Φοράει σκουφί, είναι ξανθοκάστανο, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Ενα παιδί, αγόρι, δέκα-δώδεκα χρονώ, με λαμπερό πρόσωπο που το φωτογραφίζω στιγμιαία. Περπατάει σαν ακροβάτης στη νησίδα της Συγγρού, αντικρίζει τα αυτοκίνητα να κατεβαίνουν με 120 χιλιόμετρα, δεν βλέπει πρόσωπα οδηγών, μισοχαμογελά και κοιτάει μπροστά, μακριά. Μπροστά, μακριά.
Το βλέπω να χάνεται στον καθρέφτη. Ανησυχώ, έτσι ριψοκίνδυνα που ισορροπεί στο χορτάρι του κράσπεδου, ανάμεσα στην μπάρα και τον αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας. Σε ποιο σημείο θα βρει κενό κυκλοφορίας για να περάσει στην ασφάλεια της όχθης; Ανησυχώ, αλλά επίσης η εικόνα του χαμογελαστού, παράτολμου αγοριού με κάποιο τρόπο ανεξήγητο με εγκαρδιώνει, μου εμφυσά πνοή αισιοδοξίας. Αρπάζομαι απ’ τη ζωντάνια της εικόνας, την έχω ανάγκη.
Εχει άγνοια κινδύνου το παιδί; Ασφαλώς. Αλλά έχει επίσης εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, στο τίναγμά του, που θα το περάσει απέναντι, μέσα από το διάκενο της κυκλοφορίας, το πιστεύει, άρα το μπορεί. Το σκεφτόμουν για ώρα· ανησυχούσα και ζήλευα. Ενα φρικιαστικό φλας, το άψυχο σώμα ενός γατιού, ένα τίναγμα που δεν ήταν αρκετό. Ζήλεια κι ελπίδα μαζί, για το αστραποβόλο βλέμμα του αγοριού...
που ακροπατάει στο ρείθρο για να χιμήξει στα διάκενα και να νικήσει τον αυτοκινητόδρομο.
Οι άνθρωποι κάποιας ηλικίας φοβούνται τον αυτοκινητόδρομο, όταν βρεθούν εκτός αυτοκινήτου, γυμνοί. Στέκουν παγωμένοι στην όχθη, ακόμη κι όταν βουλιάζει η όχθη και σε παίρνει το ποτάμι. Αυτό έλαμψε στην πίσω πλευρά του νου, και μου ‘φερε το ρίγος στη Συγγρού. Σε αντίθεση με το ατρόμητο αγόρι, εγώ ένιωθα τον φόβο να με τριγυρίζει, να με οριοθετεί, να με δεσμεύει. Ο φόβος μου διασκεδαζόταν από το αυτοκίνητο που με περιέβαλε σαν βαριά πανοπλία, τόσο βαριά που με προστάτευε αλλά και με έκανε δυσκίνητο, μου είχε στερήσει το τίναγμα.
Το αγόρι είναι ο νέος άνθρωπος που θα αναδυθεί ριψοκίνδυνος και πρωτοπόρος, πλαστουργός του κόσμου του, μέσα από τις στάχτες του παλιού κόσμου, του κόσμου που περιέχει εμένα τον μεσήλικα, του κόσμου που με φοβίζει και με ορίζει. Υπό μία έννοια, ζηλεύω το αγόρι διότι ο κόσμος μου δεν το περιέχει, δεν το περιορίζει· ο δικός μου φόβος δεν το αγγίζει, δεν το αφορά. Δεν έχει να χάσει τίποτε, δεν έχει κτήματα, συνήθειες, εξαρτήσεις, εμμονές, προσκολλήσεις, υποχρεώσεις, δουλείες.
Φόβος, ζήλεια. Κι ελπίδα. Στο φωτεινό πρόσωπο του αγοριού αντίκρισα ένα όραμα. Το αύριο. Με βοήθησε να ξεκολλήσω από τον ηττημένο εαυτό, από τον μίζερο εγωισμό, από την κουλτούρα του ναρκισσισμού που με ποτίζει. Στο ξαναμμένο πρόσωπό του είδα τα παιδιά μου, τους πολλώ κάρρονες, που θα γίνουν καλύτεροι, που είναι καλύτεροι. Η δική μας ήττα δεν είναι και δική τους. Η ολιγωρία μας, οι φόβοι μας, τα σφάλματα, είναι όλα δικά μας· θα πληρώσουν κι αυτά, τα άφοβα αγόρια και κορίτσια του 2012, θα πονέσουν, αλλά εντέλει θα περάσουν απέναντι, στην άλλη όχθη, γιατί διαθέτουν Το Τίναγμα, αυτό που χάσαμε εμείς μες στον δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.
Είναι υποκρισία και αυταπάτη να λέμε ότι δεν ζούμε μια καταστροφή, μάλιστα εν προόδω. Είναι προδοσία να μην σκεφτούμε τους όρους και τις ενέργειες που μάς έφεραν στην καταστροφή. Κι είναι προδοσία ιστορική, ασυγχώρητη, έναντι εαυτών και τέκνων να μην αναιρέσουμε μία μία τις αιτίες, τις δομές και τα πρόσωπα που μας οδήγησαν στην παρούσα καταβύθιση.
Τα ξάστερα πρόσωπα των παιδιών που ακροβατούν στις ολισθηρές μας όχθες, έτσι όπως τις λασπώσαμε, επιβάλλουν το διττό καθήκον για αλήθεια και δικαιοσύνη. Χωρίς φόβο. Χωρίς οργή καν. Ψυχρά, υπολογισμένα, με βαθιά αίσθηση της ιστορίας, αμείλικτοι εν καταλλαγή. Χωρίς οίκτο για τους πρωταίτους, τους παραγωγούς της παρακμής, τους εισέτι ολίγους, κρυπτόμενους και ιδιοτελείς.
Στην παραλιακή, επανασυνδέθηκα με τον ήχο του ραδιοφώνου. Δεν έπαιζε τρομολάγνες ειδήσεις πια, δεν φούντωνε τον φόβο. Η ψυχεδέλεια χύθηκε ώς τη θάλασσα και τα νησιά, με φαζαρισμένες κιθάρες:
«I had too much to dream last night / Too much to dream / I’m not ready to face the light / I had too much to dream / Last night / Last night.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου