Φοράει σκουφί, είναι ξανθοκάστανο, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Ενα παιδί, αγόρι, δέκα-δώδεκα χρονώ, με λαμπερό πρόσωπο που το φωτογραφίζω στιγμιαία. Περπατάει σαν ακροβάτης στη νησίδα της Συγγρού, αντικρίζει τα αυτοκίνητα να κατεβαίνουν με 120 χιλιόμετρα, δεν βλέπει πρόσωπα οδηγών, μισοχαμογελά και κοιτάει μπροστά, μακριά. Μπροστά, μακριά.
Το βλέπω να χάνεται στον καθρέφτη. Ανησυχώ, έτσι ριψοκίνδυνα που ισορροπεί στο χορτάρι του κράσπεδου, ανάμεσα στην μπάρα και τον αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας. Σε ποιο σημείο θα βρει κενό κυκλοφορίας για να περάσει στην ασφάλεια της όχθης; Ανησυχώ, αλλά επίσης η εικόνα του χαμογελαστού, παράτολμου αγοριού με κάποιο τρόπο ανεξήγητο με εγκαρδιώνει, μου εμφυσά πνοή αισιοδοξίας. Αρπάζομαι απ’ τη ζωντάνια της εικόνας, την έχω ανάγκη.
Εχει άγνοια κινδύνου το παιδί; Ασφαλώς. Αλλά έχει επίσης εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, στο τίναγμά του, που θα το περάσει απέναντι, μέσα από το διάκενο της κυκλοφορίας, το πιστεύει, άρα το μπορεί. Το σκεφτόμουν για ώρα· ανησυχούσα και ζήλευα. Ενα φρικιαστικό φλας, το άψυχο σώμα ενός γατιού, ένα τίναγμα που δεν ήταν αρκετό. Ζήλεια κι ελπίδα μαζί, για το αστραποβόλο βλέμμα του αγοριού...