Στη διάρκεια της δεκαετίας 2010-2020 η χώρα θα προχωρά στο τούνελ μίας οικονομικής άνευ όρων παράδοσης στους δανειστές της, υποθηκεύοντας την ιδιωτική και δημόσια περιουσία της και κάνοντας τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα συμφέροντα τους.
του Πάνου Παναγιώτου*
Την περασμένη εβδομάδα η Κεντρική Τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας κατέθεσε πρόταση για την αλλαγή της εθνικής νομοθεσίας ώστε να επιτραπεί στις τράπεζες της Αυστραλίας να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα. Τα καλυμμένα ομόλογα είναι εργαλεία χρέους που υποχρεώνουν το δανειολήπτη να εξασφαλίζει το δανειστή με ενέχυρο σε ένα τμήμα των περιουσιακών του στοιχείων το οποίο επιλέγεται σε συνεργασία με το δανειστή και περιλαμβάνει τα καλύτερα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη (ονομάζεται: ‘pool’ - ‘πισίνα’).
Το τμήμα αυτό επιβάλλεται να έχει μεγαλύτερη αξία από το ύψος του δανείου ώστε να παρέχει τη μέγιστη δυνατή εξασφάλιση στο δανειστή και ξεχωρίζεται από τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη έτσι ώστε σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου ο δανειστής να έχει πρόσβαση σε αυτό πριν από οποιονδήποτε άλλο δικαιούχο ενώ επιπλέον έχει πρόσβαση και στα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη. Τέλος, ο δανειστής έχει το δικαίωμα συνεχούς εποπτείας και διενέργειας ελέγχων επί του ενεχυριασμένου τμήματος της περιουσίας του δανειολήπτη και μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει περιουσιακά στοιχεία σε αυτό ανά πάσα στιγμή αν κριθεί ότι δεν εξασφαλίζεται δεόντως από την αρχική επιλογή ενεχυριασμένων περιουσιακών στοιχείων. Μέχρι σήμερα οι τράπεζες της Αυστραλίας απαγορεύεται να εκδώσουν καλυμμένα ομόλογα, καθώς η έκδοση τους συγκρούεται με το ισχύον τραπεζικό δίκαιο της χώρας το οποίο ορίζει ότι τα συμφέροντα των καταθετών μίας τράπεζας πρέπει να προηγούνται αυτών των δανειστών της. Στην περίπτωση έκδοσης καλυμμένων ομολόγων τα συμφέροντα των δανειστών προηγούνται αυτών όλων των υπολοίπων, συμπεριλαμβανομένων και των καταθετών των τραπεζών και έτσι σε περίπτωση οποιασδήποτε αδυναμίας πληρωμής οι δανειστές μπορούν να κατασχέσουν ακόμη και τις καταθέσεις στην τράπεζα.
Η συζήτηση για την θέσπιση ή όχι μίας νομοθεσίας που θα επιτρέπει στις τράπεζες της Αυστραλίας να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα, με πολιτικούς και τραπεζίτες να εκφράζουν δημόσια τα επιχειρήματα τους και η χρονική στιγμή που επιλέγεται να συμβεί αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την παγκόσμια διόγκωση του κρατικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και με την προοπτική μίας αργής εξόδου της διεθνούς οικονομίας από τη μεγαλύτερη κρίση της των τελευταίων 80 ετών παρά με το πρόβλημα χρέους της ίδιας της Αυστραλίας, καθώς το χρέος της χώρας είναι από τα μικρότερα στον κόσμο. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το έξυπνο χρήμα δε βιάστηκε ούτε πίεσε την Αυστραλία να ψηφίσει νωρίς νόμους με στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων των δανειστών, αφού η χώρα θεωρείται εξαιρετικά μικρού ρίσκου με μηδενικές πιθανότητες πτώχευσης.
Δε συνέβη το ίδιο και στην Ελλάδα, όμως, όπου η προετοιμασία για την προστασία των δανειστών από το ενδεχόμενο πτώχευσης ξεκίνησε στις αρχές τις περασμένης δεκαετίας και κατέληξε στην ψήφιση της νομοθεσίας που επέτρεψε την έκδοση καλυμμένων ομολόγων το 2003, σε φαινομενικά ανύποπτο χρόνο, άνευ πολιτικών αντιδράσεων και κάτω από τη ‘μύτη’ των Ελλήνων πολιτών.
Το ίδιο είχε συμβεί και το 1920, όταν η Ελλάδα ψήφισε σχετική νομοθεσία που ρύθμιζε τη διαδικασία έκδοσης ομολογιών, η οποία περιλάμβανε όρους που θα προστάτευαν τους δανειστές από μία ενδεχόμενη αδυναμία αποπληρωμής τους, κάτι το οποίο και τελικά συνέβη μέσα στα επόμενα χρόνια. Από το 1922 και μετά η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με δραματικά δημοσιονομικά προβλήματα και οι δανειστές της πίεσαν και πέτυχαν τη ‘διχοτόμηση’ της δραχμής, με τη μισή αξία της να παραμένει στον κάτοχο της και την υπόλοιπη μισή να αποδίδεται στο κράτος με αντάλλαγμα δάνεια 20αετίας με 6,5% επιτόκιο, τα οποία, φυσικά, ποτέ δεν πληρώθηκαν. Ακολούθησε η Μεγάλη Ύφεση μετά το κραχ του 1929 στις ΗΠΑ και τέλος ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που έδωσε τη χαριστική βολή στην ελληνική οικονομία.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1981, ξεκινούσε ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς κύκλους οικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος έμελλε να κρατήσει μέχρι το 2000 και κατά τη διάρκεια του ο κόσμος άλλαξε θεαματικά. Αντί, ωστόσο, η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές συνθήκες της δεκαετίας του ΄80, της πρώτης εκ των δύο δεκαετιών παγκόσμιας ανάπτυξης, ώστε να αναπτυχθεί χωρίς να αυξήσει το χρέος της και χωρίς να επιβαρύνει τα δημοσιονομικά της μεγέθη, επέλεξε να ακολουθήσει μία πολιτική παροχών βασισμένων στην υπερβολική επέκταση του κρατικού δανεισμού, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να εκτιναχθεί πάνω από το 100% μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, από το 34,5% το 1981, με παράλληλη απογείωση του πληθωρισμού ο οποίος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80΄κυμαίνονταν στο 19% (φτάνοντας μέχρι και στο 25% το 1985), ποσοστό τριπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα είχε μία και μοναδική ευκαιρία να μειώσει το χρέος που είχε συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80΄ και αυτή της δόθηκε στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η οποία χαρακτηρίστηκε, επίσης, από θεαματική διεθνή ανάπτυξη και εξαιρετικά ευνοϊκό διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον. Έχοντας φτάσει, όμως, το 1991 να ξοδεύει το 12% του ΑΕΠ της για την αποπληρωμή των τόκων των δανείων της και με τους πολιτικούς ιθύνοντες να έχουν εθιστεί στην εύκολη λύση του δανεισμού, ένα τέτοιο εγχείρημα αναμενόταν εξαιρετικά δύσκολο κάτι το οποίο οι δανειστές της Ελλάδας το γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα.
Έτσι, όταν έφτασε η ώρα της υπογραφής της συνθήκης του Μάαστριχ οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης έπρεπε να αποφασίσουν αν θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να την υπογράψει, παρά το γεγονός ότι δεν πληρούσε σε καμία περίπτωση τα κριτήρια που αυτή έθετε ή αν θα την πίεζε να βελτιώσει τα οικονομικά της προκειμένου να μη βρεθεί οικονομικά απομονωμένη. Επελέγη το δεύτερο γιατί αυτό εξυπηρετούσε τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη του Μάαστριχ αν και η οικονομία ταλανίζονταν από πληθωρισμό της τάξης του 19,8% όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 4,07% και αν και το δημοσιονομικό έλλειμμα της ήταν της τάξης του 11,5% όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 3,64%.
Η αποτυχία πραγματικής σύγκλισης με τις ευρωπαϊκές οικονομίες διαιώνισε την πολιτική εξάρτησης από δανεικά κεφάλαια και οδήγησε στην υιοθέτηση μεθόδων δημιουργικής λογιστικής προκειμένου να αποκρυφτεί η πραγματικό οικονομική εικόνα της χώρας και να μεταφερθεί η λύση των προβλημάτων της αργότερα. Σύμφωνα με μία σειρά παλαιών και νεότερων εκθέσεων του ΔΝΤ και της ΕΕ από το 1996 και μετά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για την ελληνική οικονομία τελούν υπό αμφισβήτηση ενώ σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις περί των ‘ελληνικών στατιστικών’ αυτά θεωρούνται παραποιημένα τουλάχιστον από τα τέλη του 90΄και μετά.
Φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας του 90΄και έχοντας χάσει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον 20αετή κύκλο διεθνούς ανάπτυξης η Ελλάδα είχε μόνον έναν τρόπο, πλέον, να εξασφαλίσει την παραμονή της στο κλαμπ των αναπτυγμένων κρατών, συνεχίζοντας την πολιτική υπερβολικού δανεισμού και δημιουργικής λογιστικής με τη συναίνεση και τη συνενοχή ΗΠΑ και Ευρώπης. Έτσι, εντάχθηκε στην ΕΕ παρά το γεγονός ότι το χρέος της ήταν μεγαλύτερο του 100% του ΑΕΠ και το πραγματικό της δημοσιονομικό έλλειμμα άγνωστο.
Όλα αυτά λάμβαναν χώρα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των δανειστών της Ελλάδας, οι οποίοι συνέχιζαν να καλύπτουν τις δανειακές της ανάγκες ξεκινώντας, ωστόσο, τις διαδικασίες που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντα τους σε περίπτωση μίας μελλοντικής αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων της. Έτσι, από τις αρχές του 2000 οι δανειστές πίεσαν για την θέσπιση νέων νομοθεσιών που θα επέτρεπαν στις ελληνικές τράπεζες την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και το 2003 πέτυχαν την ψήφιση του σχετικού νόμου ανοίγοντας την πόρτα για την αρχή της περιόδου επιβάρυνσης του ελληνικού χρέους με βαριά ενέχυρα.
Ακολούθησε η περίοδος ανάπτυξης από το 2003 μέχρι το 2007 η οποία, όμως, στηρίχτηκε στην επέκταση του ιδιωτικού δανεισμού και στη δημιουργία μίας φούσκας στην αγορά ακινήτων και το 2007 ήταν πια ξεκάθαρο για τους δανειστές ότι η αρχή του τέλους για την Ελλάδα είχε φτάσει. Τότε μεθόδευσαν τη θέσπιση νέων, συμπληρωματικών νόμων για την αγορά καλυμμένων ομολόγων δυστυχώς, όπως και το 2003, δεν υπήρξε καμία ιδιαίτερη πολιτική αντίδραση ή ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών σχετικά με τη σοβαρότητα του θέματος. Οι νέοι νόμοι ψηφίστηκαν και έχει ενδιαφέρον μία γρήγορη ματιά σε αυτούς από το φύλλο της 1ης Αυγούστου του 2007 της εφημερίδας της Κυβέρνησης, όπου διαβάζουμε τα εξής:
Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά του ν. 3156/2003.
Το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών δύναται να συνίσταται σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως και συμπληρωματικά σε απαιτήσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα …, σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Επί του καλύμματος συνιστάται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων … οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των ομολογιών. Σε περίπτωση που ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών διέπονται από ξένο δίκαιο, θα συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επ’ αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών.
Οι απαιτήσεις που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα των ομολογιών αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον θεματοφύλακα και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του. Με τον ίδιο τρόπο δύνανται να αντικαθίστανται απαιτήσεις που συνιστούν μέρος του καλύμματος με άλλες ή να προστίθενται απαιτήσεις στο κάλυμμα.
Με καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε κράτος − μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα
Παρά τους παραπάνω νόμους χρειάστηκε μία ακόμη τροποποίηση στην ελληνική νομοθεσία το 2008, προκειμένου η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας να ξεπεράσει και το τελευταίο εμπόδιο για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και μετά και από αυτήν την τροποποίηση ο δρόμος άνοιξε διάπλατα και τον περπάτησαν τόσο η Εθνική, όσο και η Alpha, η Marfin και η Eurobank, με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων να γίνεται, πλέον, η νέα εθνική μόδα. Έτσι, για παράδειγμα, μέσα στο καλοκαίρι του 2010 η Εθνική ανακοίνωσε πρόγραμμα έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αξίας 15 δις ευρώ, συμπληρωματικού προηγούμενου πρόσφατου προγράμματος της ύψους 3 δις ευρώ.
Σταδιακά και σταθερά, μερικές από τις σημαντικότερες ελληνικές τράπεζες προβαίνουν σε όλο και μεγαλύτερες εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων, τα οποία λαμβάνουν πολύ χαμηλές βαθμολογίες από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης και η νέα αυτή τάση δημιουργεί μία δεξαμενή χρέους το οποίο έχει ως ενέχυρο, κυρίως, στεγαστικά δάνεια. Μελετώντας ενδεικτικά μία έκδοση καλυμμένων ομολόγων ελληνικής τράπεζας αξίας 5 δις ευρώ, βρίσκουμε στην ‘πισίνα’ του στεγαστικά δάνεια στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα νησιά του Ιονίου, τη Θράκη και την Ήπειρο. Με το περιεχόμενο της ‘πισίνας’ να αποτελεί το κάλυμμα του ομολόγου, δηλαδή αυτό πάνω στο οποίο ο δανειστής έχει ‘ενέχυρο’ σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής του δανειολήπτη, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν πράγματι σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου η κυριότητα των στεγαστικών αυτών δανείων περάσει στα χέρια των δανειστών της τράπεζας. Αν η απάντηση είναι θετική, όπως ορίζεται από τη σχετική νομοθεσία, τότε μέσω των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων των ελληνικών τραπεζών έχει δημιουργηθεί ένα μηχανισμός υποθήκευσης ελληνικής περιουσίας (και μάλιστα χωρίς όριο ως προς το ποσό της ‘κάλυψης’ των δανειστών που μπορεί να επιτευχθεί μέσω αυτού), κάτι που δε φαίνεται ιδιαίτερα σοφό αν λάβουμε υπόψη την χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση της χώρας, για την οποία μέχρι και σήμερα οι τιμές των ασφαλίστρων των ελληνικών ομολόγων τη δείχνουν ως δεύτερη πιθανότερη προς πτώχευση στον κόσμο.
Επιπλέον ο μηχανισμός αυτός ρυθμίζεται από μία νομοθεσία που εξασφαλίζει τους δανειστές των τραπεζών έναντι των Ελλήνων καταθετών τους στην περίπτωση οποιασδήποτε περίπτωσης αδυναμίας ή καθυστέρησης αποπληρωμής τους και έτσι το δεύτερο ερώτημα είναι πώς προστατεύονται οι καταθέτες των τραπεζών, δηλαδή οι Έλληνες πολίτες, σε περίπτωση που λάβει χώρα ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η νομοθεσία περί έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αποτέλεσε το πρώτο βήμα στη διαδικασία οριστικής εξασφάλισης των δανειστών από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από την ελληνική πλευρά (εν προκειμένω τις ελληνικές τράπεζες), δημιουργώντας ένα μηχανισμό υποθήκευσης ελληνικής ιδιωτικής περιουσίας και εξασφαλίζοντας νομικά το δικαίωμα των δανειστών να έχουν πλήρη εποπτεία της εικόνας των δανειοληπτριών τραπεζών και έλεγχο στην ‘πισίνα’ των περιουσιακών στοιχείων που τους κάλυπταν.
Το δεύτερο και σημαντικότερο βήμα για τους δανειστές της Ελλάδας ήταν η εξασφάλιση τους από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από το ελληνικό κράτος, μέσω της ψήφισης μίας αντίστοιχης με αυτής των καλυμμένων ομολόγων νομοθεσίας.
Πρώτο εμπόδιο στο στόχο των δανειστών ήταν η παντελής έλλειψη οποιουδήποτε νομικού ερείσματος για την ψήφιση μίας νομοθεσίας από την ελληνική πλευρά που να τους κάλυπτε σε περίπτωση ελληνικής πτώχευσης, παρέχοντας τους εμπράγματες ασφάλειες έναντι της ελληνικής δημόσιας περιουσίας για τα δάνεια τους αλλά και τον πλήρη έλεγχο της ελληνικής οικονομίας ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε τα δάνεια, τελικά, να αποπληρωθούν. Είναι ευκόλως αντιληπτό πως αν ετίθετο τέτοιο θέμα κάτω από φυσιολογικές συνθήκες θα προκαλούσε άνευ προηγουμένου αντιδράσεις τόσο πολιτικές όσο και λαϊκές.
Το δεύτερο εμπόδιο στο στόχο δανειστών προέκυπτε από τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε το δημόσιο χρέος της Ελλάδας:
α) Ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωμένο (80-90%) σε ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως γαλλικές, γερμανικές, ελβετικές και βρετανικές και έτσι απειλούσε με κρίση το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και συνάμα τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία των παραπάνω κρατών σε περίπτωση ελληνικής αδυναμίας αποπληρωμής του.
β) Το 90% του ελληνικού χρέους διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο με τρόπο τέτοιο που έδινε στην Ελλάδα το δικαίωμα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή να προβεί σε αλλαγή της νομοθεσίας και να υποχρεώσει τους δανειστές να συμμετέχουν σε μία εθελοντική αναδιάρθρωση του, κάτι πολύ θετικό για την Ελλάδα αλλά όχι για τους δανειστές.
γ) Το 100% του ελληνικού χρέους ήταν απαλλαγμένο από εμπράγματες ασφάλειες και έτσι οι δανειστές ήταν κατά 100% ‘μη εξασφαλισμένοι’ σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του ή πτώχευσης του ελληνικού κράτους. Η λύση στα παραπάνω προβλήματα ήρθε με την ‘ελληνική κρίση’ η οποία, πέρα από όλα τα δώρα που έφερε σε Ευρώπη και ΗΠΑ (για τα οποία είχαν γίνει πολλές προβλέψεις σε παλαιότερα άρθρα οι οποίες, πια, αποτελούν επιβεβαιωμένα γεγονότα), οδήγησε την Ελλάδα στην υπογραφή της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης με χώρες της ΕΕ και στο Διακανονισμό Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας του Δ.Ν.Τ., δημιουργώντας την πολυπόθητη νομοθεσία που εξασφάλισε τα εξής:
α) Την απαλλαγή των ευρωπαϊκών τραπεζών από το ‘τοξικό’ ελληνικό χρέος και τη μεταφορά του σε χώρες της ΕΕ, στο ΔΝΤ και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απ’ όπου θα γίνει η διαχείριση του.
β) Την αλλαγή του δικαίου που διέπει το χρέος από το ελληνικό στο αγγλικό, καταργώντας ένα μοναδικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.
γ) Την επιβάρυνση του ελληνικού χρέους με εμπράγματες ασφάλειες επί του ελληνικού δημοσίου ακυρώνοντας το δεύτερο εξαιρετικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.
δ) Την εποπτεία και τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας και την υποχρέωση της Ελλάδας να υπακούει στις υποδείξεις των δανειστών της, ώστε να εξασφαλιστεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η αποπληρωμή των δανείων της προς αυτούς.
Συμπερασματικά, η νομοθεσία περί καλυμμένων ομολόγων και οι όροι που έγιναν αποδεκτοί από την Ελλάδα και περιέχονται στο λεγόμενο ‘μνημόνιο’, ολοκλήρωσαν τη νομική πλευρά της εξασφάλισης των δανειστών των ελληνικών τραπεζών και των δανειστών του ελληνικού κράτους από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από τις πρώτες ή το δεύτερο και άνοιξαν το δρόμο για μία ελεγχόμενη πτώχευση την οποία βιώνουμε, ήδη, από τις αρχές του 2010 και θα συνεχίσουμε να βιώνουμε για τα επόμενα χρόνια, με τις προβλέψεις μεγάλων οικονομικών κέντρων του εξωτερικού όπως το CERP (Κέντρο Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών της Ουάσιγκτον) να τοποθετούν την παράταση αυτής της κατάστασης, με τη μία ή την άλλη μορφή, τουλάχιστον μέχρι το 2020.
Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, η χώρα θα συνεχίσει να προχωρά στο τούνελ μίας οικονομικής άνευ όρων παράδοσης στους δανειστές της, υποθηκεύοντας την ιδιωτική και δημόσια περιουσία της και κάνοντας τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα συμφέροντα τους και ελπίζοντας ότι μετά την οικονομική και τηνκοινωνική καταστροφή θα έρθει η ώρα της λήψης του αντίδωρου για τα όσα δεινά θα έχει υποφέρει, μόνο για να καταλάβει, τελικά, ότι το τίμημα που πλήρωσε ήταν εξαιρετικά υψηλό.
του Πάνου Παναγιώτου*
Την περασμένη εβδομάδα η Κεντρική Τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας κατέθεσε πρόταση για την αλλαγή της εθνικής νομοθεσίας ώστε να επιτραπεί στις τράπεζες της Αυστραλίας να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα. Τα καλυμμένα ομόλογα είναι εργαλεία χρέους που υποχρεώνουν το δανειολήπτη να εξασφαλίζει το δανειστή με ενέχυρο σε ένα τμήμα των περιουσιακών του στοιχείων το οποίο επιλέγεται σε συνεργασία με το δανειστή και περιλαμβάνει τα καλύτερα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη (ονομάζεται: ‘pool’ - ‘πισίνα’).
Το τμήμα αυτό επιβάλλεται να έχει μεγαλύτερη αξία από το ύψος του δανείου ώστε να παρέχει τη μέγιστη δυνατή εξασφάλιση στο δανειστή και ξεχωρίζεται από τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη έτσι ώστε σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου ο δανειστής να έχει πρόσβαση σε αυτό πριν από οποιονδήποτε άλλο δικαιούχο ενώ επιπλέον έχει πρόσβαση και στα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη. Τέλος, ο δανειστής έχει το δικαίωμα συνεχούς εποπτείας και διενέργειας ελέγχων επί του ενεχυριασμένου τμήματος της περιουσίας του δανειολήπτη και μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει περιουσιακά στοιχεία σε αυτό ανά πάσα στιγμή αν κριθεί ότι δεν εξασφαλίζεται δεόντως από την αρχική επιλογή ενεχυριασμένων περιουσιακών στοιχείων. Μέχρι σήμερα οι τράπεζες της Αυστραλίας απαγορεύεται να εκδώσουν καλυμμένα ομόλογα, καθώς η έκδοση τους συγκρούεται με το ισχύον τραπεζικό δίκαιο της χώρας το οποίο ορίζει ότι τα συμφέροντα των καταθετών μίας τράπεζας πρέπει να προηγούνται αυτών των δανειστών της. Στην περίπτωση έκδοσης καλυμμένων ομολόγων τα συμφέροντα των δανειστών προηγούνται αυτών όλων των υπολοίπων, συμπεριλαμβανομένων και των καταθετών των τραπεζών και έτσι σε περίπτωση οποιασδήποτε αδυναμίας πληρωμής οι δανειστές μπορούν να κατασχέσουν ακόμη και τις καταθέσεις στην τράπεζα.
Η συζήτηση για την θέσπιση ή όχι μίας νομοθεσίας που θα επιτρέπει στις τράπεζες της Αυστραλίας να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα, με πολιτικούς και τραπεζίτες να εκφράζουν δημόσια τα επιχειρήματα τους και η χρονική στιγμή που επιλέγεται να συμβεί αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την παγκόσμια διόγκωση του κρατικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και με την προοπτική μίας αργής εξόδου της διεθνούς οικονομίας από τη μεγαλύτερη κρίση της των τελευταίων 80 ετών παρά με το πρόβλημα χρέους της ίδιας της Αυστραλίας, καθώς το χρέος της χώρας είναι από τα μικρότερα στον κόσμο. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το έξυπνο χρήμα δε βιάστηκε ούτε πίεσε την Αυστραλία να ψηφίσει νωρίς νόμους με στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων των δανειστών, αφού η χώρα θεωρείται εξαιρετικά μικρού ρίσκου με μηδενικές πιθανότητες πτώχευσης.
Δε συνέβη το ίδιο και στην Ελλάδα, όμως, όπου η προετοιμασία για την προστασία των δανειστών από το ενδεχόμενο πτώχευσης ξεκίνησε στις αρχές τις περασμένης δεκαετίας και κατέληξε στην ψήφιση της νομοθεσίας που επέτρεψε την έκδοση καλυμμένων ομολόγων το 2003, σε φαινομενικά ανύποπτο χρόνο, άνευ πολιτικών αντιδράσεων και κάτω από τη ‘μύτη’ των Ελλήνων πολιτών.
Το ίδιο είχε συμβεί και το 1920, όταν η Ελλάδα ψήφισε σχετική νομοθεσία που ρύθμιζε τη διαδικασία έκδοσης ομολογιών, η οποία περιλάμβανε όρους που θα προστάτευαν τους δανειστές από μία ενδεχόμενη αδυναμία αποπληρωμής τους, κάτι το οποίο και τελικά συνέβη μέσα στα επόμενα χρόνια. Από το 1922 και μετά η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με δραματικά δημοσιονομικά προβλήματα και οι δανειστές της πίεσαν και πέτυχαν τη ‘διχοτόμηση’ της δραχμής, με τη μισή αξία της να παραμένει στον κάτοχο της και την υπόλοιπη μισή να αποδίδεται στο κράτος με αντάλλαγμα δάνεια 20αετίας με 6,5% επιτόκιο, τα οποία, φυσικά, ποτέ δεν πληρώθηκαν. Ακολούθησε η Μεγάλη Ύφεση μετά το κραχ του 1929 στις ΗΠΑ και τέλος ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που έδωσε τη χαριστική βολή στην ελληνική οικονομία.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1981, ξεκινούσε ένας από τους μεγαλύτερους διεθνείς κύκλους οικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος έμελλε να κρατήσει μέχρι το 2000 και κατά τη διάρκεια του ο κόσμος άλλαξε θεαματικά. Αντί, ωστόσο, η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές συνθήκες της δεκαετίας του ΄80, της πρώτης εκ των δύο δεκαετιών παγκόσμιας ανάπτυξης, ώστε να αναπτυχθεί χωρίς να αυξήσει το χρέος της και χωρίς να επιβαρύνει τα δημοσιονομικά της μεγέθη, επέλεξε να ακολουθήσει μία πολιτική παροχών βασισμένων στην υπερβολική επέκταση του κρατικού δανεισμού, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να εκτιναχθεί πάνω από το 100% μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, από το 34,5% το 1981, με παράλληλη απογείωση του πληθωρισμού ο οποίος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80΄κυμαίνονταν στο 19% (φτάνοντας μέχρι και στο 25% το 1985), ποσοστό τριπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα είχε μία και μοναδική ευκαιρία να μειώσει το χρέος που είχε συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80΄ και αυτή της δόθηκε στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η οποία χαρακτηρίστηκε, επίσης, από θεαματική διεθνή ανάπτυξη και εξαιρετικά ευνοϊκό διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον. Έχοντας φτάσει, όμως, το 1991 να ξοδεύει το 12% του ΑΕΠ της για την αποπληρωμή των τόκων των δανείων της και με τους πολιτικούς ιθύνοντες να έχουν εθιστεί στην εύκολη λύση του δανεισμού, ένα τέτοιο εγχείρημα αναμενόταν εξαιρετικά δύσκολο κάτι το οποίο οι δανειστές της Ελλάδας το γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα.
Έτσι, όταν έφτασε η ώρα της υπογραφής της συνθήκης του Μάαστριχ οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης έπρεπε να αποφασίσουν αν θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να την υπογράψει, παρά το γεγονός ότι δεν πληρούσε σε καμία περίπτωση τα κριτήρια που αυτή έθετε ή αν θα την πίεζε να βελτιώσει τα οικονομικά της προκειμένου να μη βρεθεί οικονομικά απομονωμένη. Επελέγη το δεύτερο γιατί αυτό εξυπηρετούσε τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη του Μάαστριχ αν και η οικονομία ταλανίζονταν από πληθωρισμό της τάξης του 19,8% όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 4,07% και αν και το δημοσιονομικό έλλειμμα της ήταν της τάξης του 11,5% όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 3,64%.
Η αποτυχία πραγματικής σύγκλισης με τις ευρωπαϊκές οικονομίες διαιώνισε την πολιτική εξάρτησης από δανεικά κεφάλαια και οδήγησε στην υιοθέτηση μεθόδων δημιουργικής λογιστικής προκειμένου να αποκρυφτεί η πραγματικό οικονομική εικόνα της χώρας και να μεταφερθεί η λύση των προβλημάτων της αργότερα. Σύμφωνα με μία σειρά παλαιών και νεότερων εκθέσεων του ΔΝΤ και της ΕΕ από το 1996 και μετά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για την ελληνική οικονομία τελούν υπό αμφισβήτηση ενώ σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις περί των ‘ελληνικών στατιστικών’ αυτά θεωρούνται παραποιημένα τουλάχιστον από τα τέλη του 90΄και μετά.
Φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας του 90΄και έχοντας χάσει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον 20αετή κύκλο διεθνούς ανάπτυξης η Ελλάδα είχε μόνον έναν τρόπο, πλέον, να εξασφαλίσει την παραμονή της στο κλαμπ των αναπτυγμένων κρατών, συνεχίζοντας την πολιτική υπερβολικού δανεισμού και δημιουργικής λογιστικής με τη συναίνεση και τη συνενοχή ΗΠΑ και Ευρώπης. Έτσι, εντάχθηκε στην ΕΕ παρά το γεγονός ότι το χρέος της ήταν μεγαλύτερο του 100% του ΑΕΠ και το πραγματικό της δημοσιονομικό έλλειμμα άγνωστο.
Όλα αυτά λάμβαναν χώρα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των δανειστών της Ελλάδας, οι οποίοι συνέχιζαν να καλύπτουν τις δανειακές της ανάγκες ξεκινώντας, ωστόσο, τις διαδικασίες που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντα τους σε περίπτωση μίας μελλοντικής αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων της. Έτσι, από τις αρχές του 2000 οι δανειστές πίεσαν για την θέσπιση νέων νομοθεσιών που θα επέτρεπαν στις ελληνικές τράπεζες την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και το 2003 πέτυχαν την ψήφιση του σχετικού νόμου ανοίγοντας την πόρτα για την αρχή της περιόδου επιβάρυνσης του ελληνικού χρέους με βαριά ενέχυρα.
Ακολούθησε η περίοδος ανάπτυξης από το 2003 μέχρι το 2007 η οποία, όμως, στηρίχτηκε στην επέκταση του ιδιωτικού δανεισμού και στη δημιουργία μίας φούσκας στην αγορά ακινήτων και το 2007 ήταν πια ξεκάθαρο για τους δανειστές ότι η αρχή του τέλους για την Ελλάδα είχε φτάσει. Τότε μεθόδευσαν τη θέσπιση νέων, συμπληρωματικών νόμων για την αγορά καλυμμένων ομολόγων δυστυχώς, όπως και το 2003, δεν υπήρξε καμία ιδιαίτερη πολιτική αντίδραση ή ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών σχετικά με τη σοβαρότητα του θέματος. Οι νέοι νόμοι ψηφίστηκαν και έχει ενδιαφέρον μία γρήγορη ματιά σε αυτούς από το φύλλο της 1ης Αυγούστου του 2007 της εφημερίδας της Κυβέρνησης, όπου διαβάζουμε τα εξής:
Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά του ν. 3156/2003.
Το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών δύναται να συνίσταται σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως και συμπληρωματικά σε απαιτήσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα …, σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Επί του καλύμματος συνιστάται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων … οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των ομολογιών. Σε περίπτωση που ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών διέπονται από ξένο δίκαιο, θα συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επ’ αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών.
Οι απαιτήσεις που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα των ομολογιών αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον θεματοφύλακα και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του. Με τον ίδιο τρόπο δύνανται να αντικαθίστανται απαιτήσεις που συνιστούν μέρος του καλύμματος με άλλες ή να προστίθενται απαιτήσεις στο κάλυμμα.
Με καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε κράτος − μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα
Παρά τους παραπάνω νόμους χρειάστηκε μία ακόμη τροποποίηση στην ελληνική νομοθεσία το 2008, προκειμένου η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας να ξεπεράσει και το τελευταίο εμπόδιο για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και μετά και από αυτήν την τροποποίηση ο δρόμος άνοιξε διάπλατα και τον περπάτησαν τόσο η Εθνική, όσο και η Alpha, η Marfin και η Eurobank, με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων να γίνεται, πλέον, η νέα εθνική μόδα. Έτσι, για παράδειγμα, μέσα στο καλοκαίρι του 2010 η Εθνική ανακοίνωσε πρόγραμμα έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αξίας 15 δις ευρώ, συμπληρωματικού προηγούμενου πρόσφατου προγράμματος της ύψους 3 δις ευρώ.
Σταδιακά και σταθερά, μερικές από τις σημαντικότερες ελληνικές τράπεζες προβαίνουν σε όλο και μεγαλύτερες εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων, τα οποία λαμβάνουν πολύ χαμηλές βαθμολογίες από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης και η νέα αυτή τάση δημιουργεί μία δεξαμενή χρέους το οποίο έχει ως ενέχυρο, κυρίως, στεγαστικά δάνεια. Μελετώντας ενδεικτικά μία έκδοση καλυμμένων ομολόγων ελληνικής τράπεζας αξίας 5 δις ευρώ, βρίσκουμε στην ‘πισίνα’ του στεγαστικά δάνεια στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα νησιά του Ιονίου, τη Θράκη και την Ήπειρο. Με το περιεχόμενο της ‘πισίνας’ να αποτελεί το κάλυμμα του ομολόγου, δηλαδή αυτό πάνω στο οποίο ο δανειστής έχει ‘ενέχυρο’ σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής του δανειολήπτη, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν πράγματι σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου η κυριότητα των στεγαστικών αυτών δανείων περάσει στα χέρια των δανειστών της τράπεζας. Αν η απάντηση είναι θετική, όπως ορίζεται από τη σχετική νομοθεσία, τότε μέσω των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων των ελληνικών τραπεζών έχει δημιουργηθεί ένα μηχανισμός υποθήκευσης ελληνικής περιουσίας (και μάλιστα χωρίς όριο ως προς το ποσό της ‘κάλυψης’ των δανειστών που μπορεί να επιτευχθεί μέσω αυτού), κάτι που δε φαίνεται ιδιαίτερα σοφό αν λάβουμε υπόψη την χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση της χώρας, για την οποία μέχρι και σήμερα οι τιμές των ασφαλίστρων των ελληνικών ομολόγων τη δείχνουν ως δεύτερη πιθανότερη προς πτώχευση στον κόσμο.
Επιπλέον ο μηχανισμός αυτός ρυθμίζεται από μία νομοθεσία που εξασφαλίζει τους δανειστές των τραπεζών έναντι των Ελλήνων καταθετών τους στην περίπτωση οποιασδήποτε περίπτωσης αδυναμίας ή καθυστέρησης αποπληρωμής τους και έτσι το δεύτερο ερώτημα είναι πώς προστατεύονται οι καταθέτες των τραπεζών, δηλαδή οι Έλληνες πολίτες, σε περίπτωση που λάβει χώρα ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η νομοθεσία περί έκδοσης καλυμμένων ομολόγων αποτέλεσε το πρώτο βήμα στη διαδικασία οριστικής εξασφάλισης των δανειστών από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από την ελληνική πλευρά (εν προκειμένω τις ελληνικές τράπεζες), δημιουργώντας ένα μηχανισμό υποθήκευσης ελληνικής ιδιωτικής περιουσίας και εξασφαλίζοντας νομικά το δικαίωμα των δανειστών να έχουν πλήρη εποπτεία της εικόνας των δανειοληπτριών τραπεζών και έλεγχο στην ‘πισίνα’ των περιουσιακών στοιχείων που τους κάλυπταν.
Το δεύτερο και σημαντικότερο βήμα για τους δανειστές της Ελλάδας ήταν η εξασφάλιση τους από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από το ελληνικό κράτος, μέσω της ψήφισης μίας αντίστοιχης με αυτής των καλυμμένων ομολόγων νομοθεσίας.
Πρώτο εμπόδιο στο στόχο των δανειστών ήταν η παντελής έλλειψη οποιουδήποτε νομικού ερείσματος για την ψήφιση μίας νομοθεσίας από την ελληνική πλευρά που να τους κάλυπτε σε περίπτωση ελληνικής πτώχευσης, παρέχοντας τους εμπράγματες ασφάλειες έναντι της ελληνικής δημόσιας περιουσίας για τα δάνεια τους αλλά και τον πλήρη έλεγχο της ελληνικής οικονομίας ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε τα δάνεια, τελικά, να αποπληρωθούν. Είναι ευκόλως αντιληπτό πως αν ετίθετο τέτοιο θέμα κάτω από φυσιολογικές συνθήκες θα προκαλούσε άνευ προηγουμένου αντιδράσεις τόσο πολιτικές όσο και λαϊκές.
Το δεύτερο εμπόδιο στο στόχο δανειστών προέκυπτε από τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε το δημόσιο χρέος της Ελλάδας:
α) Ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωμένο (80-90%) σε ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως γαλλικές, γερμανικές, ελβετικές και βρετανικές και έτσι απειλούσε με κρίση το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και συνάμα τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία των παραπάνω κρατών σε περίπτωση ελληνικής αδυναμίας αποπληρωμής του.
β) Το 90% του ελληνικού χρέους διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο με τρόπο τέτοιο που έδινε στην Ελλάδα το δικαίωμα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή να προβεί σε αλλαγή της νομοθεσίας και να υποχρεώσει τους δανειστές να συμμετέχουν σε μία εθελοντική αναδιάρθρωση του, κάτι πολύ θετικό για την Ελλάδα αλλά όχι για τους δανειστές.
γ) Το 100% του ελληνικού χρέους ήταν απαλλαγμένο από εμπράγματες ασφάλειες και έτσι οι δανειστές ήταν κατά 100% ‘μη εξασφαλισμένοι’ σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του ή πτώχευσης του ελληνικού κράτους. Η λύση στα παραπάνω προβλήματα ήρθε με την ‘ελληνική κρίση’ η οποία, πέρα από όλα τα δώρα που έφερε σε Ευρώπη και ΗΠΑ (για τα οποία είχαν γίνει πολλές προβλέψεις σε παλαιότερα άρθρα οι οποίες, πια, αποτελούν επιβεβαιωμένα γεγονότα), οδήγησε την Ελλάδα στην υπογραφή της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης με χώρες της ΕΕ και στο Διακανονισμό Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας του Δ.Ν.Τ., δημιουργώντας την πολυπόθητη νομοθεσία που εξασφάλισε τα εξής:
α) Την απαλλαγή των ευρωπαϊκών τραπεζών από το ‘τοξικό’ ελληνικό χρέος και τη μεταφορά του σε χώρες της ΕΕ, στο ΔΝΤ και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απ’ όπου θα γίνει η διαχείριση του.
β) Την αλλαγή του δικαίου που διέπει το χρέος από το ελληνικό στο αγγλικό, καταργώντας ένα μοναδικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.
γ) Την επιβάρυνση του ελληνικού χρέους με εμπράγματες ασφάλειες επί του ελληνικού δημοσίου ακυρώνοντας το δεύτερο εξαιρετικό πλεονέκτημα της Ελλάδας.
δ) Την εποπτεία και τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας και την υποχρέωση της Ελλάδας να υπακούει στις υποδείξεις των δανειστών της, ώστε να εξασφαλιστεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η αποπληρωμή των δανείων της προς αυτούς.
Συμπερασματικά, η νομοθεσία περί καλυμμένων ομολόγων και οι όροι που έγιναν αποδεκτοί από την Ελλάδα και περιέχονται στο λεγόμενο ‘μνημόνιο’, ολοκλήρωσαν τη νομική πλευρά της εξασφάλισης των δανειστών των ελληνικών τραπεζών και των δανειστών του ελληνικού κράτους από το ενδεχόμενο αδυναμίας πληρωμής τους από τις πρώτες ή το δεύτερο και άνοιξαν το δρόμο για μία ελεγχόμενη πτώχευση την οποία βιώνουμε, ήδη, από τις αρχές του 2010 και θα συνεχίσουμε να βιώνουμε για τα επόμενα χρόνια, με τις προβλέψεις μεγάλων οικονομικών κέντρων του εξωτερικού όπως το CERP (Κέντρο Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών της Ουάσιγκτον) να τοποθετούν την παράταση αυτής της κατάστασης, με τη μία ή την άλλη μορφή, τουλάχιστον μέχρι το 2020.
Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, η χώρα θα συνεχίσει να προχωρά στο τούνελ μίας οικονομικής άνευ όρων παράδοσης στους δανειστές της, υποθηκεύοντας την ιδιωτική και δημόσια περιουσία της και κάνοντας τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα συμφέροντα τους και ελπίζοντας ότι μετά την οικονομική και τηνκοινωνική καταστροφή θα έρθει η ώρα της λήψης του αντίδωρου για τα όσα δεινά θα έχει υποφέρει, μόνο για να καταλάβει, τελικά, ότι το τίμημα που πλήρωσε ήταν εξαιρετικά υψηλό.
* Πάνος Παναγιώτου
χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής διευθυντής GSTA/EKTA, Εθνικά Θέματα
χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής διευθυντής GSTA/EKTA, Εθνικά Θέματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου