Σελίδες

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Η ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ


του William Mallinson*

Το κείμενο που ακολουθεί, αφήνει να εννοηθεί ότι η βρετανική πολιτική στην ανατ. Μεσόγειο συνίστατο στο να ακολουθεί τις ΗΠΑ ολοένα και πιο φανατικά. Μια ενδελεχής εξέταση, ανάλυση και αποτίμηση των πλέον προσφάτων κειμένων εξωτερικής πολιτικής για την Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο που αποδέσμευσε (μερικώς) η βρετανική κυβέρνηση για το 1975, το έτος μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την τρέχουσα αντιπαράθεση, σχετικώς με τον ρόλο της Βρετανίας ως (κατ’ ευφημισμόν) λακέ των ΗΠΑ.
Όσο και σχετικώς με την αναχρονιστικώς ελγινιστική στάση που αφορά στην εμμονή της στις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων (ΚΠΒ) που διατηρεί στην Κύπρο (και καλύπτουν το 3% των εδαφών της χώρας) . Τα έγγραφα, μάλιστα, καταδεικνύουν πώς οι δύο αυτοί παράγοντες ήταν –και εξακολουθούν να είναι- στενά συνδεδεμένοι. Δείχνουν, όπως είχε πει και ο Guicciardini, πώς το παρελθόν φωτίζει το μέλλον, πώς ο κόσμος ανέκαθεν υπήρξε ο ίδιος και πώς τα ίδια πράγματα ανακάμπτουν με...
διαφορετικά χρώματα. Η δε ιστορία της Κύπρου είναι πλήρης συνεχών παρεμβάσεων από εξωτερικές δυνάμεις.
Παρά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση –η οποία επετεύχθη υπό το καθεστώς της παρανόμου τουρκικής κατοχής του 40% της επικρατείας της- η νήσος εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά στη ρίζα του σημαντικότατου «Ανατολικού Ζητήματος» ως κεντρικό σημείο, όμηρος μαζί και θύμα των αταβιστικών πολιτικών ισχύος μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες τρώνε τα νύχια της γεωστρατηγικής τους αντιπαλότητας και φιλοδοξίας.
Σε μία έξαρση ειλικρινείας, το ΥΕΚ ανέφερε σε ένα έγγραφο επί των βρετανικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο ότι: Δεδομένης της αποφάσεώς μας να μη χρησιμοποιήσουμε στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο και δοθείσης της σχετικώς μικρής πιέσεως που μπορούμε να ασκήσουμε στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία, βρισκόμαστε στην εξευτελιστική θέση να έχουμε ευθύνη χωρίς εξουσία. Το γεγονός αυτό δεν μας έδωσε κανένα απολύτως πλεονέκτημα και θα πρέπει να είναι προς όφελος των Βρετανικών συμφερόντων να εργασθούμε προς μια λύση η οποία δεν θα εμπλέκει τη Βρετανία σε τυχόν υποχρεώσεις εγγυήσεως ή άλλες μακροχρόνιες δεσμεύσεις επί της Κύπρου. Μια τέτοια λύση, όμως, απέχει μακράν και θα είναι εξαιρετικώς δύσκολο να επιτευχθεί εφ’ όσον διατηρούμε φυσική παρουσία στις Βάσεις.
Το 1970, το ΥΕΚ είχε ήδη αναγνωρίσει ότι οι ΚΠΒ –πολλώ δε μάλλον οι βρετανικές τοποθεσίες και εγκαταστάσεις- ήσαν όμηροι της κυπριακής καλής θελήσεως,  ενώ δύο μήνες μετά την τουρκική απόβαση στην Κύπρο είχε αναγνωρίσει ότι οι ΚΠΒ έφερναν τη χώρα σε δύσκολη θέση,  προχωρώντας σε μεγάλη μείωση του προσωπικού των ΚΠΒ.
Φαίνεται ότι χωρίς την πίεση των ΗΠΑ, η Βρετανία μπορεί και να είχε παραιτηθεί των ΚΠΒ. Το ΥΕΚ έγραψε σχετικά:
Η Κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι προσκολλημένη στην άποψη ότι τυχόν αποχώρησή μας από τις βάσεις μας στην Κύπρο θα είχε αποσταθεροποιητική επίδραση στην Ανατολική Μεσόγειο, με επιπτώσεις για τη Μέση Ανατολή […]. Ιδίως ο Δρ. Κίσινγκερ αγωνιά για το εάν θα εξακολουθήσουμε να καταλαμβάνουμε αυτό το τετράγωνο της παγκόσμιας σκακιέρας [sic] αν και δεν επιζητούμε πλέον έναν παγκόσμιο ρόλο. Αν και η πρώτη μας επιλογή, σε επίπεδο πολιτικής, θα επέβαλε πλήρη βρετανική στρατιωτική αποχώρηση από την Κύπρο, αναγνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει επί του παρόντος, δεδομένης της παγκοσμίου σημασίας που έχει η συνεργασία μας με τους Αμερικανούς [η πλαγιογράφηση είναι του συγγραφέως].
Παρά την αναγνώριση εκ μέρους του ΥΕΚ ότι οι ΚΠΒ θα έπρεπε να αποδεσμευθούν και την θέση του ότι τα βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο ήσαν πλέον μηδαμινά,  η Βρετανία προτίμησε να υπαγάγει τα συμφέροντά της (ή την έλλειψη αυτών!) στην παγκόσμια πολιτική των ΗΠΑ.
Κατά τα τέλη Απριλίου, ο Αμερικανός πρέσβυς στη Λευκωσία έφτασε μέχρι του σημείου να διαβεβαιώσει υψηλόβαθμο αξιωματούχο του ΥΕΚ ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν διατεθειμένη να καλύψει μέρος του κόστους των ΚΠΒ στην περίπτωση κατά την οποία η Βρετανία θα έμπαινε στον πειρασμό να τις εγκαταλείψει για οικονομικούς λόγους. Ενώ παρεδέχθη ότι η άποψη αυτή δεν ήταν πλήρως αποδεκτή στην Ουάσινγκτων, ήταν της γνώμης ότι εάν ποτέ το πρόβλημα αυτό γινόταν πραγματικότης, δεν θα υπήρχε η παραμικρή δυσκολία να εξευρεθεί η απαραίτητη χρηματοδότηση –ακόμα και μυστικά, αν ήταν απαραίτητο.  Ήταν ξεκάθαρο ότι εκτελούσε εντολές του Στέητ Ντηπάρτμεντ: ουδείς πρέσβυς θα εξέθετε ποτέ εαυτόν τόσο πολύ επί τέτοιου θέματος.
Όποια κι αν ήταν η πολεμική γύρω από το θέμα της αναχρονιστικής εμμονής της Βρετανίας να εξακολουθεί να καταλαμβάνει τμήμα άλλης χώρας (η βρετανική κυβέρνηση εξακολουθεί να αρνείται την αποδέσμευση διαφόρων σχετικών εγγράφων), είναι σαφές ότι οι συναισθηματικοί της δεσμοί με την Αμερική, η ημι-αυθόρμητη ανάγκη της να κρύβεται κάτω από την ποδιά των Αμερικανών όταν τη συμφέρει και η επιθυμία της να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ ανά τον κόσμο ακόμη και όταν δεν είναι προς όφελος των αντιστοίχων βρετανικών, ανέκαθεν υπήρχαν (και τώρα υπάρχουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό) στην ημερησία διάταξη.
(συνεχίζεται)
* Καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου, πρώην διπλωμάτης βρετανικού ΥΠΕΞ , ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α

Δεν υπάρχουν σχόλια: