Γιατί η Ελλάδα, μια χώρα που αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, προκαλεί τόσο ισχυρούς πονοκεφάλους; Όλος ο κόσμος, από το Πεκίνο μέχρι την Ουάσιγκτον, διαβάζει καθημερινά άρθρα για υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν και προϋποθέσεις που δεν εφαρμόστηκαν. Δεν θα ήταν καλύτερα, αναρωτιούνται, να επιτραπεί στην Ελλάδα να χρεοκοπήσει και να βγει από την Ευρωζώνη, αντί να εξακολουθούμε να δίνουμε τόση προσοχή σε ένα πρόβλημα που εν πολλοίς η χώρα το δημιούργησε μόνη της;
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ έπαψε πλέον να είναι αδιανόητη. Σε πρόσφατο άρθρο του που συνυπογράφει με άλλους, ο Βίλεμ Μπούιτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Citi και αφοσιωμένος οπαδός του ευρωπαϊκού σχεδίου, θεωρεί ότι οι πιθανότητες μιας εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη μέσα στους επόμενους 18 μήνες φτάνουν πλέον το 50%. «Αυτό συμβαίνει επειδή η προθυμία των πιστωτών της Ευρωζώνης να συνεχίσουν να παρέχουν χρηματοδότηση στην Ελλάδα, παρά τη μη εφαρμογή του προγράμματος, έχει περιοριστεί σημαντικά». Αλλά οι συγγραφείς πιστεύουν επίσης ότι το κόστος της εξόδου της Ελλάδας για τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης είναι σήμερα χαμηλότερο παρά ποτέ. Γι’ αυτό και οι πιθανότητες να αφεθεί η Ελλάδα να βγει από το ευρώ αυξάνονται ανάλογα.
Ας εξετάσουμε τα ερωτήματα που κάθε λογικός άνθρωπος θα...
έθετε σχετικά με τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας.
Πρώτον, μπορεί η Ελλάδα να συμφωνήσει με τους πιστωτές της για την αναδιάρθρωση του χρέους της, ή τη λεγόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, με την τρόικα σχετικά με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και με τους επίσημους πιστωτές για μια δεύτερη συμφωνία διάσωσης; Και μπορούν όλα αυτά να γίνουν πριν την προσεχή λήξη ομολόγων που είναι στις 20 Μαρτίου;
Το πιθανότερο είναι πως ναι. Αν είναι έτσι, το ενδεχόμενο μιας άτακτης χρεοκοπίας τουλάχιστον απομακρύνεται από τον ορίζοντα. Διακρίνουμε τρεις λόγους για αυτό. Πρώτον, παρά τη λαϊκή οργή οι Έλληνες πολιτικοί συμφωνούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους με το επιθυμητό της παραμονής του ευρώ. Δεύτερον, παρά την καθολική δυσπιστία τα κράτη της Ευρωζώνης φοβούνται μια άτακτη ελληνική χρεοκοπία και μια πιθανή έξοδο. Τέλος, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πιστεύει ότι ένα πρόγραμμα που θα περιλάμβανε ισχυρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και όχι περαιτέρω μεγάλη δημοσιονομική σύσφιξη ή σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις θα είχε αποτελέσματα, τουλάχιστον θεωρητικά.
Δεύτερον, πόσο πιθανό είναι ότι το ελληνικό πρόγραμμα θα αποδώσει; Η απάντηση είναι καθόλου, όπως αναφέρει ένα σημείωμα της Citi. «Κι αυτό, καταρχήν γιατί όποια αναδιάρθρωση κι αν συμφωνηθεί, δεν φαίνεται πιθανό να περιορίσει το ελληνικό δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ ως το 2020 – όπως είναι ο δεδηλωμένος στόχος του δεύτερου πακέτου διάσωσης της Ελλάδας – και δεύτερον επειδή ακόμη κι αν από θαύμα η Ελλάδα πετύχαινε το στόχο του 120% του ΑΕΠ δημόσιου χρέους ως το 2020, το χρέος αυτό θα ήταν πολύ μεγάλο για να το αντέξει η χώρα». Είναι σχεδόν βέβαιο πως θα χρειαστεί νέα μείωση του ελληνικού χρέους τα επόμενα χρόνια, ακόμη και αν όλα πάνε τέλεια. Που δεν θα πάνε…
Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικές προόδους από τότε που ξεκίνησε η κρίση, αν και κατά μεγάλο μέρος ως συνέπεια της λιτότητας. Κατάφερε να περιορίσει το πρωτογενές της δημόσιο έλλειμμα, δηλαδή το έλλειμμα πριν την εξυπηρέτηση του χρέους από το 10.6% του ΑΕΠ το 2009 σε 2.4% το 2011. Η πτώση αυτή είναι πολύ μεγάλη, δεδομένου και του βάθους της ύφεσης. Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται τώρα κοντά σε ένα σημείο όπου χρειάζεται να δανείζεται μόνο για να ανακυκλώνει τα παλαιότερα χρέη και να εξυπηρετεί το χρέος της. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης σημαντικές εισροές ξένου συναλλάγματος για να καλύπτει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ακόμα κι αν αγνοήσουμε τις ανάγκες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους το εξωτερικό. Το 2011 για παράδειγμα, το ελληνικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών προ τόκων του δημόσιου χρέους βρισκόταν ακόμη στο 4.6% του ΑΕΠ, παρά την ήδη μεγάλη πτώση του.
Μπορούν οι προβλεπόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να οδηγήσουν σε μια επαρκώς δυναμική οικονομία και πρωτίστως στις μεταβολές των καθαρών εξαγωγών που χρειάζονται για να χρηματοδοτηθούν οι απαιτούμενες εισαγωγές με μια συνθήκη κάπου κοντά στην πλήρη απασχόληση; Η απάντηση είναι όχι σύντομα και ενδεχομένως σε καμία περίπτωση, παρά τις βελτιώσεις της ελληνικής ανταγωνιστικότητας
Τρίτον, το πρόγραμμα είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας; Η ελληνική πολιτική ελίτ το πιστεύει. Η εναλλακτική λύση – μια άτακτη χρεοκοπία, σε συνδυασμό με την πιθανή έξοδο από την Ευρωζώνη – θα ήταν ένα βήμα στο άγνωστο. Η Ελλάδα θα έπρεπε να εισαγάγει και να εφαρμόσει, τουλάχιστον προσωρινά, κάποιους ελέγχους συναλλάγματος. Θα έπρεπε να διαχειριστεί μια άκρως πολύπλοκη αναδιάρθρωση του χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Θα έπρεπε επίσης να τα βγάλει πέρα με την τρομακτική υποτίμηση της νέας δραχμής και την έκρηξη του πληθωρισμού. Θα έπρεπε να διαπραγματευτεί εκ νέου τη θέση της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα είχε, τέλος, μια δραματική πτώση του ΑΕΠ και των πραγματικών εισοδημάτων. Θα ήταν όλα αυτά καλύτερα από τη σημερινή επιλογή; Πιθανώς όχι, αν και ποιος μπορεί να είναι σίγουρος;
Τέταρτον, μπορεί το νέο ελληνικό πρόγραμμα να είναι προς το συμφέρον των υπόλοιπων κρατών της Ευρωζώνης και της παγκόσμιας κοινότητας; Η απάντηση είναι πιθανότατα ναι αλλά όχι σίγουρα. Τα βασικά επιχειρήματα υπέρ του ‘ναι’ είναι ότι μια άτακτη ελληνική χρεοκοπία σε συνδυασμό με την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και σήμερα πανικό σε άλλα κράτη της Ευρωζώνης και ότι το κόστος για να αποτραπούν όλα αυτά με την παροχή βοήθειας στην Ελλάδα δεν είναι μεγάλο σε σχέση με το κόστος μιας τέτοιας αναταραχής. Τα βασικά επιχειρήματα κατά του ‘όχι’ είναι πως η Ευρωζώνη έχει πλέον τα μέσα να αποτρέψει τη διάχυση του πανικού ακόμα και μετά την κατάρρευση της Ελλάδας, ιδίως αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι κυβερνήσεις θελήσουν να αναλάβουν αποφασιστική δράση αντιμετωπίζοντας τις πιθανές επιθέσεις των καταθετών στις τράπεζες και την φυγή των επενδυτών από τις αγορές ομολόγων. Ένα άλλο επιχείρημα κατά του ‘ναι’ που δεν πρέπει να το παίρνουμε αψήφιστα είναι πως θα ήταν καλύτερα να πάψουμε να προσποιούμαστε ότι τα προγράμματα της Ελλάδας θα έχουν αποτελέσματα και έτσι να καταστήσουμε σαφές ότι μια χρεοκοπία έχει συνέπειες.
Τέλος, τι μας λέει το ελληνικό δράμα για την Ευρωζώνη; Η Ελλάδα από μόνη της δεν μπορεί να έχει τόσο αποφασιστική σημασία για το μέλλον ολόκληρης της Ευρωζώνης. Και όμως το γεγονός ότι αυτή η μικρή χώρα, με την αδύναμη οικονομία και την μακρόχρονη κακή διαχείριση, μπόρεσε να προκαλέσει τόσο ισχυρά προβλήματα δηλώνει τον ευάλωτο χαρακτήρα της δομής του ευρώ. Η Ελλάδα είναι το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο. Ο λόγος για τον οποίο προκάλεσε τόσες δυσκολίες είναι ότι τα σφάλματα της χώρας είναι ακραία αλλά όχι μοναδικά. Τα βάσανα της Ελλάδας δείχνουν πως η Ευρωζώνη αναζητά ένα μείγμα ευελιξίας, πειθαρχίας και αλληλεγγύης που θα έχει αποτελέσματα.
Αλλά και η ίδια η Ευρωζώνη βρίσκεται κάπου μετέωρη. Η ολοκλήρωσή της δεν έχει φτάσει σε ένα βαθμό όπου η διάρρηξη θα ήταν αδιανόητη αλλά ούτε και έχει παραμείνει αρκετά περιορισμένη ώστε να μπορεί να γίνει ανεκτή. Πράγματι, η πιο ισχυρή εγγύηση επιβίωσης της Ευρωζώνης είναι το κόστος της διάρρηξής της. Μπορεί αυτό να αρκεί. Αν όμως η Ευρωζώνη θέλει να κάνει κάτι παραπάνω από ένα συμβατικό γάμο που διατηρείται μόνο από το τρομακτικό κόστος της διανομής του ενεργητικού και του παθητικού, θα πρέπει να χτίσει κάτι πολύ πιο θετικό απ’ αυτά που έχει σήμερα. Δεδομένων των οικονομικών αποκλίσεων και της πολιτικής διαμάχης που μας αποκάλυψε η παρούσα κρίση, είναι αυτό τώρα δυνατό; Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση της ευρωπαϊκής κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου