Και ονομάζεται το πολίτευμα αυτό, επειδή δεν αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων αλλά των πολλών, δημοκρατία
Πριν από λίγες ημέρες, μια ομάδα Ελλήνων Κυπρίων εκδρομέων βρέθηκε στην Αθήνα και, φυσικά, η πρώτη προτεραιότητά τους ήταν να επισκεφθούν το νέο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, που αποτελεί κόσμημα και αγλάισμα όχι μόνο της Ελλάδας μα και διεθνώς. Η ξεναγός εξηγούσε στους Κυπρίους τη λαμπρότητα του χρυσού αιώνα του Περικλέους και της δημοκρατίας. Κι ευθύς, μερικοί από αυτούς, κοιτάζοντας προς την Αθήνα και τα συμβαίνοντα σήμερα στην Ελλάδα, κούνησαν με απελπισία και απόγνωση το κεφάλι τους. Ο χρυσούς αιώνας του Περικλή… Το κατάντημα της σημερινής Ελλάδας… Δεν θα πούμε περισσότερα. Ας ανοίξουμε τον Θουκυδίδη και ας καταφύγουμε στον Επιτάφιο του Περικλή (κατά μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Βιβλίο Β 36, 3-37, 3, Β 40, 1-41,1 και Β 41, 2-42, 3, σελ. 259, 263, 265). Ο Περικλής, αφού επαινεί τους προγόνους, που παρέδωσαν την πόλη, από γενιά σε γενιά, ελεύθερη, αναφέρεται στη δημοκρατία. Λέγει κι ας τα ακούσουμε όλοι οι Έλληνες:
«Έχουμε πολίτευμα που δεν χρειάζεται να αντιγράφει τους θεσμούς των άλλων. Μάλλον οι ίδιοι αποτελούμε υπόδειγμα για άλλους παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται...
το πολίτευμα αυτό, επειδή δεν αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων αλλά των πολλών, δημοκρατία. Σχετικά με τις ιδιωτικές διαφορές, οι νόμοι τις αντιμετωπίζουν όλες με βάση την ισότητα, σχετικά πάλι με την προσωπική ανάδειξη στα δημόσια αξιώματα, καθένας προτιμάται ανάλογα με την εκτίμηση που έχει, με βάση όχι την κοινωνική τάξη αλλά την αξία του. Ούτε πάλι η φτώχεια με την ασημότητα που τη συνοδεύει έχει αποτελέσει εμπόδιο για κάποιον ο οποίος μπορεί να πράξει κάτι καλό για την πόλη. Ως ελεύθεροι άνθρωποι συμπεριφερόμαστε στη δημόσια ζωή και στις μεταξύ μας καθημερινές σχέσεις χωρίς καχυποψία, χωρίς να οργιζόμαστε με τον γείτονα, εάν κάνει κάτι επειδή έτσι του αρέσει, ούτε του κατεβάζουμε τα μούτρα, πράγμα που, αν δεν τον βλάπτει, πάντως τον στενοχωρεί. Και ενώ στην ιδιωτική μας ζωή συμπεριφερόμαστε χωρίς να ενοχλούμε ο ένας τον άλλο, στη δημόσια δεν παραβαίνουμε τον νόμο, από σεβασμό προπάντων, πειθαρχώντας και στους άρχοντες που έχουμε κάθε φορά και στους νόμους, και μάλιστα σε αυτούς που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των αδικουμένων, όπως επίσης σε εκείνους που, αν και άγραφοι, φέρνουν κατά κοινή ομολογία ντροπή σε όποιον τους παραβαίνει.
»Αγαπάμε την ομορφιά, παραμένοντας απλοί. Αγαπάμε τη θεωρητική σκέψη χωρίς αυτό να μας αποχαυνώνει. Τον πλούτο τον χρησιμοποιούμε περισσότερο ως ευκαιρία για δράση παρά ως αφορμή για κομπασμό, και το θεωρούμε ντροπή να μην παραδέχεται κανείς πως είναι φτωχός, χειρότερη όμως ντροπή να μην προσπαθεί με την εργασία να ξεφύγει από τη φτώχεια. Είμαστε σε θέση να φροντίζουμε και για τα δικά μας πράγματα και για τα πολιτικά, και παρά τις διάφορες ασχολίες που καθένας μας έχει, δεν είμαστε ανεπαρκώς κατατοπισμένοι στα πολιτικά. Διότι είμαστε οι μόνοι που όποιον δεν συμμετέχει καθόλου σε αυτά, δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο πολίτη αλλά άχρηστο, και οι ίδιοι εμείς πάλι που παίρνουμε πολιτικές αποφάσεις ή τουλάχιστον σχηματίζουμε σωστή γραμμή για τα πράγματα, γιατί νομίζουμε ότι την πράξη δεν τη βλάπτει η συζήτηση, αλλά το να μην κατατοπιστεί κανείς πρώτα διαμέσου της συζήτησης σχετικά με ό,τι πρέπει να πραχθεί. Διότι και σε τούτο ξεχωρίζουμε, καθώς οι ίδιοι εμείς είμαστε αρκετά τολμηροί και συνάμα προσεκτικοί σε ό,τι θα επιχειρήσουμε. Στους άλλους, η άγνοια γεννάει θράσος και η περίσκεψη δισταγμό.
»Όμως, την πιο μεγάλη δύναμη ψυχής θα ήταν σωστό να κριθεί ότι την έχουν όσοι γνωρίζουν ολοκάθαρα ποια είναι τα φοβερά και ποια τα ευχάριστα και εντούτοις δεν υποχωρούν εξαιτίας αυτού μπροστά στους κινδύνους (…). Συγκεφαλαιώνοντας, λέω ότι στο σύνολό της η πόλη μας είναι ένα σχολείο για την Ελλάδα, και καθένας από εμάς θα μπορούσε, νομίζω, χωρίς δυσκολία να ανταποκριθεί με τη μεγαλύτερη ευστροφία και χάρη στις πιο διαφορετικές μορφές δράσης. Και αυτά δεν είναι περιαυτολογίες και λόγια της στιγμής, αλλά αλήθεια πραγματική· το φανερώνει η ίδια η δύναμη της πόλης που αποκτήθηκε χάρη σε αυτούς ακριβώς τους τρόπους. Διότι είναι η μόνη σύγχρονη πόλη που την ώρα της δοκιμασίας αποδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της και η μόνη που ούτε στον εχθρό, ο οποίος ήλθε εναντίον της, δίνει αφορμή να αγανακτήσει από τι ανθρώπους δεινοπαθεί ούτε στον υπήκοο να παραπονεθεί ότι τον εξουσιάζουν ανάξιοι (…). Εμείς, κάθε θάλασσα και κάθε στεριά την αναγκάσαμε να ανοίξει δρόμο στην τόλμη μας και στήσαμε παντού μνημεία αιώνια - και με τις αποτυχίες και με τις επιτυχίες μας». Τα σχόλια, δικά σας.
Πριν από λίγες ημέρες, μια ομάδα Ελλήνων Κυπρίων εκδρομέων βρέθηκε στην Αθήνα και, φυσικά, η πρώτη προτεραιότητά τους ήταν να επισκεφθούν το νέο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, που αποτελεί κόσμημα και αγλάισμα όχι μόνο της Ελλάδας μα και διεθνώς. Η ξεναγός εξηγούσε στους Κυπρίους τη λαμπρότητα του χρυσού αιώνα του Περικλέους και της δημοκρατίας. Κι ευθύς, μερικοί από αυτούς, κοιτάζοντας προς την Αθήνα και τα συμβαίνοντα σήμερα στην Ελλάδα, κούνησαν με απελπισία και απόγνωση το κεφάλι τους. Ο χρυσούς αιώνας του Περικλή… Το κατάντημα της σημερινής Ελλάδας… Δεν θα πούμε περισσότερα. Ας ανοίξουμε τον Θουκυδίδη και ας καταφύγουμε στον Επιτάφιο του Περικλή (κατά μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Βιβλίο Β 36, 3-37, 3, Β 40, 1-41,1 και Β 41, 2-42, 3, σελ. 259, 263, 265). Ο Περικλής, αφού επαινεί τους προγόνους, που παρέδωσαν την πόλη, από γενιά σε γενιά, ελεύθερη, αναφέρεται στη δημοκρατία. Λέγει κι ας τα ακούσουμε όλοι οι Έλληνες:
«Έχουμε πολίτευμα που δεν χρειάζεται να αντιγράφει τους θεσμούς των άλλων. Μάλλον οι ίδιοι αποτελούμε υπόδειγμα για άλλους παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται...
το πολίτευμα αυτό, επειδή δεν αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων αλλά των πολλών, δημοκρατία. Σχετικά με τις ιδιωτικές διαφορές, οι νόμοι τις αντιμετωπίζουν όλες με βάση την ισότητα, σχετικά πάλι με την προσωπική ανάδειξη στα δημόσια αξιώματα, καθένας προτιμάται ανάλογα με την εκτίμηση που έχει, με βάση όχι την κοινωνική τάξη αλλά την αξία του. Ούτε πάλι η φτώχεια με την ασημότητα που τη συνοδεύει έχει αποτελέσει εμπόδιο για κάποιον ο οποίος μπορεί να πράξει κάτι καλό για την πόλη. Ως ελεύθεροι άνθρωποι συμπεριφερόμαστε στη δημόσια ζωή και στις μεταξύ μας καθημερινές σχέσεις χωρίς καχυποψία, χωρίς να οργιζόμαστε με τον γείτονα, εάν κάνει κάτι επειδή έτσι του αρέσει, ούτε του κατεβάζουμε τα μούτρα, πράγμα που, αν δεν τον βλάπτει, πάντως τον στενοχωρεί. Και ενώ στην ιδιωτική μας ζωή συμπεριφερόμαστε χωρίς να ενοχλούμε ο ένας τον άλλο, στη δημόσια δεν παραβαίνουμε τον νόμο, από σεβασμό προπάντων, πειθαρχώντας και στους άρχοντες που έχουμε κάθε φορά και στους νόμους, και μάλιστα σε αυτούς που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των αδικουμένων, όπως επίσης σε εκείνους που, αν και άγραφοι, φέρνουν κατά κοινή ομολογία ντροπή σε όποιον τους παραβαίνει.
»Αγαπάμε την ομορφιά, παραμένοντας απλοί. Αγαπάμε τη θεωρητική σκέψη χωρίς αυτό να μας αποχαυνώνει. Τον πλούτο τον χρησιμοποιούμε περισσότερο ως ευκαιρία για δράση παρά ως αφορμή για κομπασμό, και το θεωρούμε ντροπή να μην παραδέχεται κανείς πως είναι φτωχός, χειρότερη όμως ντροπή να μην προσπαθεί με την εργασία να ξεφύγει από τη φτώχεια. Είμαστε σε θέση να φροντίζουμε και για τα δικά μας πράγματα και για τα πολιτικά, και παρά τις διάφορες ασχολίες που καθένας μας έχει, δεν είμαστε ανεπαρκώς κατατοπισμένοι στα πολιτικά. Διότι είμαστε οι μόνοι που όποιον δεν συμμετέχει καθόλου σε αυτά, δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο πολίτη αλλά άχρηστο, και οι ίδιοι εμείς πάλι που παίρνουμε πολιτικές αποφάσεις ή τουλάχιστον σχηματίζουμε σωστή γραμμή για τα πράγματα, γιατί νομίζουμε ότι την πράξη δεν τη βλάπτει η συζήτηση, αλλά το να μην κατατοπιστεί κανείς πρώτα διαμέσου της συζήτησης σχετικά με ό,τι πρέπει να πραχθεί. Διότι και σε τούτο ξεχωρίζουμε, καθώς οι ίδιοι εμείς είμαστε αρκετά τολμηροί και συνάμα προσεκτικοί σε ό,τι θα επιχειρήσουμε. Στους άλλους, η άγνοια γεννάει θράσος και η περίσκεψη δισταγμό.
»Όμως, την πιο μεγάλη δύναμη ψυχής θα ήταν σωστό να κριθεί ότι την έχουν όσοι γνωρίζουν ολοκάθαρα ποια είναι τα φοβερά και ποια τα ευχάριστα και εντούτοις δεν υποχωρούν εξαιτίας αυτού μπροστά στους κινδύνους (…). Συγκεφαλαιώνοντας, λέω ότι στο σύνολό της η πόλη μας είναι ένα σχολείο για την Ελλάδα, και καθένας από εμάς θα μπορούσε, νομίζω, χωρίς δυσκολία να ανταποκριθεί με τη μεγαλύτερη ευστροφία και χάρη στις πιο διαφορετικές μορφές δράσης. Και αυτά δεν είναι περιαυτολογίες και λόγια της στιγμής, αλλά αλήθεια πραγματική· το φανερώνει η ίδια η δύναμη της πόλης που αποκτήθηκε χάρη σε αυτούς ακριβώς τους τρόπους. Διότι είναι η μόνη σύγχρονη πόλη που την ώρα της δοκιμασίας αποδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της και η μόνη που ούτε στον εχθρό, ο οποίος ήλθε εναντίον της, δίνει αφορμή να αγανακτήσει από τι ανθρώπους δεινοπαθεί ούτε στον υπήκοο να παραπονεθεί ότι τον εξουσιάζουν ανάξιοι (…). Εμείς, κάθε θάλασσα και κάθε στεριά την αναγκάσαμε να ανοίξει δρόμο στην τόλμη μας και στήσαμε παντού μνημεία αιώνια - και με τις αποτυχίες και με τις επιτυχίες μας». Τα σχόλια, δικά σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου