Σελίδες

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ : ΣΤΟΧΕΥΣΕΙΣ, ΠΡΟΣΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

γράφει ο Γ.Ε. Σέκερης 


Είναι προφανές ότι οι αρχικές νέο-οθωμανικές φιλοδοξίες του κυβερνώντος τουρκικού πολιτικού Ισλάμ προσκρούουν σε σοβαρά εμπόδια και θέτουν τον πρωθυπουργό Ερντογάν και τους συνεργάτες του προ οξέων διλημμάτων. Τα εμπόδια και διλήμματα αυτά οφείλονται εν μέρει στις σεισμικές εξελίξεις στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο και ειδικότερα στην τοξική μετεξέλιξη της «Αραβικής Άνοιξης». Πηγάζουν όμως επίσης από την ίδια τη φύση της εξωτερικής πολιτικής της παρούσης τουρκικής ηγεσίας : από τη σύγχυση - ενσυνείδητη ή όχι - μεταξύ γεωπολιτικών και θρησκευτικών της επιδιώξεων · την ασάφεια δηλαδή της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ εθνικών γεωπολιτικών συμφερόντων και θρησκευτικών κινήτρων.
Κεντρική στόχευση του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου ήταν, και όπως όλα δείχνουν παραμένει, η αξιοποίηση της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος, αλλά και της θρησκευτικής ταυτότητας της χώρας τους, προκειμένου η Τουρκία να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον αραβο-μουσουλμανικό χώρο και κατ' επέκταση να αναδειχθεί σε «παγκόσμια» δύναμη. Τις φιλόδοξες δε αυτές επιδιώξεις ενθάρρυναν, τόσο η επικράτηση της ισλαμογενούς κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης επί του κεμαλικού κατεστημένου, όσο και η εντυπωσιακή μέχρι πρότινος ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας.
Ωστόσο, οι εξελίξεις στον αραβικό κόσμο διατάραξαν τους τουρκικούς αυτούς σχεδιασμούς. Καθεστώτα με τα οποία η Άγκυρα υπό τον κ. Ερντογάν είχε συνάψει στενούς πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς, είτε ανετράπησαν - περίπτωση της Τυνησίας, της Λιβύης, και της Αιγύπτου - είτε, προκειμένου για τη Συρία, ετέθησαν υπό ισχυρή εσωτερική και εξωτερική πίεση. Και η προσπάθεια των Τούρκων κυβερνώντων να αναπροσαρμόσουν, μέσω μιας θεαματικής κυβίστησης, τη στάση τους υπό το φως των νέων αυτών δεδομένων δεν φαίνεται να έχει αποδώσει μέχρι στιγμής τα προσδοκώμενα.
Πιο συγκεκριμένα: Τα επιδεικτικά ανοίγματα, που με σημαία το «τουρκικό μοντέλο» του πολιτικού Ισλάμ η Άγκυρα επιχείρησε προς τις αναδειχθείσες από τον επαναστατικό πυρετό νέες ηγεσίες στη Βόρεια Αφρική, παραμένουν επί του παρόντος άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος· όταν δεν συναντούν τη δυσπιστία, ή και τη δυσφορία, των εντοπίων - όχι μόνο των διαπνεόμενων από κοσμικές αντιλήψεις, αλλά και των ισλαμιστών θιασωτών της σαρία. Σε ό,τι δε αφορά στις μείζονος σημασίας αιγυπτιακές εξελίξεις, η ανατροπή από τον στρατό, με ευρεία λαϊκή συναίνεση, του εκλεκτού του κ. Ερντογάν ισλαμιστή προέδρου Μόρσι - λίαν επιφυλακτικού και αυτού, σημειωτέον, έναντι του αυτόκλητου Τούρκου συνηγόρου του - έθεσε την τουρκική ηγεσία προ ακανθώδους διλήμματος.
Ενώ προβληματικές από τουρκικής σκοπιάς απεδείχθησαν και οι εξελίξεις περί το Συριακό. Με τον πρωθυπουργό Ερντογάν να απευθύνει σε μία πρώτη φάση προς τον πάλαι ποτέ φίλτατό του Σύρο πρόεδρο συμβουλές μετριοπάθειας. Και με τον κ. Ασάντ να καταγγέλλει δημοσία την τουρκική αυτή ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας του · και, εις πείσμα αρκετών αρχικών προβλέψεων, να επιβιώνει - ανακτώντας μάλιστα και έδαφος εις βάρος των εσωτερικών αντιπάλων του.
Αντιμέτωπος με τα νέα αυτά δεδομένα, ο κ. Ερντογάν επέλεξε τη «φυγή προς τα εμπρός», προχωρώντας σε δύο παρακινδυνευμένες επιλογές, των οποίων οι μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις μένει να φανούν, ορισμένες όμως άμεσες συνέπειες είναι ήδη ορατές.
Και ως προς μεν τις εξελίξεις στην Αίγυπτο, ο Τούρκος πρωθυπουργός, πιθανότατα με το βλέμμα στραμμένο και προς την εσωτερική τουρκική πολιτική σκηνή και τους Τούρκους στρατιωτικούς, κατήγγειλε θορυβωδώς το «πραξικόπημα» του Αιγυπτιακού στρατού και απαίτησε την επαναφορά του καθαιρεθέντος προέδρου Μόρσι στην εξουσία · διαφοροποιούμενος έτσι από τη στάση των Αμερικανών και των κοινοτικών Ευρωπαίων, που ναι μεν καλούν τους Αιγύπτιους ιθύνοντες να απόσχουν από τη χρήση βίας, πλην όμως απεύχονται την επικράτηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας · και συνακόλουθα, όχι μόνο αποφεύγουν να αποδοκιμάσουν δημοσία τους κρατούντες στο Κάιρο, αλλά και αθορύβως τους στηρίζουν. Ενώ οι ακραίες εν προκειμένω θέσεις της έχουν οδηγήσει την Άγκυρα και σε οξεία διαφωνία με την πλειονότητα των αραβικών κρατών. Καθώς, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Εμιράτα, το Μπαχρέιν, η Ιορδανία, και το Κουβέιτ, μεταξύ άλλων - απαξάπασες, σημειωτέον, χώρες ανήκουσες, όπως και η Αίγυπτος, αλλά και η πλειοψηφία του τουρκικού πληθυσμού και το κόμμα του κ. Ερντογάν, στο σουνιτικό Ισλάμ - δικαιολογούν την επέμβαση του αιγυπτιακού στρατού και ορισμένες προσφέρουν και οικονομική βοήθεια στους νέους κατόχους της εξουσίας, δια τον φόβον, προφανώς, των επιπτώσεων τυχόν επικράτησης των ριζοσπαστών Αδελφών Μουσουλμάνων στην ευστάθεια και των δικών τους καθεστώτων.
Αντιθέτως, σε ότι αφορά στο Συριακό, η Άγκυρα πορεύεται, μέχρις ενός σημείου, παράλληλα με τις εν λόγω συντηρητικές σουνιτικές δυνάμεις · οι οποίες, όπως εκείνη, ωθούν σε διεθνή επέμβαση για την ανατροπή του καθεστώτος Ασάντ, και παρέχουν στους αντικαθεστωτικούς Σουνίτες, πέραν της διπλωματικής, και οικονομική και εμμέσως και στρατιωτική υποστήριξη. Ενώ, από την πλευρά τους, οι Δυτικές πρωτεύουσες εξακολουθούν να θεωρούν την Τουρκία χρησιμότατο και ενδεχομένως απαραίτητο εταίρο για την αντιμετώπιση της συριακής κρίσης · μολονότι οι στοχεύσεις και δημόσιες τοποθετήσεις τους, ιδιαίτατα δε οι ευρωκοινοτικές, πόρρω απέχουν από τις αδιάλλακτες θέσεις της κυβέρνησης Ερντογάν.
Από την άλλη, όμως, η τουρκική αυτή πολιτική έναντι της Συρίας έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη φιλοκαθεστωτική στάση των δύο άλλων μείζονος σημασίας δυνάμεων της περιοχής που είναι το σιιτικό Ιράν και η από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου στενά συνδεδεμένη με τη Δαμασκό Ρωσία - χωρίς, πάντως, η διαφωνία αυτή να έχει, μέχρι στιγμής, εκτροχιάσει τις ευαίσθητες και εν πολλοίς αντιφατικές σχέσεις της Τουρκίας με την Τεχεράνη και τη Μόσχα.
Κατά τα λοιπά, τη ρήξη με το Κάιρο και τη Δαμασκό η Άγκυρα διαχειρίζεται υπό τη σκιά των έκρυθμων σχέσεών της με το Ισραήλ. Η εσκεμμένη μετατροπή από τον κ. Ερντογάν, με θρησκευτικά και επικοινωνιακά κυρίως κίνητρα, μιας άτυπης, αλλά ουσιαστικής και πολλαπλώς χρήσιμης συμμαχίας με το εβραϊκό κράτος σε ανοικτή διάσταση έχει αποβεί εις βάρος των τουρκικών γεωπολιτικών συμφερόντων: Η, πρόσκαιρη πιθανότατα, δημοτικότητα που εξασφάλισε ο Τούρκος πρωθυπουργός στην αραβο-μουσουλμανική λαϊκή βάση - αλλά όχι και στους ηγετικούς κύκλους των αντίστοιχων κρατών, εμφανώς καχύποπτους έναντι των νεοθωμανικών φιλοδοξιών του - ουδόλως αντισταθμίζει τη ζημία από την αντιτουρκική δραστηριοποίηση του εβραϊκού στοιχείου στον Δυτικό κόσμο και την ισραηλινή ψυχρότητα και, κατά περίπτωση, ενεργό αντιπαλότητα σε περιφερειακό επίπεδο · ως εκ των οποίων δυσχεραίνονται τα μάλα ο έλεγχος των διαφωνιών των δύο κρατών, όπου οι θέσεις τους διαφοροποιούνται, και ο συντονισμός των ενεργειών τους, όπου οι θέσεις τους συμπίπτουν.
Και πλήρης μεν διάσταση των εκατέρωθεν τοποθετήσεων και στοχεύσεων σημειώνεται ως προς τις εξελίξεις στην Αίγυπτο. Με τους Ισραηλινούς να κρίνουν τυχόν επικράτηση της αντισημιτικής Μουσουλμανικής Αδελφότητας καταστροφική για τα συμφέροντά τους · και συνεπώς να ευνοούν και υποθάλπουν την παράταση του ελέγχου των αποδεδειγμένως ρεαλιστών, και ως εκ τούτου συνεργάσιμων, στρατιωτικών επί της πολιτικής ζωής της Αιγύπτου.
Ενώ αντιθέτως, η τουρκική και η ισραηλινή προσέγγιση του Συριακού, παρά τη ριζική διαφορά κινήτρων, δείχνουν, αυτή τη στιγμή, να συγκλίνουν, στο μέτρο που το Ισραήλ, προκειμένου να αποτραπεί η επαπειλούμενη επικράτηση ενός καθεστώτος, όχι μόνο προσκείμενου στην Τεχεράνη - το πυρηνικό πρόγραμμα της οποίας θεωρεί υπαρξιακή απειλή - αλλά και στηριζόμενου δια των όπλων από τη θανάσιμη αντίπαλο του εβραϊκού κράτους Χεζμπολάχ, ευνοεί και αυτό την ανάληψη διεθνούς στρατιωτικής δράσης κατά των δυνάμεων του προέδρου Ασάντ. Απευχόμενοι όμως συγχρόνως οι Ισραηλινοί και τη νίκη των αντικαθεστωτικών, στις τάξεις των οποίων πρωταγωνιστούν εξ ίσου επικίνδυνοι για τα συμφέροντά τους ακραίοι ισλαμιστές, θα ήθελαν η διεθνής αυτή στρατιωτική επέμβαση να είναι περιορισμένης έκτασης και διάρκειας, έτσι ώστε η επιθυμητή εξασθένιση του Σύρου προέδρου να μη μεταφρασθεί σε αποφασιστικό στρατηγικό πλεονέκτημα των αντιπάλων του · και εκ των πραγμάτων να προκύψει η λιγότερο κακή από ισραηλινής σκοπιάς έκβαση, ήτοι η ελεγχόμενη, τρόπον τινά, παράταση του συριακού εμφυλίου.
Μένει βέβαια να φανεί, αν, σε συνδυασμό και με τις διαμεσολαβητικές, συμφιλιωτικές προσπάθειες της Ουάσιγκτον, η μερική αυτή σύγκλιση θέσεων Τουρκίας και Ισραήλ - εφ' όσον κατά τα άλλα επιβεβαιωθεί και κατά την περαιτέρω ανέλιξη της συριακής κρίσης - θα οδηγήσει σε μια επαναπροσέγγιση των δύο κρατών. Και κατά πόσον, επομένως, το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ θα δώσει εν προκειμένω προτεραιότητα στα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας του έναντι των θρησκευτικών του ευαισθησιών.
Όμως οι εξελίξεις στη Συρία έχουν κρίσιμες επιπτώσεις και στο ζωτικής σημασίας για την Τουρκία Κουρδικό. Με την τουρκική ηγεσία να διατρέχει τον κίνδυνο η ντε φάκτο αυτονόμηση των Κούρδων του συριακού Βορρά να ενθαρρύνει τις αποσχιστικές τάσεις των ομοφύλων τους του τουρκικού Νότου. Ένα κίνδυνο, ωστόσο, που, όπως πειστικά εκτιμά γνωστός Βρετανός αναλυτής, ο κ. Ερντογάν επιχειρεί να μετατρέψει σε ευκαιρία, συνδέοντας τα πρόσφατα ειρηνευτικά ανοίγματά του προς το κουρδικό στοιχείο της χώρας του με την καλλιέργεια σχέσεων συνεργασίας με εκείνα της Συρίας, αλλά και του Ιράκ, προκειμένου να εντάξει αμφότερα τα τελευταία αυτά «στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας». Και εκμεταλλεύεται προς τούτο και την σουνιτική ταυτότητα που οι πληθυσμοί αυτοί, σε αντιδιαστολή προς τους Αλεβίτες της Δαμασκού και τους Σιίτες της Βαγδάτης, μοιράζονται με τη μεγάλη πλειοψηφία των Τούρκων.
Πρόκειται για μια ριψοκίνδυνη πολιτική, η οποία ειδικότερα στην περίπτωση του ιρακινού Κουρδιστάν, πέραν των γεωπολιτικών και εθνοθρησκευτικών της στοχεύσεων, εξυπηρετεί και ενεργειακές σκοπιμότητες - και πιο συγκεκριμένα τον έλεγχο των υδρογονανθράκων του ιρακινού Βορρά. Συνακόλουθα δε έχει εμπλέξει την Άγκυρα σε οξεία αντιπαράθεση με την κεντρική ιρακινή κυβέρνηση - προσκείμενη, σημειωτέον, όπως και η ομόδοξη Τεχεράνη, στο καθεστώτος Ασάντ. Και ανησυχεί μια Ουάσιγκτον πασχίζουσα να σταθεροποιήσει το κλυδωνιζόμενο Ιράκ και να αποτρέψει την αύξηση της εκεί ιρανικής επιρροής.
Εν κατακλείδι, το κύριο ίσως χαρακτηριστικό της μεσανατολικής πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογάν είναι οι υψηλού ρίσκου επιλογές και η συναφής αβεβαιότητα περί την ευόδωσή τους. Οι προβλέψεις (ευσεβείς πόθοι, ως επί το πολύ) περί περιθωριοποίησης, ή ακόμη και επικειμένης «κατάρρευσης», του τουρκικού κράτους είναι βέβαια εκτός πραγματικότητας. Ωστόσο ο κ. Ερντογάν, σε αντίθεση με τα συντηρητικά και κατ' αρχήν φιλοδυτικά ανακλαστικά των κεμαλιστών που επί μακρόν κυβέρνησαν την Τουρκία, ενεργεί κατά τρόπον συχνά παρακινδυνευμένο και απρόβλεπτο - και χωρίς να είναι πάντοτε σαφές κατά πόσον οι εκάστοτε πρωτοβουλίες του οφείλονται σε γεωπολιτικούς υπολογισμούς ή θρησκευτικές εμμονές, αλλά και σε ποιο βαθμό αντανακλούν τον παρορμητικό χαρακτήρα ενός ισχυρού, ισχυρογνώμονος, και συγχρόνως ξένου προς τη δυτική νοοτροπία και, γενικότερα, κουλτούρα ηγέτη.
Ας προστεθεί ότι η πορεία και έκβαση του πολυμέτωπου αγώνα στον οποίο έχει εμπλακεί ο Τούρκος πρωθυπουργός στον διεθνή χώρο αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και την εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας: τις διαθέσεις της κοινής γνώμης και του στρατεύματος έναντι της ισλαμογενούς κυβέρνησης και τελικά και τις προεδρικές φιλοδοξίες του ίδιου του κ. Ερντογάν.
Ενώ σε ό,τι αφορά ειδικώς στα ελληνικά συμφέροντα, το πιθανότερο είναι η τουρκική ηγεσία, με την προσοχή της επικεντρωμένη στα μεσανατολικά της μέτωπα, να μην επιθυμεί όξυνση στα υπόλοιπα, του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου. Ενώ οι αντιπαραθέσεις της με σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, ανοίγουν κάποια παράθυρα ευκαιρίας για την ελληνική διπλωματία - αρκεί η τελευταία αυτή να διέπεται από πνεύμα ρεαλισμού και να αποφεύγει αντιπαραγωγικές τυμπανοκρουσίες · κάτι το ιδιαίτερα δύσκολο για τους ασυγκρατήτως πεινώντες και διψώντες τη δημόσια προβολή πολιτικούς μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: