του Γιώργου Βοσκόπουλου*
Η μάλλον απροσδόκητη προσπάθεια προσέγγισης ΗΠΑ και Ιράν αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό γεγονός, αφού αποτελεί μία νέα εισροή στις διεθνείς σχέσεις των χωρών της περιοχής αλλά και εξωσυστημικών δρώντων που δρουν εκεί. Ιδιαίτερη σημασία έχει το ότι έγινε με πρωτοβουλία, τουλάχιστον σε επίπεδο δηλώσεων, από την ιρανική πλευρά και τον νεοεκλεγμένο πρόεδρο Ροχανί, σε μία προσπάθεια αντιμετώπισης της διεθνούς απομόνωσης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα.
Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν προσεκτική αλλά έγινε αποδεκτή μάλλον με προθυμία. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην απευθείας τηλεφωνική επαφή των δύο ηγεσιών σε μία προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης και αποφόρτισης ενός κλίματος πολυμέτωπης αντιπαράθεσης η έκβαση του οποίου είναι εκ των πραγμάτων απρόβλεπτη. Η απάντηση Ομπάμα κατέδειξε τον εύλογο προβληματισμό της Ουάσινγκτον έναντι μίας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με το Ιράν. Ο Αμερικανός πρόεδρος εδώ και καιρό αναδείκνυε με
διάφορους τρόπους τον προβληματισμό του για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και αναζητούσε μία διέξοδο στις πιέσεις του Ισραήλ για άμεση στρατιωτική εμπλοκή. Μάλιστα οι Ισραηλινοί διακήρυτταν ότι θα το έπρατταν οι ίδιοι ακόμα και χωρίς την αρωγή των ΗΠΑ. Η επιλογή αυτή έχει αξία σε επίπεδο ρητορικής και άσκησης πιέσεων στην Ουάσινγκτον, ωστόσο ενέχει μεγάλο στρατηγικό και επιχειρη-σιακό ρίσκο το οποίο και οι ίδιοι οι Ισραηλινοί κατανοούν.
Οι επιλογές Ομπάμα και η μετριοπάθεια του στην αντιμετώπιση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν τον κατέστησαν συχνά στόχο της Ισραηλινής ηγεσίας, ενίοτε δε αντικείμενο σκωπτικών σχολίων από πλευράς Τελ Αβίβ. Πολλοί στο Ισραήλ θεωρούν ότι οι ΗΠΑ επαναυιοθετούν μία στρατηγική απομονωτισμού η οποία δεν εξυπηρετεί τους δικούς τους μακροστρατηγικούς στόχους σε ένα ασταθές υποσύστημα ασφαλείας. Οι Ισραηλινοί υποτιμούν σαφέστατα το μέγεθος και ένταση των οικονομικών και δημοσιονομικών ζητημάτων που ταλανίζουν τις ΗΠΑ και στηρίζουν τη διαχρονική επιλογή αποτροπής μίας αμερικανο-ιρανικής προσέγγισης.
Την ίδια στιγμή το Ισραήλ δέχεται πιέσεις από την ΕΕ [1] για το συνεχιζόμενο πρόγραμμα εποικισμών και εξαπολύει μία ρητορική επίθεση κατά των Ευρωπαίων για την πολιτική τους έναντι των Παλαιστινίων. Η απόπειρα αποστασιοποίησης Ομπάμα από τις επιλογές του παρελθόντος αλλά και η πολιτική των Ευρωπαίων προκαλούν προβληματισμό στο Τελ Αβιβ χωρίς ωστόσο να μεταβάλλουν την πολιτική του.
Το ζήτημα για το Ισραήλ είναι ότι τα επιχειρήματα του, τουλάχιστον στο σύνολο τους, δεν είναι πλέον αποδεκτά στις ΗΠΑ [2]. Η πειστικότητα τους αμφισβητείται με όρους αξιολόγησης του παρόντος βαθμού ταύτισης Αμερικανικών και Ισραηλινών συμφερόντων στην περιοχή. Η όποια ταύτιση τους αμφισβητείται σήμερα υπό το βάρος μιας πολιτικο-δημοσιονομικής αναγκαιότητας που υπερκαλύπτει άλλες προτεραιότητες. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό αφού η άσκηση ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής απαιτεί ιεράρχηση στόχων και αντικειμενική αξιολόγηση των διαθέσιμων μέσων σε συνάρτηση με τους στόχους που τίθενται.
Η εσωτερική κρίση διακυβέρνησης και η δημοσιονομική κρίση στις ΗΠΑ έχει εκ των πραγμάτων επιβάλλει την αξιολόγηση εναλλακτικών προσεγγίσεων έναντι του ζητήματος του Ιράν. Είναι μία στάση που υπαγορεύεται από πραγματισμό και ορθολογισμό σε πολιτικο-δημοσιονομικές συνθήκες πρωτόγνωρες για τη χώρα. Είναι σαφές ότι η προσέγγιση Ουάσινγκτον – Τεχεράνης απειλεί να ανατρέψει παραμέτρους της ευρύτερης ισραηλινής στρατηγικής. Σε επικοινωνιακό επίπεδο το Τελ Αβίβ επιδιώκει την υποβάθμιση της ιρανικής διαλλακτικότητας υπογραμμίζοντας προς όλους ότι η χείρα φιλίας της Τεχεράνης αποτελεί απλά έναν τακτικό ελιγμό και όχι ένδειξη ουσιαστικής μεταβολής πολιτικής από πλευράς Ιράν.
Το ερώτημα που τίθεται στο ίδιο το Ισραήλ είναι αν η χώρα θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να μεταβάλλει καταστατικές επιλογές της έναντι του Ιράν. Στο εσωτερικό της χώρας διατυπώνονται εναλλακτικές, μη συμβατικές προτάσεις που εντάσσονται στα πλαίσια μίας διαμετρικά αντίθετης λογικής στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ακόμα και η πρόβλεψη απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν [3].
Ωστόσο η προοπτική αυτή είναι περιορισμένης απήχησης στο Ισραήλ, αφού ο κ. Νετανιάχου ήταν σαφής κατά την ομιλία του στον ΟΗΕ. Εκεί επεσήμανε τη διαχρονική κατά τον ίδιο έλλειψη αξιοπιστίας από πλευράς Τεχεράνης και την παραπλανητική ρητορική του Ιράν. Το μήνυμα του προς συμμάχους και αντιπάλους ήταν σαφές: το Ισραήλ δεν αποδέχεται καμία εναλλακτική πολιτική που δεν θεμελιώνεται στην εξουδετέρωση της Ιρανικής απειλής. Οι προτάσεις Νετανιάχου διαφοροποιούνται ποιοτικά από αυτές του Μ. Ομπάμα, καθώς θέτουν ως αδιαπραγμάτευτο προηγούμενο την πλήρη συμμόρφωση του Ιράν με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ [4] και θεμελιώνονται στην συνέχιση της επιβολής κυρώσεων κατά της Τεχεράνης. Η επιλογή αυτή δημιουργεί δύο θετικά κατά τους Ισραηλινούς παράγωγα. Πρώτον, εξουθενώνει οικονομικά το Ισραήλ και δεύτερον, δημιουργεί συνθήκες δυσφορίας στο εσωτερικό της χώρας.
Η έμφαση που όψιμα ή μη αποδίδει η Ουάσινγκτον στη διπλωματία προβληματίζει το Τελ Αβιβ, αφού κατά τους Ισραηλινούς η προοπτική εμπλοκής σε μία μακροχρόνια διπλωματική διεργασία ανακυκλώνει την συστημική αστάθεια και ενισχύει το δίλημμα ασφαλείας του Ισραήλ. Η διαφοροποίηση ανάμεσα στην αμερικανική και ισραηλινή ηγεσία έγκειται στην αποδοχή μίας νέας διαδικαστικής προοπτικής (ΗΠΑ) και η εμ-μονή στην μέχρι σήμερα υιοθετηθείσα στρατηγική (Ισραήλ). Όπως επισημαίνεται, στην περίπτωση της αμερικανο-ιρανικής προσέγγισης «ο Μ. Νετανιάχου φοβάται την επιτυχία και όχι αποτυχία της διπλωματίας» [5].
[1] Βλ. “MP accuses US and Israel of grandstanding over occupied territories”, http://www.theparliament.com/latest-news/article/newsarticle/mep-accuses-us-and-israel-of-grandstanding-over-occupied-territories/#.Uk_LKdJHKSo
[2] Βλ. “In America, Israel is losing the debate on Iran”, Haaretz, http://www.haaretz.com/opinion/.premium-1.550385
[3] Βλ. «It's stupid, dangerous and wrong to demand Iran's humiliation», +972, http://972mag.com/its-stupid-dangerous-and-wrong-to-demand-irans-humiliation/79421/
[4] Βλ. “Bibi the bad cop: Can Israel Prevent a deal with Iran?, Foreign Affairs, 1/10/2013
[5] Βλ.”How Israel Can Help the United States Strike a Deal With Iran -- And Why It Should”, Foreign Affairs, 1/10/2013
* Ο Γιώργος Βοσκόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών και Πρόεδρος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου