Στην εαρινή σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που ολοκληρώνεται σήμερα στην Ουάσιγκτον, έδωσαν το «παρών» τους 200 υπουργοί Οικονομικών και κεντρικοί τραπεζίτες, εκατοντάδες οικονομολόγοι, αναλυτές, στελέχη ιδιωτικών τραπεζών, παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας και δημοσιογράφοι.
Απουσίασαν οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες της Κύπρου και της Ελλάδας. Οι δύο χώρες, που αντιμετωπίζουν μύρια προβλήματα, αντιπροσωπεύθηκαν με μεσαία στελέχη, που ούτε αποφάσεις μπορούν να λάβουν, πόσω μάλλον να συζητήσουν και να κερδίσουν επενδύσεις. Και στην Ουάσιγκτον αυτές τις μέρες γίνεται ένα μεγάλο οικονομικό παζάρι.
Δεν γνωρίζω ποια δικαιολογία χρησιμοποίησαν για την απουσία τους. Αλλά, ό,τι και να προβάλουν ως επιχειρήματα ουδείς πρέπει να τους πιστέψει. Το θέμα της εξοικονόμησης χρημάτων από την απόφασή τους να παραμείνουν στη Λευκωσία και την Αθήνα αντίστοιχα, είναι βεβαίως... ένας «καλός ισχυρισμός». Αλλά δεν παύει να είναι ισχυρισμός. Αλλωστε τα οφέλη θα ήταν πολύ περισσότερα...
Και ο κ. Στουρνάρας, αλλά και ο Κύπριος ομόλογός του, έπρεπε να σπεύσουν και να επιδιώξουν οι ίδιοι να κάνουν το υπερατλαντικό ταξίδι, διότι μόνο κέρδη θα είχαν για την Ελλάδα και την Κύπρο. Ιδιαίτερα για τον δεύτερο, που είναι και νέος και αντιμετωπίζει μεγαλύτερο πρόβλημα η πατρίδα του, η παρουσία του στη σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ήταν απαραίτητη. Είχε μία μοναδική ευκαιρία να μιλήσει σε υπουργούς Οικονομικών και σε δημοσιογράφους και να διορθώσει τις κάκιστες εντυπώσεις για την Κύπρο. Και θα μπορούσε να έχει συναντήσεις με Αμερικανούς αξιωματούχους του υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι επιδεικνύουν έντονο ενδιαφέρον εσχάτως για την Κύπρο.
Δεν το έπραξε και πρέπει να ελεγχθεί για το γεγονός ότι απώλεσε την ευκαιρία να έχει συνομιλίες σε υψηλότατο επίπεδο, αφού και τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ θα συναντούσε, και θα μιλούσε σε ινστιτούτα τα οποία μονοπωλούν οι Τούρκοι. Ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας έθεσε σε δημοσιογράφους θέσεις και έωλα επιχειρήματα για την Κύπρο, αλλά δεν υπήρχε κανείς από το κυπριακό υπουργείο Οικονομικών για να τον αντικρούσει...
Λόγω του οικονομικού προβλήματος της Κύπρου, υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για συναντήσεις με τον Κύπριο υπουργό από κορυφαίους δημοσιογράφους και πολύ σημαντικά Ινστιτούτα. Μάλιστα, μιλώντας με Ρώσους συναδέλφους πληροφορήθηκα ότι το υπουργείο Οικονομικών τους είχε ενημερώσει ότι ο υπουργός Οικονομικών της χώρας τους θα συναντούσε στην Ουάσιγκτον τον Κύπριο ομόλογό του.
Οπωσδήποτε ο κάθε υπουργός έχει τις προτεραιότητές του και αποφασίζει ανάλογα με τα δεδομένα που έχει ενώπιόν του. Για τους υπολοίπους υπουργούς Οικονομικών και κεντρικούς τραπεζίτες, κάθε χρόνο τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο, το μείζον θέμα είναι οι συναντήσεις αυτές που οργανώνει το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Συμβαίνει σε οικονομικό επίπεδο ακριβώς ό,τι και στη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών σε πολιτικό επίπεδεο. Ουδείς διανοείται να μην παραβρεθεί, διότι λαμβάνονται και σοβαρότατες αποφάσεις. Από μία γρήγορη έρευνα που έκανα –και χωρίς να είμαι απόλυτος- ο κ. Γεωργιάδης και ο κ. Στουρνάρας πρέπει να είναι οι μόνοι υπουργοί Οικονομικών χωρών-μελών της Ευρωζώνης, που απουσίασαν από τη σύνοδο του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τράπεζας... Ο κ. Στουρνάρας είχε μία δικαιολογία λόγω της επιθεώρησης από τους επικεφαλής της Τρόικα. Ο κ. Γεωργιάδης τί καλύτερο είχε να κάνει στη Λευκωσία; Εκτός εάν τον φόβιζε η οδηγία της Τρόικα ότι έπρεπε να ταξιδεύσει στην οικονομική θέση...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ Ι: Απ’ εδώ και πέρα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να λέει ΜΟΝΟ την αλήθεια στο λαό. Απλούστατα διότι δεν μένει κρυφό τίποτα. Στο θέμα των αβάστακτων μέτρων, που θα κληθεί να πληρώσει ο λαός για να καλυφθούν τα τραγικά λάθη των τραπεζιτών και των πολιτικών, πρέπει να είναι ξεκάθαρος. Τα μέτρα είναι μέτρα, και όταν επιβάλλονται από τους δανειστές είναι σκληρά. Τα βιώσαμε στην Ελλάδα, γνωρίζουμε και μπορούμε να προβλέψουμε και τη συνέχεια. Οι δηλώσεις και οι δικές του, ότι δεν θα επιβληθούν μέτρα, κυριαρχούνται από αναλήθειες –επειδή δεν επιθυμώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη ψέματα. Και για το θέμα αυτό χρειάζεται μία απολογία, για να (ξανα)κερδίσει τη χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών.