The New York Times
Ο Βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς μπορεί να έχει καθιερωθεί ως ο οικονομολόγος που έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία. Αλλά σήμερα, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, και προπαντός στη χώρα καταγωγής του, οι ιδέες του Κέινς για τη σημασία των δαπανών ως μοχλών εξόδου από την κρίση αγνοούνται παντελώς.
Η ομιλία του Βρετανού υπουργού Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν την Τετάρτη θα έκανε τον Κέινς, που εργαζόταν και ο ίδιος στο βρετανικό υπουργείο Οικονομικών, να χάσει εντελώς το χρώμα του.
Ο Οσμπορν υποστήριξε ότι, παρόλο που η ανάπτυξη χωλαίνει και ο τραπεζικός δανεισμός έχει ουσιαστικά παγώσει, οι Βρετανοί πρέπει να αποδεχθούν αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 66 χρόνια και περικοπές δαπανών ύψους 130 δισ. δολαρίων. Οι περικοπές συνεπάγονται κατάργηση 500.000 θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα και πλήγματα για τους συνταξιούχους, του φτωχούς, τον στρατό και τη μεσαία τάξη.
Ούτε στην Ιρλανδία, που εισέρχεται στον τρίτο χρόνο ύφεσης, δεν είναι καλύτερα τα πράγματα για τον Κέινς. Μετά τη συντριβή της κτηματαγοράς και του τραπεζικού συστήματος, η κυβέρνηση προχωράει σε έναν ακόμη γύρο περικοπών δαπανών και φορολογικών αυξήσεων. Συνολικά οι περικοπές αντιπροσωπεύουν το 14% του ιρλανδικού ΑΕΠ, τρομερό ποσό για μια σύγχρονη βιομηχανική χώρα.
Ενόσω η απειλή νέας ύφεσης εξακολουθεί να κρέμεται πάνω από την Ευρώπη, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν τις περικοπές. Η συζήτηση στην Ευρώπη αφορά περισσότερο το πόσο γρήγορα πρέπει να γίνουν οι περικοπές και λιγότερο αν αυτή είναι η καλύτερη λύση. «Ολα όσα είπε ο Κέινς για την πρωταρχική σημασία της διατήρησης της ζήτησης σε υψηλά επίπεδα, έχουν ξεχαστεί», είπε με θλίψη ο φιλελεύθερος οικονομολόγος του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, Μπραντ Ντελόνγκ. Κατά τον Τζότζεφ Στίγκλιτς, τα σχέδια της βρετανικής κυβέρνησης συνιστούν «μια ριψοκίνδυνη κίνηση, από την οποία δεν μπορεί να βγει σχεδόν τίποτα το θετικό». «Δεν έχουμε την πολυτέλεια της λιτότητας», έγραψε.
Ενώ η ιδέα ότι οι δαπάνες πρέπει να αυξηθούν, ακόμη και αν προκαλούν ελλείμματα, βρίσκει υποστηρικτές στον Λευκό Οίκο και στην αμερικανική και ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή κοινότητα, σχεδόν κανένα στέλεχος ευρωπαϊκής κυβέρνησης δεν υποστηρίζει αύξηση δαπανών.
«Δεν είναι δίκαιο να έχουμε μεγάλα ελλείμματα που να μην μπορούμε να πληρώσουμε», είπε ο Οσμπορν. Η μνήμη της επέμβασης του ΔΝΤ στη Βρετανία τη δεκαετία του 1970, σε συνδυασμό με την ευρέως αποδεκτή άποψη πως η χώρα πρέπει να υπακούσει στις επιθυμίες των αγορών για μέτρα λιτότητας, διαπερνά τη σκέψη του Οσμπορν.
Αναβρασμός στα συνδικάτα
Η αντίθεση με τις ΗΠΑ είναι τεράστια. Ο Λευκός Οίκος προειδοποιεί ότι τα ελλείμματα δεν πρέπει να μειωθούν πολύ γρήγορα, φοβούμενος να μην επαναλάβει το λάθος του Φρανκλίνου Ρούζβελτ, ο οποίος μείωσε τις δαπάνες στο μέσον της Μεγάλης Υφεσης επιδεινώνοντας την κρίση.
Φυσικά, η προοπτική περικοπής των επιδομάτων για τα παιδιά της βρετανικής μεσαίας τάξης, αύξησης των διδάκτρων στα βρετανικά πανεπιστήμια, κατάργησης θέσεων εργασίας και περικοπών στους μισθούς έχει δημιουργήσει αναβρασμό στα βρετανικά συνδικάτα. Αλλά η λιτότητα δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί και οι αντιδράσεις είναι μέχρι στιγμής περιορισμένες.
Ετσι, η κυβέρνηση ελπίζει ότι μέχρι να γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα των περικοπών των δημοσίων δαπανών, θα έχει ανακάμψει ο ιδιωτικός τομέας. Αν αυτό δεν συμβεί, ίσως υποχρεωθούν τελικά να επικαλεστούν τον Κέινς
Ο Βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς μπορεί να έχει καθιερωθεί ως ο οικονομολόγος που έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία. Αλλά σήμερα, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, και προπαντός στη χώρα καταγωγής του, οι ιδέες του Κέινς για τη σημασία των δαπανών ως μοχλών εξόδου από την κρίση αγνοούνται παντελώς.
Η ομιλία του Βρετανού υπουργού Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν την Τετάρτη θα έκανε τον Κέινς, που εργαζόταν και ο ίδιος στο βρετανικό υπουργείο Οικονομικών, να χάσει εντελώς το χρώμα του.
Ο Οσμπορν υποστήριξε ότι, παρόλο που η ανάπτυξη χωλαίνει και ο τραπεζικός δανεισμός έχει ουσιαστικά παγώσει, οι Βρετανοί πρέπει να αποδεχθούν αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 66 χρόνια και περικοπές δαπανών ύψους 130 δισ. δολαρίων. Οι περικοπές συνεπάγονται κατάργηση 500.000 θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα και πλήγματα για τους συνταξιούχους, του φτωχούς, τον στρατό και τη μεσαία τάξη.
Ούτε στην Ιρλανδία, που εισέρχεται στον τρίτο χρόνο ύφεσης, δεν είναι καλύτερα τα πράγματα για τον Κέινς. Μετά τη συντριβή της κτηματαγοράς και του τραπεζικού συστήματος, η κυβέρνηση προχωράει σε έναν ακόμη γύρο περικοπών δαπανών και φορολογικών αυξήσεων. Συνολικά οι περικοπές αντιπροσωπεύουν το 14% του ιρλανδικού ΑΕΠ, τρομερό ποσό για μια σύγχρονη βιομηχανική χώρα.
Ενόσω η απειλή νέας ύφεσης εξακολουθεί να κρέμεται πάνω από την Ευρώπη, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν τις περικοπές. Η συζήτηση στην Ευρώπη αφορά περισσότερο το πόσο γρήγορα πρέπει να γίνουν οι περικοπές και λιγότερο αν αυτή είναι η καλύτερη λύση. «Ολα όσα είπε ο Κέινς για την πρωταρχική σημασία της διατήρησης της ζήτησης σε υψηλά επίπεδα, έχουν ξεχαστεί», είπε με θλίψη ο φιλελεύθερος οικονομολόγος του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, Μπραντ Ντελόνγκ. Κατά τον Τζότζεφ Στίγκλιτς, τα σχέδια της βρετανικής κυβέρνησης συνιστούν «μια ριψοκίνδυνη κίνηση, από την οποία δεν μπορεί να βγει σχεδόν τίποτα το θετικό». «Δεν έχουμε την πολυτέλεια της λιτότητας», έγραψε.
Ενώ η ιδέα ότι οι δαπάνες πρέπει να αυξηθούν, ακόμη και αν προκαλούν ελλείμματα, βρίσκει υποστηρικτές στον Λευκό Οίκο και στην αμερικανική και ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή κοινότητα, σχεδόν κανένα στέλεχος ευρωπαϊκής κυβέρνησης δεν υποστηρίζει αύξηση δαπανών.
«Δεν είναι δίκαιο να έχουμε μεγάλα ελλείμματα που να μην μπορούμε να πληρώσουμε», είπε ο Οσμπορν. Η μνήμη της επέμβασης του ΔΝΤ στη Βρετανία τη δεκαετία του 1970, σε συνδυασμό με την ευρέως αποδεκτή άποψη πως η χώρα πρέπει να υπακούσει στις επιθυμίες των αγορών για μέτρα λιτότητας, διαπερνά τη σκέψη του Οσμπορν.
Αναβρασμός στα συνδικάτα
Η αντίθεση με τις ΗΠΑ είναι τεράστια. Ο Λευκός Οίκος προειδοποιεί ότι τα ελλείμματα δεν πρέπει να μειωθούν πολύ γρήγορα, φοβούμενος να μην επαναλάβει το λάθος του Φρανκλίνου Ρούζβελτ, ο οποίος μείωσε τις δαπάνες στο μέσον της Μεγάλης Υφεσης επιδεινώνοντας την κρίση.
Φυσικά, η προοπτική περικοπής των επιδομάτων για τα παιδιά της βρετανικής μεσαίας τάξης, αύξησης των διδάκτρων στα βρετανικά πανεπιστήμια, κατάργησης θέσεων εργασίας και περικοπών στους μισθούς έχει δημιουργήσει αναβρασμό στα βρετανικά συνδικάτα. Αλλά η λιτότητα δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί και οι αντιδράσεις είναι μέχρι στιγμής περιορισμένες.
Ετσι, η κυβέρνηση ελπίζει ότι μέχρι να γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα των περικοπών των δημοσίων δαπανών, θα έχει ανακάμψει ο ιδιωτικός τομέας. Αν αυτό δεν συμβεί, ίσως υποχρεωθούν τελικά να επικαλεστούν τον Κέινς
geopolitics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου