Γράφει ο Ανδρέας Μουτεβελής
Τὸ 1819 ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία ἀναθέτει τὴν ἀρχηγία της, τὴν ὁποία εἶχε ἀποποιηθεῖ ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, στὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη. Αὑτός, μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, θὰ βιασθεῖ νὰ κηρύξῃ τὴν ἐπανάσταση γιὰ νὰ ἐκμεταλλευθῇ κυρίως τὴν ἀποδιοργάνωσι τῆς Ὀθ. Αὐτοκρατορίας ἐξαιτίας τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ γενιτσαρικοῦ στρατοῦ καὶ τῆς στάσεως τοῦ Ἀλῆ Πασὰ τῶν Ἰωαννίνων. Ἀλλὰ καὶ διότι ἡ ὕπαρξιs τῆς Ἑταιρείας εἶχε γίνει πλέον πολὺ γνωστή. Καὶ θὰ ἐπιλέξει τελικὰ ὡς χῶρο ἐκδηλώσεως τοῦ κινήματος, τὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, αὐτὸ τὸ ἄντρο τῶν Φαναριωτῶν καὶ τῆς ὑπερεθνικῆς ἰδεολογίας τους.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν σημασία τῆς πλήρους ἀπουσίας ἀπὸ τὶς προκηρύξεις τοῦ Ὑψηλάντη τῶν ὅρων «Ῥωμιός» καὶ «ῥωμιοσύνη» καὶ τὴν συστηματικὴ προτίμησι πρὸς τοὺς ὅρους «Ἕλλην» καὶ «Ἕλλάς» (ἢ «Γραικός» καὶ «Γραικία»), πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν στάσι ποὺ κρατοῦσε πρὸς τὸν ὅρο «Ἕλλην» – καὶ «ἑλληνισμός» – τόσο ὁ πατριαρχικὸς ὅσο καὶ ὁ φαναριωτικὸς ὑπερεθνισμός, τὴν ὁποία εἶχαν κληρονομήσει ἀπὸ τὸ Βυζάντιο.
Ἀπὸ τὴν πρωτοβυζαντινὴ περίοδο, ὁ «Ἕλλην» ταυτιζόταν μὲ τὸν «εἰδωλολάτρη», ἢ «ἐθνικό» ὁ ὁποῖος βρισκόταν «ἐκτός» Ἐκκλησίας, ἄρα καὶ ἐκτὸς τοῦ νομίμου θεσμικοῦ πλαισίου λειτουργίας τῆς «χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας». Τὸν 6ο αἰ ὁ Ἰουστινιανός, συνεπὴς ὑπερασπιστὴς τόσο τῆς ῥωμαϊκῆς παραδόσεως, ποὺ ἤθελε ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Βυζαντίου τὰ λατινικά, ὅσο καὶ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ποὺ ἀποτελοῦσε πλέον τὸ μοναδικὸ δόγμα τῆς αὐτοκρατορίας, εἶχε θεσπίσει στὸν «Κώδικά» του ὅτι ἀπαγορευόταν νὰ ἀσκοῦν διδασκαλία «αὐτοὶ ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἱερόσυλη τρέλλα τῶν Ἑλλήνων». Μὲ ἄλλη διάταξη ὥριζε ὅτι ἀπαγορευόταν νὰ γίνουν ὑπάλληλοι τοῦ κράτους ἢ νὰ τιμηθοῦν μὲ ὁποιοδήποτε ἀξίωμα οἱ αἱρετικοί, οἱ ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες, ἐπειδὴ δὲν ἀκολουθοῦσαν «τὴν καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη».
Μολονότι ἀπὸ τὸν 7ο αἰ. καὶ ἐξῆς, χάρη στὸ μεταρρυθμιστικὸ ἔργο τοῦ Ἡρακλείου, τὰ ἑλληνικὰ ἐκτὸς ἀπὸ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας θὰ γίνουν καὶ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους, οἱ ὑπήκοοι τῆς αὐτοκρατορίας θὰ συνεχίσουν νὰ ὀνομάζονται «Ῥωμαῖοι» καὶ ὁ ὅρος «Ἕλλην» θὰ συνεχίσει νὰ σημαίνῃ τὸν «ἐκτὸς ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος» – ἄρα καὶ τὸν «ἐκτὸς θεσμικοῦ κρατικοῦ πλαισίου» ὑπήκοο. Στὴν τελευταία περίοδο τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ἀναγέννηση τῆς κλασσικῆς παιδείας θὰ κάνει μία σημαντικὴ μερίδα τῶν Βυζαντινῶν νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι οἱ πολιτιστικὲς ἀπαρχὲς τους ἀνάγονται στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ - διὰ τῆς γραφίδας τοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ Πλήθωνος – νὰ δηλώσουν ὅτι «ἐσμὲν γὰρ οὖν (...) Ἕλληνες τὸ γένος ὡς ἡ τε φωνὴ καὶ ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ». Αὑτὴν τὴν ἀντίληψi θὰ υἱοθετήσει καὶ ὁ τελευταῖος Βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ποὺ θὰ ὀνομάσει τὴν Κων/πολη δύο μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων».
Αὐτὴ ἡ διαδικασία ἐπανευρέσεως - ἢ «ἀφυπνίσεως» - τῆς «ἑλληνικῆς» συνειδήσεώς τους τῶν κατοίκων τῆς αὐτοκρατορίας κατὰ τὸν 15ο αἰ θὰ ἀνακοπεῖ ἀπὸ τὴν στάσι τοῦ πατριάρχου Γεωργίου Γενναδίου Σχολαρίου, τὸν ὁποῖο θὰ ἐγκαταστήσει στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής. Ὁ Γεννάδιος, θέλοντας νὰ ἀποσυνδέσῃ τὴν χρήσι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν εὐαγγελίων, ἀπὸ τὴν ἀρχαία πολιτιστικὴ παράδοσι – καὶ ἔτσι νὰ μὴν τῆς ἐπιτρέψῃ νὰ καταστῇ ἐθνικὸς διαφοροποιητικὸς παράγων– θὰ ὑποστηρίξει μὲ σθένος ὅτι ἄλλο εἶναι νὰ ὁμιλῇ κανεῖς ἑλληνικὰ, καὶ ἄλλο νὰ εἶναι Ἕλληνας:
«Ἕλλην ὧν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτὲ φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ οἱ Ἕλληνες. Ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξῃς». Καὶ αὐτὴ ἡ «δόξα», ἡ πίστη, ποὺ ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Γεννάδιο τὸ μοναδικὸ συντελεστὴ τῆς συνειδήσεως – καὶ τῆς ταυτότητος – εἶναι ἡ χριστιανικὴ θρησκεία:
«Καὶ εἴ τις ἔροιτο μὲ τίς εἰμι, ἀποκρινούμαι χριστιανὸς εἶναι»
Ἐδῶ βρίσκονται οἱ ἀπαρχὲς τοῦ τεραστίου χάσματος ποὺ θὰ χωρίσει τὸν 19ο αἰ. τοὺς ἐθνιστὲς λογίους ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ κύκλο.
Ἐπιβάλλοντας ὁ Γεννάδιος τὴν παραπάνω ἄποψι σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι Ἕλληνες, δηλαδὴ δὲν ἔχουν ἀπολύτως καμμία πολιτιστικὴ καὶ ἱστορικὴ σχέση μὲ τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα, ἐκμεταλλεύεται μία στιγμὴ ζόφου σὰν ἐκείνη τῆς ἁλώσεως, ὅπου οἱ πάντες προσέβλεπαν στὸν πατριάρχη ποὺ ἦταν ὁ μόνος ἐπίγονος τῶν βυζαντινῶν ταγῶν τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Πορθητὴς εἶχε ἀναγνωρίσει ὡς ἀρχηγὸ τῶν ῥαγιάδων, γιὰ νὰ πετύχῃ μία τριπλὴ νίκη.
Κατὰ πρῶτο ἐξασφαλίζει τὸ ἀλώβητο τῆς πίστεως τοῦ ποιμνίου του: διαφοροποιῶντας καὶ ἀποκόπτωντας τὴν γλῶσσα ἀπὸ τὸ πολιτιστικὸ διαχρονικὸ της ὑπόστρωμα, δὲν ἐπιτρέπει στὸ «ἐθνικὸ συναίσθημα» νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ νὰ προκαλέσῃ αἰσθήματα σὰν αὐτὰ τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς ματαιοδοξίας ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸ κοσμικῆς ἰδιοσυστασίας «αἰσθημα ἀνωτερότητος» Τὸ αἴσθημα αὐτὸ βίωναν ἤδη ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς ποὺ θεωροῦσαν πὼς ἐκατάγοντο ἀπὸ τοὺς ἐνδόξους ἥρωες καὶ διανοητὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, -ποὺ ἀντίστοιχά τους ἔλλειπον ἐντελῶς ἀπὸ τὸ προγονικὸ πάνθεο τῶν Σέρβων, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας.
Κατὰ δεύτερο σταθεροποιεῖ τὸ οἰκουμενικὸ πλαίσιο διατηρήσεως τῆς ἰσχύος τοῦ πατριαρχείου, ἐφόσον ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ἀποτρέπει τὸν κοινωνικὸ διαχωρισμὸ τῶν «ὀρθοδόξων ἑλληνοφώνων» σὲ Ἕλληνες καὶ μή-Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη καθιστᾷ τὴν – ἀποσυνδεδεμένη πλέον ἀπὸ τὴν «ἑλληνικὴ ἐθνικὴ ταυτότητα» – ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐνοποιητικὸ στοιχεῖο τῶν ῥαγιάδων.
Κατὰ τρίτο ἀπομονώνει τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιό του ἀπὸ τὴν Δύση τῆς ὁποίας τόσο ἡ θρησκευτικὴ ὅσο καὶ ἡ κοσμικὴ σοφία ἐστρέφετο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὅλο καὶ πιὸ συστηματικὰ πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παιδεία.
Ἔτσι σὲ ὅλη τὴν πρώτη περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τὴν κάθοδο στὴν Ἑλλάδα τῶν Εὐρωπαίων περιηγητῶν τῶν ὁποίων τὸ ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον ἢρχισε νὰ ὑποπτεύῃ τοὺς ῥαγιάδες τῆς ἐποχῆς ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν κάτι τὸ «ἑξαιρετικό», ὁ ὅρος «Ἕλλην» ἐσήμαινε δύο πράγματα. Ἀφενὸς τὸν εἰδωλολάτρη, τὸν αἱρετικὸ καί, συνακόλουθα, τὸν Ἀντίχριστο. Καὶ ἀφετέρου ἕναν «μυθικό» λαὸ μὲ ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες στὸν ὁποῖον ὠφείλοντο τὰ τεράστια τείχη τῆς ἀρχαιότητος καὶ τὰ ἄλλα οἰκοδομήματα ποὺ τὰ ἐρείπιά τους ἦταν ὁρατὰ σὲ πολλὰ μέρη τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου.
Ἡ ἀντίληψιs αὐτὴ θὰ διατηρηθεῖ τόσο ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς φαναριωτικοὺς κύκλους καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 18ου αἰ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μολονότι ἠγωνίσθη μὲ συνέπεια γιὰ τὸ «γένος» καὶ ἐθυσιάσθη γι’ αὐτό, ὑπήρξε σφοδρὸς πολέμιος τοῦ ὅρου «Ἕλλην» τὸν ὁποῖον ἐθεώρη ἀσυμβίβαστον μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη:
«Ἀδελφοὶ μου ἔμαθα πὼς μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ δὲν εἶσθε Ἕλληνες, δὲν εἶσθε ἀσεβεῖς, αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ’ εἶσθε ὁρθόδοξοι χριστιανοί».
Ἀντίστοιχα, τὰ διάφορα ἐπίσημα κείμενα τοῦ πατριαρχείου – καὶ τοῦ κλίματός του – ἀπηυθύνοντο στοὺς «Ῥωμαῖους» ἢ «Ῥωμιούς» ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο, χωρὶς νὰ μνημονεύουν πουθενὰ τοὺς «Ἕλληνες». Ὁ Ἰ. Κακριδῆς ἔχει ἐπισημάνει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντίληψis εἶχε ῥιζώσει τόσο βαθεία μέσα στὴν συνείδηση τῶν ῥαγιάδων τῆς ἐποχῆς ὥστε πέρασε ἀκόμη καὶ στὸ δημοτικὸ τραγούδι, ὅπως τὸ ἀποδεικνύει καὶ ὁ στίχος«Ἡ μάνα του ἦταν χριστιανὴ κι ὁ κύρης του ἦταν Ἕλλην» ὅπου ἡ λαϊκὴ μοῦσα αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὸ κάνῃ αὐτὸ τὸ ἔντονο ξεχώρισμα μεταξὺ τῶν δύο δηλωτικῶν ταυτοτήτων.
Τὸ πατριαρχικὸ περιβάλλον θὰ διατηρήσει τὴν ἄποψη τοῦ Γενναδίου ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔπρεπε νὰ ἀποκοπῇ τελείως ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανοήσεως, μέχρι τὴν ἔκρηξη τῆς ἐπαναστάσεως. Στὰ πατριαρχικὰ σχολεῖα, τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἐδιδάσκοντο δίχως καμμία ἀναλυτικὴ ἑρμηνεία ἀλλὰ μόνον γιὰ νὰ ἐθίζουν τοὺς νέους στὴν χρήσi τῆς γλῶσσας τοῦ εὐαγγελίου. Ὁ πατριάρχης μάλιστα Γρηγόριος Ε΄, ποὺ ἔδειξε ἰδιαιτέρα φροντίδα γιὰ τὴν ἀνάπτυξι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, ἐτόνιζε σὲ ἐγκύκλιόν του (1819) ὅτι, ὅπως εἶχε ὑποστηρίξει καὶ ὁ Γεννάδιος, σκοπὸς τοῦ σχολείου ἦταν νὰ δημιουργῇ χριστιανοὺς ποὺ νὰ ὁμιλοῦν τὰ ἑλληνικὰ καὶ ὄχι Ἕλληνες:
«ἁλάτι πνευματικῷ νὰ εἶνα ἠρτημέναι αἱ διδασκαλίαι τῶν διδασκάλων, καὶ αἰχμαλωτίζουσαι πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον, νὰ ἀναδεικνύωσι τοὺς μαθητιῶντας, χριστιανούς, ἑλληνίζοντας τὰς φράσεις, καὶ Ἕλληνας χριστιανίζοντας τὰ δόγματα, τὰ ἤθη καὶ τοὺς τρόπους». Στὴν ἰδίαν ἐγκύκλιο κατεδικάζοντο οἱ λόγιοι ποὺ ἤθελαν τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς παιδείας μὲ τὴν ἀνάλυσι τῶν ἀρχαίων κειμένων καὶ μὲ τὴν συστηματικὴ διδασκαλία τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καθὼς, καὶ οἱ Ῥωμιοὶ ποὺ ἔδιδον ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ὀνόματα στὰ παιδιὰ τους.
Στὸ δεύτερο ἡμισυ τοῦ 18ου αἰ., τὸ κλίμα τῆς φαναριωτικῆς διανοήσεως, στὴν προσπάθεὰ του νὰ διατηρήσῃ τὴν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας στρέφοντας παράλληλα τὸ ῥωμέϊκο μιλιὲτ πρὸς τὴν βυζαντινὴ ὑπερεθνικὴ παράδοσι, θὰ συνδυάσει τὴν προσήλωσί του στὴν διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο δηλωτικῶν «Ἕλλην» καὶ «Ῥωμιός» μὲ τὴν διάθεσί του γιὰ νομιμοποίησι καὶ δικαιολόγησι τῆς σουλτανικῆς ἐξουσίας στὴν συνείδησι τῶν ῥαγιάδων. Κύριος ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς προσπάθειας θὰ εἶναι ὁ Δημήτριος Καταρτζῆς ἢ Φωτιάδης, μὲ πλούσια δράσι στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες.
Στὸ ἔργο του «Συμβουλὴ στοὺς νέους», γραμμένο περίπου τὸ 1785, ὁ Φαναριώτης λόγιος θὰ ὑποστηρίξει ὅτιοἱ ὁμόδοξοὶ του Ῥωμιοὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἀποτελοῦν ἕνα μᾶλλον προνομιοῦχο κοινωνικὸ στρῶμα στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία ἐπειδὴ οἱ ταγοὶ τους μετέχουν στὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενά του, οἱ Ἕλληνες «πέθαναν» μαζὶ μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τὸν πολιτισμὸ της, καὶ ἡ χώρα τους κατοικεῖται πλέον ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πολὺ ὁρθὰ ὁ σουλτάνος ἀποκαλεῖ «Οὐρούμ χιριστιγιάν» (=Ῥωμιοὺς χριστιανούς). Βασικὸ χαρακτηριστικὸ αὐτῶν τῶν Ῥωμιῶν εἶναι ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν «ἔθνος ποὺ νὰ φορμάρῃ καθ’ αὐτὸ πολιτεία». Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, «σὺν θεῷ», δὲν εἶναι καὶ δούλοι σὰν τοὺς εἴλωτες τῶν ἀρχαίων Σπαρτιατῶν καὶ Κρητῶν ποὺ περιγράφει ὁ Ἀριστοτελης.
Καὶ τοῦτο διότι ὁ πατριάρχης, ποὺ εἶναι ἡγέτης τῶν Ῥωμιῶν, εἶναι πραγματικὸς ἄρχοντας στὴν Ὀθωμανικὴ Αὑτοκρατορία, ἐνῶ ἐξίσου ἰσχυροὶ ἄρχοντες εἶναι καὶ οἱ Φαναριῶτες πού, ἂν καὶ Ῥωμιοὶ χριστιανοί, κατέχουν ὑψηλὲς θέσεις στὴν σουλτανικὴ διοίκησι. Μολονότι δὲ οἱ Ῥωμιοὶ δὲν διαθέτουν «αὐτόνομη πολιτεία» ὅπου νὰ ἀσκοῦν οἱ ἴδιοι τὴν διοίκησι πρὸς ὄφελός τους, εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναγνωρίζουν τὸ χρέος ποὺ ἔχουν ἀπέναντι στὸ ὀθωμανικὸ κράτος ἐπειδὴ «περισσότερο πρέπει νὰ τὴν ἀγαποῦμε τὴν πλημμελὴ κι ἀδύνατη πολιτεία μας, παρὰ τὰ αὐτόνομα ἔθνη τὴν ἐδικὴ τους ποὺ εὐνομεῖται καὶ ἀκμάζει».
Ἀποσπάσπατα ἀπὸ τὸ β΄ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου:
«Ἡ νοηματοδότηση τοῦ 1821 καὶ ἡ ναυτικὴ ἰσχὺς τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἰδεολογία καὶ προπαγάνδα στὶς προκηρύξεις τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη»
ΛΟΥΚΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, ἐκδ. Παπαζήσης, 1996
Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν σημασία τῆς πλήρους ἀπουσίας ἀπὸ τὶς προκηρύξεις τοῦ Ὑψηλάντη τῶν ὅρων «Ῥωμιός» καὶ «ῥωμιοσύνη» καὶ τὴν συστηματικὴ προτίμησι πρὸς τοὺς ὅρους «Ἕλλην» καὶ «Ἕλλάς» (ἢ «Γραικός» καὶ «Γραικία»), πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν στάσι ποὺ κρατοῦσε πρὸς τὸν ὅρο «Ἕλλην» – καὶ «ἑλληνισμός» – τόσο ὁ πατριαρχικὸς ὅσο καὶ ὁ φαναριωτικὸς ὑπερεθνισμός, τὴν ὁποία εἶχαν κληρονομήσει ἀπὸ τὸ Βυζάντιο.
Ἀπὸ τὴν πρωτοβυζαντινὴ περίοδο, ὁ «Ἕλλην» ταυτιζόταν μὲ τὸν «εἰδωλολάτρη», ἢ «ἐθνικό» ὁ ὁποῖος βρισκόταν «ἐκτός» Ἐκκλησίας, ἄρα καὶ ἐκτὸς τοῦ νομίμου θεσμικοῦ πλαισίου λειτουργίας τῆς «χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας». Τὸν 6ο αἰ ὁ Ἰουστινιανός, συνεπὴς ὑπερασπιστὴς τόσο τῆς ῥωμαϊκῆς παραδόσεως, ποὺ ἤθελε ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Βυζαντίου τὰ λατινικά, ὅσο καὶ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ποὺ ἀποτελοῦσε πλέον τὸ μοναδικὸ δόγμα τῆς αὐτοκρατορίας, εἶχε θεσπίσει στὸν «Κώδικά» του ὅτι ἀπαγορευόταν νὰ ἀσκοῦν διδασκαλία «αὐτοὶ ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἱερόσυλη τρέλλα τῶν Ἑλλήνων». Μὲ ἄλλη διάταξη ὥριζε ὅτι ἀπαγορευόταν νὰ γίνουν ὑπάλληλοι τοῦ κράτους ἢ νὰ τιμηθοῦν μὲ ὁποιοδήποτε ἀξίωμα οἱ αἱρετικοί, οἱ ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες, ἐπειδὴ δὲν ἀκολουθοῦσαν «τὴν καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη».
Μολονότι ἀπὸ τὸν 7ο αἰ. καὶ ἐξῆς, χάρη στὸ μεταρρυθμιστικὸ ἔργο τοῦ Ἡρακλείου, τὰ ἑλληνικὰ ἐκτὸς ἀπὸ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας θὰ γίνουν καὶ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους, οἱ ὑπήκοοι τῆς αὐτοκρατορίας θὰ συνεχίσουν νὰ ὀνομάζονται «Ῥωμαῖοι» καὶ ὁ ὅρος «Ἕλλην» θὰ συνεχίσει νὰ σημαίνῃ τὸν «ἐκτὸς ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος» – ἄρα καὶ τὸν «ἐκτὸς θεσμικοῦ κρατικοῦ πλαισίου» ὑπήκοο. Στὴν τελευταία περίοδο τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ἀναγέννηση τῆς κλασσικῆς παιδείας θὰ κάνει μία σημαντικὴ μερίδα τῶν Βυζαντινῶν νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι οἱ πολιτιστικὲς ἀπαρχὲς τους ἀνάγονται στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ - διὰ τῆς γραφίδας τοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ Πλήθωνος – νὰ δηλώσουν ὅτι «ἐσμὲν γὰρ οὖν (...) Ἕλληνες τὸ γένος ὡς ἡ τε φωνὴ καὶ ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ». Αὑτὴν τὴν ἀντίληψi θὰ υἱοθετήσει καὶ ὁ τελευταῖος Βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ποὺ θὰ ὀνομάσει τὴν Κων/πολη δύο μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων».
Αὐτὴ ἡ διαδικασία ἐπανευρέσεως - ἢ «ἀφυπνίσεως» - τῆς «ἑλληνικῆς» συνειδήσεώς τους τῶν κατοίκων τῆς αὐτοκρατορίας κατὰ τὸν 15ο αἰ θὰ ἀνακοπεῖ ἀπὸ τὴν στάσι τοῦ πατριάρχου Γεωργίου Γενναδίου Σχολαρίου, τὸν ὁποῖο θὰ ἐγκαταστήσει στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής. Ὁ Γεννάδιος, θέλοντας νὰ ἀποσυνδέσῃ τὴν χρήσι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν εὐαγγελίων, ἀπὸ τὴν ἀρχαία πολιτιστικὴ παράδοσι – καὶ ἔτσι νὰ μὴν τῆς ἐπιτρέψῃ νὰ καταστῇ ἐθνικὸς διαφοροποιητικὸς παράγων– θὰ ὑποστηρίξει μὲ σθένος ὅτι ἄλλο εἶναι νὰ ὁμιλῇ κανεῖς ἑλληνικὰ, καὶ ἄλλο νὰ εἶναι Ἕλληνας:
«Ἕλλην ὧν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτὲ φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ οἱ Ἕλληνες. Ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξῃς». Καὶ αὐτὴ ἡ «δόξα», ἡ πίστη, ποὺ ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Γεννάδιο τὸ μοναδικὸ συντελεστὴ τῆς συνειδήσεως – καὶ τῆς ταυτότητος – εἶναι ἡ χριστιανικὴ θρησκεία:
«Καὶ εἴ τις ἔροιτο μὲ τίς εἰμι, ἀποκρινούμαι χριστιανὸς εἶναι»
Ἐδῶ βρίσκονται οἱ ἀπαρχὲς τοῦ τεραστίου χάσματος ποὺ θὰ χωρίσει τὸν 19ο αἰ. τοὺς ἐθνιστὲς λογίους ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ κύκλο.
Ἐπιβάλλοντας ὁ Γεννάδιος τὴν παραπάνω ἄποψι σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι Ἕλληνες, δηλαδὴ δὲν ἔχουν ἀπολύτως καμμία πολιτιστικὴ καὶ ἱστορικὴ σχέση μὲ τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα, ἐκμεταλλεύεται μία στιγμὴ ζόφου σὰν ἐκείνη τῆς ἁλώσεως, ὅπου οἱ πάντες προσέβλεπαν στὸν πατριάρχη ποὺ ἦταν ὁ μόνος ἐπίγονος τῶν βυζαντινῶν ταγῶν τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Πορθητὴς εἶχε ἀναγνωρίσει ὡς ἀρχηγὸ τῶν ῥαγιάδων, γιὰ νὰ πετύχῃ μία τριπλὴ νίκη.
Κατὰ πρῶτο ἐξασφαλίζει τὸ ἀλώβητο τῆς πίστεως τοῦ ποιμνίου του: διαφοροποιῶντας καὶ ἀποκόπτωντας τὴν γλῶσσα ἀπὸ τὸ πολιτιστικὸ διαχρονικὸ της ὑπόστρωμα, δὲν ἐπιτρέπει στὸ «ἐθνικὸ συναίσθημα» νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ νὰ προκαλέσῃ αἰσθήματα σὰν αὐτὰ τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς ματαιοδοξίας ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸ κοσμικῆς ἰδιοσυστασίας «αἰσθημα ἀνωτερότητος» Τὸ αἴσθημα αὐτὸ βίωναν ἤδη ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς ποὺ θεωροῦσαν πὼς ἐκατάγοντο ἀπὸ τοὺς ἐνδόξους ἥρωες καὶ διανοητὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, -ποὺ ἀντίστοιχά τους ἔλλειπον ἐντελῶς ἀπὸ τὸ προγονικὸ πάνθεο τῶν Σέρβων, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας.
Κατὰ δεύτερο σταθεροποιεῖ τὸ οἰκουμενικὸ πλαίσιο διατηρήσεως τῆς ἰσχύος τοῦ πατριαρχείου, ἐφόσον ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ἀποτρέπει τὸν κοινωνικὸ διαχωρισμὸ τῶν «ὀρθοδόξων ἑλληνοφώνων» σὲ Ἕλληνες καὶ μή-Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη καθιστᾷ τὴν – ἀποσυνδεδεμένη πλέον ἀπὸ τὴν «ἑλληνικὴ ἐθνικὴ ταυτότητα» – ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐνοποιητικὸ στοιχεῖο τῶν ῥαγιάδων.
Κατὰ τρίτο ἀπομονώνει τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιό του ἀπὸ τὴν Δύση τῆς ὁποίας τόσο ἡ θρησκευτικὴ ὅσο καὶ ἡ κοσμικὴ σοφία ἐστρέφετο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὅλο καὶ πιὸ συστηματικὰ πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παιδεία.
Ἔτσι σὲ ὅλη τὴν πρώτη περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τὴν κάθοδο στὴν Ἑλλάδα τῶν Εὐρωπαίων περιηγητῶν τῶν ὁποίων τὸ ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον ἢρχισε νὰ ὑποπτεύῃ τοὺς ῥαγιάδες τῆς ἐποχῆς ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν κάτι τὸ «ἑξαιρετικό», ὁ ὅρος «Ἕλλην» ἐσήμαινε δύο πράγματα. Ἀφενὸς τὸν εἰδωλολάτρη, τὸν αἱρετικὸ καί, συνακόλουθα, τὸν Ἀντίχριστο. Καὶ ἀφετέρου ἕναν «μυθικό» λαὸ μὲ ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες στὸν ὁποῖον ὠφείλοντο τὰ τεράστια τείχη τῆς ἀρχαιότητος καὶ τὰ ἄλλα οἰκοδομήματα ποὺ τὰ ἐρείπιά τους ἦταν ὁρατὰ σὲ πολλὰ μέρη τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου.
Ἡ ἀντίληψιs αὐτὴ θὰ διατηρηθεῖ τόσο ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς φαναριωτικοὺς κύκλους καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 18ου αἰ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μολονότι ἠγωνίσθη μὲ συνέπεια γιὰ τὸ «γένος» καὶ ἐθυσιάσθη γι’ αὐτό, ὑπήρξε σφοδρὸς πολέμιος τοῦ ὅρου «Ἕλλην» τὸν ὁποῖον ἐθεώρη ἀσυμβίβαστον μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη:
«Ἀδελφοὶ μου ἔμαθα πὼς μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ δὲν εἶσθε Ἕλληνες, δὲν εἶσθε ἀσεβεῖς, αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ’ εἶσθε ὁρθόδοξοι χριστιανοί».
Ἀντίστοιχα, τὰ διάφορα ἐπίσημα κείμενα τοῦ πατριαρχείου – καὶ τοῦ κλίματός του – ἀπηυθύνοντο στοὺς «Ῥωμαῖους» ἢ «Ῥωμιούς» ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο, χωρὶς νὰ μνημονεύουν πουθενὰ τοὺς «Ἕλληνες». Ὁ Ἰ. Κακριδῆς ἔχει ἐπισημάνει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντίληψis εἶχε ῥιζώσει τόσο βαθεία μέσα στὴν συνείδηση τῶν ῥαγιάδων τῆς ἐποχῆς ὥστε πέρασε ἀκόμη καὶ στὸ δημοτικὸ τραγούδι, ὅπως τὸ ἀποδεικνύει καὶ ὁ στίχος«Ἡ μάνα του ἦταν χριστιανὴ κι ὁ κύρης του ἦταν Ἕλλην» ὅπου ἡ λαϊκὴ μοῦσα αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὸ κάνῃ αὐτὸ τὸ ἔντονο ξεχώρισμα μεταξὺ τῶν δύο δηλωτικῶν ταυτοτήτων.
Τὸ πατριαρχικὸ περιβάλλον θὰ διατηρήσει τὴν ἄποψη τοῦ Γενναδίου ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔπρεπε νὰ ἀποκοπῇ τελείως ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανοήσεως, μέχρι τὴν ἔκρηξη τῆς ἐπαναστάσεως. Στὰ πατριαρχικὰ σχολεῖα, τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἐδιδάσκοντο δίχως καμμία ἀναλυτικὴ ἑρμηνεία ἀλλὰ μόνον γιὰ νὰ ἐθίζουν τοὺς νέους στὴν χρήσi τῆς γλῶσσας τοῦ εὐαγγελίου. Ὁ πατριάρχης μάλιστα Γρηγόριος Ε΄, ποὺ ἔδειξε ἰδιαιτέρα φροντίδα γιὰ τὴν ἀνάπτυξι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, ἐτόνιζε σὲ ἐγκύκλιόν του (1819) ὅτι, ὅπως εἶχε ὑποστηρίξει καὶ ὁ Γεννάδιος, σκοπὸς τοῦ σχολείου ἦταν νὰ δημιουργῇ χριστιανοὺς ποὺ νὰ ὁμιλοῦν τὰ ἑλληνικὰ καὶ ὄχι Ἕλληνες:
«ἁλάτι πνευματικῷ νὰ εἶνα ἠρτημέναι αἱ διδασκαλίαι τῶν διδασκάλων, καὶ αἰχμαλωτίζουσαι πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον, νὰ ἀναδεικνύωσι τοὺς μαθητιῶντας, χριστιανούς, ἑλληνίζοντας τὰς φράσεις, καὶ Ἕλληνας χριστιανίζοντας τὰ δόγματα, τὰ ἤθη καὶ τοὺς τρόπους». Στὴν ἰδίαν ἐγκύκλιο κατεδικάζοντο οἱ λόγιοι ποὺ ἤθελαν τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς παιδείας μὲ τὴν ἀνάλυσι τῶν ἀρχαίων κειμένων καὶ μὲ τὴν συστηματικὴ διδασκαλία τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καθὼς, καὶ οἱ Ῥωμιοὶ ποὺ ἔδιδον ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ὀνόματα στὰ παιδιὰ τους.
Στὸ δεύτερο ἡμισυ τοῦ 18ου αἰ., τὸ κλίμα τῆς φαναριωτικῆς διανοήσεως, στὴν προσπάθεὰ του νὰ διατηρήσῃ τὴν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας στρέφοντας παράλληλα τὸ ῥωμέϊκο μιλιὲτ πρὸς τὴν βυζαντινὴ ὑπερεθνικὴ παράδοσι, θὰ συνδυάσει τὴν προσήλωσί του στὴν διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο δηλωτικῶν «Ἕλλην» καὶ «Ῥωμιός» μὲ τὴν διάθεσί του γιὰ νομιμοποίησι καὶ δικαιολόγησι τῆς σουλτανικῆς ἐξουσίας στὴν συνείδησι τῶν ῥαγιάδων. Κύριος ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς προσπάθειας θὰ εἶναι ὁ Δημήτριος Καταρτζῆς ἢ Φωτιάδης, μὲ πλούσια δράσι στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες.
Στὸ ἔργο του «Συμβουλὴ στοὺς νέους», γραμμένο περίπου τὸ 1785, ὁ Φαναριώτης λόγιος θὰ ὑποστηρίξει ὅτιοἱ ὁμόδοξοὶ του Ῥωμιοὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἀποτελοῦν ἕνα μᾶλλον προνομιοῦχο κοινωνικὸ στρῶμα στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία ἐπειδὴ οἱ ταγοὶ τους μετέχουν στὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενά του, οἱ Ἕλληνες «πέθαναν» μαζὶ μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τὸν πολιτισμὸ της, καὶ ἡ χώρα τους κατοικεῖται πλέον ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πολὺ ὁρθὰ ὁ σουλτάνος ἀποκαλεῖ «Οὐρούμ χιριστιγιάν» (=Ῥωμιοὺς χριστιανούς). Βασικὸ χαρακτηριστικὸ αὐτῶν τῶν Ῥωμιῶν εἶναι ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν «ἔθνος ποὺ νὰ φορμάρῃ καθ’ αὐτὸ πολιτεία». Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, «σὺν θεῷ», δὲν εἶναι καὶ δούλοι σὰν τοὺς εἴλωτες τῶν ἀρχαίων Σπαρτιατῶν καὶ Κρητῶν ποὺ περιγράφει ὁ Ἀριστοτελης.
Καὶ τοῦτο διότι ὁ πατριάρχης, ποὺ εἶναι ἡγέτης τῶν Ῥωμιῶν, εἶναι πραγματικὸς ἄρχοντας στὴν Ὀθωμανικὴ Αὑτοκρατορία, ἐνῶ ἐξίσου ἰσχυροὶ ἄρχοντες εἶναι καὶ οἱ Φαναριῶτες πού, ἂν καὶ Ῥωμιοὶ χριστιανοί, κατέχουν ὑψηλὲς θέσεις στὴν σουλτανικὴ διοίκησι. Μολονότι δὲ οἱ Ῥωμιοὶ δὲν διαθέτουν «αὐτόνομη πολιτεία» ὅπου νὰ ἀσκοῦν οἱ ἴδιοι τὴν διοίκησι πρὸς ὄφελός τους, εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναγνωρίζουν τὸ χρέος ποὺ ἔχουν ἀπέναντι στὸ ὀθωμανικὸ κράτος ἐπειδὴ «περισσότερο πρέπει νὰ τὴν ἀγαποῦμε τὴν πλημμελὴ κι ἀδύνατη πολιτεία μας, παρὰ τὰ αὐτόνομα ἔθνη τὴν ἐδικὴ τους ποὺ εὐνομεῖται καὶ ἀκμάζει».
Ἀποσπάσπατα ἀπὸ τὸ β΄ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου:
«Ἡ νοηματοδότηση τοῦ 1821 καὶ ἡ ναυτικὴ ἰσχὺς τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἰδεολογία καὶ προπαγάνδα στὶς προκηρύξεις τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη»
ΛΟΥΚΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, ἐκδ. Παπαζήσης, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου