Φεβρουαρίου 27, 2011 από savvaspavlou
Λίγα χρόνια πριν από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασε στο νησί απεσταλμένος των Βρυξελλών, για μια εβδομάδα. Σκοπός του: να ετοιμάσει έκθεση για τη γλωσσική πραγματικότητα της Κύπρου, καθώς και για τη σχετική νομοθεσία και πρακτική της. Σύνηθες φαινόμενο για όλες τις υπό ένταξη χώρες, για τις οποίες οι διάφοροι κομισάριοι τροφοδοτούν τις Βρυξέλλες με πληθώρα εκθέσεων για κάθε θέμα. Μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να συναντηθούμε, για να ακούσει και τις δικές μου απόψεις, κάποιος τον κατατόπισε ότι ασχολούμαι με το θέμα της γλώσσας και ότι σχετικά άρθρα και μελέτες μου τυπώθηκαν σε διάφορα έντυπα. Στη συνάντηση μαζί μου ήταν πολύ κουμπωμένος και αποστασιοποιημένος, εγώ του μίλησα απλά και με ειλικρίνεια και του έδωσα αρκετά στοιχεία και σημειώσεις. Τα πήρε και έφυγε, σε δυο μέρες μου τηλεφώνησε να ξαναβρεθούμε. Στη συνάντησή μας μου είπε ότι συνάντησε εκπροσώπους κομμάτων, μειονοτικών ομάδων και κυβερνητικών υπηρεσιών και διαπίστωσε ότι όσα του είπα αποδείχτηκαν αληθινά, ξανασυζητήσαμε για διάφορες πλευρές του γλωσσικού, μου ζήτησε και άλλες διευκρινήσεις και στοιχεία. Έφυγε και σε δυο μέρες επικοινώνησε μαζί μου και ζήτησε να βρεθούμε πάλι, γιατί τη μεθεπόμενη μέρα θα έφευγε και ήθελε, πριν αναχωρήσει, να έχει έτοιμη, τουλάχιστο σε πρόχειρη γραφή, την αναφορά του για τα γλωσσικά της Κύπρου. Την άλλη μέρα βρεθήκαμε, ήτανε καλοκαίρι, καθίσαμε στη βεράντα του σπιτιού μου, ήπιαμε τις μπύρες μας και συντάξαμε μαζί το προσχέδιο για την έκθεση προς Βρυξέλλες. Όταν τελειώσαμε μου ανέφερε ότι αισθάνεται άσχημα, γιατί με αντιμετώπισε στην αρχή με επιφύλαξη, γιατί ήταν κουμπωμένος, αμήχανος και, κάποτε, ανταγωνιστικός. Όταν έφτασα στην Κύπρο, άμα έλεγα το όνομά σου σε διάφορους με τους οποίους επικοινώνησα για να ξεκινήσω τη δουλειά μου, ότι δηλαδή θα σε έβλεπα και σένα, άκουγα ένα κατηγορητήριο εναντίον σου, που εγώ, μου είπε, μη γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις του νησιού, εύκολα πήγα να το πιστέψω. Και ποιες είναι οι κατηγορίες ρώτησα.
-Πρώτο ότι καταδιώκεις την κυπριακή διάλεκτο, μόνο την κοινή ελληνική αποδέχεσαι.
-Δεύτερο ότι είσαι εναντίον των ξένων γλωσσών, οι Κύπριοι να ξέρουν μόνον τα ελληνικά.
-Τρίτο, περιφρονείς τις γλώσσες των άλλων ομάδων.
Για το θέμα της γλώσσας έγραψα και μίλησα αρκετές φορές. Δεν είμαι γλωσσολόγος, γι’ αυτό όποτε αναφέρθηκα στο θέμα της γλώσσας, πιστεύοντας στη τεράστια σημασία της για τη συγκρότηση του ατομικού και συλλογικού κόσμου, τόνιζα πάντοτε απλές αρχές και απλά πράγματα.
Για το θέμα της γλωσσομάθειας στην Κύπρο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο υποστήριξα θερμά την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Μάλιστα τόνιζα ότι δεν είναι αρκετή η γνώση της επικρατέστερης ξένης γλώσσας, που είναι η αγγλική, αλλά και άλλων ξένων γλωσσών, για να μην υπάρχει πλήρης επικράτηση του αγγλοσαξωνικού μονομορφισμού. Ανέφερα χαρακτηριστικά, πόσες διαφορετικές παρατηρήσεις και διαφορές απόψεων εντοπίζεις σε γαλλικά, ιταλικά ή γερμανικά άρθρα, που αναφέρονται σε διεθνή θέματα, από τις απόψεις και ερμηνείες που διατυπώνονται στα γνωστά αγγλικά και αμερικανικά περιοδικά. Αλίμονο, τόνισα, αν εκτός από τα ελληνικά έντυπα, γνωρίζουμε μόνο την αγγλοαμερικανική εκδοχή. Η θέση μου ήταν και είναι απλή και σαφής: Γνώση ξένων γλωσσών, πολλών ξένων γλωσσών, και ταυτόχρονα τόνιζα με έμφαση ότι η στροφή στη γλωσσομάθεια πρέπει να προϋποθέτει την άριστη γνώση και συνεχή καλλιέργεια της πανελλήνιας κοινής.
Για το θέμα της κυπριακής διαλέκτου. Πάντα έδειξα την αγάπη μου και την εκτίμησή μου στην κυπριακή διάλεκτο, την ελληνικότατη κυπριακή διάλεκτο, έγραψα πόσα εκφραστικά έχει να δώσει στο θέατρο, στην ποίηση και αλλού. Μίλησα για τη χρήση της διαλέκτου χωρίς ενοχές και αισθήματα μειονεξίας. Όμως τόνιζα πάντοτε: αγάπη στην κυπριακή διάλεκτο και ταυτόχρονα άριστη γνώση της πανελλήνιας κοινής, για να επικοινωνεί αβίαστα ο μαθητής μας και ο Κύπριος γενικά με τα άλλα δεκαπέντε, περίπου, εκατομμύρια ομογλώσσων και ομοεθνών και για να επικοινωνεί με το πολιτιστικό και επιστημονικό συγκείμενο, με τα εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία και τα εκατομμύρια άρθρα για όλα τα θέματα, που είναι γραμμένα στην κοινή ελληνική. Γιατί ακόμη δεν τυπώθηκε βιβλίο ιατρικής, φιλολογίας, ομηρικών σπουδών, χημείας, φυσικής ή άλλης επιστήμης, γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο.
Για το θέμα των παιδιών που προέρχονται και από ξένες χώρες, από μικτούς γάμους κατοίκων της Κύπρου με άνδρες και γυναίκες από Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία και άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (μέχρι τότε αυτό ήταν το κυρίαρχο φαινόμενο, πριν από την έλευση του νέου κύματος οικονομικών μεταναστών από τον τρίτο κόσμο) τόνισα πόσο είναι απαραίτητο να μην αποκοπούν από τη γλώσσα του ενός γονέα τους, τόνισα πόσο σημαντικό είναι για την κυπριακή κοινωνία να κατέχουν διάφορα μέλη της εκτός από την άριστη γνώση της ελληνικής και τα βουλγαρικά, τα ρουμανικά, τα ρωσικά και άλλες γλώσσες. Και στο Υπουργείο Παιδείας επιχειρηματολόγησα ότι τα παιδιά αυτά θα μεγαλώσουν και θα μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στις τόσες επαφές, επιχειρηματικές δραστηριότητες, τουρισμό, μεταφράσεις κ.λπ., ότι η κυπριακή κοινωνία δεν πρέπει να χάσει αυτή τη δεξιότητα της άνετης και αβίαστης γνώσης αυτών των γλωσσών από αυτή την ομάδα των παιδιών που προέρχονται από μικτούς γάμους και θα ζουν στην Κύπρο.
Ψάχνοντας λοιπόν το θέμα, για τα αρνητικά που μου απεδόθησαν, βρήκα το σχοινάκι που τα επεξηγούσε. Κι αυτό ήταν η εμμονή μου στην πανελλήνια κοινή. Γιατί επέμενα: Κυπριακή διάλεκτος και πανελλήνια κοινή. Ξένες γλώσσες και πανελλήνια κοινή. Τα παιδιά των ξένων να μαθαίνουν και τη γλώσσα της χώρας από την οποία προέρχονται αλλά και άριστη εκμάθηση της πανελλήνιας κοινής.
Λοιπόν, η πανελλήνια κοινή φαίνεται ότι για τους διάφορους, που ποικίλα συμφέροντα τους κινούν στην Κύπρο, αποτελεί το κόκκινο πανί. Η πανελλήνια κοινή είναι υπό κατηγορίαν στην Κύπρο γιατί δεν βολεύει τα σχέδια της νεοκυπριακής εθνογένεσης και άλλων ανοησιών.
Χαρακτηριστικά, μικρόνους καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου, εξέφρασε την άποψη ότι οι επίσημες γλώσσες της Κύπρου πρέπει να είναι δύο: η κυπριακή διάλεκτος και η αγγλική.
Ω τάλαν πανεπιστημιακέ τούτα τα λίγα: Οι παλιότερες γενιές, ακόμη και αυτοί που ήσαν απόφοιτοι του δημοτικού, όταν χρειάζονταν να εκφραστούν στην πανελλήνια κοινή μιλούσαν άψογα και εκφραστικά. Σήμερα, στην Κύπρο, εκατοντάδες λόγιοι και ευαίσθητοι άνθρωποι γνωρίζουν και χειρίζονται την ελληνική κοινή καλύτερα και από τον μέσο μορφωμένο Αθηναίο/Ελλαδίτη. Κι είναι αυτοί που σφραγίζουν τις εξελίξεις στο νησί, που δημιουργούν την πνευματική του ευρυχωρία.
Δυστυχώς διάφοροι ανελλήνιστοι μανδαρίνοι και ημιμαθείς πανεπιστημιακοί, που δεν μπορούν γράψουν μια πρόταση με σωστά ελληνικά, επέπεσαν επί της ταλαιπώρου νήσου και τη συμπλεγματικότητά τους, για την άγνοια της ελληνικής κοινής, προσπαθούν να την ιδεολογικοποιήσουν, να την συνδέσουν με τα ύποπτα σκευάσματα για να υπονομεύσουν κάθε τι που εκφράζει τη σύνδεση της Κύπρου με τον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Δημιουργώντας σίγουρα την πνιγηρή κακομοιριά του επαρχιωτισμού.
Απλώς δεν θα σας περάσει. Γιατί η μιζέρια και η κακομοιριά, όπως και τα διάφορα συμπλέγματα του ανελλήνιστου και ημιμαθούς, δεν μπορεί να ανθίζουν επ’ άπειρον.