του Jan-Werner Müller
Η Γερμανία έχει ονομαστεί ως η πιο ισχυρή χώρα τής Ευρώπης, το «απαραίτητο έθνος» τής ΕΕ, αλλά θα ήταν δύσκολο να το πει αυτό κανείς κρίνοντας από την τρέχουσα εκλογική περίοδο. Οι κορυφαίοι πολιτικοί τής χώρας έχουν επικεντρωθεί σε τέτοια σπουδαία θέματα, όπως το αν οι αλλοδαποί θα πρέπει να χρεώνονται για το προνόμιο της οδήγησης στους γερμανικούς αυτοκινητόδρομους ή πώς να ρυθμίσουν τα όρια συνταξιοδότησης για τους δημοσίους υπαλλήλους. Στα μάτια των παρατηρητών εντός και εκτός της χώρας, η εκλογική μάχη δεν είναι απλώς βαρετή - είναι επίσης βαθιά ανεύθυνη, καταπιέζοντας ηθελημένα τα σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας (Jürgen Habermas), ο πιο εξέχων διανοούμενος της Γερμανίας, έχει κατηγορήσει τις ελίτ για «συλλογική αποτυχία».
Αξίζει να είμαστε πιο συγκεκριμένοι για το τι είδος αποτυχίας είναι αυτό. Το ότι το γερμανικό κοινό έχει στερηθεί μια συζήτηση για την ηγεσία τής καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ δεν είναι ιδιαίτερα τραγικό. Από κάθε άποψη, η πολιτική της να προχωράει κουτσά-στραβά είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των Γερμανών. Ακόμα και αν στους Γερμανούς παρουσιαστεί μια πιο ξεκάθαρη εναλλακτική έναντί της από όσο εκείνη του Πέερ Στάινμπρουκ, του υποψηφίου τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κατά πάσα πιθανότητα θα πάνε με την Μέρκελ. Η πραγματική αποτυχία είναι ότι, στις πρώτες
ομοσπονδιακές εκλογές τής Γερμανίας μετά το ξέσπασμα της ευρωκρίσης το 2010, η μοίρα τού ευρωπαϊκού σχεδίου δεν έχει παρουσιαστεί καθόλου. Μέχρι τώρα, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να έχουν ξυπνήσει για το γεγονός τής βαθιάς οικονομικής και πολιτικής αλληλεξάρτησης στην ευρωζώνη – παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να διεξάγουν εκλογές, σαν να ήταν αμιγώς εθνικές υποθέσεις.
Η περίεργη υπνηλία τής προεκλογικής εκστρατείας έχει να κάνει με δύο ασυνήθιστες συνθήκες. Η μια είναι ότι η Μέρκελ επεδίωξε να ανακυκλώσει την στρατηγική που λειτούργησε υπέρ της τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η οποία έχει το παράξενο όνομα «ασύμμετρη αποστράτευση». Η Μέρκελ είτε λέει όσο το δυνατόν λιγότερα για τα αμφιλεγόμενα θέματα είτε ρητά υιοθετεί πολλές από τις θέσεις των αντιπάλων της, με την ελπίδα ότι οι υποστηρικτές των κομμάτων τής αντιπολίτευσης θα αισθανθούν ότι δεν διακυβεύονται και πολλά, και ως εκ τούτου, θα μείνουν μακριά από τις κάλπες. Είναι το ακριβώς αντίθετο της προσέγγισης που υιοθέτησε στις πρώτες ομοσπονδιακές εκλογές που έλαβε μέρος, το 2005. Στη συνέχεια, η Μέρκελ χάραξε ξεκάθαρες θέσεις στο όνομα της πρωταρχικής πολιτικής αξίας της, της «ελευθερίας» - ειδικότερα, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα περικοπής τού κράτους πρόνοιας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι παραλίγο να χάσει μια εκλογική μάχη που υποτίθεται ότι θα πήγαινε εύκολα υπέρ της. Το μάθημα που πήρε ήταν σαφές: δεν μπορούν να σου επιτεθούν για κάτι που δεν είπες, και δεν γίνεται να τιμωρηθείς επειδή ακολούθησες την κοινή γνώμη, αντί να προσπαθείς να την διαμορφώσεις.
Το μάθημα μπλόκαρε όταν ήρθε η ώρα της Μέρκελ να κυβερνήσει. Οι επικριτές την έχουν κατονομάσει ως την πρώτη «μετα-πολιτική» καγκελάριο - ότι είναι μια ηγέτις χωρίς κανένα ίχνος ιδεολογικής δέσμευσης. Αντ’ αυτού, είναι αφοσιωμένη στην διαδικασία αντί στην ουσία, και πρόθυμη να υιοθετήσει οποιαδήποτε πολιτική θέση, αρκεί να δίνει την εντύπωση της επάρκειας και της συναίνεσης. Εκεί οφείλεται η εκπληκτική στροφή τής Μέρκελ για την πυρηνική ενέργεια, μετά την κατάρρευση των πυρηνικών αντιδραστήρων της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία. Παρά το γεγονός ότι προηγουμένως ήταν μια από τους κορυφαίους υποστηρικτές στην χώρα για την παράταση της ζωής των πυρηνικών αντιδραστήρων τής Γερμανίας, γρήγορα άλλαξε πορεία, πιέζοντας για ένα άμεσο μορατόριουμ για την χρήση τους. Η μετατόπιση της Μέρκελ της έφερε το πρόσθετο τακτικό πλεονέκτημα της δημιουργίας ενός δυναμικού κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ τού κόμματός της των Χριστιανοδημοκρατών και του Κόμματος των Πρασίνων.
Σε αυτήν, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις - ιδίως της ευρωκρίσης – η Μέρκελ εντόπισε το κέντρο της γερμανικής πολιτικής και κατέλαβε ξεκάθαρα τον χώρο αυτόν. Εξασφάλισε επίσης ότι κανένας σοβαρός αντίπαλος δεν θα την απειλεί μέσα από το δικό της κόμμα. Και όμως, παρ’ όλο που είναι προφανώς το πιο ισχυρό πολιτικό πρόσωπο της χώρας, έχει καταφέρει να μονώσει τον εαυτό της από την ευθύνη για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πολιτικό εξαγόμενο μέσω της άρνησής της να συνδέεται πολύ στενά με τις λεπτομέρειες της κάθε πολιτικής.
Γιατί λοιπόν η αντιπολίτευση φαίνεται να έχει συναινέσει στην αποστράτευση των υποστηρικτών της από την Μέρκελ; Εδώ βρίσκει κανείς μια δεύτερη ιδιαιτερότητα. Οι σοσιαλδημοκράτες επέλεξαν έναν υποψήφιο για την καγκελαρία τού οποίου η δημόσια εικόνα είναι τόσο πολύ Μερκελική όσο είναι δυνατόν – εκτός της επιφυλακτικότητας. Ο Στάινμπρουκ ήταν υπουργός Οικονομικών τής Μέρκελ στον «μεγάλο συνασπισμό» μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών που κυβέρνησε την Γερμανία την περίοδο 2005-2009. Συχνά πιστώνονται ότι ανταποκρίθηκαν μαζί στις προκλήσεις τής οικονομικής κρίσης - και κατά κάποιο τρόπο, η εταιρική τους σχέση έχει διαρκέσει ακόμη και αφότου οι Σοσιαλδημοκράτες μπήκαν στην αντιπολίτευση. Από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, το κόμμα στήριξε όλες τις πολιτικές τής Μέρκελ στην ευρωκρίση. Ως αποτέλεσμα, το κόμμα δεν έχει αξιόπιστο τρόπο για να επιτεθεί στην Μέρκελ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. (Αν και δεν έχει γλιτώσει τις βολές τής Μέρκελ ότι οι Σοσιαλδημοκράτες είναι αναξιόπιστοι σε θέματα ΕΕ - μια πικρή προσβολή για ένα κόμμα που επέμεινε τόσο πολύ να φανεί υπεύθυνο ως αντιπολίτευση). Επίσης, δεν βοηθά ότι ο Στάινμπρουκ είναι από τη φύση του κάπως σαν ανεξέλεγκτο όπλο. Έχει μάθει με σκληρό τρόπο αυτό που η Μέρκελ ανακάλυψε το 2005: όσα πιο πολλά λες στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, τόσα περισσότερα λάθη είναι πιθανό να κάνεις. Και δεδομένου ότι η Μέρκελ έχει μείνει βουβή, ο Τύπος έχει επικεντρωθεί στις πολλές ρητορικές ατυχίες τού Στάινμπρουκ ακόμη και στην γλώσσα τού σώματος: την περασμένη εβδομάδα, εμφανίστηκε με υψωμένο το μεσαίο δάχτυλο στο εξώφυλλο του γερμανικού αντίστοιχου περιοδικού τού The New York Times Magazine.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η προσέγγιση της Μέρκελ - διαχειριστική, προσεκτική, σταδιακή - φαίνεται να ταιριάζει μια χαρά στους περισσότερους Γερμανούς. Δεν αισθάνονται ότι η ευρωκρίση έχει πραγματικά επιλυθεί. Έχουν μια γενικότερη αίσθηση ότι, μετά τις εκλογές, θα τους παρουσιαστεί ένας ακόμη λογαριασμός για την Ελλάδα. Αλλά το τελευταίο πράγμα που φαίνεται να θέλουν είναι κάποιο νέο μεγάλο όραμα για την Ευρώπη, με περισσότερη εξουσία να παραδίδεται στις Βρυξέλλες. Μόνο οι Πράσινοι τολμούν να είναι ανοικτά υπέρ της Ευρώπης, και τα δημοσκοπικά ποσοστά τους είναι σταθερά πτωτικά. (Φυσικά, η Μέρκελ επίσης έκλεψε τις βροντές τους για την πυρηνική ενέργεια).
Θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό, λοιπόν, να σκεφτεί ότι δεν υπάρχει κανένα πραγματικό πρόβλημα στη Γερμανία. Αν το κοινό θέλει έναν βαρετό ηγέτη, αυτό είναι που θα λάβει. Και με δεδομένη την αναταραχή στις γειτονικές χώρες, θα μπορούσε να φανεί αγενές να κακολογηθεί η Γερμανία για την αφοσίωσή της στη συναίνεση και την δέσμευσή της, όταν όλα έχουν ειπωθεί και γίνει για να κρατήσει αθόρυβα την ΕΕ ενωμένη με οποιοδήποτε κόστος. Αλλά, υπάρχουν πραγματικοί λόγοι ανησυχίας.
Πρώτον, οι αληθινές προτιμήσεις τού γερμανικού πληθυσμού έχουν γίνει όλο και πιο δύσκολο να τις διακρίνει κανείς. Δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσον ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων είναι πραγματικά υπέρ της αναίρεσης κομματιών τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ένα νέο κόμμα, το «Εναλλακτική για την Γερμανία», έχει ορκιστεί να εργαστεί για μια «ομαλή διάλυση» του ευρώ. Προς το παρόν, οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν ότι το κόμμα θα καταφέρει να μπει στη Βουλή - αλλά πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι το βράδυ των εκλογών θα μπορούσε να επιφυλάσσει μια έκπληξη. Λαμβάνοντας υπόψη το ταμπού στη Γερμανία ενάντια στις πολιτικές που είναι έστω και λίγο «αντι-ευρωπαϊκές», οι μελλοντικοί ψηφοφόροι μπορεί να είναι απρόθυμοι να αποκαλύψουν τις αληθινές τους προτιμήσεις σε δημοσκοπήσεις. (Το «Εναλλακτική για τη Γερμανία», από την πλευρά του, προσπάθησε να καταπολεμήσει το ταμπού με την ρητή αποστασιοποίησή του από τα δεξιά λαϊκιστικά κινήματα και με τον ορισμό ενός καθησυχαστικά μη χαρισματικού καθηγητή Οικονομικών ως επικεφαλής υποψήφιό του).
Μια άλλη ανησυχία είναι ότι η ασύμμετρη αποστράτευση - ή, για να είμαι πιο ακριβής, η σχεδόν συμμετρική αποστράτευση, δεδομένου ότι ακόμη και οι χριστιανοδημοκράτες τής Μέρκελ δεν είναι και τόσο ενθουσιώδεις στο να ψηφίσουν - είναι διαβρωτική για το πολιτικό σύστημα. Οι δημοκρατίες χρειάζονται συζητήσεις και δημόσιο διάλογο, ως έναν τρόπο για να αποφασιστεί η κατεύθυνση για μια πολιτεία. Φέτος, η προσέλευση των ψηφοφόρων αναμένεται να είναι χαμηλότερη από όσο ποτέ πριν, καθώς μέχρι και εξέχοντες διανοούμενοι έχουν δημιουργήσει ένα θέμα διακηρύσσοντας ότι, για πρώτη φορά, θα απόσχουν. Ξαφνικά, οι Γερμανοί αναθυμούνται τα μαθήματα πολιτικής αγωγής σχετικά με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και πώς κατέρρευσε λόγω της έλλειψης δημοκρατών πραγματικά δεσμευμένων στο πολιτικό σύστημα. Υπάρχει ένας αυξανόμενος, αν και ακόμη μάλλον υπόκωφος, φόβος ότι ένας πραγματικά χαρισματικός δεξιός λαϊκιστής θα μπορούσε κάποια ημέρα να επωφεληθεί από την υφέρπουσα απογοήτευση για τα πολιτικά τής χώρας.
Υπάρχει και μια άλλη, λιγότερο εμφανής ανησυχία. Η Μέρκελ έχει ενθαρρύνει διακριτικά τις ευρωπαϊκές ελίτ να πάρουν ένα προβληματικό μάθημα από την ευρωκρίση, αυτό που γίνεται σιγά-σιγά μια συναίνεση σε ολόκληρη την ήπειρο. Το δίδαγμα είναι ότι όλες οι χώρες πρέπει να παρακολουθούν η μία την άλλη πολύ πιο στενά. Η Μέρκελ αποφάσισε σε κάποιο σημείο ότι δεν μπορεί να στηριχθεί στα παραδοσιακά ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα για την επίλυση προβλημάτων και την πολιτική καινοτομία - ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - για να αποφευχθεί μια άλλη Ελλάδα. Αντ’ αυτού, στοιχηματίζει υπέρ τού στενότερου συντονισμού των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών μεταξύ των ανεξάρτητων εθνών-κρατών, με τις Βρυξέλλες να έχουν κάποιο ρόλο στην εποπτεία των μεμονωμένων εθνικών προϋπολογισμών, αλλά σε καμία περίπτωση έναν ηγετικό ρόλο.
Υπάρχουν καλοί λόγοι για να είναι κανείς επιφυλακτικός σχετικά με μια προσέγγιση που ενισχύει τους εθνικούς αξιωματούχους εις βάρος των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των εθνικών κοινοβουλίων. Θα οδηγήσει σε μια Ευρώπη δύο παράλληλων κόσμων: από τη μια πλευρά, η υφιστάμενη ΕΕ των 28 κρατών-μελών, η οποία λειτουργεί με βάση τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, η ευρωζώνη, στην οποία οι κυβερνήσεις κάνουν συμφωνίες μεταξύ τους, μερικές φορές χρησιμοποιώντας τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και μερικές φορές δημιουργώντας νέα ad hoc. Σίγουρα, αυτή η εκ νέου εθνικοποίηση δεν ήταν από την αρχή το μεγάλο σχέδιο της Γερμανίας. Μάλλον, είναι μια πρόχειρη λύση που εξηγείται καλύτερα από τις δυσκολίες επίτευξης οποιουδήποτε ευρέως μετασχηματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας τέτοιος μετασχηματισμός θα απαιτούσε την επαναδιαπραγμάτευση βασικών νομικών διευθετήσεων της ΕΕ και δημοψηφίσματα για την επακόλουθη νέα συνθήκη, τουλάχιστον σε ορισμένες χώρες - την οποία η γερμανική κυβέρνηση δεν ήταν μόνη στο να θεωρεί ότι ενέχει πάρα πολύ μεγάλο κίνδυνο σε μια εποχή λαϊκισμού και ευρωσκεπτικισμού (των φαινομένων που ενισχύονται, πρέπει να πούμε, από ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, κυρίως της Βρετανίας).
Η Μέρκελ μέχρι στιγμής έχει προωθήσει το σχέδιό της για μια παράλληλη ευρωζώνη χωρίς να γίνει καμία δημόσια συζήτηση. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι και οι διανοούμενοι έχουν μικρή γνώση για αυτό που ένας Πολωνός παρατηρητής των γερμανικών υποθέσεων, ο Piotr Buras, αποκάλεσε «μια σιωπηλή επανάσταση».
Αλλά παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν τα πράγματα μπορούν να μείνουν τόσο ήσυχα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ελλείψει εξηγήσεων και συζήτησης, η συντονιστική πολιτική τής Μέρκελ δεν θα αποκτήσει ποτέ νομιμοποίηση σε όλη την ήπειρο. Προς το παρόν, η Γερμανία χαίρεται την οικονομική της επιτυχία και μπορεί να μην έχει να ανησυχεί για μεγάλες θυσίες για χάρη του ευρώ. Αλλά, αν ποτέ καταστούν αναγκαίες, κάτι που παραμένει μια πολύ πραγματική πιθανότητα, οι γερμανικές ελίτ θα μετανιώσουν για την συναίνεσή τους στην δημοκρατική αποστράτευση.
Η Γερμανία έχει ονομαστεί ως η πιο ισχυρή χώρα τής Ευρώπης, το «απαραίτητο έθνος» τής ΕΕ, αλλά θα ήταν δύσκολο να το πει αυτό κανείς κρίνοντας από την τρέχουσα εκλογική περίοδο. Οι κορυφαίοι πολιτικοί τής χώρας έχουν επικεντρωθεί σε τέτοια σπουδαία θέματα, όπως το αν οι αλλοδαποί θα πρέπει να χρεώνονται για το προνόμιο της οδήγησης στους γερμανικούς αυτοκινητόδρομους ή πώς να ρυθμίσουν τα όρια συνταξιοδότησης για τους δημοσίους υπαλλήλους. Στα μάτια των παρατηρητών εντός και εκτός της χώρας, η εκλογική μάχη δεν είναι απλώς βαρετή - είναι επίσης βαθιά ανεύθυνη, καταπιέζοντας ηθελημένα τα σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας (Jürgen Habermas), ο πιο εξέχων διανοούμενος της Γερμανίας, έχει κατηγορήσει τις ελίτ για «συλλογική αποτυχία».
Αξίζει να είμαστε πιο συγκεκριμένοι για το τι είδος αποτυχίας είναι αυτό. Το ότι το γερμανικό κοινό έχει στερηθεί μια συζήτηση για την ηγεσία τής καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ δεν είναι ιδιαίτερα τραγικό. Από κάθε άποψη, η πολιτική της να προχωράει κουτσά-στραβά είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των Γερμανών. Ακόμα και αν στους Γερμανούς παρουσιαστεί μια πιο ξεκάθαρη εναλλακτική έναντί της από όσο εκείνη του Πέερ Στάινμπρουκ, του υποψηφίου τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κατά πάσα πιθανότητα θα πάνε με την Μέρκελ. Η πραγματική αποτυχία είναι ότι, στις πρώτες
ομοσπονδιακές εκλογές τής Γερμανίας μετά το ξέσπασμα της ευρωκρίσης το 2010, η μοίρα τού ευρωπαϊκού σχεδίου δεν έχει παρουσιαστεί καθόλου. Μέχρι τώρα, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να έχουν ξυπνήσει για το γεγονός τής βαθιάς οικονομικής και πολιτικής αλληλεξάρτησης στην ευρωζώνη – παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να διεξάγουν εκλογές, σαν να ήταν αμιγώς εθνικές υποθέσεις.
Η περίεργη υπνηλία τής προεκλογικής εκστρατείας έχει να κάνει με δύο ασυνήθιστες συνθήκες. Η μια είναι ότι η Μέρκελ επεδίωξε να ανακυκλώσει την στρατηγική που λειτούργησε υπέρ της τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η οποία έχει το παράξενο όνομα «ασύμμετρη αποστράτευση». Η Μέρκελ είτε λέει όσο το δυνατόν λιγότερα για τα αμφιλεγόμενα θέματα είτε ρητά υιοθετεί πολλές από τις θέσεις των αντιπάλων της, με την ελπίδα ότι οι υποστηρικτές των κομμάτων τής αντιπολίτευσης θα αισθανθούν ότι δεν διακυβεύονται και πολλά, και ως εκ τούτου, θα μείνουν μακριά από τις κάλπες. Είναι το ακριβώς αντίθετο της προσέγγισης που υιοθέτησε στις πρώτες ομοσπονδιακές εκλογές που έλαβε μέρος, το 2005. Στη συνέχεια, η Μέρκελ χάραξε ξεκάθαρες θέσεις στο όνομα της πρωταρχικής πολιτικής αξίας της, της «ελευθερίας» - ειδικότερα, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα περικοπής τού κράτους πρόνοιας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι παραλίγο να χάσει μια εκλογική μάχη που υποτίθεται ότι θα πήγαινε εύκολα υπέρ της. Το μάθημα που πήρε ήταν σαφές: δεν μπορούν να σου επιτεθούν για κάτι που δεν είπες, και δεν γίνεται να τιμωρηθείς επειδή ακολούθησες την κοινή γνώμη, αντί να προσπαθείς να την διαμορφώσεις.
Το μάθημα μπλόκαρε όταν ήρθε η ώρα της Μέρκελ να κυβερνήσει. Οι επικριτές την έχουν κατονομάσει ως την πρώτη «μετα-πολιτική» καγκελάριο - ότι είναι μια ηγέτις χωρίς κανένα ίχνος ιδεολογικής δέσμευσης. Αντ’ αυτού, είναι αφοσιωμένη στην διαδικασία αντί στην ουσία, και πρόθυμη να υιοθετήσει οποιαδήποτε πολιτική θέση, αρκεί να δίνει την εντύπωση της επάρκειας και της συναίνεσης. Εκεί οφείλεται η εκπληκτική στροφή τής Μέρκελ για την πυρηνική ενέργεια, μετά την κατάρρευση των πυρηνικών αντιδραστήρων της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία. Παρά το γεγονός ότι προηγουμένως ήταν μια από τους κορυφαίους υποστηρικτές στην χώρα για την παράταση της ζωής των πυρηνικών αντιδραστήρων τής Γερμανίας, γρήγορα άλλαξε πορεία, πιέζοντας για ένα άμεσο μορατόριουμ για την χρήση τους. Η μετατόπιση της Μέρκελ της έφερε το πρόσθετο τακτικό πλεονέκτημα της δημιουργίας ενός δυναμικού κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ τού κόμματός της των Χριστιανοδημοκρατών και του Κόμματος των Πρασίνων.
Σε αυτήν, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις - ιδίως της ευρωκρίσης – η Μέρκελ εντόπισε το κέντρο της γερμανικής πολιτικής και κατέλαβε ξεκάθαρα τον χώρο αυτόν. Εξασφάλισε επίσης ότι κανένας σοβαρός αντίπαλος δεν θα την απειλεί μέσα από το δικό της κόμμα. Και όμως, παρ’ όλο που είναι προφανώς το πιο ισχυρό πολιτικό πρόσωπο της χώρας, έχει καταφέρει να μονώσει τον εαυτό της από την ευθύνη για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πολιτικό εξαγόμενο μέσω της άρνησής της να συνδέεται πολύ στενά με τις λεπτομέρειες της κάθε πολιτικής.
Γιατί λοιπόν η αντιπολίτευση φαίνεται να έχει συναινέσει στην αποστράτευση των υποστηρικτών της από την Μέρκελ; Εδώ βρίσκει κανείς μια δεύτερη ιδιαιτερότητα. Οι σοσιαλδημοκράτες επέλεξαν έναν υποψήφιο για την καγκελαρία τού οποίου η δημόσια εικόνα είναι τόσο πολύ Μερκελική όσο είναι δυνατόν – εκτός της επιφυλακτικότητας. Ο Στάινμπρουκ ήταν υπουργός Οικονομικών τής Μέρκελ στον «μεγάλο συνασπισμό» μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών που κυβέρνησε την Γερμανία την περίοδο 2005-2009. Συχνά πιστώνονται ότι ανταποκρίθηκαν μαζί στις προκλήσεις τής οικονομικής κρίσης - και κατά κάποιο τρόπο, η εταιρική τους σχέση έχει διαρκέσει ακόμη και αφότου οι Σοσιαλδημοκράτες μπήκαν στην αντιπολίτευση. Από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, το κόμμα στήριξε όλες τις πολιτικές τής Μέρκελ στην ευρωκρίση. Ως αποτέλεσμα, το κόμμα δεν έχει αξιόπιστο τρόπο για να επιτεθεί στην Μέρκελ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. (Αν και δεν έχει γλιτώσει τις βολές τής Μέρκελ ότι οι Σοσιαλδημοκράτες είναι αναξιόπιστοι σε θέματα ΕΕ - μια πικρή προσβολή για ένα κόμμα που επέμεινε τόσο πολύ να φανεί υπεύθυνο ως αντιπολίτευση). Επίσης, δεν βοηθά ότι ο Στάινμπρουκ είναι από τη φύση του κάπως σαν ανεξέλεγκτο όπλο. Έχει μάθει με σκληρό τρόπο αυτό που η Μέρκελ ανακάλυψε το 2005: όσα πιο πολλά λες στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, τόσα περισσότερα λάθη είναι πιθανό να κάνεις. Και δεδομένου ότι η Μέρκελ έχει μείνει βουβή, ο Τύπος έχει επικεντρωθεί στις πολλές ρητορικές ατυχίες τού Στάινμπρουκ ακόμη και στην γλώσσα τού σώματος: την περασμένη εβδομάδα, εμφανίστηκε με υψωμένο το μεσαίο δάχτυλο στο εξώφυλλο του γερμανικού αντίστοιχου περιοδικού τού The New York Times Magazine.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η προσέγγιση της Μέρκελ - διαχειριστική, προσεκτική, σταδιακή - φαίνεται να ταιριάζει μια χαρά στους περισσότερους Γερμανούς. Δεν αισθάνονται ότι η ευρωκρίση έχει πραγματικά επιλυθεί. Έχουν μια γενικότερη αίσθηση ότι, μετά τις εκλογές, θα τους παρουσιαστεί ένας ακόμη λογαριασμός για την Ελλάδα. Αλλά το τελευταίο πράγμα που φαίνεται να θέλουν είναι κάποιο νέο μεγάλο όραμα για την Ευρώπη, με περισσότερη εξουσία να παραδίδεται στις Βρυξέλλες. Μόνο οι Πράσινοι τολμούν να είναι ανοικτά υπέρ της Ευρώπης, και τα δημοσκοπικά ποσοστά τους είναι σταθερά πτωτικά. (Φυσικά, η Μέρκελ επίσης έκλεψε τις βροντές τους για την πυρηνική ενέργεια).
Θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό, λοιπόν, να σκεφτεί ότι δεν υπάρχει κανένα πραγματικό πρόβλημα στη Γερμανία. Αν το κοινό θέλει έναν βαρετό ηγέτη, αυτό είναι που θα λάβει. Και με δεδομένη την αναταραχή στις γειτονικές χώρες, θα μπορούσε να φανεί αγενές να κακολογηθεί η Γερμανία για την αφοσίωσή της στη συναίνεση και την δέσμευσή της, όταν όλα έχουν ειπωθεί και γίνει για να κρατήσει αθόρυβα την ΕΕ ενωμένη με οποιοδήποτε κόστος. Αλλά, υπάρχουν πραγματικοί λόγοι ανησυχίας.
Πρώτον, οι αληθινές προτιμήσεις τού γερμανικού πληθυσμού έχουν γίνει όλο και πιο δύσκολο να τις διακρίνει κανείς. Δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσον ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων είναι πραγματικά υπέρ της αναίρεσης κομματιών τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ένα νέο κόμμα, το «Εναλλακτική για την Γερμανία», έχει ορκιστεί να εργαστεί για μια «ομαλή διάλυση» του ευρώ. Προς το παρόν, οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν ότι το κόμμα θα καταφέρει να μπει στη Βουλή - αλλά πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι το βράδυ των εκλογών θα μπορούσε να επιφυλάσσει μια έκπληξη. Λαμβάνοντας υπόψη το ταμπού στη Γερμανία ενάντια στις πολιτικές που είναι έστω και λίγο «αντι-ευρωπαϊκές», οι μελλοντικοί ψηφοφόροι μπορεί να είναι απρόθυμοι να αποκαλύψουν τις αληθινές τους προτιμήσεις σε δημοσκοπήσεις. (Το «Εναλλακτική για τη Γερμανία», από την πλευρά του, προσπάθησε να καταπολεμήσει το ταμπού με την ρητή αποστασιοποίησή του από τα δεξιά λαϊκιστικά κινήματα και με τον ορισμό ενός καθησυχαστικά μη χαρισματικού καθηγητή Οικονομικών ως επικεφαλής υποψήφιό του).
Μια άλλη ανησυχία είναι ότι η ασύμμετρη αποστράτευση - ή, για να είμαι πιο ακριβής, η σχεδόν συμμετρική αποστράτευση, δεδομένου ότι ακόμη και οι χριστιανοδημοκράτες τής Μέρκελ δεν είναι και τόσο ενθουσιώδεις στο να ψηφίσουν - είναι διαβρωτική για το πολιτικό σύστημα. Οι δημοκρατίες χρειάζονται συζητήσεις και δημόσιο διάλογο, ως έναν τρόπο για να αποφασιστεί η κατεύθυνση για μια πολιτεία. Φέτος, η προσέλευση των ψηφοφόρων αναμένεται να είναι χαμηλότερη από όσο ποτέ πριν, καθώς μέχρι και εξέχοντες διανοούμενοι έχουν δημιουργήσει ένα θέμα διακηρύσσοντας ότι, για πρώτη φορά, θα απόσχουν. Ξαφνικά, οι Γερμανοί αναθυμούνται τα μαθήματα πολιτικής αγωγής σχετικά με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και πώς κατέρρευσε λόγω της έλλειψης δημοκρατών πραγματικά δεσμευμένων στο πολιτικό σύστημα. Υπάρχει ένας αυξανόμενος, αν και ακόμη μάλλον υπόκωφος, φόβος ότι ένας πραγματικά χαρισματικός δεξιός λαϊκιστής θα μπορούσε κάποια ημέρα να επωφεληθεί από την υφέρπουσα απογοήτευση για τα πολιτικά τής χώρας.
Υπάρχει και μια άλλη, λιγότερο εμφανής ανησυχία. Η Μέρκελ έχει ενθαρρύνει διακριτικά τις ευρωπαϊκές ελίτ να πάρουν ένα προβληματικό μάθημα από την ευρωκρίση, αυτό που γίνεται σιγά-σιγά μια συναίνεση σε ολόκληρη την ήπειρο. Το δίδαγμα είναι ότι όλες οι χώρες πρέπει να παρακολουθούν η μία την άλλη πολύ πιο στενά. Η Μέρκελ αποφάσισε σε κάποιο σημείο ότι δεν μπορεί να στηριχθεί στα παραδοσιακά ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα για την επίλυση προβλημάτων και την πολιτική καινοτομία - ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - για να αποφευχθεί μια άλλη Ελλάδα. Αντ’ αυτού, στοιχηματίζει υπέρ τού στενότερου συντονισμού των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών μεταξύ των ανεξάρτητων εθνών-κρατών, με τις Βρυξέλλες να έχουν κάποιο ρόλο στην εποπτεία των μεμονωμένων εθνικών προϋπολογισμών, αλλά σε καμία περίπτωση έναν ηγετικό ρόλο.
Υπάρχουν καλοί λόγοι για να είναι κανείς επιφυλακτικός σχετικά με μια προσέγγιση που ενισχύει τους εθνικούς αξιωματούχους εις βάρος των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των εθνικών κοινοβουλίων. Θα οδηγήσει σε μια Ευρώπη δύο παράλληλων κόσμων: από τη μια πλευρά, η υφιστάμενη ΕΕ των 28 κρατών-μελών, η οποία λειτουργεί με βάση τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, η ευρωζώνη, στην οποία οι κυβερνήσεις κάνουν συμφωνίες μεταξύ τους, μερικές φορές χρησιμοποιώντας τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και μερικές φορές δημιουργώντας νέα ad hoc. Σίγουρα, αυτή η εκ νέου εθνικοποίηση δεν ήταν από την αρχή το μεγάλο σχέδιο της Γερμανίας. Μάλλον, είναι μια πρόχειρη λύση που εξηγείται καλύτερα από τις δυσκολίες επίτευξης οποιουδήποτε ευρέως μετασχηματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας τέτοιος μετασχηματισμός θα απαιτούσε την επαναδιαπραγμάτευση βασικών νομικών διευθετήσεων της ΕΕ και δημοψηφίσματα για την επακόλουθη νέα συνθήκη, τουλάχιστον σε ορισμένες χώρες - την οποία η γερμανική κυβέρνηση δεν ήταν μόνη στο να θεωρεί ότι ενέχει πάρα πολύ μεγάλο κίνδυνο σε μια εποχή λαϊκισμού και ευρωσκεπτικισμού (των φαινομένων που ενισχύονται, πρέπει να πούμε, από ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, κυρίως της Βρετανίας).
Η Μέρκελ μέχρι στιγμής έχει προωθήσει το σχέδιό της για μια παράλληλη ευρωζώνη χωρίς να γίνει καμία δημόσια συζήτηση. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι και οι διανοούμενοι έχουν μικρή γνώση για αυτό που ένας Πολωνός παρατηρητής των γερμανικών υποθέσεων, ο Piotr Buras, αποκάλεσε «μια σιωπηλή επανάσταση».
Αλλά παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν τα πράγματα μπορούν να μείνουν τόσο ήσυχα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ελλείψει εξηγήσεων και συζήτησης, η συντονιστική πολιτική τής Μέρκελ δεν θα αποκτήσει ποτέ νομιμοποίηση σε όλη την ήπειρο. Προς το παρόν, η Γερμανία χαίρεται την οικονομική της επιτυχία και μπορεί να μην έχει να ανησυχεί για μεγάλες θυσίες για χάρη του ευρώ. Αλλά, αν ποτέ καταστούν αναγκαίες, κάτι που παραμένει μια πολύ πραγματική πιθανότητα, οι γερμανικές ελίτ θα μετανιώσουν για την συναίνεσή τους στην δημοκρατική αποστράτευση.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου