Σελίδες

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Το ρωσικό «όχι» για τη Συρία. Γιατί η Μόσχα θέλει να σταματήσει την Αραβική Άνοιξη


Η Συρία αποκαλείται συχνά ως η τελευταία εναπομείνασα σύμμαχος της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή. Η συνεχιζόμενη άρνηση της Μόσχας να υποστηρίξει τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Αραβικό Σύνδεσμο καταδικάζοντας το καθεστώς Άσαντ φαίνεται σίγουρα να στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό. Οι λόγοι που οδήγησαν στην υποταγή της Ρωσίας προς τη Δαμασκό είναι πολλοί: ο Ρώσος πρωθυπουργός Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Σύριο πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ δήλωσαν ότι έχουν ένα είδος αυθύπαρκτης αλληλεγγύης, καθώς ο Πούτιν φοβάται ότι η αραβική άνοιξη θα ενθαρρύνει προκλήσεις εναντίον της δικής του εξουσίας. Την ίδια ώρα, η Ρωσία θεωρείται ότι έχει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στη Συρία, συμπεριλαμβανομένων των συμβολαίων πώλησης όπλων, της ναυτικής βάσης που είναι μισθωμένη από τη Ρωσία και των σχεδίων συνεργασίας στην πυρηνική ενέργεια.
Υπάρχουν στοιχεία αλήθειας σε όλους αυτούς τους ισχυρισμούς - αλλά προσφέρουν μόνο τμήματα της ευρύτερης εικόνας. Η θέση της Μόσχας σχετικά με τη Συρία διαμορφώνεται ακόμη περισσότερο από την πρόσφατη εμπειρία σχετικά με τη Λιβύη, από έντονες επιφυλάξεις όσον αφορά τη συριακή αντιπολίτευση και από υποψίες για...
τα κίνητρα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Δαμασκός ήταν σύμμαχος της Μόσχας στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν η Σοβιετική Ένωση είχε εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και τον «ιμπεριαλισμό» με κεφαλαία γράμματα. Υπό τον Χάφεζ αλ Άσαντ, πατέρα του Μπασάρ, οι Σοβιετικοί εξόπλισαν και εκπαίδευσαν τον συριακό στρατό. Αν και ο γέροντας Άσαντ ήταν δύσκολο να ελεγχθεί και κατάφερε να πάρει περισσότερα από το Κρεμλίνο από όσο το Κρεμλίνο από τη Δαμασκό, μπορούσε να στηρίζεται στο ότι δεν ήταν κολλημένος στο πλευρό της Ουάσιγκτον, όπως και ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ. Ξεκινώντας το 1973, μετά την καταστροφική ήττα της Αιγύπτου στον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ και μετά την υιοθέτηση από τον Σαντάτ της διαμεσολαβητικής προσπάθειας των ΗΠΑ, η Συρία έγινε το επίκεντρο ολόκληρης της Σοβιετικής επιρροής στην περιοχή, παραμένοντας έτσι μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Η Ρωσία που προέκυψε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, μετά βίας είχε κάποια γεωπολιτική φιλοδοξία στη Μέση Ανατολή. Το 1972, προετοιμαζόμενος για την πολιτική ρήξη του με τη Μόσχα, ο Σαντάτ έστειλε στο σπίτι τους 20.000 σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους και τις οικογενειές τους. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το Φεβρουάριο του 2011, καθώς ο διάδοχος του Σαντάτ, ο Χόσνι Μουμπάρακ, ανατράπηκε, περίπου 40.000 ρώσοι παραθεριστές έφτασαν στις αιγυπτιακές πόλεις Χουργκάντα και Σαρμ ελ-Σέιχ. Αυτό, με λίγα λόγια, αποκαλύπτει τη διαφορά μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της ρωσικής εμπλοκής στη Μέση Ανατολή: Μια περιοχή όπου κάποτε οι Σοβιετικοί επιδείκνυαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και επηρέαζαν τις πολιτικές εξελίξεις είχε γίνει ένας, χωρίς βίζα, τόπος διακοπών και ηλιοθεραπείας για τους απλούς Ρώσους.
Η Συρία φαίνεται να αντιστέκεται κάπως σε αυτή την τάση: η συνέχιση της σχέσης της με την μετα-σοβιετική Ρωσία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η Συρία χρειάζεται όπλα και ο Άσαντ δεν εμπιστεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, τα συμφέροντα της Ρωσίας στη Συρία είναι πραγματικά, αν και περιορισμένα. Η Δαμασκός συνεχίζει να αγοράζει ένα ευρύ φάσμα ρωσικών όπλων, από τανκς ως αεροσκάφη και συστήματα αεράμυνας, αλλά η Συρία δεν αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ή ιδιαίτερα κερδοφόρα αγορά για αυτές τις ρωσικές εξαγωγές. Για να πουλήσει τα όπλα της, η Ρωσία έπρεπε να επεκτείνει τις πιστώσεις προς τη Συρία και να ξεχάσει τα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων χρέη της Δαμασκού προς τη Σοβιετική Ένωση. Όταν ο Ρώσος Πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ επισκέφθηκε τη Δαμασκό το 2010, προσφέρθηκε για την κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα στη Συρία αλλά το έργο δεν έχει καν αρχίσει. Και η Μόσχα διατηρεί μια ναυτική μονάδα ανεφοδιασμού στο λιμάνι της Συρίας, Ταρτούς, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά πριν από μερικές εβδομάδες, όταν το μοναδικό αεροπλανοφόρο του ρωσικού ναυτικού έπλευσε από την Αρκτική έως τη Μεσόγειο. Αυτά τα διμερή συμφέροντα υποστηρίζονται από τις προσωπικές επαφές μεταξύ ρώσων στρατιωτικών, εμπόρων όπλων καθώς και διπλωματών και στελεχών του καθεστώτος Άσαντ.
Αλλά αυτά τα κοινά συμφέροντα δεν είναι οι μόνοι λόγοι για τους οποίους η Ρωσία ήταν απρόθυμη να συμπαραταχθεί με τη Δύση στην καταδίκη του Άσαντ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Μόσχα έχει μάθει το μάθημά της από το πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα πέρσι στη Λιβύη. Απείχε κατά την κρίσιμη ψηφοφορία των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την παρέμβαση στη Λιβύη, επιτρέποντας έτσι την έγκριση του ψηφίσματος για μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Λιβύη, η οποία είχε σκοπό να αποφευχθεί η επικείμενη σφαγή στη Βεγγάζη. Η ρωσική κυβέρνηση ήθελε έτσι να βοηθήσει τους εταίρους της στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, τους οποίους η Ρωσία χρειάζεται για τα σχέδιά της σχετικά με τον οικονομικό εκσυγχρονισμό της. Σίγουρα η Ρωσία είχε κάποια συμφέροντα στη Λιβύη - συμβάσεις για όπλα και για σιδηροδρομικές γραμμές -αλλά σίγουρα δεν ήθελε να θεωρηθεί υπερασπιστής του Μουαμάρ αλ Καντάφι.
Η ζώνη απαγόρευσης πτήσεων του ΝΑΤΟ σύντομα οδήγησε σε υπεράκτιο πόλεμο ενάντια στο καθεστώς Καντάφι. Όπως υποστήριξαν οι Ρώσοι αξιωματούχοι, καθώς η κυβέρνηση Καντάφι ήταν φαύλη, η παράταση του πολέμου οδήγησε σε έναν υπολογίσιμο αριθμό θανάτων μεταξύ των αμάχων, αν όχι τόσο στη Βεγγάζη, όπως κάποτε φοβούνταν, στην Τρίπολη και στα οχυρά του Καντάφι όπως η Σύρτη. Όπως το βλέπει η Μόσχα, οι ξένοι στρατοί που παρενέβησαν φέρουν τουλάχιστον κάποια ευθύνη για τους θανάτους αυτούς. Και μέχρι στιγμής, το νέο καθεστώς της Λιβύης έχει αποδειχθεί πολύ λιγότερο κοσμικό από αυτό που αντικατέστησε, με μερικούς από τους ηγέτες του να είναι ύποπτοι ότι έχουν διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα. Επίσης, δεν μπόρεσε να ελέγξει το εγκαταλειφθέν οπλοστάσιο του Καντάφι ή ακόμα και να διατηρήσει την ενότητα μέσα στις ίδιες του τις τάξεις. Αυτό που αξιολογήθηκε ως μια επανάσταση φάνηκε σε πολλούς στη Μόσχα ότι είναι ένας εμφύλιος πόλεμος που αντικατέστησε μια δικτατορία με το χάος.
Όμως, η Λιβύη ήταν πάντα στο περιθώριο της γεωπολιτικής της Μέσης Ανατολής. Η Συρία, όμως, είναι διαφορετική. Ένας εμφύλιος πόλεμος εκεί, ο οποίος πρακτικά έχει ήδη ξεκινήσει, θα μπορούσε να διαταράξει ολόκληρη την περιοχή, πάνω απ' όλα το Λίβανο αλλά και την Ιορδανία και το Ιράκ. Το Ισραήλ, επίσης, μπορεί να επηρεαστεί εάν η Δαμασκός ενθαρρύνει παλαιστίνιους μαχητές ή μαχητές της Χεζμπολάχ να επιτεθούν εναντίον ισραηλινών οικισμών ή φυλακίων. Το Ιράν, που είναι σύμμαχος της Συρίας, έχει ήδη εμπλακεί, με τον Αλαουίτικο πυρήνα του καθεστώτος Άσαντ να δέχεται επίθεση, κυρίως από τη σουνιτική αντιπολίτευση. Η Συρία είναι ένα αντίστροφο Μπαχρέιν - η σουνιτική πλειοψηφία αισθάνεται καταπιεσμένη από μια σχετικά μικρή αίρεση που πολλοί θεωρούν ότι είναι πιο κοντά στους Σιίτες. Τα πρόσφατα γεγονότα στη Συρία και το Μπαχρέιν έχουν κάνει το χάσμα μεταξύ σουνιτών και σιιτών στην περιοχή να γίνει πιο έντονο, σηματοδοτώντας μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν. Όπως το βλέπουν οι μελετητές της στρατηγικής στη Μόσχα, η σύγκρουση στη Συρία, η σεκταριστική βία στο Ιράκ και η επανάσταση που ματαιώθηκε στο Μπαχρέιν είναι τα πεδία των μαχών όπου ο διεξάγεται ο αγώνας για την υπεροχή στην περιοχή.
Ως αποτέλεσμα, εκεί που ένα μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου βλέπει τώρα ένα ζήτημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, και εκεί που οι Σοβιετικοί επί των ημερών τους θα είχαν εντοπίσει εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ή την άνοδο των μαζών, οι περισσότεροι παρατηρητές στη Μόσχα σήμερα βλέπουν γεωπολιτική. Ρώσοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και σχολιαστές που βρίσκονται κοντά τους, εξηγούν τη Δυτική συμπεριφορά με μάλλον κυνικό τρόπο: η Ουάσιγκτον άφησε έναν από μακρού χρόνου σύμμαχο, τον Μουμπάρακ, προκειμένου να διατηρήσει την επιρροή της στην Αίγυπτο, διεξήγαγε έναν πόλεμο στη Λιβύη για να κρατήσει πετρελαϊκά συμβόλαια και αγνόησε την Σαουδική παρέμβαση στο Μπαχρέιν επειδή ο Πέμπτος Στόλος ελιμενίζεται εκεί. Και τώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να ανατρέψουν τον Άσαντ ώστε να κλέψουν από το Ιράν το μοναδικό σύμμαχό του στον αραβικό κόσμο. Οι Ρώσοι δεν έχουν συμμετοχή σε αυτούς τους αγώνες αλλά δεν θέλουν να συρθούν από μια αμερικανική περιφερειακή στρατηγική που πιστεύουν ότι αποτελεί μια χαμένη και επικίνδυνη πρόταση.
Παρόλη την εξωτερική ψυχραιμία τους, οι διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας συνεχίζουν να ανησυχούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρακολουθώντας κάθε κίνησή τους. Ήρθαν προ δυσάρεστης εκπλήξεως, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να παρέμβουν στη Λιβύη και τώρα θεωρούν ύποπτα τα σχέδια των ΗΠΑ για τη Συρία. Το Κρεμλίνο ανησυχεί για ένα πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν, ο οποίος εμφανώς πλησιάζει. Επιπλέον, με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Μόσχα στον διαρκώς ταραγμένο Βόρειο Καύκασο (και την απειλή της βίαιης αποσταθεροποίησης που μπορεί κάποια ημέρα να αντιμετωπίσει στην Κεντρική Ασία), η Ρωσία δεν απολαμβάνει την προοπτική για περισσότερες συγκρούσεις στον μουσουλμανικό κόσμο εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες -μόνες τους ή με τους συμμάχους τους - χτυπήσουν πάλι στη Μέση Ανατολή. Η επικείμενη απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και η πιθανή επιστροφή των Ταλιμπάν στην Καμπούλ δημιουργεί ήδη αρκετή ανησυχία.
Η Ρωσία δεν είναι άμοιρη ευθυνών: Έχασε πάρα πολύ χρόνο παρακολουθώντας τους άλλους και στη συνέχεια κριτικάροντάς τους, χωρίς να διαμορφώσει έναν ενεργό ρόλο για τον εαυτό της. Στα τέλη του περασμένου μήνα, η Μόσχα κάλεσε την κυβέρνηση της Συρίας και την αντιπολίτευση για συνομιλίες. Η κίνηση αυτή ήρθε πολύ αργά. Η αντιπολίτευση θέλει να κρεμάσει τον Άσαντ, όχι να διαπραγματευθεί μαζί του. Ίσως πέρσι η αντίδραση να ήταν διαφορετική.
Ωστόσο, η Μόσχα επέλεξε να μην χρησιμοποιήσει έστω και την περιορισμένη επιρροή που είχε με τους υποτιθέμενους σύμμαχους της στη Δαμασκό. Η αδράνεια έχει το τίμημά της: Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, η Ρωσία έχει αντιμετωπίσει την ταυτόχρονη κατακραυγή της δυτικής κοινής γνώμης, των αραβικών πληθυσμών και των συντηρητικών καθεστώτων του Κόλπου. Και τώρα η ίδια έχει βάλει τον εαυτό της σε μια θέση στην οποία πρέπει να στοιχηματίσει υπέρ της επιβίωσης του Άσαντ για να προστατεύσει τα συμφέροντά της. Η Μόσχα πρέπει να μάθει ότι το να λέει «όχι» δεν αρκεί και ότι στη διεθνή πολιτική ο κατάλληλος χρόνος είναι το παν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: