σημαντικό μέρος του βιβλίου του. Επρόκειτο για μια ηττημένη χώρα, που είχε υποστεί σημαντικές εδαφικές απώλειες στα δυτικά και στα ανατολικά, η οποία υιοθέτησε ένα υπερβολικά φιλελεύθερο Σύνταγμα, μόνο και μόνο για να δει τη γραφειοκρατική, στρατιωτική, εκκλησιαστική και ακαδημαϊκή ελίτ να αμφισβητούν τη νομιμότητα του δημοκρατικού καθεστώτος. Ο Μύλερ ερευνά τη Γερμανία της Βαϊμάρης μέσα από το πρίσμα της σκέψης του κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ, θέλοντας να δείξει το πώς αναγνωρισμένα -σήμερα- και κατά τα φαινόμενα διαχρονικά έργα, όπως το δοκίμιο «Politics as a Vocation», στην πραγματικότητα γράφτηκαν ως αντίδραση απέναντι στις προκλήσεις που έθεσε ένα ιδιάζον πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή την κρίση νομιμότητας που αντιμετώπισε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης μετά το 1919, βεβαρημένη από βίαιες αριστερές επαναστατικές ενέργειες, όπως αυτές της Βαυαρίας.
Εκείνη την εποχή η Γερμανία, όπως και αρκετές άλλες χώρες, ενστερνιζόταν με γοργό ρυθμό τις δημοκρατικές ηθικές αξίες, καθώς ο Μεγάλος Πόλεμος και τα επακόλουθά του είχαν οδηγήσει σε κεντρικό σχεδιασμό μεγάλου μέρους της οικονομίας, σε επέκταση του δικαιώματος ψήφου και σε ανάπτυξη των ιδεών του Ουίλσον περί εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι νεότευκτες δημοκρατίες αντιμετώπισαν τόσο μεγάλη δυσκολία στο να διαχειριστούν μια τόσο αντιφατική πραγματικότητα και τόσο αντιφατικές αρχές. Ο Μύλερ εξηγεί το πώς -κάτω από αυτές συνθήκες- οι ιδεολογίες, ιδιαιτέρως οι απολυτρωτικές και οι ολοκληρωτικές, όπως ο φασισμός και ο κομμουνισμός, κατόρθωσαν για πρώτη φορά να υπερβούν τον απλό πνευματικό διάλογο και να αιχμαλωτίσουν το φαντασιακό επίπεδο των μαζών, που πίστεψαν ότι οι φορμαλιστικές δημοκρατικές δομές αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τις προσδοκίες τους.
Σε αντίθεση με τη γεμάτη σεβασμό μεταχείριση, την οποία ο Μύλερ επεφύλαξε στην προσεκτική απόπειρα του Βέμπερ να συνδυάσει στη θεωρία του την τάξη, τη νομιμότητα και την εκπροσώπηση ενός σύγχρονου έθνους-κράτους, ο ίδιος επιφυλάσσει έναν όχι και τόσο κολακευτικό αλλά, πάντως, συναρπαστικό χαρακτηρισμό για τον Ούγγρο φιλόσοφο Γκεόργκι Λούκατς. Ο Μύλερ αναγνωρίζει μεν στον Λούκατς τη διεισδυτική και ενδελεχή ανάγνωση του Καρλ Μαρξ, η οποία τον ανέδειξε στον διαπρεπέστερο μαρξιστή φιλόσοφο του μεσοπολέμου, αλλά αναδεικνύει εκ παραλλήλου την πολιτική ανωριμότητά του κατά τη διάρκεια της ουγγρικής κομμουνιστικής επανάστασης του 1919, τους οπορτουνιστικούς ελιγμούς του κατά τη διάρκεια της σταλινικής περιόδου και την οριστική μεταστροφή του, ως παραδείγματος προς μίμηση για τη Νέα Αριστερά, κατά τη δεκαετία του 1960. Ο Μύλερ τον περιγράφει, επίσης, ως έναν από τους «πολλούς γόνους των αφομοιωμένων Εβραίων επιχειρηματιών ... (οι οποίοι) έγιναν μέλη μιας αδέσμευτης και αυτόνομα ριζοσπαστικής ιντελιγκέντσιας, που περιφέρονταν ανά την Ευρώπη με γενναιόδωρες χορηγίες (από τους συνήθως απελπισμένους πατέρες τους)». Αυτή η άποψη μπορεί να μην είναι απολύτως εσφαλμένη, αλλά πάντως τέτοια στερεότυπα σχετικά με την κοινωνική προέλευση των επαναστατών διανοουμένων απηχούν -σε ηπιότερους τόνους- αυτό που κραύγαζαν από τα μπαλκόνια πολλοί δεξιοί αντισημίτες εκείνης της εποχής: ότι η τάξη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες απειλούνταν από τους χωρίς ρίζες κοσμοπολίτες πλούσιους Εβραίους διανοουμένους.
Κατά την αναφορά του στον φασισμό, ο Μύλερ πολύ σωστά τονίζει την τεράστια επίδραση που είχαν οι ιδέες του φιλοσόφου Ζορζ Σορέλ στον Μουσολίνι και στη γαλλική ριζοσπαστική δεξιά, και ειδικότερα η αντίληψή του ότι η μαζική πολιτική δράση είναι εξαρτημένη από έναν «κοινωνικό μύθο». Όπως κατέδειξε ο ιστορικός Ζέεφ Στέρνχελ, οι εθνικιστικοί μύθοι έδωσαν περιεχόμενο και κίνητρα στις ξεριζωμένες μάζες, που ένιωσαν αποξενωμένες από τις επίσημες θεσμικές δομές των σύγχρονων δημοκρατιών. Αυτή η λαϊκή βάση διέκρινε τη φασιστική μυθολογία από τον ελιτίστικο παραδοσιακό συντηρητισμό, κάτι που πολλοί φιλελεύθεροι και μαρξιστές δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν. Ο φασισμός και ο ναζισμός, όχι μόνο δεν υπήρξαν πράκτορες της συντηρητικής αστικής τάξης πραγμάτων, αλλά ήταν επαναστατικά και άκρως μοντέρνα κινήματα. Μεγάλο μέρος της απήχησής τους βρίσκεται στον ισχυρισμό τους ότι ήταν πιο δημοκρατικά από τις δημοκρατίες.
Καθώς η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε και το τέλος του φασισμού, η δυτική Ευρώπη ανέλαβε το έργο της πολιτικής ανασυγκρότησης, υποστηρίζει ο Μύλερ. Οι πολιτικές ηγεσίες αντιλήφθηκαν ότι το έργο τους ήταν πολύ ευρύτερο από την απλή αναβίωση της μεσοπολεμικής τάξης πραγμάτων, της -άλλωστε- τόσο οικτρά αποτυχημένης. Αντ’ αυτού, επεξεργάστηκαν αυτό που ο Μύλερ ονομάζει «περιορισμένη δημοκρατία», ένα σύστημα που πήρε τους τυπικούς θεσμούς του κοινοβουλευτισμού, της καθολικής ψηφοφορίας και του πολυκομματισμού και προσέθεσε έναν αριθμό από περιορισμούς. Τα συνδικάτα διαπραγματεύονταν απευθείας με το κράτος, γεγονός που αποτελούσε αναγνώρισή τους ως νόμιμων συστατικών στοιχείων του πολιτικού συστήματος (και όχι απλώς εκπροσώπων των σοσιαλιστικών κομμάτων), επιτρέποντας σε εργοδότες, εργαζομένους και κυβέρνηση να διαπραγματεύονται για μισθούς και ημερομίσθια. Τα μη εκλεγμένα συνταγματικά δικαστήρια λειτουργούσαν ως ελιτίστικη τροχοπέδη στην πλειοψηφική vox populi, προστατεύοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα από τον αχαλίνωτο λαϊκισμό. Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό στοιχείο: αυτές οι «περιορισμένες» δημοκρατίες υιοθέτησαν μια βελτιωμένη κεϋνσιανή προσέγγιση στην κρατική παρέμβαση επί της οικονομίας, γεγονός που προσέθεσε ένα στοιχείο ασφάλειας στην πολιτική διάρθρωση, κάτι που έλειπε από την προ του 1939 Ευρώπη.
Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, ο Μύλερ βοηθά τους αναγνώστες να αντιληφθούν τη μεταπολεμική Ευρώπη, εστιάζοντας την προσοχή στην τεράστια συμβολή των Χριστιανοδημοκρατών. Ο Ιταλός Αλτσίντε ντε Γκάσπερι, ο Γερμανός Κόνραντ Αντενάουερ και ο Γάλλος Ρομπέρ Σουμάν, μετασχημάτισαν τα κόμματά τους από εχθρούς της δημοκρατίας σε βασικούς πυλώνες της. Πριν από το 1939, πολλά Χριστιανικά κόμματα είχαν συμμαχήσει με αντιδημοκρατικές δυνάμεις και μόνο η φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το Ολοκαύτωμα τα έπεισαν ότι μια τέτοια συνέργεια με τον φασισμό αντιβαίνει προς τις θρησκευτικές αρχές τους. Στο σημείο αυτό, καθοριστική σημασία είχαν τα κείμενα του Γάλλου καθολικού φιλοσόφου Ζακ Μαριτέν, όσον αφορά τον επαναπροσανατολισμό των Χριστιανικών κομμάτων προς τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό. Συμπράττοντας με φιλελεύθερα και σοδιαλδημοκρατικά κόμματα, προκειμένου να ενστερνιστούν ή ακόμη και να συμβάλουν στην καθοδήγηση μιας νέας τάξης πραγμάτων, οι Χριστιανοδημοκράτες προσέφεραν στο σύστημα τον τύπο της διαταξικής υποστήριξης ευρέων λαϊκών πλειοψηφιών, που οι μεσοπολεμικές δημοκρατίες δεν απόλαυσαν ποτέ.
Η ΚΑΜΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
Μία από τις πιο εκπληκτικές αλλαγές στην πολιτική εξέλιξη της Ευρώπης είναι η μεταστροφή της τύχης για τον μαρξισμό, μια σχολή σκέψης που άλλοτε φάνταζε ως ανυπέρβλητος ιδεολογικός αντίπαλος. Στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο How to Change the World, ο Χομπσμπάουμ προβαίνει σε ιστορική καταγραφή της επίδρασης του μαρξισμού στον 20ο αιώνα και επιχειρεί να κάνει μια υπόθεση για τη σημερινή του σημασία. Ο Χομπσμπάουμ είναι ένας από τους γίγαντες της ιστορικής επιστήμης και συγγραφέας μιας εντυπωσιακής σειράς επιβλητικών μελετών. Ακόμη και εκείνοι που διαφωνούν με τις μαρξιστικές αντιλήψεις του, γνωρίζουν ότι η εξελιγμένη χρήση της μαρξιστικής θεωρίας εμπλούτισε σε μεγάλο βαθμό τη μελέτη της εκβιομηχάνισης, της σύγχρονης εργατικής τάξης, των ποικίλων επαναστατικών κινημάτων και της ανάδυσης αυτοκρατοριών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κοσμοπολιτικό περιβάλλον της καταγωγής του -από την Αλεξάνδρεια, μέσω Βιέννης και Βερολίνου, ως το Λονδίνο- ενισχυμένο από την ευρύτητα της γνώσης του, τη γενναιοδωρία του πνεύματός του και την κατοχή γλωσσών και αντικειμένων του επιστητού, τον βοήθησαν να αποφύγει τη στενή και δογματική προσέγγιση, που είναι τόσο κοινή στους ελάσσονες μαρξιστές ιστορικούς.
Εντούτοις, όπως και στην περίπτωση του Φάουστ του Γκαίτε, υπάρχουν -φευ- δύο ψυχές που κατοικούν στο στήθος του. Από τη μια είναι ο δρ. Χομπσμπάουμ, ο επιβλητικός ιστορικός που χρησιμοποιεί τα εργαλεία της μαρξιστικής παράδοσης για να εξερευνήσει την ιστορία, κι από την άλλη ο σύντροφος Έρικ, ο επαναστάτης, ο οποίος παραμένει αιχμάλωτος της ιδεολογίας, αν και αποστασιοποιείται από την εξουθενωτική κομματική ορθοδοξία. Το βιβλίο How to Change the World, που περιλαμβάνει πάνω από μια δωδεκάδα δοκιμίων γραμμένων μεταξύ 1956 και 2009, αναδεικνύει αυτό το δισυπόστατο. Αν και ο τίτλος του βιβλίου είναι ελαφρώς παραπλανητικός (δεν πρόκειται για σύνοψη της επαναστατικής πράξης), το βιβλίο αποτελεί μια από τις αρτιότερες αφηγήσεις σχετικά με το πώς η μαρξιστική σκέψη πράγματι άλλαξε τον κόσμο.
Ο Χομπσμπάουμ ιχνηλατεί την επιρροή του Μαρξ στα πάντα, από την πολιτική ως την τέχνη, σε πολλές χώρες, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Ο συγγραφέας δείχνει πώς, παρά την αποστροφή του μαρξισμού προς τον εθνικισμό, η μαρξιστική ανάλυση βοήθησε να αναπτυχθούν και να συντηρηθούν εθνικιστικά κινήματα στους κόλπους ορισμένων καταπιεσμένων λαών. Μάλιστα, το κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στον Αντόνιο Γκράμσι, θα συμβάλει στο να πάψει ο Ιταλός μαρξιστής διανοούμενος να φαίνεται τόσο εσωτεριστής και αινιγματικός στο αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την εποχή μας έχει το πρώτο δοκίμιο, με τίτλο «Ο Μαρξ Σήμερα», στο οποίο ο Χομπσμπάουμ διεισδύει με οξυδέρκεια στη μετα-ψυχροπολεμική εποχή. Ισχυρίζεται ότι η διάλυση του σοβιετικού τύπου μαρξισμού έχει -παραδόξως- καταστήσει πιο ουσιαστική τη μελέτη του Μαρξ, απελευθερώνοντας τον μαρξισμό από τον ζουρλομανδύα που του φόρεσε η ιδιότητά του ως επίσημης ιδεολογίας ενός τυραννικού καθεστώτος. Εντούτοις, παραδέχεται, επίσης, ότι το όραμα του Μαρξ για ένα προλεταριάτο που θα «απαλλοτριώνει τους απαλλοτριωτές» είναι σήμερα ξεπερασμένο (αν και υποστηρίζει ότι η αντίληψη του Μαρξ για τον δυναμισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι διαφωτιστική για την αντιμετώπιση των καπιταλιστικών κρίσεων, όπως η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική ύφεση). Ο Χομπσμπάουμ είναι αποφασισμένος όχι μόνο να διασώσει τον Μαρξ από τα συντρίμμια της σοβιετικής καταστροφής, αλλά και να τον βοηθήσει να ξανακερδίσει τη θέση του στο πάνθεον των σύγχρονων διανοουμένων, που είναι ικανοί να αναπτύξουν αναλυτική και προσαρμοστική αντίληψη των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ίσως επειδή δεν επιθυμεί να ηχήσει δογματικός ή ξεπερασμένος, ο Χομπσμπάουμ αποφεύγει να χαρακτηρίσει «διαλεκτική» αυτήν τη μοναδική ιδιότητα της μαρξιστικής σκέψης, αλλά αυτό ακριβώς είναι το βασικό χαρακτηριστικό της.
Επίσης, δεσποτικός όσο και οι αναλύσεις του, ο Χομπσμπάουμ εμφανίζεται απρόθυμος να ασχοληθεί με ορισμένα προβληματικά γεγονότα. Ας πάρουμε τις εθνότητες. Δεδομένης της εβραϊκής καταγωγής του, ο Χομπσμπάουμ είναι δικαίως ευαίσθητος όσον αφορά τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι Εβραίοι διανοούμενοι σε διάφορα μαρξιστικά κινήματα, εστιάζοντας κυρίως σε εκείνα της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας. Με λακωνικό τρόπο επικρίνει τους περισσότερους μη Εβραίους διανοούμενους της Γερμανίας μετά την ενοποίηση, το 1871, επειδή υπήρξαν «βαθιά δεμένοι με την Αυτοκρατορία». Αυτή η υποταγή άφησε το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα χωρίς πνευματική ηγεσία, με αποτέλεσμα την άνοδο σε ηγετικές θέσεις Εβραίων, όπως ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, ο Καρλ Κάουτσκι και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ομοίως, η ανάδυση ποικίλων εθνικιστικών κινημάτων μέσα στην Αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα, οδήγησε πολλούς Εβραίους διανοούμενους στον σοσιαλισμό ή στον σιωνισμό, τους μόνους χώρους όπου θα μπορούσαν να νιώσουν οικεία.
Ο Χομπσμπάουμ περιγράφει με οξυδέρκεια όλα τα ανωτέρω, αλλά στην πραγματικότητα δεν καταγίνεται με το πρόβλημα που θέτει στο ευρύτερο πλαίσιο με το οποίο ασχολείται. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, η ταξική προέλευση θα πρέπει να καθορίζει την πολιτική τοποθέτηση του ατόμου. Αλλά για τους συγκεκριμένους ακτιβιστές, ήταν η εβραϊκή καταγωγή τους και όχι η ταυτότητά τους ως αστών διανοουμένων, που τους έσπρωξε στην αγκαλιά του μαρξισμού. Αυτή η άποψη σημαίνει ότι η ιστορία ως όλον δεν είναι η ιστορία των τάξεων (όπως θα έλεγε ο Μαρξ), αλλά ότι έχουν επίσης σημασία οι εθνικές, εθνοτικές και θρησκευτικές συγγένειες. Αν, όμως, ο Χομπσμπάουμ παραδεχόταν κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να απορρίψει μια μείζονα πλευρά του θεωρητικού μαρξισμού, πράγμα που είναι απρόθυμος να πράξει.
Μια πιο σοβαρή παράλειψη αφορά το σοβιετικό αγκάθι. Στην αυτοβιογραφία του, που εκδόθηκε το 2002, ο Χομπσμπάουμ καταπιάνεται με τη διαφοροποίηση της στάσης του απέναντι στη Σοβιετική Ένωση μέσα στα χρόνια και, σε πολλές περιπτώσεις, ομολογεί τις εσώτερες εντάσεις της σχέσης του με τη σοβιετική εμπειρία και τον όλεθρο που αυτή η εμπειρία προκάλεσε στους κομμουνιστές της Δύσης. Ωστόσο, ο ιστορικός αποφεύγει να ασχοληθεί με το θεμελιώδες ερώτημα: άραγε, η λενινιστική επανάσταση του 1917 στη Ρωσία θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη σοβιετική τυραννία και άραγε ήταν από την αρχή καταδικασμένη η προσπάθεια να επιβληθεί ένα σοσιαλιστικό όραμα σε μια προβιομηχανική κοινωνία; Σε κανένα από τα προηγούμενα έργα του Χομπσμπάουμ, ούτε βέβαια στο συγκεκριμένο, οι αναγνώστες δεν θα βρουν μια οριστική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Αυτό το αγκάθι γίνεται αιτία και για άλλες συσκοτίσεις. Ο Χομπσμπάουμ αναλύει τους μαρξιστές διανοουμένους της δεκαετίας του 1930 χωρίς να αναφέρει τις αντιδράσεις τους απέναντι στο Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ του 1939, ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη ναζιστική Γερμανία. Στην αυτοβιογραφία του, ο Χομπσμπάουμ παραδέχθηκε το γεγονός ότι και ο ίδιος είχε την εποχή εκείνη δικαιολογήσει το Σύμφωνο, με τη συνήθη φρασεολογία που επικρατούσε τότε στις τάξεις των κομμουνιστών. Σε τούτο το βιβλίο, όμως, δεν κάνει καμία αναφορά στο Σύμφωνο. Το να αγνοείς ένα τέτοιο γεγονός σε μια αφήγηση της ιστορίας του μαρξισμού της δεκαετίας του 1930, είναι απλώς ασυγχώρητο.
Σε ένα ορισμένο επίπεδο, μπορεί κανείς να συμμεριστεί τη θέση του Χομπσμπάουμ, κατεξοχήν επιφανούς μέλους (αν και, βεβαίως, όχι αποκλειστικά) της εβραϊκής μεσοπολεμικής ιντελιγκέντσιας, που πίστευε στο απολυτρωτικό όραμα του μαρξισμού. Η Σοβιετική Ένωση έγινε φάρος ελπίδας γι’ αυτήν την ομάδα, μετά τη σφαγή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και οικονομιών στις δεκαετίες 1920 και 1930. Η τάση -στην αρχή- να παραβλέπονται τα αρνητικά στοιχεία του σοβιετικού συστήματος, ήταν κατανοητή. Όμως αυτή η στάση εξελίχθηκε σε πνευματική και ηθική φυλακή, όταν αυτό που στην αρχή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παιδική ασθένεια της επανάστασης, μεταμορφώθηκε στο ειδεχθές έγκλημα του σταλινισμού. Μερικοί είχαν το θάρρος να απελευθερωθούν, άλλοι παρέμειναν κρεμασμένοι στις ελπίδες τους, ακόμη κι όταν σκοτείνιασε μέρα μεσημέρι.
Ο Χομπσμπάουμ προσπάθησε να διατηρήσει τόσο την ακεραιότητά του ως ιστορικού όσο και τις πεποιθήσεις του. Θα πρέπει να τον ευχαριστήσουμε για τα ιστορικά δώρα που προσέφερε στους αναγνώστες του. Όμως τελικά, ποτέ δεν αντιμετώπισε ικανοποιητικά το γεγονός ότι ο μαρξισμός ως επαναστατικό κίνημα στη Δύση, όπου δεν συνέβη προλεταριακή επανάσταση, απέτυχε ολοσχερώς, όχι μία φορά αλλά τρεις. Όσον αφορά την Ανατολή, αυτό που υποτίθεται πως ήταν η απολυτρωτική χειραφέτηση, κατέληξε να γίνει διαβολικός εφιάλτης. Τέλος, στον αναπτυσσόμενο κόσμο, οπουδήποτε ανέβηκαν στην εξουσία κομμουνιστικά καθεστώτα, δεν έφεραν τίποτα άλλο από δυστυχία.
Η ΚΡΙΣΗ ΣΗΜΕΡΑ
Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση κλόνισε -για μία ακόμη φορά- την πίστη του κόσμου στην ικανότητα του καπιταλισμού να παρέχει στο γενικό κοινό και σε διαρκή ροή οικονομικά οφέλη. Χρησιμεύει ως υπόμνηση της ευθραυστότητας της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, που περιγράφει ο Μύλερ. Εν τω μεταξύ, οι πρόσφατες διαδηλώσεις στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, επιβεβαιώνουν την αποτυχία των δημοκρατικών κυβερνήσεων να ανταποκριθούν επαρκώς στην κρίση ή να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του κόσμου για δράση. Ο Μύλερ γνωρίζει ότι η τόσο δύσκολα αποκτημένη μεταπολεμική ισορροπία δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και προβάλλει την κρίση του 1968 ως δείγμα ευθραυστότητας.
Η σημερινή οικονομική κρίση αποτελεί, επίσης, υπόμνηση της συνάφειας των σημερινών συνθηκών με τα ζητήματα που ταλάνισαν τον Μαρξ και τους οπαδούς του, του Χομπσμπάουμ περιλαμβανομένου. Με όρους διαλεκτικής (αν κάποιος μπορεί ακόμη να χρησιμοποιεί τον όρο), οι προτάσεις του Χομπσμπάουμ για το πώς στοιχεία της μαρξιστικής σκέψης είναι σε θέση να δώσουν λύσεις στην κρίση, ενδεχομένως να μπορούν ακόμη να σώσουν τη θεωρία από τον απόλυτο εξοβελισμό της στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Όπως μας έκανε σαφές η κρίση, ο φονταμενταλισμός των αγορών, οι ριζοσπαστικές ιδιωτικοποιήσεις και ο καθολικός φόβος για την κρατική εξουσία, αποτελούν υπερβολικά απλουστευτικές απαντήσεις στο πρόβλημα της διατήρησης μιας σύγχρονης, παγκοσμιοποιημένης οικονομικής τάξης πραγμάτων. Ένας τρόπος, πάντως, για να δει κανείς τον Μαρξ, ήταν να τον εντάξει στο ευρύτερο πλαίσιο του Διαφωτισμού και στη γερμανική παράδοση του Bildung, ως έναν στοχαστή ο οποίος, όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τη φρίκη του πρώιμου βιομηχανικού καπιταλισμού, επιχείρησε να δημιουργήσει έναν κόσμο με καθολική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, εντιμότητα και ανθρωπιά. Με τον τρόπο του, ο Χομπσμπάουμ εξακολουθεί να απευθύνεται σ’ αυτό το όνειρο.
Τα δύο βιβλία που προαναφέρθηκαν, συμβάλλουν στο να διαταράξουν τον ιδεολογικό εφησυχασμό του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο στην κρίση, αν και ποτέ δεν φαντάστηκε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί. Όπως καταδεικνύουν τόσο ο Μύλερ όσο και ο Χομπσμπάουμ, ο θρίαμβος της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχει παραχθεί από πολλά συστατικά και, αν κάποιο από αυτά υποτιμηθεί, αυτό θα αποτελέσει πηγή προβλημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου