του Ιωάννη Φριτζαλά*
Ἡ ἐν ἐξελίξει λαϊκή ἐξέγερση στήν Τουρκία ἀναδεικνύει, ἀργά ἀλλά σταθερά, τήν «ἀχίλλειο πτέρνα» της: τήν ἀνομοιογένειά της καί τίς τεράστιες ἐσωτερικές της ἀδυναμίες. Αὐτό τό μεγάλο στρατηγικό μειονέκτημα τῆς Τουρκίας ἒχει θιγεῖ ἐλάχιστα στήν Ἑλλάδα τῆς ἠττοπαθείας καί τῆς αὐτοϋποτιμήσεως. Καιρός εἶναι, λοιπόν, νά ἀδράξουμε τήν εὐκαιρία καί νά μελετήσουμε ἐπιτέλους τίς ἀδυναμίες τῆς γείτονος, σέ ὃρους στρατηγικῆς καί ἐθνικοῦ συμφέροντος, δίχως προκαταλήψεις καί ὑπερεθνικιστική διάθεση ἀπέναντι στόν γειτονικό λαό. Ἂς πάρουμε, ὃμως, τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή καί ἂς ἐξετάσουμε ἂν αὐτή ἡ ἀπόφαση μεγάλης μερίδος τοῦ τουρκικοῦ λαοῦ νά ἒρθει σέ ὁλομέτωπη σύγκρουση μέ τόν R. T. Erdoğan, εἶναι τόσο αὐθόρμητη ὃσο παρουσιάζεται. Διαχρονικό κριτήριο γιά νά ἀντιληφθεῖ κανείς τίς βαθύτερες διαστάσεις ἑνός «ἐπαναστατικοῦ» κινήματος εἶναι ἡ ἀντίδραση τοῦ ἐκάστοτε ἰσχυροῦ· ἐν προκειμένῳ τῶν ΗΠΑ.
Ἡ ἀπάντηση στό εὒλογο ἐρώτημα πού προέκυψε, ἂν ὑπάρχει σκοπιμότητα ἀποσταθεροποιήσεως τῆς γείτονος, ἦρθε ἀπό τήν ἂμεση ἀνταπόκριση τῆς ἀμερικανικῆς κυβερνήσεως, ἡ ὁποία ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή ἒσπευσε, διά στόματος τῆς εκπροσώπου τοῦ State Department, νά ὑποστηρίξει «τίς θεμελιώδεις ἐλευθερίες τῆς ἐκφράσεως, τοῦ συνέρχεσθαι καί τοῦ συνεταιρίζεσθαι, ὡς ζωτικῆς σημασίας γιά κάθε ὑγιῆ δημοκρατία». Ἡ ἀμερικανική παρέμβαση δέ ἐνισχύθυκε ἀπό τίς δηλώσεις τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικών John Kerry, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἒρευνα καί ἀνακρίσεις γιά τήν ἀστυνομική βία ἐναντίον τῶν Τούρκων πολιτῶν.
Τό πρῶτο κρατούμενο, συνεπῶς, εἶναι πώς ἡ ἐν ΗΠΑ «Κυριακή τῶν Βαΐων» τοῦ Τούρκου πρωθυπουργοῦ παρήλθε πολύ πιό σύντομα ἀπ’ ὃτι ἀναμενόταν. Ὁ ἲδιος, ἀρκεῖται πρός τό παρόν στήν ἒρευνα «γιά τόν εντοπισμό τῶν ξένων παραγόντων πού κρύβονται πίσω από τούς διαδηλωτές», ὃπως ἀνέφερε σέ δηλώσεις του, καί
κωφεύοντας ἀπέναντι στίς φωνές τῶν διαδηλωτῶν, πραγματοποίησε κανονικά τίς ἐπισκέψεις του στίς χῶρες τοῦ Μαγρέμπ. Ἐνδεικτική τῆς προσπάθειάς του γιά ἐνίσχυση τοῦ σαθροῦ νέο-ὀθωμανικοῦ οἰκοδομήματος ἦταν ἡ ἐπίσκεψή του στήν Ἀλγερία, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας ἀναφέρθηκε «στίς κοινές καταβολές τῶν δύο χωρῶν, στίς δημοκρατικές ἀξίες πού πρεσβεύουν, καθώς καί στήν κοινή πολιτιστική τους κληρονομιά (!)». Ἡ ἀναγόρευσή του σέ ἐπίτιμο διδάκτορα τοῦ Πανεπιστημίου Ἀλγερίου, «γιά τήν συμβολή του στήν ἀνθρωπότητα σέ ἐπίπεδο ἀνθρωπισμοῦ καί κοινωνικῆς γνώσεως» (sic), εἶναι ἐπίσης ἐνδεικτική τῆς προσεγγίσεως τῶν δύο χωρῶν.
Τήν ἲδια ὣρα πού ὁ Erdoğan ἐπιλέγει νά προβάρει τά σουλτανικά ἐνδύματα, ὁ πολιτικός του ἀντίπαλος καί ἡγέτης τῆς ἀντιπολιτεύσεως (CHP) Kemal Kılıçdaroğlu, ἀξιοποιεῖ πρός ὂφελός του τήν συγκυρία, δηλώνοντας πώς «οἱ νέοι ἀπό ὃλα τά κόμματα, ὃλες τίς πεποιθήσεις καί ταυτότητες ἀπαιτοῦν ἐλευθερία καί δημοκρατία», καλώντας τόν πολιτικό κόσμο νά λάβει αὐτό τό μήνυμα. Ἐπιπρόσθετα, αὐξάνουν οἱ φωνές, μεταξύ τῶν ὁποίων καί αὐτή τοῦ Προέδρου Α. Gül, πού ἐκφράζουν ἀνοιχτά τίς ἐνστάσεις τους σέ ἓνα ἐνδεχόμενο παροχῆς αὐξημένων ἐξουσιῶν στήν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας (την ὁποία ὁ Erdoğan σκοπεύει να διεκδικήσει), ὑπό τόν φόβο τῆς ὑπερσυγκεντρώσεως ἐξουσιῶν σέ ἓνα καί μόνο πρόσωπο. Κι ἐδῶ ἀναδεικνύεται ἡ δεύτερη μεγάλη ἀδυναμία τῆς Τουρκίας, τήν ὁποία θά ἐξετάσουμε παρακάτω. Πρωτίστως, θά ἀναφερθοῦμε σέ μία προσωπική ἀδυναμία τοῦ ἰδίου τοῦ Τούρκου πρωθυπουργοῦ, πού ἀκούει στό ὂνομα Fethullah Gülen.
Ὁ ἐν λόγῳ πολυεκατομμυριούχος (ἡ ἀξία τῶν κεφαλαίων πού διαχειρίζεται ἐκτιμᾶται στά 25 δισ. δολάρια) θρησκευτικός ἡγέτης τοῦ κυρίαρχου ἰσλαμικοῦ τάγματος «Νούρ» (μέ ἐπιρροές στήν κουρδική διανόηση) καί ἱδρυτής τῆς «Cemaat» (Κοινότητας) ἀσκεῖ ἐξ Ἀμερικῆς ὁρμώμενος τεράστια ἐπιρροή, ὂχι μόνο στά τουρκικά πράγματα, ἀλλά καί στήν εὐρύτερη εὐρασιατική ζώνη, καθώς, ὃπως φαίνεται, ἒχει ἀναλάβει «ὑπεργολαβικά», μέσῳ τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων πού ἐλέγχει, τήν διαμόρφωση μίας νέας ἰσλαμικῆς διανοήσεως καί πρακτικῆς, στό πλαίσιο πάντα τῆς σουνιτικῆς σχολῆς τοῦ Hanefi Islam. Παρ’ ὃτι ὁ Τοῦρκος πρωθυπουργός ἐκπροσωπεῖ τήν ἲδια σχολή, ἐν τούτοις τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του στούς πιστούς τοῦ ἰσλαμικοῦ τάγματος τοῦ «Σουλεϊμάν Ἐφέντι», διαχωρίζοντας τήν θέση του ἀπό τήν θεώρηση τοῦ (κατά τ’ ἂλλα) μέντορά του Gülen. Αὐτό εἶναι τό δεύτερο καί πολύ σημαντικό κρατούμενο, τό ὁποῖο ἀναδεικνύει μία ἀθέατη πλευρά τῆς τουρκικῆς κρίσεως. Πολύ πιθανόν, λοιπόν, ἡ Τουρκία νά ἒρχεται πλέον ἀντιμέτωπη ὂχι μόνο μέ μία διαμάχη μεταξύ ἰσλαμιστῶν – κεμαλιστῶν, ἀλλά μέ ἀκόμη μία πού μένεται στούς κόλπους τοῦ ἰδίου τοῦ τουρκικοῦ ἰσλαμισμοῦ. Δέν πρέπει νά παραβλέψουμε τό γεγονός πώς «τό 39,6% τῶν διαδηλωτῶν, εἶναι μεταξύ 19-25 ἐτῶν, ἐνῶ γενικῶς τό 63,6% εἶναι κάτω ἀπό 30 ἐτῶν». Οἱ ἀριθμοί αὐτοί εἶναι ἀρκετοί για να μᾶς ὁδηγήσουν στήν ὑπόθεση πώς ἡ «λαϊκή ὀργή» ἐνδέχεται νά εἶναι προϊόν ζυμώσεως ἐντός τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων τοῦ Gülen, ὁ ὁποῖος ἁπλῶς ἀνέμενε τήν κατάλληλη ἀφορμή γιά νά ἀνάψει τήν σπίθα. Τό πάρκο Γκεζί, ἡ ἀπαγόρευση τοῦ ἀλκοόλ καί τῶν φιλιῶν (σέ δημοσίους χώρους) ἀποτέλεσε τό κατάλληλο ἐκρηκτικό μείγμα. Ὀφείλουμε, ἐπίσης, νά προσθέσουμε πώς ὁ Gülen ἒχει ταχθεῖ ἐντόνως κατά τῆς τουρκικῆς συμμετοχῆς στὴν ἀποσταθεροποίηση τῆς Συρίας, μέ ὃτι αὐτό συνεπάγεται στίς σχέσεις του μέ τόν Erdoğan.
Ἂς ἐξετάσουμε τώρα τό βαθύτερο αἲτιο τῆς τουρκικῆς κρίσεως. Ἡ γειτονική χώρα, ὃσο καί ἂν ἒχει ἐπιλέξει νά ἐθελοτυφλεῖ, δέν μπορεῖ νά διαφύγει ἀπό μία δυσβάστακτη γι’ αὐτήν ἀλήθεια: «Οἱ Τοῦρκοι, 50.000 περίπου, ἐμφανίσθηκαν γιά πρώτη φορά στά ἀνατολικά σύνορά μας τό 980 μ.Χ. […] Ὃπως γράφει καί ὁ Κ. Παπαρηγόπουλος, οἱ Τοῦρκοι δέν ἦταν ἒθνος καί δεν εἶχαν ἐθνική γλῶσσα». […] Οἱ τουρκομογγόλοι αὐτοί νομάδες, ἐρχόμενοι σέ ἐπαφή μέ τόν Ἑλληνισμό τῆς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολίας καί Ἰωνίας, ἐδημιούργησαν σιγά – σιγά ἓνα γλωσσικό ὑπόστρωμα ἀρχαιοελληνικό καί ἐπέκεινα βυζαντινό. Ἐλλείψει γλώσσας, λοιπόν, εἶναι ἀπολύτως ἀπροσδιόριστη καί ἀμφιλεγόμενη ἡ γενεαλογία καί ἡ φυσιογνωμία τοῦ τουρκικοῦ λαοῦ, καθώς «καί οἱ λέξεις φλέβες εἶναι, μέσα τους αἷμα ρέει». Εἶναι, συνεπῶς, ἀπολύτως φυσιολογικό τό γεγονός πώς «ἒως τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνος δέν εἶχε ἀναπτυχθεῖ στήν Τουρκία ἡ ἐπιστήμη τῆς ἱστοριογραφίας, ἡ ὁποία ἂρχισε νά διαμορφώνεται ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Μουσταφᾶ Κεμᾶλ, μέ σαφή πολιτικά παρά ἐπιστημονικά κριτήρια». Ἡ σύνθεση τῆς «ταρίχ» (ἱστορία) τοῦ Κεμᾶλ, ὡς ἀπαύγασμα τοῦ Α΄ Τουρκικοῦ Ἱστορικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἂγκυρας (1932), θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς μία ἀπονενοημένη τακτική, βασισμένη στήν γενοκτονία καί στήν μαζική λοβοτομή, σκοπός τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἀλλαγή πλεύσεως τῆς καταρρέουσας αὐτοκρατορίας καί ἡ διαμόρφωση ἑνός συμπαγοῦς καί ἐθνικά ὁμοιογενοῦς κράτους. Τό μόνο πού κατάφερε ἦταν νά ἀνοίξει μία κερκόπορτα γιγαντιαίων διαστάσεων γιά τήν πατρίδα του, συμβάλλοντας στήν διαμόρφωση ἑνός κρατικοῦ μορφώματος ὑπό το κράτος τοῦ φόβου, δίχως το παραμικρό ἲχνος ἠθικῆς ἐλευθερίας, μέ μία ἐπίπλαστη ἐθνική ταυτότητα, ἀνύπαρκτη ὁμοιογένεια καί εὒθραυστη κοινωνική συνοχή…
* Γεωπολιτικός – Ἱστορικός ἀναλυτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου