Eπιχείρηση εξωραϊσμού της εικόνας της Τουρκίας και προετοιμασίας της κοινής γνώμης για να αποδεχτεί τα…οφέλη της «μεγαλοθυμίας» του κ. Ερντογάν βρίσκεται σε εξέλιξη, τη στιγμή που η Άγκυρα επιβάλει καθημερινά την ατζέντα της στα Ελληνοτουρκικά.
Άφιξη, για δεύτερη φορά σε ένα πεντάμηνο, του κ. Ερντογάν στην Αθήνα την επόμενη Παρασκευή και το κλίμα ευφορίας που καλλιεργείται συστηματικά έρχεται λίγες ημέρες πριν από τη διαμόρφωση του τελικού κειμένου της ετήσιας έκθεσης της Κομισιόν για την Τουρκία, όπου θα καταγραφεί και πάλι η «πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις», εξουδετερώνοντας πρακτικά την ελληνική επιχειρηματολογία για το πρόβλημα επιθετικότητας που αντιμετωπίζει η χώρα μας από τον εξ Ανατολών γείτονα.
Η κυβέρνηση έχει επιλέξει να στραφεί στα Ελληνοτουρκικά θεωρώντας ότι μπορεί πιο εύκολα να «περάσει» τετελεσμένα στην κοινή γνώμη, αφήνοντας στην άκρη προς το παρόν το Σκοπιανό. Όλοι, εξάλλου, σύμμαχοι και εταίροι, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο τη συγκεκριμένη στιγμή για την Τουρκία και το πώς θα εξελιχθει η ευρωπαϊκή πορεία της, παρά για την άμεση λύση του προβλήματος της ονομασίας. Η Άγκυρα πλέον κινείται σε δύο επίπεδα αντιμετωπίζοντας την Ελλάδα ως χώρα που δεν συνιστά απειλή, αλλά σταδιακά «δορυφοροποιείται». Στο Αιγαίο προωθείται η αποδοχή προς συζήτηση των τουρκικών διεκδικήσεων με δέλεαρ το υποτιθέμενο όφελος που θα προκύψει από τη μείωση των εξοπλισμών και τη συνεκμετάλλευση των ενδεχόμενων πόρων του Αιγαίου, ενώ παράλληλα και με τη σιωπηρή ανοχή της Αθήνας προωθείται η τουρκική ατζέντα για κατοχύρωση «τουρκικής κοινότητας» στη Θράκη. Στα θέματα του Αιγαίου, συνιστά πλέον ζωτική ανάγκη για τη χώρα να δοθούν πλήρεις εξηγήσεις, τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, για το τι ακριβώς συμβαίνει στις διερευνητικές επαφές. Ο κ. Δρούτσας προ μερικών ημερών δήλωνε ότι «υπάρχει ικανοποιητική πορεία», ενώ ανάλογη αισιοδοξία εκφράζεται και από τουρκικής πλευράς. Η μονότονη δήλωση της Αθήνας ότι οι διερευνητικές επαφές αφορούν μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εμφανίζεται έωλη, καθώς το πλαίσιο και το αντικείμενο της συζήτησης επιβεβαιώνουν μάλλον την τουρκική θέση ότι οι «διερευνητικές επαφές αφορούν όλα τα αλληλοσυνδεόμενα ζητήματα του Αιγαίου». Οι δηλώσεις του κ. Ιμπραΐμ Καλίν, συμβούλου του Τούρκου πρωθυπουργού, προκαλούν… ανατριχίλα, καθώς, προετοιμάζοντας το έδαφος της έλευσης του κ. Ερντογάν στην Αθήνα, ο σύμβουλός του ουσιαστικά έθεσε το πλαίσιο στο οποίο μπορεί να κινηθεί η χώρα μας. Ο κ. Καλίν επαναβεβαίωσε την ύπαρξη του casus belli, δηλώνοντας ότι αυτό μπορεί να αρθεί μόνον όταν η Ελλάδα παραιτηθεί των δικαιωμάτων που της έχει αναγνωρίσει η Διεθνής Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας. (Οι εντόπιοι προπαγανδιστές της τουρκικής πολιτικής έσπευσαν να πανηγυρίσουν για τη βούληση της Άγκυρας να καταργήσει το casus belli, παραγνωρίζοντας φυσικά ότι αυτό ακριβώς ήταν το casus belli: η απειλή πολέμου εναντίον της Ελλάδας, εάν δεν παραιτείτο από το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων.)
Ο κ. Καλίν όμως λέει κάτι πιο σημαντικό: ότι δεν έχει σημασία αν είναι άδικες για την Ελλάδα τέτοιου είδους ανταλλαγές και παζάρια, καθώς υπάρχει το «κοινό όραμα» του οφέλους που θα αποκομίσουν οι δύο χώρες από το «μοίρασμα του Αιγαίου». Όσο για τα φληναφήματα περί αμοιβαίας μείωσης των εξοπλισμών, ο κ. Καλίν διευκρινίζει ότι αυτό μπορεί να γίνει στο πλαίσιο συνολικής ρύθμισης προβλημάτων όπως του Αιγαίου, του Μειονοτικού, της Χάλκης κ.λπ. Σε ένα πακέτο, δηλαδή, που η Ελλάδα θα εξασφαλίσει την… επαναλειτουργία της Χάλκης και τις διαβεβαιώσεις των Τούρκων ότι δεν μας απειλούν (!),με αντάλλαγμα όμως το μοίρασμα του Αιγαίου και την επίσημη αποδοχή μειονοτικού ζητήματος όχι μόνο στη Θράκη, αλλά και –τουλάχιστον– σε Ρόδο και Κω.
Μειονότητες
Τα μειονοτικά έχουν μπει στην κορυφή της ατζέντας, όπως φάνηκε και από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών που τα προβάλλει σε περίοπτη θέση (http://test2.mfa.gov.tr/enfd/defaulten.aspx), ως βασικό πρόβλημα των Ελληνοτουρκικών, αλλά και με τη στάση των «Τουρκοφρόνων» [Σ.Σ.: Ο όρος είναι δανεισμένος από τον ΑΝΙΦΩΝΗΤΗ, αλλά αποτυπώνει απολύτως την «ταυτότητα» των συγκεκριμένων στοιχείων της μειονότητας] στις δημοτικές εκλογές. Με τα κορυφαία μειονοτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ να έχουν απροκάλυπτα ενταχθεί στους σχεδιασμούς του προξενείου, και άλλα στελέχη να εντάσσονται στους συνδυασμούς των δύο μεγάλων κομμάτων, ώστε να υπάρξει με κάθε τρόπο και μέσω κάθε διαύλου εκπροσώπηση των εκλεκτών του προξενείου στους θεσμούς της Τοπικής και Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Εξάλλου η Τουρκία, στην προσπάθειά της να εγείρει και να κατοχυρώσει μειονοτικό ζήτημα, επενδύει σε αυτή τη φάση περισσότερο στους θεσμούς τοπικής διακυβέρνησης, παρά στην κεντρική πολιτική εκπροσώπηση.
Στον «πάγο» το Σκοπιανό
Στο Σκοπιανό, οι χειρισμοί είναι πολύ πιο απλοί για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς η στάση του κ. Γκρούεφσκι έχει ενοχλήσει, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει το κλίμα συμπάθειας που υπήρχε για τα Σκόπια πριν από δυόμισι χρόνια στο Βουκουρέστι. Συγχρόνως, είναι κατανοητό ότι η Αθήνα, που δηλώνει πρόθυμη να κάνει μεγάλα βήματα στα Ελληνοτουρκικά, πιθανότατα δεν θα αντέξει να υποχωρήσει σε όλο το φάσμα των εθνικών θεμάτων, κι έτσι το Σκοπιανό μπαίνει σε μια κατάσταση «παγωμένης διένεξης». Η Αθήνα διευκολύνεται προς το παρόν από την τακτική που ακολουθεί η κυβέρνηση Γκρούεφσκι, αγοράζοντας χρόνο, αν και είναι σαφές ότι κάθε μήνας που περνά τα πράγματα θα γίνονται όλο και πιο δύσκολα για την επίτευξη μιας ικανοποιητικής λύσης στο Σκοπιανό. Ο Σκοπιανός πρωθυπουργός θεωρεί ότι μπορεί να επαναφέρει τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του το δεύτερο εξάμηνο του 2011, έχοντας ως όπλο την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που αναμένεται να εκδοθεί το επόμενο φθινόπωρο. Υπενθυμίζεται ότι η ΠΓΔΜ έχει ζητήσει να καταδικαστεί η Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (που ορίζει ότι η Ελλάδα οφείλει να μην εμποδίσει την ένταξη της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς εφόσον γίνεται με το προσωρινό όνομα FYROM) και στο δεύτερο σκέλος της προσφυγής ζητείται να αποτραπεί στο μέλλον μια τέτοια στάση από την Ελλάδα. Αυτή η τακτική όμως δεν δίνει απαντήσεις σε δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα: την ένταξη στο ΝΑΤΟ, που θα προσδώσει μια εγγύηση ασφάλειας της ακεραιότητάς της –έναντι κυρίως εσωτερικών φυγόκεντρων δυνάμεων–, αλλά και την προσέγγιση στην ΕΕ με την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, που θα δημιουργούσε την προσδοκία της ένταξης στην ΕΕ και πρόσβαση στα κοινοτικά κονδύλια, απαραίτητα για την επιβίωση της χώρας. Στο ΝΑΤΟ δεν υπάρχει προς το παρόν κλίμα ανατροπής της απόφασης του Βουκουρεστίου [Σ.Σ.: Προβλέπει ότι για να απευθυνθεί πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ πρέπει να προηγηθεί η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης στο θέμα της ονομασίας] κι έτσι είτε θα επαναληφθεί αυτούσια η κοινή αυτή απόφαση είτε δεν θα υπάρξει καθόλου αναφορά στα Σκόπια να επιχειρηθεί η αλλαγή της διατύπωσης. Σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο για την Ελλάδα είναι ότι η Συμμαχία ήδη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με την ελλιπή χρηματοδότηση των αποστολών της αλλά και την αδυναμία συνεργασίας ΕΕ – ΝΑΤΟ λόγω της μη αναγνώρισης της Κύπρου από την Τουρκία, για να ανοίξει και «σκοπιανό μέτωπο», κάτι στο οποίο εξάλλου απαιτείται ομοφωνία και συναίνεση. Βλέποντας τα πράγματα να δυσκολεύουν, τα Σκόπια επεχείρησαν ελιγμό τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς για το μεν ΝΑΤΟ ζητούν να τεθεί προς συζήτηση η ένταξή τους με την προσωρινή ονομασία FYROM, ενώ για την ΕΕ ζητούν να αρχίσουν τώρα οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις και, εάν υπάρξει συμφωνία στο όνομα, αυτό θα ισχύσει ταυτόχρονα με την ένταξη της χώρας τους στην ΕΕ. Είναι σαφές ότι η Αθήνα δεν μπορεί να δεχτεί ούτε καν ως βάση προς συζήτηση καμία από τις δύο «ιδέες», οι οποίες δεν θα ήταν τίποτα άλλο από παραίτηση από τα δύο ελληνικά βέτο, τους μοναδικούς μοχλούς πίεσης που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Αθήνα για να επιδιώξει μια αξιοπρεπή λύση.
Η κυβέρνηση έχει επιλέξει να στραφεί στα Ελληνοτουρκικά θεωρώντας ότι μπορεί πιο εύκολα να «περάσει» τετελεσμένα στην κοινή γνώμη, αφήνοντας στην άκρη προς το παρόν το Σκοπιανό. Όλοι, εξάλλου, σύμμαχοι και εταίροι, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο τη συγκεκριμένη στιγμή για την Τουρκία και το πώς θα εξελιχθει η ευρωπαϊκή πορεία της, παρά για την άμεση λύση του προβλήματος της ονομασίας. Η Άγκυρα πλέον κινείται σε δύο επίπεδα αντιμετωπίζοντας την Ελλάδα ως χώρα που δεν συνιστά απειλή, αλλά σταδιακά «δορυφοροποιείται». Στο Αιγαίο προωθείται η αποδοχή προς συζήτηση των τουρκικών διεκδικήσεων με δέλεαρ το υποτιθέμενο όφελος που θα προκύψει από τη μείωση των εξοπλισμών και τη συνεκμετάλλευση των ενδεχόμενων πόρων του Αιγαίου, ενώ παράλληλα και με τη σιωπηρή ανοχή της Αθήνας προωθείται η τουρκική ατζέντα για κατοχύρωση «τουρκικής κοινότητας» στη Θράκη. Στα θέματα του Αιγαίου, συνιστά πλέον ζωτική ανάγκη για τη χώρα να δοθούν πλήρεις εξηγήσεις, τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, για το τι ακριβώς συμβαίνει στις διερευνητικές επαφές. Ο κ. Δρούτσας προ μερικών ημερών δήλωνε ότι «υπάρχει ικανοποιητική πορεία», ενώ ανάλογη αισιοδοξία εκφράζεται και από τουρκικής πλευράς. Η μονότονη δήλωση της Αθήνας ότι οι διερευνητικές επαφές αφορούν μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εμφανίζεται έωλη, καθώς το πλαίσιο και το αντικείμενο της συζήτησης επιβεβαιώνουν μάλλον την τουρκική θέση ότι οι «διερευνητικές επαφές αφορούν όλα τα αλληλοσυνδεόμενα ζητήματα του Αιγαίου». Οι δηλώσεις του κ. Ιμπραΐμ Καλίν, συμβούλου του Τούρκου πρωθυπουργού, προκαλούν… ανατριχίλα, καθώς, προετοιμάζοντας το έδαφος της έλευσης του κ. Ερντογάν στην Αθήνα, ο σύμβουλός του ουσιαστικά έθεσε το πλαίσιο στο οποίο μπορεί να κινηθεί η χώρα μας. Ο κ. Καλίν επαναβεβαίωσε την ύπαρξη του casus belli, δηλώνοντας ότι αυτό μπορεί να αρθεί μόνον όταν η Ελλάδα παραιτηθεί των δικαιωμάτων που της έχει αναγνωρίσει η Διεθνής Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας. (Οι εντόπιοι προπαγανδιστές της τουρκικής πολιτικής έσπευσαν να πανηγυρίσουν για τη βούληση της Άγκυρας να καταργήσει το casus belli, παραγνωρίζοντας φυσικά ότι αυτό ακριβώς ήταν το casus belli: η απειλή πολέμου εναντίον της Ελλάδας, εάν δεν παραιτείτο από το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων.)
Ο κ. Καλίν όμως λέει κάτι πιο σημαντικό: ότι δεν έχει σημασία αν είναι άδικες για την Ελλάδα τέτοιου είδους ανταλλαγές και παζάρια, καθώς υπάρχει το «κοινό όραμα» του οφέλους που θα αποκομίσουν οι δύο χώρες από το «μοίρασμα του Αιγαίου». Όσο για τα φληναφήματα περί αμοιβαίας μείωσης των εξοπλισμών, ο κ. Καλίν διευκρινίζει ότι αυτό μπορεί να γίνει στο πλαίσιο συνολικής ρύθμισης προβλημάτων όπως του Αιγαίου, του Μειονοτικού, της Χάλκης κ.λπ. Σε ένα πακέτο, δηλαδή, που η Ελλάδα θα εξασφαλίσει την… επαναλειτουργία της Χάλκης και τις διαβεβαιώσεις των Τούρκων ότι δεν μας απειλούν (!),με αντάλλαγμα όμως το μοίρασμα του Αιγαίου και την επίσημη αποδοχή μειονοτικού ζητήματος όχι μόνο στη Θράκη, αλλά και –τουλάχιστον– σε Ρόδο και Κω.
Μειονότητες
Τα μειονοτικά έχουν μπει στην κορυφή της ατζέντας, όπως φάνηκε και από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών που τα προβάλλει σε περίοπτη θέση (http://test2.mfa.gov.tr/enfd/defaulten.aspx), ως βασικό πρόβλημα των Ελληνοτουρκικών, αλλά και με τη στάση των «Τουρκοφρόνων» [Σ.Σ.: Ο όρος είναι δανεισμένος από τον ΑΝΙΦΩΝΗΤΗ, αλλά αποτυπώνει απολύτως την «ταυτότητα» των συγκεκριμένων στοιχείων της μειονότητας] στις δημοτικές εκλογές. Με τα κορυφαία μειονοτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ να έχουν απροκάλυπτα ενταχθεί στους σχεδιασμούς του προξενείου, και άλλα στελέχη να εντάσσονται στους συνδυασμούς των δύο μεγάλων κομμάτων, ώστε να υπάρξει με κάθε τρόπο και μέσω κάθε διαύλου εκπροσώπηση των εκλεκτών του προξενείου στους θεσμούς της Τοπικής και Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Εξάλλου η Τουρκία, στην προσπάθειά της να εγείρει και να κατοχυρώσει μειονοτικό ζήτημα, επενδύει σε αυτή τη φάση περισσότερο στους θεσμούς τοπικής διακυβέρνησης, παρά στην κεντρική πολιτική εκπροσώπηση.
Στον «πάγο» το Σκοπιανό
Στο Σκοπιανό, οι χειρισμοί είναι πολύ πιο απλοί για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς η στάση του κ. Γκρούεφσκι έχει ενοχλήσει, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει το κλίμα συμπάθειας που υπήρχε για τα Σκόπια πριν από δυόμισι χρόνια στο Βουκουρέστι. Συγχρόνως, είναι κατανοητό ότι η Αθήνα, που δηλώνει πρόθυμη να κάνει μεγάλα βήματα στα Ελληνοτουρκικά, πιθανότατα δεν θα αντέξει να υποχωρήσει σε όλο το φάσμα των εθνικών θεμάτων, κι έτσι το Σκοπιανό μπαίνει σε μια κατάσταση «παγωμένης διένεξης». Η Αθήνα διευκολύνεται προς το παρόν από την τακτική που ακολουθεί η κυβέρνηση Γκρούεφσκι, αγοράζοντας χρόνο, αν και είναι σαφές ότι κάθε μήνας που περνά τα πράγματα θα γίνονται όλο και πιο δύσκολα για την επίτευξη μιας ικανοποιητικής λύσης στο Σκοπιανό. Ο Σκοπιανός πρωθυπουργός θεωρεί ότι μπορεί να επαναφέρει τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του το δεύτερο εξάμηνο του 2011, έχοντας ως όπλο την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που αναμένεται να εκδοθεί το επόμενο φθινόπωρο. Υπενθυμίζεται ότι η ΠΓΔΜ έχει ζητήσει να καταδικαστεί η Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (που ορίζει ότι η Ελλάδα οφείλει να μην εμποδίσει την ένταξη της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς εφόσον γίνεται με το προσωρινό όνομα FYROM) και στο δεύτερο σκέλος της προσφυγής ζητείται να αποτραπεί στο μέλλον μια τέτοια στάση από την Ελλάδα. Αυτή η τακτική όμως δεν δίνει απαντήσεις σε δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα: την ένταξη στο ΝΑΤΟ, που θα προσδώσει μια εγγύηση ασφάλειας της ακεραιότητάς της –έναντι κυρίως εσωτερικών φυγόκεντρων δυνάμεων–, αλλά και την προσέγγιση στην ΕΕ με την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, που θα δημιουργούσε την προσδοκία της ένταξης στην ΕΕ και πρόσβαση στα κοινοτικά κονδύλια, απαραίτητα για την επιβίωση της χώρας. Στο ΝΑΤΟ δεν υπάρχει προς το παρόν κλίμα ανατροπής της απόφασης του Βουκουρεστίου [Σ.Σ.: Προβλέπει ότι για να απευθυνθεί πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ πρέπει να προηγηθεί η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης στο θέμα της ονομασίας] κι έτσι είτε θα επαναληφθεί αυτούσια η κοινή αυτή απόφαση είτε δεν θα υπάρξει καθόλου αναφορά στα Σκόπια να επιχειρηθεί η αλλαγή της διατύπωσης. Σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο για την Ελλάδα είναι ότι η Συμμαχία ήδη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με την ελλιπή χρηματοδότηση των αποστολών της αλλά και την αδυναμία συνεργασίας ΕΕ – ΝΑΤΟ λόγω της μη αναγνώρισης της Κύπρου από την Τουρκία, για να ανοίξει και «σκοπιανό μέτωπο», κάτι στο οποίο εξάλλου απαιτείται ομοφωνία και συναίνεση. Βλέποντας τα πράγματα να δυσκολεύουν, τα Σκόπια επεχείρησαν ελιγμό τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς για το μεν ΝΑΤΟ ζητούν να τεθεί προς συζήτηση η ένταξή τους με την προσωρινή ονομασία FYROM, ενώ για την ΕΕ ζητούν να αρχίσουν τώρα οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις και, εάν υπάρξει συμφωνία στο όνομα, αυτό θα ισχύσει ταυτόχρονα με την ένταξη της χώρας τους στην ΕΕ. Είναι σαφές ότι η Αθήνα δεν μπορεί να δεχτεί ούτε καν ως βάση προς συζήτηση καμία από τις δύο «ιδέες», οι οποίες δεν θα ήταν τίποτα άλλο από παραίτηση από τα δύο ελληνικά βέτο, τους μοναδικούς μοχλούς πίεσης που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Αθήνα για να επιδιώξει μια αξιοπρεπή λύση.
Εθνικά Θέματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου