Δεν είναι τυχαία η επέμβαση των Αμερικανών για την αποπομπή Καραμανλή και την μετέπειτα κυβέρνηση ΓΑΠ κε Βενιζέλο
Τις θέσεις της Ελλάδας αναγκάστηκαν όχι μόνο να ασπαστούν αλλά και να εφαρμόσουν οι σύμμαχοι μας στο ΝΑΤΟ στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου τον Απρίλιου του 2008.
Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα του παράγοντα «τύχη» αλλά αποτέλεσμα πραγματικής άσκησης εξωτερικής πολιτικής και άριστης προετοιμασίας σε διπλωματικό επίπεδο, ούτως ώστε τα επιχειρήματα της Ελλάδας να μετατραπούν σε επιχειρήματα ολόκληρης της Ευρωατλαντικής συμμαχίας….
Αυτό κ. Βενιζέλε είναι γεγονός, είναι πραγματικότητα και δυστυχώς για την χώρα μας, μία από τις ελάχιστες φορές που ασκήθηκε εξωτερική πολιτική και όχι πολιτική εκ του εξωτερικού, δηλαδή παθητική εφαρμογή των όποιων κελευσμάτων, ελλείψη γνώσεων και αδυναμίας ύπαρξης στοιχειώδους επιθυμίας να υπάρξει υπεράσπιση των εθνικών μας δικαίων.
Ακριβώς επειδή λοιπόν διανύουμε μία μακρά χρονική περίοδο, ειδικά τα τελευταία 3,5 έτη όπου είναι πάνδηλη η αδυναμία ιεράρχησης, δόμησης επιχειρημάτων και παρουσίασής τους στο εξωτερικό με τρόπο εξίσου επιτυχημένο με τον Απρίλιο του 2008 και ακριβώς επειδή βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σταυροδρόμι μεταξύ άλλων, για το μείζον εθνικό ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, αλλά και για μην αντιμετωπίσουμε άλλη μία εθνική τραγωδία, ας θυμηθούμε τι υποστήριξε ο ίδιος ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας κ. Κώστας Καραμανλής στη Βουλή, μόλις 6 ημέρες μετά την άσκηση του βέτο.
Τότε, η αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ και ο τότε πρόεδρός της
Γιώργος Παπανδρέου εγκαλούσε τον Κώστα Καραμανλή για «κρυφή ατζέντα» για έλλειψη ενημέρωσης της Βουλής και για άλλα ανεδαφικά με προφανή αδιαφορία για το μέγεθος της διπλωματικής επιτυχίας που επετεύχθη τότε και που ειλικρινά αδυνατούμε να το συγκρίνουμε από τότε μέχρι σήμερα.
Απαντώντας τότε λοιπόν στην αξιωματική αντιπολίτευση ο κ. Καραμανλής είχε πει μεταξύ άλλων: «Ό,τι είπαμε στον προσωπικό απεσταλμένο του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ό,τι είπαμε στους εταίρους μας, ό,τι είπαμε προς τα Σκόπια, αυτό είπαμε και στους πολίτες. Δημόσια και καθαρά! Με ευθύτητα και ειλικρίνεια!
Απάντησα, κατ’ επανάληψη, σε σχετικές ερωτήσεις, από το ίδιο αυτό βήμα, στην «Ώρα του Πρωθυπουργού». Ενημερώθηκε, υπεύθυνα, η Διαρκής Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής. Έγιναν αλλεπάλληλες συναντήσεις της υπουργού Εξωτερικών με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής και όλους τους Αρχηγούς των κομμάτων. Ενημερώνονταν όλοι, τόσο για τις προτάσεις που υποβάλλονταν, όσο και για τα σχέδια των απαντήσεων και των χειρισμών μας.
Υπήρξε πλήρης ενημέρωση για κάθε καινούρια εξέλιξη, για κάθε στάδιο της διαπραγμάτευσης, για κάθε πτυχή της διαπραγματευτικής μας τακτικής. Όλοι οι πολίτες ήξεραν και ξέρουν πολύ καλά, τόσο τους στόχους, όσο και τις γραμμές των θέσεών μας.
Είμαστε η πρώτη Κυβέρνηση που είπε δημόσια, με θάρρος και συναίσθηση ευθύνης, ποιες είναι οι θέσεις, ποια τα μέσα που αξιοποιούμε. Χρησιμοποιήσαμε την ίδια γλώσσα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Και αυτό κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητεί. Ό,τι κάνουμε το λέμε! Και ό,τι λέμε το κάνουμε! Είπαμε καθαρά ότι οι μακρόχρονες διαπραγματεύσεις είχαν -και έχουν- ως τελικό στόχο μια αμοιβαία αποδεκτή, σύνθετη ονομασία. Σχεδόν όλα τα κόμματα συμφωνήσαμε στην επιδίωξη αυτή. Και αυτό οφείλω να το υπογραμμίσω. Οφείλω, προπάντων, να εξάρω το κλίμα ομοψυχίας που επικράτησε στο εθνικό αυτό ζήτημα. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις – η κάθε μια από τη δική της σκοπιά- στοιχίστηκαν και στοιχίζονται στην εθνική προσπάθεια για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος.
Δώσαμε μια δύσκολη μάχη και πετύχαμε μια σημαντική εξέλιξη. Δεν θριαμβολογήσαμε και δεν θριαμβολογούμε. Δεν υπερτιμούμε, αλλά και δεν υποτιμούμε το αποτέλεσμα. Ξέρουμε ότι έχουμε δρόμο, σημαντικό δρόμο μπροστά μας, ώσπου να φτάσουμε στον τελικό εθνικό στόχο, στην οριστική επίλυση του ζητήματος».
Εν ολίγοις, τι είπε ο τότε Πρωθυπουργός; Ότι οι θέσεις της Ελλάδας αναπτύχθηκαν με τέτοιο τρόπο που κατέληξαν θέσεις του ΝΑΤΟ!
«Η Ελλάδα ασκεί πολιτική ανοιχτών οριζόντων. Ασκεί πολιτική ανοιχτών θυρών για τους γείτονές της που θέλουν να συναντήσουν το ευρωπαϊκό μέλλον. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει –δεν μπορεί να σημαίνει – παράκαμψη αρχών. Η πορεία προς τους ευρωατλαντικούς θεσμούς δεν ορίζεται από κάποια αυτόματη μηχανική διαδικασία. Απαιτεί προσαρμογές σ’ ένα αρραγές και αδιάσπαστο σύνολο αρχών, από το οποίο δεν γίνονται εκπτώσεις. Απαιτεί έμπρακτη απόδειξη σχέσεων καλής γειτονίας. Απαιτεί προσαρμογή στις αρχές που ισχύουν για όλους.
Μόνον έτσι χτίζονται σταθερές και διαχρονικές, εταιρικές και συμμαχικές σχέσεις. Και αυτό αφορά χωριστά και εξ ολοκλήρου, κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα κράτη. Αφορά άμεσα τη γειτονική FYROM . Αφορά τις σχέσεις καλής γειτονίας που πρέπει να έχουν με αυτούς που θέλουν να γίνουν σύμμαχοι. Η υποχρέωση τους να συμπράξουν ώστε να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση στην εκκρεμότητα της ονομασίας υπάρχει από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του νέου Κράτους. Το ορίζουν οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, υπογραμμίζοντας ότι η λύση χρειάζεται για να αποφευχθούν αρνητικές συνέπειες στην περιφερειακή συνεργασία και σταθερότητα.
Το γειτονικό κράτος ξεκίνησε την πορεία του με προσωρινή ονομασία, αποδέχθηκε την ύπαρξη εκκρεμότητας στην ονομασία του, συμφώνησε να διαπραγματευτεί με την Ελλάδα, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, προκειμένου να βρεθεί οριστική, αμοιβαία αποδεκτή λύση.
Οι διαπραγματεύσεις αυτές (όπως ξέρουμε όλοι, κρατούν εδώ και περίπου 15 χρόνια) διεξάγονται γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Παρ’ όλο, όμως, ότι η Ελλάδα είχε κάνει μεγάλα βήματα προκειμένου να συναντηθούμε στη μέση του δρόμου, δεν έγινε το ίδιο από τη γειτονική Χώρα. Η Κυβέρνηση και σε αυτό το ζήτημα κινήθηκε και κινείται με βαθειά συναίσθηση ευθύνης.
Προσήλθαμε στον πρόσφατο κύκλο συζητήσεων με ειλικρινή βούληση επίλυσης του προβλήματος, με στόχο να αρθούν οι εκκρεμότητες που τραυματίζουν την καλή γειτονία, με σκοπό να εξασφαλιστεί ένα καλύτερο μέλλον στις διμερείς σχέσεις.
Από την πλευρά μας υπήρξε -και υπάρχει- απόλυτη ειλικρίνεια και εποικοδομητικό πνεύμα. Είπαμε, με σαφήνεια και ειλικρίνεια, ότι θέλουμε λύση που να υπηρετεί την περιφερειακή ασφάλεια, να συμβάλλει στην ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων και να οδηγεί τη γειτονική χώρα στις ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της.
Είπαμε δημόσια και καθαρά ότι επιδιώκουμε μια πρακτική, μια εφαρμόσιμη λύση, που να αντανακλά τις πραγματικότητες της περιοχής. Επιδιώκουμε πραγματικά σύνθετη ονομασία, που να ισχύει erga omnes, έναντι όλων.
Εξηγήσαμε ότι χρειάζεται λύση, που δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φορέας για ανιστόρητες πολιτικές, δεν θα μπορεί να επιστρατευτεί σαν όχημα στην εξυπηρέτηση εθνικιστικής και αλυτρωτικής λογικής, δεν θα μπορεί να υπηρετεί αντιλήψεις που ανήκουν στο χειρότερο βαλκανικό παρελθόν».
Η τότε κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός της δεν χρησιμοποίησαν εθνικιστικές κορώνες αλλά επιχειρήματα και μάλιστα επιχειρήματα τέτοια που απορρέουν από τις όλες τις διεθνείς συμβάσεις με τους συμμάχους της που δεσμεύουν τόσο την Ελλάδα όσο και οποιοδήποτε άλλη χώρα-μέλος της Ευρωατλαντικής συμμαχίας. Εν ολίγοις, τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε τότε ο Κώστας Καραμανλής ήταν δικά τους και ..ουσιαστικά τους τα υπενθύμισε δημοσίως, αναγκάζοντάς τους να αναγνωρίσουν την αλήθεια!
«Η Ελλάδα θέλει την ένταξη των γειτόνων μας τόσο στο ΝΑΤΟ, όσο και στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το δικό τους όραμα, ο δικός τους φιλόδοξος στόχος, είναι και δική μας επιδίωξη. Η προοπτική αυτή όμως δεν χτίζεται πάνω σε τόσο σοβαρές εκκρεμότητες. Δεν χτίζονται έτσι συμμαχικές σχέσεις. Δεν χτίζονται έτσι σχέσεις εταιρικότητας. Συμμετοχή στο διεθνές γίγνεσθαι χωρίς σεβασμό στους διεθνείς κανόνες, δεν γίνεται. Συμμετοχή στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, χωρίς σεβασμό στις αρχές που διέπουν τη λειτουργία τους, δεν γίνεται.
Δεν μπορεί να ζητά μια Χώρα τα οφέλη που εγγυώνται οι Διεθνείς Οργανισμοί και να απορρίπτει τις αρχές τους. Δεν μπορεί να ζητά συμμαχία με μια Χώρα και ταυτόχρονα να αναπτύσσει εθνικιστικές και αλυτρωτικές λογικές σε βάρος της.
Είπαμε, χωρίς αμφισημίες, χωρίς μισόλογα, ότι, εάν η γειτονική Χώρα θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, οφείλει να ανταποκριθεί στο αυτονόητο: Να συμπράξει, ώστε να δοθεί λύση στα σοβαρά ζητήματα που πλήττουν τις σχέσεις καλής γειτονίας. Είπαμε -σε όλους τους τόνους και σε όλες τις κατευθύνσεις- ότι «η μη λύση θα σημαίνει τη μη πρόσκλησή της στη Συμμαχία».
Επανέλαβα τη θέση αυτή, την ώρα που ξεκινούσε στο πλαίσιο του ΟΗΕ ο τελευταίος, σ’ εκείνο το στάδιο, κύκλος διαπραγματεύσεων. Ορίσαμε ξεκάθαρες γραμμές και είπαμε προς κάθε κατεύθυνση πως πίσω από τις γραμμές αυτές δεν πρόκειται να πάμε ούτε ένα βήμα. Βεβαίωσα τη Βουλή, βεβαίωσα τους Έλληνες πολίτες ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουμε ούτε τις γραμμές που χαράξαμε, ούτε τα δικαιώματά μας, ούτε τα μέσα που διαθέτουμε.
Υπογράμμισα από αυτό εδώ το βήμα, ότι, ενόψει της Συνόδου Κορυφής στο ΝΑΤΟ, ο κύκλος εκείνος ήταν εξαιρετικά κρίσιμος. Υπήρξαμε συνεπείς και υπεύθυνοι. Αντιμετωπίσαμε και εκείνη την προσπάθεια του προσωπικού απεσταλμένου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ με βούληση συνεννόησης, αλλά και με αποφασιστικότητα που κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει.
Όμως! Στη γειτονική χώρα επικράτησαν αυταπάτες. Επικράτησαν ψευδαισθήσεις. Επικράτησε η λογική της αδιαλλαξίας. Ακόμη κι όταν εμφανίζονταν κάποιες δειλές ενδείξεις, κάποιες μεμονωμένες σκέψεις μετακίνησης από την αδιαλλαξία, έρχονταν νεότερες επίσημες δηλώσεις να τις υπονομεύσουν και τελικά να τις εξουδετερώσουν. Παραγνωρίστηκε από τους γείτονές μας η αρχή που υπαγορεύει σε όλους όσοι θέλουν να μετέχουν στο διεθνές γίγνεσθαι, τον απόλυτο σεβασμό στους διεθνείς κανόνες.
Παραγνωρίστηκαν οι αρχές της καλής γειτονίας. Επικράτησαν εθνικιστικές και ανιστόρητες λογικές. Και αυτό ήταν -και είναι- λάθος των γειτόνων μας που πρέπει να γίνει αντιληπτό. Αναμένουμε να επικρατήσουν αντιλήψεις που να οδηγούν τη FYROM σ’ ένα ευρωπαϊκό αύριο.
Το διάστημα που πέρασε, επαναφέραμε το θέμα από τη διεθνή λήθη στο διεθνές προσκήνιο. Το κάναμε με καλό σχεδιασμό, με έγκαιρη προετοιμασία, με ολοκληρωμένη δράση. Οφείλω να διευκρινίσω ότι δεν πήγαμε στο Βουκουρέστι για να λύσουμε το πρόβλημα στην ονομασία του γειτονικού κράτους. Ο χρόνος -με αποκλειστική ευθύνη της FYROM – δεν επαρκούσε.
Και βέβαια δεν μπορούσε να είναι λύση μια κάποια δήλωση συμφωνίας που θα γινόταν την τελευταία στιγμή. Προσχηματικές κινήσεις δεν γίνονταν και δεν γίνονταν δεκτές. Ακόμη και ενδεχόμενη συμφωνία, χωρίς επικύρωση από το Συμβούλιο Ασφαλείας, δεν θα αποτελούσε λύση. Το είπαμε ευθέως. Τονίσαμε, εγκαίρως, ότι τέτοιες απόπειρες θα ήταν μάταιες. Ήμασταν σαφείς. Ήμασταν κατηγορηματικοί. Ήμασταν ειλικρινείς.
Είναι γεγονός ότι, όσο πλησίαζε η ώρα για τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, αναπτύσσονταν προβληματισμοί, αλλά και σενάρια αμφισβήτησης των θέσεων και των προθέσεων μας. Υποστηρίχθηκε ότι μπορεί να απομονωθούμε. Λέχθηκε ότι μπορεί να διστάσουμε. Ακούστηκε ότι μπορεί να παγιδευτούμε στη διατύπωση των Συμπερασμάτων της Συνόδου.
Δεν έγινε τίποτε από όλα αυτά! Δεν διστάσαμε, δεν απομονωθήκαμε, δεν παγιδευτήκαμε!
Βρήκαμε πολλούς και καλούς συμπαραστάτες. Υπογραμμίζω τη συμπαράσταση μεγάλων ευρωπαϊκών Χωρών. Και αυτό βέβαια δεν έγινε τυχαία. Έγινε γιατί αναπτύξαμε πειστικά επιχειρήματα. Έγινε με σκληρή δουλειά. Έγινε με συντονισμένη προσπάθεια. Αθόρυβα, αλλά υπεύθυνα. Η Ελλάδα εργάστηκε με προνοητικότητα και μίλησε με καθαρότητα. Διαπραγματεύτηκε σκληρά και προχώρησε με αυτοπεποίθηση.
Οφείλω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να επισημάνω ότι στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου λειτούργησε η αρχή της ισοτιμίας και αναδείχθηκε ο δημοκρατικός χαρακτήρας στη λήψη των αποφάσεων. Αποδείχθηκε ότι η συναίνεση ήταν, είναι και παραμένει, ο θεμέλιος λίθος για τη λειτουργία της Συμμαχίας. Το αποτέλεσμα είναι σαφές, μιλάει από μόνο του:
Το Ανακοινωθέν του Βουκουρεστίου…
– αναγνωρίζει ότι η εκκρεμότητα στην ονομασία του γειτονικού κράτους συνιστά ουσιαστικό, σύγχρονο διεθνές ζήτημα, που επηρεάζει την περιφερειακή σταθερότητα και την επιδίωξη σχέσεων καλής γειτονίας.
– Κάνει σαφή αναφορά στη διαδικασία του ΟΗΕ και διατυπώνει πρόσκληση για σύντομη επανάληψη των συζητήσεων.
– Δίνει έτσι μια ισχυρή απάντηση στις ακραίες και αντιπαραγωγικές εκείνες φωνές, που ήθελαν τα Σκόπια να αποχωρούν από τις συνομιλίες.
Το σημαντικότερο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ υιοθετεί την ελληνική θέση. Η θέση μας ότι «μη λύση σημαίνει μη πρόσκληση» στην ουσία έγινε θέση της Συμμαχίας. Και αυτό είναι μια σημαντική εξέλιξη στο δεκαεφτάχρονο αδιέξοδο της εκκρεμότητας.
Το κέρδος είναι ότι η ελληνική θέση, έγινε συμμαχική! Το κέρδος είναι ότι, η άρση της εκκρεμότητας στην ονομασία του γειτονικού κράτους αποτελεί πολιτικό όρο για την ένταξή του στο ΝΑΤΟ. Το κέρδος είναι η επιβεβαίωση και η ανάδειξη της αξιοπιστίας της Εξωτερικής Πολιτικής μας. Είναι η αξιοπιστία της Χώρας μας σε τελική ανάλυση. Αυτό που είπαμε, το κάναμε!».
Το κέρδος λοιπόν από τους άριστους διπλωματικούς χειρισμούς του 2008 ήταν εθνικό και πρέπει να παραμείνει έτσι και οφείλει η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών όχι μόνο να αναγνωρίσει, αλλά και να αναζητήσει τρόπους που θα την μιμηθεί – ειδάλλως οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια για άλλη μία φορά τα τελευταία 3,5 έτη, όχι σε άσκηση εξωτερικής πολιτικής αλλά σε πολιτική εκ του εξωτερικού …με βέβαιη μία ακόμα εθνική ήττα και τραγωδία που η ιστορία δεν θα αντέξει να μας συγχωρέσει ποτέ!
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου