Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος
Περίληψη:
Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν έχουν εμπάθεια με την Ελλάδα. Δεν μισούν τη χώρα ούτε ασκούν κριτική χωρίς αφορμή ή λόγο. Είναι η σωρεία των λαθών της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας των τελευταίων ετών που αφύπνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη και έστρεψε τα φώτα στον πιο αδύναμο κρίκο της ευρωζώνης. Τώρα, χρειάζεται πολλή και σοβαρή δουλειά για να ανατραπεί η κακή εντύπωση.
Η Ελλάδα βρίσκεται από τον Οκτώβριο του 2009 σε καθεστώς οικονομικού πολέμου. Μπορεί η κρίση να είναι ευρωπαϊκή και να έχει ήδη επεκταθεί στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, με επόμενους πιθανούς σταθμούς την Ισπανία και την Ιταλία, το ελληνικό πρόβλημα, όμως, είναι το πιο επώδυνο και το μόνο για το οποίο δεν υπάρχει η παραμικρή χαραμάδα αισιοδοξίας. Ιδίως μετά την επιβολή του «κουρέματος» στα ελληνικά ομόλογα, το μέλλον προδιαγράφεται ακόμα πιο δυσοίωνο. Ποιος άραγε θα ξαναεμπιστευθεί την Ελλάδα; Οι ξένοι πιστωτές ή οι Έλληνες πολίτες που εξαπατήθηκαν από τις προτροπές διαφόρων κυβερνήσεων του παρελθόντος και αγόρασαν για αποταμιευτικούς σκοπούς ομόλογα του δημοσίου, χάνοντας, τελικά, το σημαντικότερο τμήμα της περιουσίας τους; Για τα επόμενα χρόνια η χώρα θα είναι όμηρος των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που για να παρέχουν ρευστότητα, θα...
επιβάλουν ακόμα πιο δυσβάσταχτους όρους. Όποιος δεν παραδέχεται αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, εθελοτυφλεί.
Η ελληνική περιπέτεια εξελίσσεται σε τρία διαφορετικά αλλά απολύτως συνδεόμενα μέτωπα: το οικονομικό, το πολιτικό και το κοινωνικό. Ταυτόχρονα, έχει αποκτήσει και μία τέταρτη διάσταση: την επικοινωνιακή. Και αυτό γιατί η Ελλάδα αποτελεί εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια σημαντικό θέμα της διεθνούς ειδησεογραφίας. Η ανάλυση που ακολουθεί έχει δύο στόχους. Ο πρώτος είναι να αξιολογήσει το έργο των ξένων δημοσιογράφων στην προσπάθειά τους να καλύψουν την πολυδιάστατη ελληνική κρίση, δίνοντας έμφαση σε θετικές και αρνητικές πτυχές της δουλειάς τους. Και, ο δεύτερος είναι να διερευνήσει κατά πόσο η εξαιρετικά αρνητική εικόνα της Ελλάδας στην παγκόσμια σκηνή είναι αναστρέψιμη, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον.
ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Η ενασχόληση των ξένων δημοσιογράφων με την Ελλάδα μετά τη νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ στις εκλογές του 2009 έχει μία πολύ απλή και λογική εξήγηση: την έντονη ανησυχία τους για πιθανή μετάσταση της ελληνικής κρίσης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και τον αντίκτυπό της για τη σταθερότητα του κοινού νομίσματος και του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Το ενδιαφέρον των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης δεν πηγάζει από την ευαισθησία τους για το δράμα των Ελλήνων πολιτών αλλά απορρέει από τη φοβία τους πως το ελληνικό πρόβλημα δεν θα παρέμενε περιορισμένο εντός των συνόρων της χώρας αλλά θα επεκτεινόταν. Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα δεν ανήκε στο ευρωσύστημα, δεν θα είχε υψηλή θέση στην ατζέντα τους.
Από τον Οκτώβριο του 2009 και μετά, λοιπόν, οι ξένοι δημοσιογράφοι είναι ουσιαστικά «αναγκασμένοι» να ασχολούνται με την Ελλάδα, αναλύοντας το οικονομικοπολιτικό της γίγνεσθαι και αναδεικνύοντας πτυχές της κοινωνικής διάστασης της κρίσης. Αυτό το οποίο επιβεβαιώνεται είναι η διάθεσή τους να επικεντρώνονται σε αρνητικές ιστορίες. Αν και στην Ελλάδα υπάρχουν θετικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα η εξαιρετική πορεία της ναυτιλίας και η αύξηση των εξαγωγών, τέτοιες εξελίξεις σπάνια συζητούνται στο εξωτερικό. Αντιθέτως, παθογένειες όπως η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η κρατική σπατάλη και η φοροδιαφυγή αποτελούν αγαπημένες πτυχές του έργου των ξένων ανταποκριτών. Το ίδιο ισχύει με τα επεισόδια, τις καταστροφές της δημόσιας περιουσίας, τις πορείες διαμαρτυρίας και τις συνεχιζόμενες απεργίες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα βρέθηκε και συνεχίζει να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Αυτό έχει κυρίως συμβεί με δική της ευθύνη και όχι επειδή τα διεθνή δίκτυα έχουν δώσει έμφαση στις παθογένειές της. Αρκεί να θυμηθούμε πως ακριβώς μπήκε η χώρα στην κρίση. Από τη μία πλευρά, η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θυμήθηκε για πρώτη φορά την ανάγκη περιορισμού των δαπανών στην προεκλογική περίοδο του Σεπτεμβρίου 2009, και από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ έταζε χρήματα, παραπλανώντας την κοινή γνώμη. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είχε έμπρακτα διαπιστώσει την αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών από την απογραφή του 2004, έμοιαζε αιφνιδιασμένη από την αναθεώρηση του ελλείμματος από το 6% στο 12,5% και μετά στο 13,7% ως ποσοστού του ΑΕΠ το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2009.
Από τις 5 Οκτωβρίου 2009 και μετά, οι πολιτικοί του ΠΑ.ΣΟ.Κ, πολλοί από τους οποίους έχουν πολύ μεγάλη ευθύνη για τη σημερινή κρίση, έπρεπε ξαφνικά να γκρεμίσουν το πελατειακό σύστημα το οποίο οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει για να επανεκλέγονται. Αντίπαλος τους δεν ήταν μόνο οι οργισμένοι Έλληνες πολίτες αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης τα οποία - ως συνήθως – δεν έδειχναν καμία διάθεση συναίνεσης αποσκοπώντας σε προσωρινά πολιτικά οφέλη. Πόσω μάλλον οι συνδικαλιστές που έβλεπαν τα προνόμιά τους να χάνονται. Μία χώρα, λοιπόν, με τεράστια ελλείμματα και χρέη, χωρίς ανταγωνιστικότητα στην οικονομία της, με την ύφεση να μεγαλώνει, την ανεργία να αυξάνεται και τη φτώχεια να εξαπλώνεται, αιχμαλωτίστηκε σε ένα φαύλο κύκλο.
Συνοψίζοντας, από τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομική κρίση μεταφέρθηκε από τις ΗΠΑ και την Lehman Brothers στην Ευρώπη και την Ελλάδα ήταν απολύτως φυσιολογικό τα διεθνή δίκτυα να εστιάσουν στα αρνητικά χαρακτηριστικά του πιο προβληματικού κράτους της ευρωζώνης. Αυτή ακριβώς ήταν η δουλειά τους και είναι άδικο να κατηγορούνται για αυτό. Άλλωστε τα προβλήματα τα οποία έχουν σχολιάσει είναι υπαρκτά. Υπαρκτό, είναι, επίσης, το έλλειμμα αξιοπιστίας των Ελλήνων πολιτικών το οποίο δημιουργεί επιπρόσθετη αλλά απολύτως δικαιολογημένη καχυποψία για τη χώρα στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα πάντοτε υπέφερε από το σύνδρομο του στρουθοκαμηλισμού. Η αρνητική εικόνα της χώρας σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ακριβώς την ίδια – αν όχι χειρότερη – διάσταση στο εσωτερικό. Τα εγχώρια μέσα μαζικής ενημέρωσης, για παράδειγμα, ασκούν πολύ πιο έντονη κριτική για το θέμα της σπατάλης, της διαφθοράς και του πολιτικού κυνισμού. Αυτό που μάλλον ενοχλεί, τελικά, είναι η πηγή της κριτικής – ότι δηλαδή προέρχεται από φορείς του εξωτερικού – παρά η ουσία της. Έχει, έλθει, ωστόσο, πλέον η ώρα να δούμε την αλήθεια κατάματα, και ας ενοχλεί. Με λίγες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα, τα δημοσιεύματα περί δήθεν κινδύνου για στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα, η κάλυψη της κρίσης είναι, σε γενικές γραμμές, έγκυρη.
ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΣΩΣΤΑ ΤΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Πιστεύοντας τα λόγια του τέως πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου και των συνεργατών του στο ΠΑ.ΣΟ.Κ, τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην ελληνική κρίση, παίζοντας συχνά κερδοσκοπικά παιχνίδια. Η συγκεκριμένη θεώρηση των πραγμάτων, ωστόσο, μάλλον επιβεβαιώνει το έλλειμμα αξιοπιστίας των Ελλήνων πολιτικών παρά εξηγεί τον τρόπο λειτουργίας των ξένων δημοσιογράφων. Από πότε, άραγε η αλήθεια εξισώνεται με κερδοσκοπικό παιχνίδι; Εκτός, αν βέβαια, πιστέψουμε ότι τα δίδυμα ελλείμματα και το υπέρογκο χρέος που έχουν θίξει τα διεθνή δίκτυα, είναι δημιουργήματα της φαντασίας τους.
Η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη χώρα του Δυτικού κόσμου που προχώρησε σε αναδιάρθρωση του χρέους της τα τελευταία εξήντα χρόνια. Κάποιος μπορεί να κάνει, εύλογα, λόγο για συντεταγμένη και όχι χαοτική χρεοκοπία. Η διαφορά είναι σημαντική. Ας μην παίζουμε, όμως, άλλο με τεχνικούς όρους. Στις 9 Μαρτίου 2011 η ελληνική κυβέρνηση ενεργοποίησε τις ρήτρες συλλογικής δράσης, καθιστώντας το «κούρεμα» υποχρεωτικό αντί εθελοντικό και την ίδια μέρα η επιλογή της έγινε αποδεκτή από το eurogroup. Πρόκειται για ορισμό της χρεοκοπίας, όπως άλλωστε, επιβεβαίωσε το απόγευμα της ίδιας μέρας η αρμόδια διεθνής επιτροπή, κάνοντας λόγο για πιστωτικό γεγονός.
Αν γυρίσουμε το χρόνο πίσω στις αρχές του 2010, θα δούμε ότι τα διεθνή ΜΜΕ ήταν αυτά που προειδοποιούσαν, σωστά, για την ελληνική χρεοκοπία. Την ίδια περίοδο που ο τότε Έλληνας υπουργός οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, βεβαίωνε πως όσοι είχαν επενδύσει σε μια τέτοια εξέλιξη θα έχαναν την περιουσία τους, αρθρογράφοι όπως o Wolfgang Münchau εξέφραζαν στους Financial Times την άποψη πως το ελληνικό χρέος δεν θα αποδεικνυόταν βιώσιμο και ότι η αναδιάρθρωση χρέους ήταν θέμα χρόνου. Και, την ίδια στιγμή που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Χέρμαν Βαν Ρομπάι, έλεγε πως η αναδιάρθρωση χρέους βρισκόταν εκτός ατζέντας, αναλυτές όπως ο Desmond Lachman στη Wall Street Journal έβλεπαν μια νέα Αργεντινή στην περίπτωση της Ελλάδας.
Αντί, λοιπόν, να κατηγορούμε τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης για κερδοσκοπικά παιχνίδια, μπορούμε να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Και αυτή είναι ότι πολλά από αυτά προέβλεψαν με εγκυρότητα την ελληνική χρεοκοπία. Σε τελική ανάλυση, αυτοί που δικαιώνονται για την αξιοπιστία τους είναι οι ξένοι δημοσιογράφοι και αναλυτές, ενώ ως μεγάλοι χαμένοι θεωρούνται οι Έλληνες και Ευρωπαίοι πολιτικοί. Εκτός, αν βέβαια, πιστέψουμε ξανά ότι όλα τα ξένα δίκτυα είχαν αγοράσει ασφάλιστρα κινδύνου ή συνεργάζονταν στενά με hedge funds που είχαν επενδύσει σε αυτά.
Ιστορίες συνομωσίας υπήρχαν και θα υπάρχουν. Ιδίως στην Ελλάδα είναι γνωστή η τακτική των πολιτικών να αποδίδουν την ευθύνη σε κάποιον τρίτο παράγοντα. Αλλά, το ίδιο έχει γίνει και στην Ευρώπη η οποία αντί να δημιουργήσει άμεσα τον δικό της οίκο αξιολόγησης, αρκείται συχνά στην άσκηση κριτικής προς τη Fitch, τη Moody’s και τη Standard & Poors. Με το ίδιο σκεπτικό, δηλαδή, αν η Ελλάδα φύγει από την ευρωζώνη, και επειδή οι ίδιοι περίπου αρθρογράφοι και αναλυτές που είχαν προειδοποιήσει για τη χρεοκοπία, τώρα κάνουν λόγο για το ενδεχόμενο αυτό, θα πρέπει ξανά να κατηγορηθούν για κερδοσκοπία! Τη σημερινή εποχή του οικονομικού πολέμου απαιτείται πάνω από όλα σοβαρότητα και αυτογνωσία.
Η ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ
Για να αναλύσει κάποιος τον τρόπο κάλυψης της ελληνικής κρίσης από τους ξένους δημοσιογράφους πρέπει να συνειδητοποιήσει την έκπληξή τους όταν έρχονται αντιμέτωποι με τα περίεργα συστατικά της. Αξίζει να προσπαθήσουμε να φέρουμε στο μυαλό μας τι κινδύνους ή δυσκολίες μπορεί να κρύβει η επίσκεψη, για πρώτη τουλάχιστον φορά, ενός ξένου ανταποκριτή στην Ελλάδα. Από την αρχική ταλαιπωρία να φτάσει από το αεροδρόμιο στο κέντρο λόγω των συχνών απεργιών των μέσων μαζικής μεταφοράς και των ταξί, μέχρι την ανάγκη αγοράς αντιασφυξιογόνου μάσκας ώστε να μην εισπνέουν τα δακρυγόνα που ανεξέλεγκτα χρησιμοποιούνται από την αστυνομία εναντίον των διαδηλωτών στο κέντρο της Αθήνας.
Η Ελλάδα δίνει, σίγουρα, δικαιώματα για αρνητική κριτική στο εξωτερικό. Πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι, για παράδειγμα, μπορούν εύλογα να αναρωτηθούν αν μία χώρα που αδυνατεί να εφαρμόσει τον αντικαπνιστικό νόμο, δεν είναι σε θέση να προχωρήσει και στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Μολαταύτα, πολλοί από αυτούς που έχουν καλύψει τις ελληνικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια της κρίσης, υποπίπτουν συχνά σε μία λανθασμένη γενίκευση. Αγγίζουν συλλήβδην την ελληνική κοινωνία, αναπαράγοντας στερεότυπα περί τεμπέληδων και διεφθαρμένων ανθρώπων. Είναι, όμως, τεμπέληδες οι Έλληνες που πλήττονται σήμερα από την ανεργία; Ή είναι διεφθαρμένη η πλειοψηφία των τίμιων πολιτών που πληρώνει βαρύ τίμημα για την κρίση, χωρίς να φταίει για αυτή;
Η Ελλάδα έπεσε στα βράχια και χρεοκόπησε επειδή οι περισσότεροι πολιτικοί της κυβέρνησαν από το 1981 μέχρι το 2009 σαν να μην υπήρχε αύριο. Οι πολίτες δεν είναι άμοιροι ευθυνών, καθώς βολεύονταν από το πελατειακό σύστημα, και για το λόγο αυτό, επί σειρά ετών, ψήφιζαν τους ίδιους πολιτικούς. Οι σημαντικές αποφάσεις, ωστόσο, καθώς και η τεράστια και αδιαφανής κρατική σπατάλη πραγματοποιήθηκαν εν αγνοία τους. Η διαφοροποίηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική και χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης όταν αναφέρονται στην Ελλάδα. Ο επιθετικός προσδιορισμός «χρεοκοπημένοι», που συχνά χρησιμοποιείται από τη γερμανική Bild, ταιριάζει πολύ περισσότερο στους πολιτικούς της χώρας παρά στους πολίτες της και ιδίως στους νέους, οι οποίοι, αν και δεν έχουν ψηφίσει ποτέ, ζουν σήμερα το σύγχρονο ελληνικό δράμα.
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ Η ΕΙΚΟΝΑ;
Η εικόνα της Ελλάδα είναι αδύνατον να αλλάξει στο εγγύς μέλλον. Αντιθέτως, θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο. Το πρόβλημα δεν είναι επικοινωνιακό αλλά οικονομικό και πολιτικό. Μπορεί ο Γερμανός ευρωβουλευτής, Γιώργος Χατζημαρκάκης, να έχει τονίσει ότι η χώρα πρέπει να αλλάξει το όνομά της στη διεθνή σκηνή από τον αρνητικά φορτισμένο «Greece» σε «Hellas», αλλά, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να δώσει λύση στο πρόβλημα. Η επικοινωνία έπεται. Δεν είναι η ρίζα του κακού. Ακόμα και αν η πρόταση του κ. Χατζημαρκάκη υλοποιηθεί άμεσα, πιο πιθανό είναι ο όρος «Hellas» να γίνει και αυτός αμέσως συνώνυμο του σάπιου πολιτικού συστήματος παρά να συμβάλει στην αλλαγή της εικόνας της χώρας.
Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν έχουν εμπάθεια με την Ελλάδα. Δεν μισούν τη χώρα ούτε ασκούν κριτική στα καλά των καθουμένων και χωρίς λόγο. Μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, για παράδειγμα, το Μάιο του 2010, όταν η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου έδειχνε πως ήταν – θεωρητικά – διατεθειμένη να υλοποιήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, τα πρώτα θετικά σχόλια είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Η Le Monde έγραφε πως η Ελλάδα ήταν ο «καλός μαθητής» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η «Financial Times» πως η μεταρρυθμιστική προσπάθεια είχε ξεκινήσει με εντυπωσιακό τρόπο. Λίγους μήνες μετά, βέβαια, η διεθνής κριτική όχι μόνο ξανάρχισε αλλά έγινε ακόμα πιο δριμεία. Και αυτό γιατί αποδείχθηκε περίτρανα ότι η ελληνική κυβέρνηση έδινε έμφαση μόνο σε περικοπές μισθών και συντάξεων με ταυτόχρονη αύξηση φόρων, προσπαθώντας να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό από τη ματαίωση των διαρθρωτικών αλλαγών και την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων.
Επειδή, λοιπόν, η κάλυψη της ελληνική κρίσης από τα διεθνή μέσα συμβαδίζει, σε γενικές γραμμές, με τη σκληρή πραγματικότητα, δύο είναι οι βασικές παράμετροι που δείχνουν ότι δεν αναμένεται βελτίωση αλλά επιδείνωση του κλίματος. Η πρώτη είναι η λογική παραδοχή πως οι πολιτικοί εκείνοι που οδήγησαν τη χώρα στο γκρεμό, είναι αδύνατον να τη σώσουν. Και η δεύτερη είναι η βεβαιότητα ότι η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι εκτός δημοσιονομικών στόχων λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης, παρά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της ανταλλαγής ομολόγων με τους πιστωτές της. Έτσι, τα νέα μέτρα που θα χρειαστούν, θα προκαλέσουν νέο κύμα οργής, με αβέβαιο αντίκτυπο για την κοινωνική συνοχή. Η έξοδος από το ευρώ κρέμεται σε μία κλωστή, που ίσως σπάσει. Η παγκόσμια κοινή γνώμη, πάντως, είναι προετοιμασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο μετά την άστοχη απόφαση του κ. Παπανδρέου για δημοψήφισμα στις 31 Οκτωβρίου 2011.
Η ελληνική κρίση είναι, πρώτα από όλα, κρίση εμπιστοσύνης. Μετά από πολλαπλές θυσίες, και ενώ έχει ήδη εξουθενωθεί, η ελληνική κοινωνία διαπιστώνει όχι μόνο ότι βρίσκεται σε χειρότερο σημείο σε σχέση με πριν αλλά και πως οι πραγματικοί υπεύθυνοι της κρίσης παραμένουν ατιμώρητοι και εξακολουθούν να ασχολούνται με την πολιτική τους επιβίωση σε βάρος του εθνικού συμφέροντος. Το αίσθημα αδικίας που πνίγει τους Έλληνες πολίτες εκφράζεται για την ώρα με αρνητικό τρόπο, μέσα από απεργίες, διαδηλώσεις και πορείες. Ίσως, όμως, το επόμενο διάστημα εκφραστεί πιο δημιουργικά, μέσα από την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών και τη δημιουργία, καινούριων πολιτικών φορέων, ιδίως με τη συμμετοχή νέων ανθρώπων που μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για μία μεγάλη αλλαγή. Πριν γίνει κάτι τέτοιο, η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι εγκλωβισμένη. Χωρίς μία δημοκρατική επανάσταση συντονισμένη από τη νεότερη γενιά των ικανών νέων σε συνεργασία με έμπειρους και άφθαρτους τεχνοκράτες, ο όρος «χρεοκοπία» θα εξακολουθεί να τη στιγματίζει στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το αν το ελληνικό δράμα θα καταλήξει σε τραγωδία ή αν το τέλος της άγνωστης περιπέτειας θα μοιάζει με αυτό της Οδύσσειας, θα φανεί τα επόμενα κρίσιμα χρόνια.
Ο Δρ. ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΤΖΟΓΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο The Greek Drama in the Media: Stereotyping in the International Press θα εκδοθεί από τον βρετανικό οίκο Ashgate τον Οκτώβριο του 2012.
Ο Δρ. ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΤΖΟΓΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο The Greek Drama in the Media: Stereotyping in the International Press θα εκδοθεί από τον βρετανικό οίκο Ashgate τον Οκτώβριο του 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου