Σελίδες

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ἀπροσκύνητοι Ἕλληνες, δουλοπρεπεῖς ἡγεσίες

Ἀπὸ τὸν/τὴν Μινώταυρος

«Οὐκ εἴθισται τοῖς Ἕλλησι προσκυνέειν».
Ὁ Αἰσχύλος στόν Προμηθέα Δεσμώτη, ἀναφέρεται στό ἀπροσκύνητον τοῦ Προμηθέως (Ἑλληνισμοῦ). Σέ πολλούς στίχους ἀλλά καί γενικῶς, σέ ὅλην τήν τραγωδία ἐπιχειρεῖται καί ἐπιτυγχάνεται ἡ μεταφορά στόν ἀναγνώστη τῆς ἀτμόσφαιρας τοῦ  ”μή κάμπτειν γόνυ”.  Ἐπίσης ἀναφορές στήν «βαρβαρική» συνήθεια τοῦ προσκυνήματος καί τῆς γονυκλισίας ὑπάρχουν σέ κείμενα ὄχι μόνον τῆς ἀρχαίας ἀλλά καί τῆς νεωτέρας Γραμματείας μας καθώς καί στίς στῆλες πολλῶν Λεξικῶν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης. Ὁ Ἡσύχιος τήν λέξι “ κυπτός” τήν ἐπεξηγεῖ ὡς “ ταπεινούμενος” ἐνῶ τό “ κύπτω” σημαίνει “ καταβιβάζω τήν κεφαλήν ἐξ αἰσχύνης”. Μέ αὐτό ἀκριβῶς τό νόημα χρησιμοποιεῖ τό ῥῆμα “ κύπτω” καί ὁ Ἀριστοφάνης. Ὁ ποιητής Θεογνίς ὁ Μεγαρεύς (ΣΤ΄αἰ. π.χ.) καταδικάζει ἀκόμη καί τήν ἁπλῆ κλίσι τῆς κεφαλῆς χαρακτηρίζοντάς την ὡς δουλική συμπεριφορά:
«Οὔ ποτέ δουλική κεφαλή ἰθεῖα πέφυκεν, ἀλλ’ αἰεί σκολιή, καὐχένα λοξόν ἔχει». δηλαδή:
Οὐδέποτε δουλική κεφαλή γεννήθηκε ὀρθία ἀλλά πάντοτε κυρτή καί τόν αὐχένα λοξόν τόν ἔχει.
Ὁ Ἡρόδοτος στό Β – 80 τῆς «Ἱστορίης του», μᾶς περιγράφει τά ἰδιαιτέρως παράξενα ἤθη τῶν Αἰγυπτίων, ἀφηγεῖται ἔκπληκτος καί καταγράφει ὡς ἀξιοθέατον: «Τόδε μέντοι
ἄλλο (οἱ Αἰγύπτιοι) Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι συμφέροντα» (καί σ΄ αὐτό τό ἄλλο οἱ Αἰγύπτιοι δέν ὀμοιάζουν μέ τούς Ἕλληνες) «ἀντί τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους ἐν τῇσι ὁδοῖσι, προσκυνέουσι κατιέντες μέχρι τοῦ γούνατος τήν χεῖρα»! (ἀντί νά χαιρετηθοῦν ὅταν συναντηθοῦν εἰς τάς ὁδούς, προσκυνοῦν κατεβάζοντας μέχρι τό γόνατο τό χέρι).

Τό προσκύνημα ἀφορᾶ μόνον τούς βαρβάρους. (Δημοσθ. 549, 16) «προσκυνεῖν ὥσπερ ἐν τοῖς βαρβάροις».
Πλούτ. «ὡς βαρβαρικοῦ τοῦ ἰκετεύειν καί ὑποπίπτειν..»
Ὁ Διογένης ὁ Κυνικός, ὅταν κάποτε εἶδε μία γυναῖκα νά γονατίζῃ γιά νά προσκυνήσῃ ἕνα εἰκόνισμα, μέ τήν κεφαλή ἐπί τοῦ ἐδάφους, τήν ἐπετίμησε μέ τήν γνωστή του ἀθυροστομία: πῶς κύπτεις ἔτσι ἀνάρμοστα; Δέν φοβεῖσαι μήπως εὑρεθῇ ὄπισθεν σου κάποιο – ὑπερβολικά παιχιδιάρικο – δαιμόνιο; («οὐκ εὐλαβῇ, ὦ γύναι, μή ποτέ θεοῦ ὄπισθεν ἐστῶτος ἀσχημονήσῃς;» Διογ. Λαέρτ. Βίος Διογ. 37).
Εἶναι γνωστό τό ἀνέκδοτον τό σχετικόν μέ τόν Διονύσιο τῶν Συρακουσῶν καί τόν φιλόσοφο Ἀρίστιππο, ὁ ὁποῖος παρακαλώντας τόν τύραννο γιά κάτι, καθώς δέν εἰσηκούετο, ἔπεσε στά πόδια του. Ὅταν ἐπετιμήθη αὐστηρότατα γιά τήν πράξι του αὐτήν, καί προκειμένου νά διασκεδάσῃ τήν κακή ἐντύπωσι πού προκάλεσε προσπάθησε νά ἀστειευθῇ ἀπολογούμενος ὅτι δέν φταίει αὐτός, ἀλλά ὁ τύραννος Διονύσιος πού ἔχει τά αὐτιά στά πόδια του.
Ὁ Μίνως, ὡς δικαστής εἰς τόν Ἄδη, ἀπέστελλε εἰς τούς χώρους τῶν ἀσεβῶν καί τίς ψυχές ὅσων εἶχαν τήν ἀπαίτησι ἤ ἁπλῶς ἀνέχοντο νά προσκυνοῦνται ἐν ὅσω ζοῦσαν.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Θεμιστοκλῆς «ἔρριψε τόν δακτύλιόν του καί ἔκυψε νά τόν λάβῃ διά νά νομισθῇ μόνον ὅτι προσεκύνησε». Τό τέχνασμα τοῦ Θεμιστοκλέους ἐμιμήθη ἀργότερα καί ὁ Ἰσμηνίας ὁ Θηβαῖος. Ἐνῶ ὁ πρεσβευτής Τιμαγόρας πού ἐδέχθη νά προσκυνήσῃ, ἐφονεύθη ὑπό τῶν Ἀθηναίων.
Ἄς μήν ξαχνᾶμε ὅτι καί ὁ Μ. Ἀλέξανδρος «ἐκακοκάρδισε» τούς Ἕλληνες ὅταν ὡς βασιλεύς ἁπάσης τῆς Ἀσίας, περιβεβλημένος τήν περσικήν σκευήν, ἐδέχθῃ νά τόν προσκυνοῦν οἱ βάρβαροι.
Ὁ Νίκος Καζαντζάκης στόν «Ἰουλιανό» βάζει στό στόμα τοῦ φιλοσόφου αὐτοκράτορος τούς στίχους: Εἶσαι Ἕλληνας; Τί προσκυνᾶς; Σηκώσου ἀπάνω! Ἐμεῖς καί στούς θεούς ὀρθοί μιλοῦμε, λέγε.
Οἱ ξένοι Ἑλληνιστές, συγκρίνοντας τίς δύο νοοτροπίες – βαρβάρων καί Ἑλλήνων – σχολιάζουν ἐντυπωσιασμένοι: «Στήν Ἑλλάδα – κανείς ἐλεύθερος πολίτης δέν ὑποκλίνεται οὔτε προσκυνάει μία ζωντανή θεότητα πεσμένος κατά γῆς.»
Τό «ἀπροσκύνητον» ὡς ἑλληνική συνήθεια, ὡς βίωμα καί ἀρετή, ὡς τρόπος ζωῆς, ἐπέρασε καί στά δημοτικά, ἀλλά καί στά σύγχρονα τραγούδια. Ὁ σκλαβωμένος Ἕλληνας παραμένει στό φρόνημα ἀδούλωτος, ἀπροσκύνητος, σάν ἀετός πού κυττάει τόν ἥλιο (τόν δυνάστη) κατάμματα. («Μά ἐγώ δέν ζῶ γονατιστός εἶμαι τίς γερακίνας γυιός»). Τό γεράκι, τό ἔμβλημα τοῦ Διός. Δέν εἶναι τυχαῖο πού τό «ἀέτωμα» – ἀετός μέ ἀνοιχτά φτερά – εἶναι τό πατρογονικό μας σχῆμα. Οἱ ἁρματωλοί καί οἱ κλέφτες πού τόσο ἔχει ὑμνήσει ἡ λαϊκή μοῦσα, παραμένουν ἀπροσκύνητοι καί ἄκαμπτοι σάν ἀρχαῖοι κοῦροι. (Ἐγώ ῥαγιᾶς δέν γίνομαι, τοῦρκο δέν προσκυνάω……τ’ ἀντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τῶν γονιῶν σας. τούρκους δέν ἐπροσκύνησαν. τοῦρκοι μήν τά πατήσουν…..Προσκύνα Διάκο τόν πασᾶ, προσκύνα τόν βεζύρη….Ὅσο εἶναι ὁ Διάκος ζωντανός, πασᾶ δέν προσκυνάει).
Στά «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Κολοκοτρώνη διαβάζουμε ὅτι ἡ ὕπουλη ἀμνηστεία τοῦ Ἱμπραήμ ὑπέσκαπτε τό φρόνημα τῶν ἀγωνιστῶν….Οἱ προσκυνημένοι φέρνανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά στόν ἀγῶνα παρά οἱ ἴδιοι οἱ ἀλλόφυλοι. Καί ἔριξε τό σύνθημα: «Τσεκούρι καί φωτιά στούς προσκυνημένους….ἡ πατρίς κινδυνεύει ἀπό τό προσκύνημα.» Στόν Ἱμπραήμ ἀπήντησε: ὄχι τά δέντρα, ὄχι τά σπίτια πού μᾶς ἔκαψες, πέτρα ἀπάνω στήν πέτρα νά μή μείνῃ, ἐμεῖς δέν προσκυνοῦμεν.» Παρόμοια ἀπάντησι ἔδωσε καί ὁ Καραϊσκάκης στόν Κιουταχῆ κατά τήν συνάντησι τους στήν ναυαρχίδα τοῦ Γάλλου ναυάρχου Δεριγνύ…..
Ἀνάλογες πεποιθήσεις βγαλμένες μέσα ἀπό τήν διαχρονική αὐτή πεποίθησι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἔχει νά ἐπιδείξῃ καί ὁ Κυπριακός Ἑλληνισμός. Ἡ μητέρα τοῦ Α. Αὐξεντίου (ὁ ὁποῖος κάηκε ζωντανός ἀπό τούς Ἄγγλους στό κρησφύγετό του ἀρνούμενος νά παραδοθῇ), λίγο μετά τόν θάνατο τοῦ γυιοῦ της ἐδήλωνε: «Κάλλιο μιά χοῦφτα χῶμα ὁ λεβέντης μου, παρά γονατισμένος.
«Δέν προσκυνῶ Ἀγαρηνό, κρατάω άπό τόν Ὅμηρο ἐγώ.
Εἶμαι τοῦ Τεύκρου ἐγγόνι καί τοῦ Κολοκοτρώνη….(Α. Ἀνδρέου)
Ἴσως οἱ τότε κάτοχοι τῆς Κύπρου, οἱ Ἄγγλοι, νά μήν πολυκατάλαβαν τό νόημα τῶν λόγων τῆς Ἑλληνίδας μητέρας, ἀφοῦ στήν πολιτισμένη χώρα τους οἱ νέες τῶν καλῶν οἰκογενειῶν φοιτοῦν σέ εἰδικές σχολές κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς ὅπου πάνω ἀπ’ ὅλα μαθαίνουν πῶς νά ἐκτελοῦν βαθειές, γεμᾶτες χάρι καί συνάδουσες πρός τό πρωτόκολλον, ὑποκλίσεις. Καί εἶναι ἄξιον παρατηρήσεως ὅτι ἡ ἀγγλική λέξις OBEISANCE, ἐνῶ ἐτυμολογικῶς σημαίνει «ὑπακοή» (ΟΒ+AUDIRE=ἀκούω) στά ἀγγλικά λεξικά ἐρμηνεύεται ὡς «βαθεῖα ὑπίκλισις, προσκύνημα». Ὁ συνειρμός εἶναι σαφής: Ὁ ὑπήκοος ὑποκλίνεται:
Ὅσοι ὀνειρεύονται νά δοῦν τόν Προμηθέα γονατισμένο καί προσκυνοῦντα, πότε μέ χαλκευμένες εἰκόνες (ὡσάν αὐτή πού «κοσμεῖ» τά σχολικά ἐγχειρίδια τῶν ἑλληοπαίδων καί ἡ ὁποία παρουσιάζει τόν Μέγα Ἀλέξανδρο νά προσκυνᾶ(!) καί μάλιστα γονατιστός(!!) κάποιον μιτροφόρο Ἰουδαῖο ἀρχιερέα….ἄν εἶναι δυνατόν!!!), πότε μέ πλαστογράφησι τῆς Ἱστορίας, πότε μέ τήν γνωστή ῥῆσι τοῦ Κίσσινγκερ καί πότε μέ τήν ὀλιγώτερο γνωστή ῥῆσι τοοῦ λόρδου Λοντόντερυ, (1866. Ὑπουργός κυβερνήσεως Πάλμερστον. Ἀγόρευσις στήν Βουλή τῶν λόρδων) «οἱ Ἕλληνες πρέπει νά γίνουν λαός μικρόψυχος ὡς οἱ λαοί τοῦ Ἰνδοστάν διά νά μήν εἶναι ἐπικίνδυνοι», θά παραμείνουν ἐσαεί μέ τούς εὐσεβεῖς πόθους τους.
Τό ῥῆμα γονατίζω, ὅπως τό ἐννοοῦμε σήμερα, δέν ὑπῆρχε στό ἀρχαῖο λεξιλόγιο. «Γονατίζω» ἐσήμαινε ἁπλῶς, κτυπῶ διά τοῦ γόνατος, κυρίως ὡς ὅρος τοῦ παγκρατίου ἀθλήματος. Μέ τήν σημερινή ἔννοια ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά στήν Παλαιά Διαθήκη καί στόν ἐκκλησιαστικό συγγραφέα Ὠριγένη, ὅπως ἀκριβῶς τό μεταγενέστερο  «γονυκλινῶ» στόν ἐκκλησιαστικό συγγραφέα, Ἰουδαῖον τό γένος, Εὐσέβιον.
Σιγά σιγά οἱ Ἕλληνες «προώδευσαν». Οἱ περισσότεροι ἀσπάσθηκαν τόν χριστιανισμό καί γέμισε ὁ κόσμος ἐκκλησίες καί μοναστήρια στά ὁποῖα δέν κάνουν τίποτα ἄλλο ἀπό τό νά σκύβουν καί νά προσκυνοῦν τόν ἀνύπαρκτο θεό! Οἱ πολιτικές ἡγεσίες τοῦ τόπου (τά σύγχρονα γιουσουφάκια) μέχρι καί στόν τάφο τοῦ σφαγέα τῶν Ἑλλήνων, Κεμάλ, «κάμπτουν γόνυ».
Ἡ κατασπάραξις τοῦ ἤπατος τοῦ δεμένου Τιτᾶνος συντελείται σήμερα. Ὁ ἀετός πού κατατρώει τίς σάρκες τοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν εἶναι ὁ ἱερός ἀετός τοῦ Ὀλυμπίου Διός. Εἶναι ἔνα ἁπλό ἁρπακτικό «ὄρνιο», ὄργανον τῆς Νέας Τυραννίας. Δέν ἀπομένει παρά ἡ τόξευσίς του.
Ὅπου κι ἄν εἶναι ὁ Ἡρακλῆς θά περάσῃ. Ὅπου νἆναι θά ἐμφανισθῇ ξανά……

minotavros100@gmail.com
(Σέ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ κειμένου χρησιμοποίησα σχόλια τῆς Ἄννας Τζιροπούλου Εὐσταθίου στόν Προμηθέα Δεσμώτη)
Φιλονόη εκ Πόντου

Δεν υπάρχουν σχόλια: