Κάθε φορά που μια κυβέρνηση ορκίζεται ζούμε το γνωστό δράμα των απανταχού εκσυγχρονιστών και διαφωτισμένων που κάνουν λόγο για «Τεχεράνη» και «Χομεϊνί» επειδή οι παπάδες μπαίνουν στο Προεδρικό Μέγαρο και τελούν δοξολογία. Φυσικά στην κρίση τους το κράτος οφείλει να είναι αποχρωματισμένο θρησκευτικά και ο όρκος των δημοσίων λειτουργών να είναι πολιτικός.
Για πολλούς από αυτούς κριτήριο αυτής της θέσης είναι ότι τα προοδευτικά κράτη του πολιτισμένου κόσμου, έχουν αφήσει εδώ και αιώνες πίσω τους αυτές τις μεσαιωνικές και οπισθοδρομικές πρακτικές. Κάποιοι πιο «ατσίδες» αντιτάσσουν και την περίφημη ευαγγελική προτροπή του Ιησού προς τους μαθητές να μην ορκίζονται, το «μη ομώσαι όλως».
Φυσικά δεν το κάνουν επειδή θέλουν να νουθετήσουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα ούτε γιατί οι ίδιοι είναι τόσο...καλοί Χριστιανοί που δεν μπορούν να αντέξουν τη διαστρέβλωση του λόγου του Κυρίου. Συνήθως έχουν στο μυαλό και την ρητορική τους τη Γαλλική Επανάσταση, την laicité και τα διδάγματα του Διαφωτισμού. Σ' αυτούς λοιπόν, δεν μπορώ να αντισταθώ να υπενθυμίσω πως το υπόδειγμα που έχουν στο νου τους μάλλον αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα, αφού πολλές προοδευτικές και πολιτισμένες χώρες του δυτικού ημισφαιρίου διατηρούν όχι μόνο τα θρησκευτικά σύμβολα και τις τελετουργίες αλλά δεν έχουν και κανένα πρόβλημα...
με αυτό.
Η βασίλισσα Ελισάβετ της Βρετανίας, που τόσο κομψή τους φάνηκε στον γάμο της Κέιτ και του Ουίλιαμ για παράδειγμα, είναι η κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας. Εκεί βέβαια δεν τους ενοχλεί είναι σικ. Τα συνταγματικά κείμενα της Ελβετίας, της Αργεντινής, του Καναδά, της Γερμανίας και της Πολωνίας έχουν αναφορά στο Θεό στο προοίμιό τους, ενώ το δολάριο που χρησιμοποιούν καθημερινά εκατομμύρια Αμερικανοί γράφει πάνω «In God we Trust». Αυτά είναι όλα προοδευτικά βέβαια δεν πειράζουν. Το οξύμωρο δε, είναι ότι οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες χώρες έχουν τη χειρότερη δυνατή εμπειρία σε ότι αφορά την εκκλησιαστική καταπίεση και τους θρησκευτικούς πολέμους.
H φιλοσοφία πίσω από αυτή τη διάκριση που για ορισμένους είναι αυτονόητη, βρίσκεται στην αντίληψη ότι η θρησκεία αφορά κάτι το ιδιωτικό και δεν πρέπει να εμπλέκεται στη δημόσια σφαίρα και την πολιτική. Αυτό ενέχει άλλωστε και την αντίληψη του Χομπς και του Λοκ ότι οι κοινωνίες δομούνται στη βάση της κοινής βούλησης των ατόμων που θυσιάζουν εκουσίως την φυσική ελευθερία τους στο όνομα της αναγκαιότητας ύπαρξης ως συλλογικότητα.
Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι αυτή η διατύπωση που έγινε σημαία του φιλελευθερισμού δεν είναι τόσο αυτονόητη. Μάλλον αποτελεί περισσότερο μια προσδοκία, μια ευχή παρά μια ιστορική ή κοινωνιολογική αποτύπωση για το πως δομήθηκαν οι κοινωνίες. Αν πράγματι μελετήσουμε τις κοινωνίες διαχρονικά θα δούμε ότι αυτές βασίζονται περισσότερο σε μία κοινή μεταφυσική εμπειρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας ανάλυσης αποτελεί η «φυλή» και το «τοτέμ» του Εμίλ Ντυρκέμ που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τη δυναμική που έχει για τη συγκρότηση και τη διαιώνιση μιας αρχετυπικής κοινωνίας το υπερφυσικό και η αναπαραγωγή των συμβόλων.
Τόσο στη μετα-μεσαιωνική Ευρώπη όσο και στην εποχή των εθνικών κρατών, η θρησκεία έπαιξε κεντρικό ρόλο στη συγκρότηση των κοινωνιών, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι εθνικές ταυτότητες δομήθηκαν πάνω στην εικόνα του «νέου Ισραήλ». Η αιτία δε βρίσκεται μόνο στο ότι αυτές οι εικόνες μπορούν να λειτουργήσουν ως νομιμοποιητικά μέσα για την εξουσία, αλλά γιατί δημιουργούν την αίσθηση ενός διαρκώς ανανεούμενου και δυναμικού πεπρωμένου.
Τα στοιχεία αυτά είναι αναμενόμενο φυσικά να μεγεθύνονται στον πρώην οθωμανικό χώρο που οι εθνικές ταυτότητες δομήθηκαν πάνω στις υπάρχουσες θρησκευτικές ομάδες που αναγνώριζε η Πύλη, τα περίφημα milliyet. Αντιλαμβάνεται κανείς λοιπόν υποθέτω, ότι τα δύο είναι τόσο συνδεδεμένα που στην προσπάθεια να τα διαχωρίσει θα τα καταστρέψει και τα δύο. Το κρίσιμο διακύβευμα δεν είναι η κατάργηση της θρησκείας από τη δημόσια ζωή αλλά πως αυτή μπορεί στην εποχή που ζούμε να τη νοηματοδοτήσει εκ νέου χωρίς ωστόσο να καταπιέζει την ατομική θρησκευτικότητα των μελών εκείνων που δεν την ασπάζονται. Και φυσικά όταν μιλούμε για νοηματοδότηση δεν εννοούμε την κατάργηση μιας ορκωμοσίας ούτε τον περιώνυμο διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Σε μια τέτοια περίπτωση αναζήτησης νοήματος αυτόν έπρεπε πρωτίστως να τον ζητούν τα μέλη της Εκκλησίας.
Σε ένα παλαιότερο άρθρο για τον Βέμπερ, είχα γράψει ότι ο ορθολογισμός ήρθε στη Δύση σαν μια φυσική αντίδραση στο σκοταδισμό και την θρησκευτική καταπίεση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ήταν αναμενόμενος. Ωστόσο στην προσπάθειά του να αντιτάξει τον ορθό λόγο και τη λογική έναντι μιας αγελαίας θρησκευτικής προκατάληψης, ο Ορθολογισμός απέρριψε συλλήβδην κάθε έννοια μεταφυσικής από το δημόσιο βίο και περιόρισε τη μεταφυσική στο επίπεδο του «ατομικού ενδιαφέροντος».
Δυστυχώς στην Ελλάδα κάποιοι, στο όνομα ενός κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού θεωρούν ότι πρέπει να μεταφέρουν εμπειρίες από άλλα μέρη του κόσμου και άλλες κοινωνίες χωρίς κριτικό έλεγχο, χωρίς να εξετάζουν τις ανάγκες αυτού εδώ του λαού. Απλά και μόνο για να ικανοποιήσουν τα συμπλέγματα κατωτερότητας που οι ίδιοι έχουν έναντι της Δύσης.
Και επειδή κάποιοι μπορεί να με πείτε αθεράπευτα ρομαντικό θα σας αφήσω με ένα απόσπασμα της μεγαλύτερης «αλεπούς» που πέρασε ποτέ από την πολιτική φιλοσοφία, του Νικολό Μακιαβέλι για να δείτε πως αυτός αντιμετωπίζει το θέμα:
«Η θρησκεία, η θρησκευτική λατρεία και οι θρησκευτικοί θεσμοί, λειτουργούν ως ένα είδος θεμελίου της πολιτικής ζωής. Η θεμελίωση μιας πολιτείας, η πολιτική συγκρότηση μιας κοινωνίας, δε μπορεί να βασίζεται μόνο στη βούληση και το κύρος του νομοθέτη. Αν η πολιτική κοινωνία αποτελεί τη θεσμοθετημένη έκφραση των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής και αν οι νόμοι της πολιτείας εκφράζουν συγκεκριμένα αυτήν την σχέση, τότε οι νόμοι χρειάζονται μια επιπλέον επικύρωση. Η θρησκεία προσφέρει αυτού του είδους την επικύρωση. Οι άνθρωποι υποτάσσονται στο νόμο, γιατί ο νόμος κυρώνεται από την θρησκεία, γιατί δεν εκφράζει μια οποιαδήποτε βούληση, αλλά τη θεϊκή βούληση. Είναι γι' αυτόν τον λόγο που οι νομοθέτες καταφεύγουν κατά κανόνα στη θρησκεία και τον Θεό και οι πολίτες εκούσια υποτάσσονται στο νόμο...»
Γιώργος Κοκκόλης
Πολιτικός Επιστήμονας
Για πολλούς από αυτούς κριτήριο αυτής της θέσης είναι ότι τα προοδευτικά κράτη του πολιτισμένου κόσμου, έχουν αφήσει εδώ και αιώνες πίσω τους αυτές τις μεσαιωνικές και οπισθοδρομικές πρακτικές. Κάποιοι πιο «ατσίδες» αντιτάσσουν και την περίφημη ευαγγελική προτροπή του Ιησού προς τους μαθητές να μην ορκίζονται, το «μη ομώσαι όλως».
Φυσικά δεν το κάνουν επειδή θέλουν να νουθετήσουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα ούτε γιατί οι ίδιοι είναι τόσο...καλοί Χριστιανοί που δεν μπορούν να αντέξουν τη διαστρέβλωση του λόγου του Κυρίου. Συνήθως έχουν στο μυαλό και την ρητορική τους τη Γαλλική Επανάσταση, την laicité και τα διδάγματα του Διαφωτισμού. Σ' αυτούς λοιπόν, δεν μπορώ να αντισταθώ να υπενθυμίσω πως το υπόδειγμα που έχουν στο νου τους μάλλον αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα, αφού πολλές προοδευτικές και πολιτισμένες χώρες του δυτικού ημισφαιρίου διατηρούν όχι μόνο τα θρησκευτικά σύμβολα και τις τελετουργίες αλλά δεν έχουν και κανένα πρόβλημα...
με αυτό.
Η βασίλισσα Ελισάβετ της Βρετανίας, που τόσο κομψή τους φάνηκε στον γάμο της Κέιτ και του Ουίλιαμ για παράδειγμα, είναι η κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας. Εκεί βέβαια δεν τους ενοχλεί είναι σικ. Τα συνταγματικά κείμενα της Ελβετίας, της Αργεντινής, του Καναδά, της Γερμανίας και της Πολωνίας έχουν αναφορά στο Θεό στο προοίμιό τους, ενώ το δολάριο που χρησιμοποιούν καθημερινά εκατομμύρια Αμερικανοί γράφει πάνω «In God we Trust». Αυτά είναι όλα προοδευτικά βέβαια δεν πειράζουν. Το οξύμωρο δε, είναι ότι οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες χώρες έχουν τη χειρότερη δυνατή εμπειρία σε ότι αφορά την εκκλησιαστική καταπίεση και τους θρησκευτικούς πολέμους.
H φιλοσοφία πίσω από αυτή τη διάκριση που για ορισμένους είναι αυτονόητη, βρίσκεται στην αντίληψη ότι η θρησκεία αφορά κάτι το ιδιωτικό και δεν πρέπει να εμπλέκεται στη δημόσια σφαίρα και την πολιτική. Αυτό ενέχει άλλωστε και την αντίληψη του Χομπς και του Λοκ ότι οι κοινωνίες δομούνται στη βάση της κοινής βούλησης των ατόμων που θυσιάζουν εκουσίως την φυσική ελευθερία τους στο όνομα της αναγκαιότητας ύπαρξης ως συλλογικότητα.
Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι αυτή η διατύπωση που έγινε σημαία του φιλελευθερισμού δεν είναι τόσο αυτονόητη. Μάλλον αποτελεί περισσότερο μια προσδοκία, μια ευχή παρά μια ιστορική ή κοινωνιολογική αποτύπωση για το πως δομήθηκαν οι κοινωνίες. Αν πράγματι μελετήσουμε τις κοινωνίες διαχρονικά θα δούμε ότι αυτές βασίζονται περισσότερο σε μία κοινή μεταφυσική εμπειρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας ανάλυσης αποτελεί η «φυλή» και το «τοτέμ» του Εμίλ Ντυρκέμ που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τη δυναμική που έχει για τη συγκρότηση και τη διαιώνιση μιας αρχετυπικής κοινωνίας το υπερφυσικό και η αναπαραγωγή των συμβόλων.
Τόσο στη μετα-μεσαιωνική Ευρώπη όσο και στην εποχή των εθνικών κρατών, η θρησκεία έπαιξε κεντρικό ρόλο στη συγκρότηση των κοινωνιών, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι εθνικές ταυτότητες δομήθηκαν πάνω στην εικόνα του «νέου Ισραήλ». Η αιτία δε βρίσκεται μόνο στο ότι αυτές οι εικόνες μπορούν να λειτουργήσουν ως νομιμοποιητικά μέσα για την εξουσία, αλλά γιατί δημιουργούν την αίσθηση ενός διαρκώς ανανεούμενου και δυναμικού πεπρωμένου.
Τα στοιχεία αυτά είναι αναμενόμενο φυσικά να μεγεθύνονται στον πρώην οθωμανικό χώρο που οι εθνικές ταυτότητες δομήθηκαν πάνω στις υπάρχουσες θρησκευτικές ομάδες που αναγνώριζε η Πύλη, τα περίφημα milliyet. Αντιλαμβάνεται κανείς λοιπόν υποθέτω, ότι τα δύο είναι τόσο συνδεδεμένα που στην προσπάθεια να τα διαχωρίσει θα τα καταστρέψει και τα δύο. Το κρίσιμο διακύβευμα δεν είναι η κατάργηση της θρησκείας από τη δημόσια ζωή αλλά πως αυτή μπορεί στην εποχή που ζούμε να τη νοηματοδοτήσει εκ νέου χωρίς ωστόσο να καταπιέζει την ατομική θρησκευτικότητα των μελών εκείνων που δεν την ασπάζονται. Και φυσικά όταν μιλούμε για νοηματοδότηση δεν εννοούμε την κατάργηση μιας ορκωμοσίας ούτε τον περιώνυμο διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Σε μια τέτοια περίπτωση αναζήτησης νοήματος αυτόν έπρεπε πρωτίστως να τον ζητούν τα μέλη της Εκκλησίας.
Σε ένα παλαιότερο άρθρο για τον Βέμπερ, είχα γράψει ότι ο ορθολογισμός ήρθε στη Δύση σαν μια φυσική αντίδραση στο σκοταδισμό και την θρησκευτική καταπίεση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ήταν αναμενόμενος. Ωστόσο στην προσπάθειά του να αντιτάξει τον ορθό λόγο και τη λογική έναντι μιας αγελαίας θρησκευτικής προκατάληψης, ο Ορθολογισμός απέρριψε συλλήβδην κάθε έννοια μεταφυσικής από το δημόσιο βίο και περιόρισε τη μεταφυσική στο επίπεδο του «ατομικού ενδιαφέροντος».
Δυστυχώς στην Ελλάδα κάποιοι, στο όνομα ενός κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού θεωρούν ότι πρέπει να μεταφέρουν εμπειρίες από άλλα μέρη του κόσμου και άλλες κοινωνίες χωρίς κριτικό έλεγχο, χωρίς να εξετάζουν τις ανάγκες αυτού εδώ του λαού. Απλά και μόνο για να ικανοποιήσουν τα συμπλέγματα κατωτερότητας που οι ίδιοι έχουν έναντι της Δύσης.
Και επειδή κάποιοι μπορεί να με πείτε αθεράπευτα ρομαντικό θα σας αφήσω με ένα απόσπασμα της μεγαλύτερης «αλεπούς» που πέρασε ποτέ από την πολιτική φιλοσοφία, του Νικολό Μακιαβέλι για να δείτε πως αυτός αντιμετωπίζει το θέμα:
«Η θρησκεία, η θρησκευτική λατρεία και οι θρησκευτικοί θεσμοί, λειτουργούν ως ένα είδος θεμελίου της πολιτικής ζωής. Η θεμελίωση μιας πολιτείας, η πολιτική συγκρότηση μιας κοινωνίας, δε μπορεί να βασίζεται μόνο στη βούληση και το κύρος του νομοθέτη. Αν η πολιτική κοινωνία αποτελεί τη θεσμοθετημένη έκφραση των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής και αν οι νόμοι της πολιτείας εκφράζουν συγκεκριμένα αυτήν την σχέση, τότε οι νόμοι χρειάζονται μια επιπλέον επικύρωση. Η θρησκεία προσφέρει αυτού του είδους την επικύρωση. Οι άνθρωποι υποτάσσονται στο νόμο, γιατί ο νόμος κυρώνεται από την θρησκεία, γιατί δεν εκφράζει μια οποιαδήποτε βούληση, αλλά τη θεϊκή βούληση. Είναι γι' αυτόν τον λόγο που οι νομοθέτες καταφεύγουν κατά κανόνα στη θρησκεία και τον Θεό και οι πολίτες εκούσια υποτάσσονται στο νόμο...»
Γιώργος Κοκκόλης
Πολιτικός Επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου