Συντάκτες: K. Βλαχοδήμος, Σ. Γεωργιάδης, Κ. Παύλου, Γ. E. Σέκερης, Σπ. Ταπίνης, Ι. Τουλουμάκος.
Η εξωτερική μας πολιτική αποσκοπεί στη διασφάλιση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων στον διεθνή χώρο. Πρέπει συνεπώς να είναι εντεταγμένη σε μια ευρύτερη εθνική στρατηγική, θέτουσα συγκεκριμένους στόχους και αξιοποιούσα για την επίτευξή τους τις συνιστώσες της εθνικής μας ισχύος – οικονομικές, στρατιωτικές, και πολιτισμικές. Η Ένωση για την Ελλάδα έχει ήδη παρουσιάσει το περίγραμμα μιας τέτοιας εθνικής στρατηγικής. Το παρόν κείμενο εξειδικεύει τις θέσεις της για τον προσανατολισμό της χώρας μας στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, για τις σχέσεις μας, ειδικότερα, με τα γειτονικά μας κράτη, και για τη συμβολή της διπλωματίας και της «ήπιας ισχύος» που μας προσφέρουν ο απόδημος ελληνισμός, η κλασική μας παράδοση, και η Ορθοδοξία, στην εδραίωση της διεθνούς μας παρουσίας.
Α. Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον ένθερμων θιασωτών του ΟΗΕ. Στο υπό διαμόρφωση, ωστόσο, μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον, στο οποίο ο ρόλος του παγκόσμιου οργανισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά στα της κατοχύρωσης της ειρήνης και ασφάλειας, είναι, γενικώς, περισσότερο συμβολικός παρά πραγματικός, η ορθή αυτή τοποθέτησή μας μακράν...
απέχει του να αρκεί. Αντιθέτως, για την ολοκλήρωση του διεθνούς προσανατολισμού μας απαιτούνται καίριες πρόσθετες επιλογές.
Προφανής, εν πρώτοις, είναι η επιτακτική ανάγκη εδραίωσης της θέσης μας στον ευρω-ατλαντικό κόσμο και ειδικότερα στους δύο θεσμικούς πυλώνες του: το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δυτική μας επιλογή είναι διαχρονική – εγκαινιάσθηκε διαρκούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως και συνεχίσθηκε καθ’ όλον σχεδόν τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα – ανταποκρίνεται δε σε ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού έθνους και κράτους – συμφέροντα ασφαλείας, οικονομικά και πολιτισμικά. Ειδικότερα σε σχέση με την συμμετοχή μας στην ΕΕ, τελευταία εκβάλλονται στον δημόσιο χώρο κραυγές «αγανάκτησης» για την «απώλεια κυριαρχίας» που συνεπιφέρει. Πρόκειται φυσικά για δημαγωγικά τερτίπια. Η ένταξή σε ένα συνομοσπονδιακού τύπου διεθνή οργανισμό όπως η κοινοτική Ευρώπη συνεπάγεται εξ ορισμού για όλους τους εντασσομένους την μεταφορά ορισμένων εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ευρωκοινοτικά όργανα, με αντάλλαγμα τα προσδοκώμενα από την κοινοτική συσσωμάτωση οφέλη. Καθ’ όλη την τελευταία πεντηκονταετία, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ορθότατα κρίνει ότι η χώρα μας έχει επιτακτικό συμφέρον να συμμετέχει στην υπό διαμόρφωση κοινοτική Ευρώπη, αποδεχόμενη, όπως και οι λοιποί εταίροι, την, περιορισμένη άλλωστε – και, ειρήσθω εν παρόδω, ενδεχομένως και ανεπαρκή για την ευόδωση του ευρωκοινοτικού εγχειρήματος –, εκχώρηση κρατικής κυριαρχίας. Υπό τις παρούσες δε συνθήκες, με την κοινοτική αλληλεγγύη να αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας για την οικονομική μας ανάκαμψη, τα περί «εθνικής προδοσίας» φληναφήματα δεν είναι απλώς καταγέλαστα. Στο μέτρο που αποπροσανατολίζουν μια απληροφόρητη κοινή γνώμη, είναι και ιδιαιτέρως επικίνδυνα.
Ενισχύοντας το διεθνές βάρος της Ελλάδος, οι δυτικοί μας δεσμοί διευκολύνουν και την αναγκαία επιδίωξη μιας πολυσχιδούς συνεργασίας της χώρας μας με τις λοιπές μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις: την Ρωσία, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδία, την Βραζιλία. Ο ενίοτε προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι ο δυτικός προσανατολισμός μας είναι ασύμβατος με την στόχευση αυτή είναι παντελώς αβάσιμος – όπως άλλωστε σαφέστατα προκύπτει και από την σχετική πρακτική των περισσοτέρων εκ των λοιπών συμμάχων και εταίρων μας.
Ιδιαίτερα προσεκτική πρέπει να είναι η πλοήγηση του εθνικού μας σκάφους στα ταραγμένα μεσανατολικά γεωπολιτικά ύδατα. Η αδικαιολογήτως καθυστερημένη σύσφιγξη των σχέσεων με το Ισραήλ κρίνεται πολλαπλώς σκόπιμη, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Επιβάλλεται όμως να αποφύγουμε και εδώ τις συνήθεις αυτοκαταστροφικές υπερβολές μας, και ειδικότερα ένα δημόσιο θόρυβο δημιουργούντα την εντύπωση ότι η αναγκαία αυτή προσέγγιση στρέφεται εναντίον τρίτων δυνάμεων στην περιοχή, κρατικών ή μη – τόσω μάλλον που η εν προκειμένω στάση των ίδιων των Ισραηλινών είναι χαρακτηριστικά μετρημένη και προσεκτική.
Β. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Βασικός γνώμονας για τον χειρισμό των συχνά τρικυμιωδών σχέσεών μας με τις όμορές μας χώρες πρέπει να είναι η εποικοδομητική συνεργασία και η ειρηνική επίλυση των όποιων προβλημάτων μας χωρίζουν, στο πλαίσιο μιας νηφάλιας, ολοκληρωμένης περιφερειακής στρατηγικής, και μακράν επιζήμιων λαϊκισμών – με τις ευρωατλαντικές διασυνδέσεις μας να προσφέρονται εν προκειμένω ως πολύτιμη ενίσχυση του διπλωματικού μας οπλοστασίου. Ατυχώς, η μέχρι τούδε μεθόδευση ορισμένων από τις κυριότερες συνιστώσες της περιφερειακής μας αυτής πολιτικής απεδείχθη από αναποτελεσματική έως καταστροφικώς αδέξια, με επακόλουθο ο χρόνος να έχει λειτουργήσει και να εξακολουθεί να λειτουργεί εις βάρος μας. Επί παραδείγματι:
Ο χειρισμός του Σκοπιανού είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Είκοσι δύο χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση της «Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και παρά τη σπατάλη από τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις άφθονου διπλωματικού κεφαλαίου, η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών του κόσμου, περιλαμβανομένων και όλων των μεγάλων δυνάμεων, έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Δημοκρατία της Μακεδονίας. Από την άλλη, το ελληνικό εθνικό συμφέρον εξακολουθεί να υπαγορεύει τη διατήρηση του αδύναμου αυτού γείτονα ως ενιαίου, αυτόνομου κρατικού φορέα, προκειμένου να αποφευχθεί ο ασύμφορος για τη χώρα μας και γενικότερα για τη βαλκανική σταθερότητα διαμελισμός του επ’ ωφελεία μιας «Μεγάλης Αλβανίας» και μιας «Μεγάλης Βουλγαρίας». Ενδείκνυται επομένως να συνεχισθεί η υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών διαπραγμάτευση για την εξεύρεση μιας λύσης του προβλήματος της ονομασίας, η οποία, αφ’ ενός, δεν θα παρέχει στήριγμα στις όποιες αλυτρωτικές σκοπιανές φαντασιώσεις, και, αφ’ ετέρου, θα διευκολύνει την ένταξη των Σκοπίων στο σταθεροποιητικό ευρωατλαντικό πλέγμα. Κατά τα λοιπά, η απόπειρα Σλάβων της ΠΓΔΜ, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσης κυβερνητικής ηγεσίας, να παραποιήσουν γελοιωδώς την ιστορική πραγματικότητα, διεκδικώντας καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες, πρέπει να αντιμετωπισθεί, μέσω των αρμόδιων επιστημονικών και κοινωνικών φορέων και εν συνεργασία και με την ανά τον κόσμο ομογένεια, στον ακαδημαϊκό και επικοινωνιακό κυρίως χώρο – όπου, κατά τα λοιπά, οι ανιστόρητοι αυτοί ισχυρισμοί προσκρούουν κατά κανόνα στη σκωπτική διάθεση των στοιχειωδώς έστω πληροφορημένων τρίτων, πανεπιστημιακών και άλλων.
Στην Κυπριακή Μεγαλόνησο έχει εμπεδωθεί η διχοτόμηση, χωρίς καν εδαφικά ανταλλάγματα – και με την ένταση στην «πράσινη γραμμή» και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις γενικότερα να συνεχίζεται αμείωτη. Δοθέντος δε ότι ο αρχικός, φυσικός εθνικός μας στόχος – ήτοι η Ένωση ολόκληρης της Κύπρου με την Ελλάδα – αποτελεί πλέον ουτοπία, η από ελληνικής σκοπιάς επιθυμητή υπό τις κρατούσες συνθήκες λύση του Κυπριακού θα ήταν η επανενοποίηση των δύο εθνικών κοινοτήτων υπό ισχυρή κεντρική κυβέρνηση λειτουργούσα επί τη βάσει της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας. Η συγκέντρωση, ωστόσο, του τουρκοκυπριακού στοιχείου στον Βορρά και η εγκατάσταση εκεί επιπροσθέτως μεγάλου αριθμού Τούρκων εποίκων, σε συνδυασμό με τη διαχρονική διχοτομική πολιτική της Άγκυρας, όπως προκύπτει από τη διατήρηση των κατοχικών της δυνάμεων και τη διπλωματική και οικονομική στήριξη που παρέχει στο τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, καθιστούν και αυτή τη λύση πρακτικώς ανέφικτη. Ενώ, οι κατά καιρούς προτάσεις της «διεθνούς κοινότητας» – χαρακτηριστικό εν προκειμένω παράδειγμα το Σχέδιο Ανάν – έχουν ως κοινό γνώρισμα την πολιτειακή αποδυνάμωση των Ελληνοκυπρίων και τη χαλάρωση μέχρι διάρρηξης των δεσμών τους με την μητέρα πατρίδα. Και συνεπώς αντιστρατεύονται τα καλώς εννοούμενα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Καθώς οι Έλληνες της Κύπρου ενδιαφέρουν πρωτίστως την Ελλάδα ως αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εθνικού σώματος και ως ουσιαστική προέκταση της χώρας μας στην Ανατολική Μεσόγειο – όχι απλώς ως περίπτωση προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Κορυφαία επομένως προτεραιότητα της κυπριακής πολιτικής μας πρέπει να είναι η κατοχύρωση της αυτοτέλειας του ελεύθερου τμήματος της Μεγαλονήσου και η σύσφιγξη των δεσμών του με το εθνικό κέντρο, προκειμένου ο Κυπριακός Ελληνισμός να διατηρήσει αλώβητη την εθνική του ταυτότητα και να προσδεθεί ασφαλώς στο εθνικό του κέντρο. Διό και το επίσημο δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» είναι εσφαλμένο εκ βάθρων: Αποφάσεις καταλυτικές για τα γενικότερα συμφέροντα της ελληνικής πολιτείας και του ευρύτερου Ελληνισμού δεν νοείται να λαμβάνονται από την Λευκωσία χωρίς προηγούμενη ενδελεχή διαβούλευση με την Αθήνα.
Στο Αιγαίο, όχι μόνο αδυνατούμε επί δεκαετίες να αξιοποιήσουμε τους όποιους υποθαλάσσιους πόρους, αλλά συν τω χρόνω έχουν ανακύψει και πρόσθετες τουρκικές διεκδικήσεις εδαφικού χαρακτήρα. Ενώ τα κυριαρχικά μας δικαιώματα αμφισβητούνται εμπράκτως και συνεχώς. Με την από μέρους μας απλώς επικοινωνιακή και χωρίς πρακτικά αποτελέσματα επίκληση γενικών αρχών δικαίου να συνιστά έμμεση ομολογία γεωπολιτικής χρεωκοπίας και να ενθαρρύνει την αδιαλλαξία της άλλης πλευράς. Ζητούμενο ως εκ τούτου είναι μια πολιτική συνδυάζουσα την στρατιωτική και διπλωματική αποτροπή με έναν ουσιαστικό διάλογο, διεξαγόμενο από πλευράς μας, με βασικό μεν κριτήριο την κατοχύρωση των ζωτικών μας συμφερόντων – τα οποία, σημειωτέον, εν απουσία μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, αλλά και δια τον φόβον του κομματικού κόστους που διακατέχει τους εκάστοτε κυβερνώντες, δεν προσδιορίζονται ούτε καν στις εσωτερικές εμπιστευτικές διαβουλεύσεις μας και σχεδιασμούς – αλλά συγχρόνως και με ειλικρινή διάθεση αναζήτησης αμοιβαίως αποδεκτών λύσεων, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, για μη ζωτικής φύσης ζητήματα.
Γ. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Κατ’ εξοχήν αποτελεσματική ήπια μορφή ισχύος είναι η διπλωματία. Και ναι μεν, σήμερα πλέον ασκείται από πλείονες φορείς – πολιτικούς, οικονομικούς, και ακόμη και στρατιωτικούς – πλην όμως επίκεντρό της παραμένει το Υπουργείο Εξωτερικών. Εξ ου και η ανάγκη το τελευταίο αυτό να τύχει της αναγκαίας μέριμνας για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο βαρύ έργο του. Εν προκειμένω επιβάλλεται μεταξύ άλλων:
Η αναδιοργάνωση του Υπουργείου Εξωτερικών επί τη βάσει πετυχημένων προτύπων χωρών του Δυτικού Κόσμου του δικού μας μεγέθους.
Η απαλλαγή και της ευαίσθητης αυτής εθνικής υπηρεσίας από το κομματικό άγος.
Ο περιορισμός στο ελάχιστο των πολιτικών προσώπων – στην πραγματικότητα κομματικών εγκαθέτων, συνήθως χωρίς τα στοιχειώδη προσόντα για τις θέσεις που κατέχουν – τους οποίους μεταφέρουν στις αποσκευές τους οι εκάστοτε υπουργοί και των οποίων η παρουσία μόνο προσκόμματα παρεμβάλλει στην σωστή λειτουργία του Υπουργείου.
Η αναβάθμιση του προγράμματος σπουδών της Διπλωματικής Ακαδημίας και η συστηματική μετεκπαίδευση των στελεχών του Υπουργείου στην συνέχεια της υπηρεσιακής διαδρομής τους.
Η μέριμνα για την αξιοπρεπή διαβίωση του προσωπικού του Υπουργείου στο εξωτερικό.
Η πάταξη της διαφθοράς, ιδίως σε προξενικές μας αρχές σε περιοχές όπου η εξασφάλιση θεώρησης για την έλευση στην χώρα μας εξακολουθεί να είναι περιζήτητη.
Δ. ΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΧΩΡΟ
Απόδημος Ελληνισμός, Κλασική Παράδοση, και Ορθοδοξία είναι τρία κρίσιμης σημασίας συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας στον διεθνή χώρο. Ατυχώς η Αθήνα, παρά τις άφθονες περί του αντιθέτου διακηρύξεις της, ελάχιστα έχει πράξει για να τα αξιοποιήσει. Πρόκειται για μείζονα εθνικά θέματα, τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης εκ μέρους της Επιστημονικής Επιτροπής της ΕνΕλ. Εν αναμονή των σχετικών πορισμάτων, ως στοιχειώδη μέτρα προτείνονται:
Η απαλλαγή της επικοινωνίας του εθνικού κέντρου με τους Ομογενείς από το διάχυτο εδώ και χρόνια μικρόβιο του κομματισμού.
Η συγκρότηση ενός αξιοκρατικά στελεχωμένου και διαθέτοντος ευρέα περιθώρια ενεργείας φορέα για την Ομογένεια, ικανού να καταγράψει τις κατά γεωγραφική περιοχή – και κατ’ ουσίαν άγνωστες αυτή τη στιγμή στους «αρμοδίους» εν Ελλάδι – δύναμη, σύνθεση, και ιδιαιτερότητες του Απόδημου Ελληνισμού. Και να προσαρμόσει τους χειρισμούς του εθνικού κέντρου στις ποικίλλουσες κατά τόπους συνθήκες.
Με δεδομένο τον καθοριστικό ρόλο της εκκλησίας στη ζωή των ανά τον κόσμο Αποδήμων και όλως ιδιαίτερα των υπερπόντιων, η στενή συνεργασία με τις κατά τόπους ορθόδοξες αρχές για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας και για την καλλιέργεια της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας στους κόλπους της Ομογένειας, με έμφαση στις νέες γενιές.
Η ανάδειξη ολίγων, αυστηρά επιλεγμένων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων μας σε κέντρα κλασικών σπουδών, με παγκόσμια ακτινοβολία, και με διεθνή επιστημονική συμμετοχή σε επίπεδο καθηγητών, ερευνητών, και φοιτητών. Οι απαιτούμενες πρόσθετες δαπάνες, συγκρινόμενες με τα ποσά που διατίθενται στον χώρο των θετικών επιστημών, είναι ιδιαίτερα χαμηλές.
Η εξωτερική μας πολιτική αποσκοπεί στη διασφάλιση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων στον διεθνή χώρο. Πρέπει συνεπώς να είναι εντεταγμένη σε μια ευρύτερη εθνική στρατηγική, θέτουσα συγκεκριμένους στόχους και αξιοποιούσα για την επίτευξή τους τις συνιστώσες της εθνικής μας ισχύος – οικονομικές, στρατιωτικές, και πολιτισμικές. Η Ένωση για την Ελλάδα έχει ήδη παρουσιάσει το περίγραμμα μιας τέτοιας εθνικής στρατηγικής. Το παρόν κείμενο εξειδικεύει τις θέσεις της για τον προσανατολισμό της χώρας μας στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, για τις σχέσεις μας, ειδικότερα, με τα γειτονικά μας κράτη, και για τη συμβολή της διπλωματίας και της «ήπιας ισχύος» που μας προσφέρουν ο απόδημος ελληνισμός, η κλασική μας παράδοση, και η Ορθοδοξία, στην εδραίωση της διεθνούς μας παρουσίας.
Α. Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον ένθερμων θιασωτών του ΟΗΕ. Στο υπό διαμόρφωση, ωστόσο, μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον, στο οποίο ο ρόλος του παγκόσμιου οργανισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά στα της κατοχύρωσης της ειρήνης και ασφάλειας, είναι, γενικώς, περισσότερο συμβολικός παρά πραγματικός, η ορθή αυτή τοποθέτησή μας μακράν...
απέχει του να αρκεί. Αντιθέτως, για την ολοκλήρωση του διεθνούς προσανατολισμού μας απαιτούνται καίριες πρόσθετες επιλογές.
Προφανής, εν πρώτοις, είναι η επιτακτική ανάγκη εδραίωσης της θέσης μας στον ευρω-ατλαντικό κόσμο και ειδικότερα στους δύο θεσμικούς πυλώνες του: το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δυτική μας επιλογή είναι διαχρονική – εγκαινιάσθηκε διαρκούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως και συνεχίσθηκε καθ’ όλον σχεδόν τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα – ανταποκρίνεται δε σε ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού έθνους και κράτους – συμφέροντα ασφαλείας, οικονομικά και πολιτισμικά. Ειδικότερα σε σχέση με την συμμετοχή μας στην ΕΕ, τελευταία εκβάλλονται στον δημόσιο χώρο κραυγές «αγανάκτησης» για την «απώλεια κυριαρχίας» που συνεπιφέρει. Πρόκειται φυσικά για δημαγωγικά τερτίπια. Η ένταξή σε ένα συνομοσπονδιακού τύπου διεθνή οργανισμό όπως η κοινοτική Ευρώπη συνεπάγεται εξ ορισμού για όλους τους εντασσομένους την μεταφορά ορισμένων εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ευρωκοινοτικά όργανα, με αντάλλαγμα τα προσδοκώμενα από την κοινοτική συσσωμάτωση οφέλη. Καθ’ όλη την τελευταία πεντηκονταετία, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ορθότατα κρίνει ότι η χώρα μας έχει επιτακτικό συμφέρον να συμμετέχει στην υπό διαμόρφωση κοινοτική Ευρώπη, αποδεχόμενη, όπως και οι λοιποί εταίροι, την, περιορισμένη άλλωστε – και, ειρήσθω εν παρόδω, ενδεχομένως και ανεπαρκή για την ευόδωση του ευρωκοινοτικού εγχειρήματος –, εκχώρηση κρατικής κυριαρχίας. Υπό τις παρούσες δε συνθήκες, με την κοινοτική αλληλεγγύη να αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας για την οικονομική μας ανάκαμψη, τα περί «εθνικής προδοσίας» φληναφήματα δεν είναι απλώς καταγέλαστα. Στο μέτρο που αποπροσανατολίζουν μια απληροφόρητη κοινή γνώμη, είναι και ιδιαιτέρως επικίνδυνα.
Ενισχύοντας το διεθνές βάρος της Ελλάδος, οι δυτικοί μας δεσμοί διευκολύνουν και την αναγκαία επιδίωξη μιας πολυσχιδούς συνεργασίας της χώρας μας με τις λοιπές μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις: την Ρωσία, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδία, την Βραζιλία. Ο ενίοτε προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι ο δυτικός προσανατολισμός μας είναι ασύμβατος με την στόχευση αυτή είναι παντελώς αβάσιμος – όπως άλλωστε σαφέστατα προκύπτει και από την σχετική πρακτική των περισσοτέρων εκ των λοιπών συμμάχων και εταίρων μας.
Ιδιαίτερα προσεκτική πρέπει να είναι η πλοήγηση του εθνικού μας σκάφους στα ταραγμένα μεσανατολικά γεωπολιτικά ύδατα. Η αδικαιολογήτως καθυστερημένη σύσφιγξη των σχέσεων με το Ισραήλ κρίνεται πολλαπλώς σκόπιμη, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Επιβάλλεται όμως να αποφύγουμε και εδώ τις συνήθεις αυτοκαταστροφικές υπερβολές μας, και ειδικότερα ένα δημόσιο θόρυβο δημιουργούντα την εντύπωση ότι η αναγκαία αυτή προσέγγιση στρέφεται εναντίον τρίτων δυνάμεων στην περιοχή, κρατικών ή μη – τόσω μάλλον που η εν προκειμένω στάση των ίδιων των Ισραηλινών είναι χαρακτηριστικά μετρημένη και προσεκτική.
Β. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Βασικός γνώμονας για τον χειρισμό των συχνά τρικυμιωδών σχέσεών μας με τις όμορές μας χώρες πρέπει να είναι η εποικοδομητική συνεργασία και η ειρηνική επίλυση των όποιων προβλημάτων μας χωρίζουν, στο πλαίσιο μιας νηφάλιας, ολοκληρωμένης περιφερειακής στρατηγικής, και μακράν επιζήμιων λαϊκισμών – με τις ευρωατλαντικές διασυνδέσεις μας να προσφέρονται εν προκειμένω ως πολύτιμη ενίσχυση του διπλωματικού μας οπλοστασίου. Ατυχώς, η μέχρι τούδε μεθόδευση ορισμένων από τις κυριότερες συνιστώσες της περιφερειακής μας αυτής πολιτικής απεδείχθη από αναποτελεσματική έως καταστροφικώς αδέξια, με επακόλουθο ο χρόνος να έχει λειτουργήσει και να εξακολουθεί να λειτουργεί εις βάρος μας. Επί παραδείγματι:
Ο χειρισμός του Σκοπιανού είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Είκοσι δύο χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση της «Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και παρά τη σπατάλη από τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις άφθονου διπλωματικού κεφαλαίου, η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών του κόσμου, περιλαμβανομένων και όλων των μεγάλων δυνάμεων, έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Δημοκρατία της Μακεδονίας. Από την άλλη, το ελληνικό εθνικό συμφέρον εξακολουθεί να υπαγορεύει τη διατήρηση του αδύναμου αυτού γείτονα ως ενιαίου, αυτόνομου κρατικού φορέα, προκειμένου να αποφευχθεί ο ασύμφορος για τη χώρα μας και γενικότερα για τη βαλκανική σταθερότητα διαμελισμός του επ’ ωφελεία μιας «Μεγάλης Αλβανίας» και μιας «Μεγάλης Βουλγαρίας». Ενδείκνυται επομένως να συνεχισθεί η υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών διαπραγμάτευση για την εξεύρεση μιας λύσης του προβλήματος της ονομασίας, η οποία, αφ’ ενός, δεν θα παρέχει στήριγμα στις όποιες αλυτρωτικές σκοπιανές φαντασιώσεις, και, αφ’ ετέρου, θα διευκολύνει την ένταξη των Σκοπίων στο σταθεροποιητικό ευρωατλαντικό πλέγμα. Κατά τα λοιπά, η απόπειρα Σλάβων της ΠΓΔΜ, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσης κυβερνητικής ηγεσίας, να παραποιήσουν γελοιωδώς την ιστορική πραγματικότητα, διεκδικώντας καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες, πρέπει να αντιμετωπισθεί, μέσω των αρμόδιων επιστημονικών και κοινωνικών φορέων και εν συνεργασία και με την ανά τον κόσμο ομογένεια, στον ακαδημαϊκό και επικοινωνιακό κυρίως χώρο – όπου, κατά τα λοιπά, οι ανιστόρητοι αυτοί ισχυρισμοί προσκρούουν κατά κανόνα στη σκωπτική διάθεση των στοιχειωδώς έστω πληροφορημένων τρίτων, πανεπιστημιακών και άλλων.
Στην Κυπριακή Μεγαλόνησο έχει εμπεδωθεί η διχοτόμηση, χωρίς καν εδαφικά ανταλλάγματα – και με την ένταση στην «πράσινη γραμμή» και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις γενικότερα να συνεχίζεται αμείωτη. Δοθέντος δε ότι ο αρχικός, φυσικός εθνικός μας στόχος – ήτοι η Ένωση ολόκληρης της Κύπρου με την Ελλάδα – αποτελεί πλέον ουτοπία, η από ελληνικής σκοπιάς επιθυμητή υπό τις κρατούσες συνθήκες λύση του Κυπριακού θα ήταν η επανενοποίηση των δύο εθνικών κοινοτήτων υπό ισχυρή κεντρική κυβέρνηση λειτουργούσα επί τη βάσει της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας. Η συγκέντρωση, ωστόσο, του τουρκοκυπριακού στοιχείου στον Βορρά και η εγκατάσταση εκεί επιπροσθέτως μεγάλου αριθμού Τούρκων εποίκων, σε συνδυασμό με τη διαχρονική διχοτομική πολιτική της Άγκυρας, όπως προκύπτει από τη διατήρηση των κατοχικών της δυνάμεων και τη διπλωματική και οικονομική στήριξη που παρέχει στο τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, καθιστούν και αυτή τη λύση πρακτικώς ανέφικτη. Ενώ, οι κατά καιρούς προτάσεις της «διεθνούς κοινότητας» – χαρακτηριστικό εν προκειμένω παράδειγμα το Σχέδιο Ανάν – έχουν ως κοινό γνώρισμα την πολιτειακή αποδυνάμωση των Ελληνοκυπρίων και τη χαλάρωση μέχρι διάρρηξης των δεσμών τους με την μητέρα πατρίδα. Και συνεπώς αντιστρατεύονται τα καλώς εννοούμενα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Καθώς οι Έλληνες της Κύπρου ενδιαφέρουν πρωτίστως την Ελλάδα ως αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εθνικού σώματος και ως ουσιαστική προέκταση της χώρας μας στην Ανατολική Μεσόγειο – όχι απλώς ως περίπτωση προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Κορυφαία επομένως προτεραιότητα της κυπριακής πολιτικής μας πρέπει να είναι η κατοχύρωση της αυτοτέλειας του ελεύθερου τμήματος της Μεγαλονήσου και η σύσφιγξη των δεσμών του με το εθνικό κέντρο, προκειμένου ο Κυπριακός Ελληνισμός να διατηρήσει αλώβητη την εθνική του ταυτότητα και να προσδεθεί ασφαλώς στο εθνικό του κέντρο. Διό και το επίσημο δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» είναι εσφαλμένο εκ βάθρων: Αποφάσεις καταλυτικές για τα γενικότερα συμφέροντα της ελληνικής πολιτείας και του ευρύτερου Ελληνισμού δεν νοείται να λαμβάνονται από την Λευκωσία χωρίς προηγούμενη ενδελεχή διαβούλευση με την Αθήνα.
Στο Αιγαίο, όχι μόνο αδυνατούμε επί δεκαετίες να αξιοποιήσουμε τους όποιους υποθαλάσσιους πόρους, αλλά συν τω χρόνω έχουν ανακύψει και πρόσθετες τουρκικές διεκδικήσεις εδαφικού χαρακτήρα. Ενώ τα κυριαρχικά μας δικαιώματα αμφισβητούνται εμπράκτως και συνεχώς. Με την από μέρους μας απλώς επικοινωνιακή και χωρίς πρακτικά αποτελέσματα επίκληση γενικών αρχών δικαίου να συνιστά έμμεση ομολογία γεωπολιτικής χρεωκοπίας και να ενθαρρύνει την αδιαλλαξία της άλλης πλευράς. Ζητούμενο ως εκ τούτου είναι μια πολιτική συνδυάζουσα την στρατιωτική και διπλωματική αποτροπή με έναν ουσιαστικό διάλογο, διεξαγόμενο από πλευράς μας, με βασικό μεν κριτήριο την κατοχύρωση των ζωτικών μας συμφερόντων – τα οποία, σημειωτέον, εν απουσία μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, αλλά και δια τον φόβον του κομματικού κόστους που διακατέχει τους εκάστοτε κυβερνώντες, δεν προσδιορίζονται ούτε καν στις εσωτερικές εμπιστευτικές διαβουλεύσεις μας και σχεδιασμούς – αλλά συγχρόνως και με ειλικρινή διάθεση αναζήτησης αμοιβαίως αποδεκτών λύσεων, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, για μη ζωτικής φύσης ζητήματα.
Γ. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Κατ’ εξοχήν αποτελεσματική ήπια μορφή ισχύος είναι η διπλωματία. Και ναι μεν, σήμερα πλέον ασκείται από πλείονες φορείς – πολιτικούς, οικονομικούς, και ακόμη και στρατιωτικούς – πλην όμως επίκεντρό της παραμένει το Υπουργείο Εξωτερικών. Εξ ου και η ανάγκη το τελευταίο αυτό να τύχει της αναγκαίας μέριμνας για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο βαρύ έργο του. Εν προκειμένω επιβάλλεται μεταξύ άλλων:
Η αναδιοργάνωση του Υπουργείου Εξωτερικών επί τη βάσει πετυχημένων προτύπων χωρών του Δυτικού Κόσμου του δικού μας μεγέθους.
Η απαλλαγή και της ευαίσθητης αυτής εθνικής υπηρεσίας από το κομματικό άγος.
Ο περιορισμός στο ελάχιστο των πολιτικών προσώπων – στην πραγματικότητα κομματικών εγκαθέτων, συνήθως χωρίς τα στοιχειώδη προσόντα για τις θέσεις που κατέχουν – τους οποίους μεταφέρουν στις αποσκευές τους οι εκάστοτε υπουργοί και των οποίων η παρουσία μόνο προσκόμματα παρεμβάλλει στην σωστή λειτουργία του Υπουργείου.
Η αναβάθμιση του προγράμματος σπουδών της Διπλωματικής Ακαδημίας και η συστηματική μετεκπαίδευση των στελεχών του Υπουργείου στην συνέχεια της υπηρεσιακής διαδρομής τους.
Η μέριμνα για την αξιοπρεπή διαβίωση του προσωπικού του Υπουργείου στο εξωτερικό.
Η πάταξη της διαφθοράς, ιδίως σε προξενικές μας αρχές σε περιοχές όπου η εξασφάλιση θεώρησης για την έλευση στην χώρα μας εξακολουθεί να είναι περιζήτητη.
Δ. ΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΧΩΡΟ
Απόδημος Ελληνισμός, Κλασική Παράδοση, και Ορθοδοξία είναι τρία κρίσιμης σημασίας συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας στον διεθνή χώρο. Ατυχώς η Αθήνα, παρά τις άφθονες περί του αντιθέτου διακηρύξεις της, ελάχιστα έχει πράξει για να τα αξιοποιήσει. Πρόκειται για μείζονα εθνικά θέματα, τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης εκ μέρους της Επιστημονικής Επιτροπής της ΕνΕλ. Εν αναμονή των σχετικών πορισμάτων, ως στοιχειώδη μέτρα προτείνονται:
Η απαλλαγή της επικοινωνίας του εθνικού κέντρου με τους Ομογενείς από το διάχυτο εδώ και χρόνια μικρόβιο του κομματισμού.
Η συγκρότηση ενός αξιοκρατικά στελεχωμένου και διαθέτοντος ευρέα περιθώρια ενεργείας φορέα για την Ομογένεια, ικανού να καταγράψει τις κατά γεωγραφική περιοχή – και κατ’ ουσίαν άγνωστες αυτή τη στιγμή στους «αρμοδίους» εν Ελλάδι – δύναμη, σύνθεση, και ιδιαιτερότητες του Απόδημου Ελληνισμού. Και να προσαρμόσει τους χειρισμούς του εθνικού κέντρου στις ποικίλλουσες κατά τόπους συνθήκες.
Με δεδομένο τον καθοριστικό ρόλο της εκκλησίας στη ζωή των ανά τον κόσμο Αποδήμων και όλως ιδιαίτερα των υπερπόντιων, η στενή συνεργασία με τις κατά τόπους ορθόδοξες αρχές για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας και για την καλλιέργεια της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας στους κόλπους της Ομογένειας, με έμφαση στις νέες γενιές.
Η ανάδειξη ολίγων, αυστηρά επιλεγμένων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων μας σε κέντρα κλασικών σπουδών, με παγκόσμια ακτινοβολία, και με διεθνή επιστημονική συμμετοχή σε επίπεδο καθηγητών, ερευνητών, και φοιτητών. Οι απαιτούμενες πρόσθετες δαπάνες, συγκρινόμενες με τα ποσά που διατίθενται στον χώρο των θετικών επιστημών, είναι ιδιαίτερα χαμηλές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου