Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εγκεμέν Μαπγίς, ότι δεν ανα- γνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, πρωτίστως, δεν θα πρέπει να προκαλούν έκπληξη γιατί αποτελούν μία πάγια θέση της Τουρκίας, από το 1974 και εντεύθεν. Αυτό, όμως, που θα πρέπει να προκαλέσουν είναι το ερώτημα: τι κάνει την Τουρκική κυβέρνηση, με τόση δόση υπερβολικής αυτοπεποίθησης, πέντε χρόνια μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και ενώ εξελίσσεται ο ενταξιακός διάλογος Τουρκίας-ΕΕ, να δηλώνει δημοσίως ότι δεν αναγνωρίζει ένα κράτος μέλος της ΕΕ; Το ερώτημα αυτό μας οδηγεί στο να επανεξετάσουμε τις στρατηγικές επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά κατά την τελευταία δεκαετία.
Όταν η Ελληνική εξωτερική πολιτική το 1999 στην σύνοδο κορυφής στο Ελσίνκι αναθεωρούσε την μέχρι τότε στάση της έναντι της Τουρκικής υποψηφιότητας για ένταξη στην ΕΕ, έθετε ως στόχο να μεταφέρει εντός του πεδίου της ΕΕ τα ελληνοτουρκικά προβλήματα συμπεριλαμβανομένου και του Κυπριακού. Η Ελλάδα, συνεπικουρούμενης τότε και εκ της Κυπριακής κυβερνήσεως, θεωρώντας ότι το είδος των επιχειρημάτων της (επίκληση του Διεθνούς Δικαίου στην Κύπρο και στο Αιγαίο) δεν ήταν επαρκώς πειστικό έναντι της τουρκικής ισχύος και προτίμησε να απεμπλακεί από το βάρος της υπερασπίσεως των ελληνικών επιχειρημάτων.
Ως προς το Κυπριακό, η επιλογή αυτή προσέφερε μία διέξοδο στην ακινησία ετών η οποία όμως έτυχε διαχείρισης από τον αμερικανοβρετανικό παράγοντα και οδήγησε στο Σχέδιο Ανάν με όλες τις αρνητικές συνέπειες για την ελληνική πλευρά. Επιπλέον, με βάση την απαράδεκτη, για τα δεδομένα του κοινοτικού πολιτικού πολιτισμού, έκθεσης της Κομισιόν το 2004 σχετικά με την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, καθορίστηκε εμμέσως πλην σαφώς ότι ούτε η κατοχή κυπριακού εδάφους ούτε η μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελούσαν εμπόδιο για την τουρκική ένταξη στην EE.
Oι σοβαρότατες αυτές παρεκκλίσεις από τις αρχές της ΕΕ δεν θεωρήθηκαν τότε ότι αντίκειντο στα κριτήρια της Κοπεγχάγης, κατά την εισήγηση της Κομισιόν. Αφού τελικά υιοθετήθηκε άνευ όρων αυτή η θέση, τότε ήτο αδύνατον να εγερθούν τα θέματα αυτά στο μέλλον και να αποτελέσουν εμπόδιο για την τουρκική ένταξη. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας δεν διασυνδέθηκε ξεκάθαρα με την επίλυση του Κυπριακού ήταν πολύ λογικό να μην μπορεί να διαμορφωθεί συγκροτημένη στρατηγική και επομένως δεν μπορούσαν να διαμορφωθούν ευδιάκριτοι στόχοι από την Ελληνική πλευρά. Το αποτέλεσμα ήταν, παρά τις αρχικές μεγάλες προσδοκίες, τα τελευταία έξι χρόνια, η Ελληνική τακτική χαρακτηρίστηκε από παθητικότητα, αναποτελεσματικότητα, έλλειψη, συνοχής και τελεολογικά οδηγήθηκε σε συρρίκνωση στόχων. Με αυτό τον τρόπο εξηγείται η σημερινή σύγχυση όπου η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί να προσδιορίσει τι θεωρείται επιτυχία και τι αποτυχία σε σχέση με την Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Από την άλλη, οι προσδοκίες για εμπλοκή της Ε.Ε. στις ελληνοτουρκικές διαφορές του Αιγαίου δεν υλοποιήθηκαν λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των Τουρκικών προθέσεων. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο σημαντικών βελτιώσεων, εκτός εάν κάποια από τις δύο πλευρές απεφάσιζε να απομακρυνθεί ουσιωδώς από τις πάγιες θέσεις που υποστηρίζει από τη δεκαετία του 1970. Η Τουρκία, αφού εξασφάλισε την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών, έκτοτε επιχειρεί να ακυρώσει την ελληνική στρατηγική μεταφοράς των ελληνοτουρκικών διαφορών στο πεδίο της ΕΕ. Από τη στιγμή που Ελλάδα δεν θέλει να εμφανισθεί ως εμπόδιο στην ευρωπαϊκή της πορεία, στόχος της τουρκικής πολιτικής είναι να κατοχυρώσει ότι τα θέματα του Αιγαίου αποτελούν μακροχρόνια προβλήματα αποκλειστικώς διμερούς χαρακτήρα.
Δεν ήταν λίγοι οι οποίοι, από το 1999, επεσήμαναν ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αυτόματη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Οι εν λόγω διαφορές δεν συνδέονται με τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ. Επί παραδείγματι, ούτε η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ούτε η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου σχετίζονται με κάποιες ευρωπαϊκές σταθερές. Επομένως, η Ε.Ε. δεν μπορεί να προσδιορίσει τη λύση.
Δέκα χρόνια μετά τη στρατηγική επιλογή της Ελληνικής διπλωματίας στο Ελσίνκι μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι ο χρόνος δεν λειτούργησε υπέρ της Ελλάδος. Αντιθέτως, σήμερα η Τουρκία είναι πιο επιθετική στο Αιγαίο, πιο υπονομευτική στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης, συνεχίζει να είναι αδιάλλακτη στο διαδικαστικό θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και στο Κυπριακό αρνείται να εφαρμόσει στοιχειώδεις και συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την ενταξιακή της πορεία. Επιπλέον, αν αναλύσουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις συγκριτικά, σε μακροστρατηγικούς παράγοντες, διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία, σε σχέση με αυτό που ήταν πριν από δέκα χρόνια, είναι δημογραφικά πολυπληθέστερη, οικονομικά πλουσιότερη και στρατιωτικά ισχυρότερη, ενώ η Ελλάς παρουσιάζει αντιστρόφως δυσανάλογη εικόνα. Επιπλέον στο Κυπριακό παρουσιάζεται πιο αδιάλλακτη και πιο διεκδικητική. Συμπερασματικώς, οι Ελληνικές προσδοκίες από τη στρατηγική επιλογή που έγινε στο Ελσίνκι αποδεικνύονται φρούδες ελπίδες αφού κατέληξε η πορεία των τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων να αποτελεί επιβράβευση της σκληρής διεκδικητικότητας της Άγκυρας σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη. Επομένως, ας μην προκαλούν έκπληξη οι δηλώσεις Μπαγίς, διότι καταδεικνύουν με πολύ κυνικό τρόπο τη συνέχεια, τη συνέπεια και τη σταθερότητα των Τουρκικών στρατηγικών επιδιώξεων στο Κυπριακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου