Γράφει η Μερόπη Σπυροπούλου
Ἐδῶ καί τρία χρόνια, βομβαρδιζόμαστε συνεχῶς καί ἀπό πολλές πλευρές μέ τρομακτικές καί καταθλιπτικές ἐπισημάνσεις γιά τά ὅσα αὐτή ἡ οἰκονομική κρίση μᾶς στέρησε καί γιά ὅσα ὑλικά ἀγαθά μᾶς ὑποχρέωσε νά ἀπαρνηθοῦμε. Ἔχουμε ζαλιστεῖ ἀπό τούς ἀριθμούς πού ἐκφράζουν συνεχῶς μειώσεις στά εἰσοδήματά μας, ἀνεργία, χαράτσια καί αὐξήσεις φορολογίας. Καί εἶναι βεβαίως γεγονὀς ἀναμφισβήτητο ὅτι, ἡ ζωή τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς, σέ μεγάλο ἤ σέ μικρότερο βαθμό, ἔχει καίρια ἐπηρεαστεῖ ἀπό ὅλα αὐτά.
Μήπως, ὅμως, ὑπάρχουν καί κάποιες ἄλλες σημαντικές διαστάσεις τῆς ζωῆς πού, μέσα στή δίνη τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν καί ἀπαιτήσεων, προσπερνοῦμε, ὑποβαθμίζουμε ἤ ἀγνοοῦμε; Μήπως ὑπάρχει καί μιά διαφορετική ματιά γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν ὅσων ἔχουμε καί τῶν ὅσων μᾶς λείπουν; Μήπως;
Μία μικρή ἱστορία πού μοῦ ἔστειλε μία φίλη ἀπό τήν Ἀμερική, ἴσως ἔχει κάτι ἰδιαίτερο νά μᾶς πεῖ καί τήν μεταφέρω σέ ελεύθερη δική μου απόδοση:
Κάποτε, ἕνας πατέρας, ἀπό μία πολύ εὔπορη οἰκογένεια, θέλησε νά δώσει στόν δεκάχρονο μοναχογιό του μιά εὐκαιρία νά συνειδητοποιήσει τό πόσο πλούσιοι ἤτανε καί, συγχρόνως, νά τοῦ δείξει τό πῶς ζοῦνε ἀντίστοιχα οἱ φτωχοί ἄνθρωποι γιά νά κάνει τήν ἀντίστοιχη σύγκριση καί νά χαρεῖ. Τόν πῆρε, λοιπόν, καί πῆγαν νά περάσουν λίγες μέρες σέ μία συγγενική τους φτωχή σχετικά οἰκογένεια, πού ζοῦσε σέ μιά ἀγροτική περιοχή τῆς χώρας.
Οἱ μέρες πέρασαν καί, καθώς ἄρχισε τό ταξίδι τοῦ γυρισμοῦ στήν πόλη, ὁ πατέρας θέλησε νά μάθει τίς
ἐντυπώσεις καί τά συμπεράσματα τοῦ παιδιοῦ του. Ἀκολούθησε ὁ πιό κάτω διάλογος:
-Λοιπόν, πῶς σοῦ φάνηκε αύτή ἡ ἐπίσκεψη παιδί μου;
-Ἦταν υπέροχα πατέρα
-Εἶδες πῶς ζοῦνε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι;
-Ναί βέβαια πατέρα
-Πές μου λοιπόν, τι κατάλαβες ἀπό ὅλα αὐτά πού εἶδες.
Τό παιδί φάνηκε νά συγκεντρώνεται γιά λίγο καί μετά, σάν νά ἀπαριθμοῦσε μέ τή σειρά τίς σκέψεις του, ἄρχισε νά λέει:
Εἶδα πατέρα ὅτι: Ἐμεῖς ἔχουμε ἕναν σκύλο καί αὐτοί ἔχουν τρεῖς. Ἐμεῖς ἔχουμε μία πισίνα πού φτάνει μέχρι τή μέση τοῦ κήπου μας καί αὐτοί ἔχουν ἕνα ποτάμι πού δέν μπορεῖς νά ξεχωρίσεις ἀπό ποῦ ἀρχίζει καί ποῦ σταματάει. Τό βράδυ στήν αὐλή τους ἔχουν χιλιάδες ἀναμμένα ἄστρα πού δέν ἔχω δεῖ ποτέ στόν δικό μας κῆπο , ἄν καί φωτίζεται ἀπό ἐκεῖνα τά μεγάλα στρογγυλά φῶτα. Τό δικό μας οἰκόπεδο ἔχει φράχτη γύρω-γύρω, ἐνῶ τά δικά τους χωράφια εἶναι ἀνοιχτά καί ἐλεύθερα γιά νά βλέπουν ὡς πέρα τόν ὁρίζοντα. Ἐμεῖς ἔχουμε ὑπηρέτες πού μᾶς φροντίζουν, ἀλλά συχνά κάνουν ἐσένα νά φωνάζεις καί τή μαμά νά παραπονιέται ὅτι δέν κάνουν καλά τή δουλειά τους, ἐνῶ αὐτοί χαίρονται νά φροντίζουν καί νά περιποιοῦνται ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως κι ἐμᾶς τούς φιλοξενούμενους. Ἐμεῖς πρέπει νά ἀγοράζουμε ὅλα αὐτά πού τρῶμε, ἐνῶ αὐτοί τά ἔχουν ὅλα ἀπό δικά τους, ἀπό αὐτά πού ἔχουν στή δική τους αὐλή καί στό κοτέτσι τους. Ἐμεῖς ὅλο νοιαζόμαστε γιά τό πότε λήγουν τά τρόφιμα πού ἔχουμε στά ψυγεῖα μας, ἐνῶ αὐτοί τά ἔχουν ὅλα φρέσκα κάθε μέρα...
Ἐμεῖς, τόν παππού καί τή γιαγιά τούς βλέπουμε μόνο λίγες μέρες τόν χρόνο. Αὐτοί τούς ἔχουν κοντά τους καί τά παιδιά ἔχουν χορτάσει ἀπό ὡραῖα παραμύθια, ἐνῶ ἐμένα τί παραμύθι νά μοῦ πεῖ ἡ καὓμένη Λάκια ἀπό τίς Φιλιππίνες; Ἐμεῖς σπάνια τρῶμε ὅλοι μαζί, γιατί κι ἐσύ καί ἡ μαμά ἔχετε πάντα τόσες δουλειές, δεξιώσεις καί ἄλλες ὑποχρεώσεις, ἐνῶ αὐτοί περνοῦν τόσο ὡραῖα ὅλοι μαζί γύρω ἀπό τό βραδινό τραπέζι. Αὐτοί, εῖδες πῶς γύρισαν χαρούμενοι ὅλοι μαζί τήν Κυριακή τό πρωί ἀπό τήν ἐκκλησία; Ἐνῶ ἐσεῖς, συνήθως ξενυχτᾶτε το Σάββατο καί ξυπνᾶτε ὅταν κοντεύει μεσημέρι... Κι ἐγώ βαριέμαι μόνος μου... ὅλο τό πρωί, μπροστά στον ὑπολογιστή μου.
Ὁ πατέρας εἶχε μείνει ἄφωνος. Ὁ μικρός, βλέποντας τήν ἔκφραση πού εἶχε τό πρόσωπο τοῦ πατέρα του , πῆρε τό χέρι του, τό χάιδεψε καί πρόσθεσε: "Δέν πειράζει ὅμως πατέρα, μή στενοχωριέσαι. Ἐγώ θέλω νά σ’ εὐχαριστήσω πού, τώρα πού βλέπεις πώς μεγαλώνω, μοῦ ἔδωσες αὐτήν τήν εὐκαιρία γιά νά καταλάβω τό πόσο φ τ ω χ ο ί εἴμαστε ἐ μ ε ῖ ς , ἐκεῖ στήν πόλη πού ζοῦμε"...
Εὐλογημένη ἄς εἶναι ἡ ἄδολη σκέψη καί ἡ εὐθυκρισία τῆς ἀθωότητας τοῦ παιδιοῦ, πού μπόρεσε νά ξεχωρίσει τά οὐσιαστικά ἀπό τά ἀναλώσιμα τῆς ζωῆς, καί τό ποιός εἶναι στήν πραγματικότητα φτωχός καί ποιός πλούσιος.
Ἐδῶ καί τρία χρόνια, βομβαρδιζόμαστε συνεχῶς καί ἀπό πολλές πλευρές μέ τρομακτικές καί καταθλιπτικές ἐπισημάνσεις γιά τά ὅσα αὐτή ἡ οἰκονομική κρίση μᾶς στέρησε καί γιά ὅσα ὑλικά ἀγαθά μᾶς ὑποχρέωσε νά ἀπαρνηθοῦμε. Ἔχουμε ζαλιστεῖ ἀπό τούς ἀριθμούς πού ἐκφράζουν συνεχῶς μειώσεις στά εἰσοδήματά μας, ἀνεργία, χαράτσια καί αὐξήσεις φορολογίας. Καί εἶναι βεβαίως γεγονὀς ἀναμφισβήτητο ὅτι, ἡ ζωή τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς, σέ μεγάλο ἤ σέ μικρότερο βαθμό, ἔχει καίρια ἐπηρεαστεῖ ἀπό ὅλα αὐτά.
Μήπως, ὅμως, ὑπάρχουν καί κάποιες ἄλλες σημαντικές διαστάσεις τῆς ζωῆς πού, μέσα στή δίνη τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν καί ἀπαιτήσεων, προσπερνοῦμε, ὑποβαθμίζουμε ἤ ἀγνοοῦμε; Μήπως ὑπάρχει καί μιά διαφορετική ματιά γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν ὅσων ἔχουμε καί τῶν ὅσων μᾶς λείπουν; Μήπως;
Μία μικρή ἱστορία πού μοῦ ἔστειλε μία φίλη ἀπό τήν Ἀμερική, ἴσως ἔχει κάτι ἰδιαίτερο νά μᾶς πεῖ καί τήν μεταφέρω σέ ελεύθερη δική μου απόδοση:
Κάποτε, ἕνας πατέρας, ἀπό μία πολύ εὔπορη οἰκογένεια, θέλησε νά δώσει στόν δεκάχρονο μοναχογιό του μιά εὐκαιρία νά συνειδητοποιήσει τό πόσο πλούσιοι ἤτανε καί, συγχρόνως, νά τοῦ δείξει τό πῶς ζοῦνε ἀντίστοιχα οἱ φτωχοί ἄνθρωποι γιά νά κάνει τήν ἀντίστοιχη σύγκριση καί νά χαρεῖ. Τόν πῆρε, λοιπόν, καί πῆγαν νά περάσουν λίγες μέρες σέ μία συγγενική τους φτωχή σχετικά οἰκογένεια, πού ζοῦσε σέ μιά ἀγροτική περιοχή τῆς χώρας.
Οἱ μέρες πέρασαν καί, καθώς ἄρχισε τό ταξίδι τοῦ γυρισμοῦ στήν πόλη, ὁ πατέρας θέλησε νά μάθει τίς
ἐντυπώσεις καί τά συμπεράσματα τοῦ παιδιοῦ του. Ἀκολούθησε ὁ πιό κάτω διάλογος:
-Λοιπόν, πῶς σοῦ φάνηκε αύτή ἡ ἐπίσκεψη παιδί μου;
-Ἦταν υπέροχα πατέρα
-Εἶδες πῶς ζοῦνε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι;
-Ναί βέβαια πατέρα
-Πές μου λοιπόν, τι κατάλαβες ἀπό ὅλα αὐτά πού εἶδες.
Τό παιδί φάνηκε νά συγκεντρώνεται γιά λίγο καί μετά, σάν νά ἀπαριθμοῦσε μέ τή σειρά τίς σκέψεις του, ἄρχισε νά λέει:
Εἶδα πατέρα ὅτι: Ἐμεῖς ἔχουμε ἕναν σκύλο καί αὐτοί ἔχουν τρεῖς. Ἐμεῖς ἔχουμε μία πισίνα πού φτάνει μέχρι τή μέση τοῦ κήπου μας καί αὐτοί ἔχουν ἕνα ποτάμι πού δέν μπορεῖς νά ξεχωρίσεις ἀπό ποῦ ἀρχίζει καί ποῦ σταματάει. Τό βράδυ στήν αὐλή τους ἔχουν χιλιάδες ἀναμμένα ἄστρα πού δέν ἔχω δεῖ ποτέ στόν δικό μας κῆπο , ἄν καί φωτίζεται ἀπό ἐκεῖνα τά μεγάλα στρογγυλά φῶτα. Τό δικό μας οἰκόπεδο ἔχει φράχτη γύρω-γύρω, ἐνῶ τά δικά τους χωράφια εἶναι ἀνοιχτά καί ἐλεύθερα γιά νά βλέπουν ὡς πέρα τόν ὁρίζοντα. Ἐμεῖς ἔχουμε ὑπηρέτες πού μᾶς φροντίζουν, ἀλλά συχνά κάνουν ἐσένα νά φωνάζεις καί τή μαμά νά παραπονιέται ὅτι δέν κάνουν καλά τή δουλειά τους, ἐνῶ αὐτοί χαίρονται νά φροντίζουν καί νά περιποιοῦνται ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως κι ἐμᾶς τούς φιλοξενούμενους. Ἐμεῖς πρέπει νά ἀγοράζουμε ὅλα αὐτά πού τρῶμε, ἐνῶ αὐτοί τά ἔχουν ὅλα ἀπό δικά τους, ἀπό αὐτά πού ἔχουν στή δική τους αὐλή καί στό κοτέτσι τους. Ἐμεῖς ὅλο νοιαζόμαστε γιά τό πότε λήγουν τά τρόφιμα πού ἔχουμε στά ψυγεῖα μας, ἐνῶ αὐτοί τά ἔχουν ὅλα φρέσκα κάθε μέρα...
Ἐμεῖς, τόν παππού καί τή γιαγιά τούς βλέπουμε μόνο λίγες μέρες τόν χρόνο. Αὐτοί τούς ἔχουν κοντά τους καί τά παιδιά ἔχουν χορτάσει ἀπό ὡραῖα παραμύθια, ἐνῶ ἐμένα τί παραμύθι νά μοῦ πεῖ ἡ καὓμένη Λάκια ἀπό τίς Φιλιππίνες; Ἐμεῖς σπάνια τρῶμε ὅλοι μαζί, γιατί κι ἐσύ καί ἡ μαμά ἔχετε πάντα τόσες δουλειές, δεξιώσεις καί ἄλλες ὑποχρεώσεις, ἐνῶ αὐτοί περνοῦν τόσο ὡραῖα ὅλοι μαζί γύρω ἀπό τό βραδινό τραπέζι. Αὐτοί, εῖδες πῶς γύρισαν χαρούμενοι ὅλοι μαζί τήν Κυριακή τό πρωί ἀπό τήν ἐκκλησία; Ἐνῶ ἐσεῖς, συνήθως ξενυχτᾶτε το Σάββατο καί ξυπνᾶτε ὅταν κοντεύει μεσημέρι... Κι ἐγώ βαριέμαι μόνος μου... ὅλο τό πρωί, μπροστά στον ὑπολογιστή μου.
Ὁ πατέρας εἶχε μείνει ἄφωνος. Ὁ μικρός, βλέποντας τήν ἔκφραση πού εἶχε τό πρόσωπο τοῦ πατέρα του , πῆρε τό χέρι του, τό χάιδεψε καί πρόσθεσε: "Δέν πειράζει ὅμως πατέρα, μή στενοχωριέσαι. Ἐγώ θέλω νά σ’ εὐχαριστήσω πού, τώρα πού βλέπεις πώς μεγαλώνω, μοῦ ἔδωσες αὐτήν τήν εὐκαιρία γιά νά καταλάβω τό πόσο φ τ ω χ ο ί εἴμαστε ἐ μ ε ῖ ς , ἐκεῖ στήν πόλη πού ζοῦμε"...
Εὐλογημένη ἄς εἶναι ἡ ἄδολη σκέψη καί ἡ εὐθυκρισία τῆς ἀθωότητας τοῦ παιδιοῦ, πού μπόρεσε νά ξεχωρίσει τά οὐσιαστικά ἀπό τά ἀναλώσιμα τῆς ζωῆς, καί τό ποιός εἶναι στήν πραγματικότητα φτωχός καί ποιός πλούσιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου