Σελίδες

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Και μετά διερωτόμαστε γιατί γελάνε…

Γράφει ο Στέλιος Συρμόγλου


Η σοβαρότητα και η παραγωγή σκέψης στην Ελλάδα έχουν μετατεθεί ως ιδεώδης συνεκτικός δεσμός της κοινωνίας σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, που δεν έχει άμεση συνάφεια ούτε με την προέκταση των ιδανικών επιδιώξεων, ούτε με την ανάγκη ισορροπίας των κοινωνικών ομάδων. Η ισορροπία τούτη, είτε ως δυναμική αναγκαιότητα είτε ως ισοζυγισμός δυνάμεων, αποτελεί προϋπόθεση για την ενότητα της κοινωνίας, την ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης, της αλληλεγγύης και της λήψης των αναγκαίων αποφάσεων σ’ όλους τους τομείς.

Η ελληνική κοινωνία, όχι η Ελλάδα, περνά τώρα και το κρίσιμο στάδιο ενός συναισθήματος κατωτερότητας. Και το συναίσθημα τούτο απηχείται πρώτιστα στις εκδηλώσεις των πολιτικών της εκπροσώπων μ’ όλα τα γνωρίσματα ταυτόχρονα της υποκριτικής τους ευλάβειας, της εξουσιαστικής απληστίας και της ανικανότητας. Προεκτείνεται στους εν πολλοίς σοβαροφανώς απαίδευτους δημοσιογράφους και αθύρματα των επιχειρηματικών συμφερόντων. Και “αγγίζει” τους ολίγους διανοούμενους με πνεύμα φιλελεύθερο, γιατί οι περισσότεροι, όσοι τουλάχιστον αυτάρεσκα αυτοπροσδιορίζονται ως διανοούμενοι λόγω της πανεπιστημιακής ή συγγραφικής τους ιδιότητας, έχουν προ πολλού ακολουθήσει το δρόμο της “εξάρτησης” από το πολιτικό κατεστημένο και της εξαγορασμένης επιβίωσης.

Η σημερινή “φυσιογνωμία” της ελληνικής κοινωνίας, που υφίσταται τα δεινά μιας αδιέξοδης οικονομικής πραγματικότητας, δεν έχασε μόνο την εμπιστοσύνη στο ελληνικό

πνεύμα, το πνεύμα τούτο το βαρύφορτο από παράδοση, από πολιτισμό και από σαφήνεια. Έχασε την εμπιστοσύνη στο μέλλον της.

Στην αντίρρηση ότι η Ελλάδα για χρόνια υπήρξε θέατρο όλων των αντιθέσεων, αντιφάσεων, ασύνετων πολιτικών πράξεων και συγκρούσεων, θα μπορούσε να αντιταχθεί το ιδεώδες της παραγωγής σκέψης. Δυστυχώς όμως το ιδεώδες τούτο, νοθευμένο συχνά από εγωισμούς εθνικής υπεροχής, μωροπιστία, φιλοκατηγορίας των μεν κατά των δε ακόμη και για όνου σκιά, τις προκαταλήψεις, το κυνήγι χιμαιρών και τους πολιτικούς στρουθοκαμηλισμούς, δεν διατήρησε την ουσία του ανέπαφη.

Το πρόβλημα είναι, επίσης, ότι ως μέλη μιας κοινωνίας σε χρόνια δοκιμασία, αντιμετωπίζουμε την κρισιμότητα της κατάστασης με συνείδηση ελαφρότερη από τη σωρευμένη πείρα μας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Αγνοώντας το παρελθόν, ζώντας με ασκεψία και συχνά με ελαφρόνοια στο παρόν, αγωνιούμε για το μέλλον που δεν θα έλθει ποτέ ή και αν έλθει, δεν θα είμαστε εδώ να το υποδεχθούμε…

Με την έλλειψη παραγωγικής σκέψης και εκ των πραγμάτων σοβαρότητας σε δύσκολους καιρούς και ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές, που απαιτούν τις αποφάσεις μας, όταν καλούμαστε να ολοκληρωθούμε μέσα στην ολοκλήρωση της στιγμής, όταν καλούμαστε συνειδητά να αποφασίσουμε για τη ζωή μας, για την υπόστασή μας, για τη δικαίωσή μας ως πολίτες στο γεωγραφικό χώρο που επικύρωσαν οι αιώνες, ολισθαίνουμε στην επιπόλαια διαχείριση των ευκαιριών που μας παρουσιάζονται.

Και εξουθενωμένη ως κοινωνία πολιτών εξαντλούμαστε στα παχυλά λόγια, στην αποδοχή σπερμολογιών, στη θεωρία, στην ελαφρότητα των αντιδράσεών μας και αβασάνιστα μπορεί να κατηγορήσουμε βάναυσα και χωρίς αποδείξεις συνανθρώπους μας, στις ύβρεις και στην ευκαιριακή αντιμετώπιση των προβλημάτων. Έτσι επιλέγουμε απερίσκεπτα και αστόχαστα και τους πολιτικούς εκπροσώπους μας, απηχώντας όχι τις ανάγκες του έθνους ή της κοινωνίας, αλλά ως ευαπάτητοι και εύπιστοι “εραστές” του ανέφικτου, όπως περίτεχνα παρουσιάζεται από τους πολιτικούς απατεώνες και τους αμνήμονες συνοδοιπόρους τους…

Και όταν οι προσδοκίες μας προσκρούσουν στην πολιτική απάτη, αν και δεν αντιδρούμε άμεσα, αναμένουμε την επομένη εκλογική αναμέτρηση για να “διώξουμε” τους ανίκανους πολιτικούς, τους πρωθυπουργούς των επικύψεων και των παραλείψεων. Και όπως επιτάσσει η δημοκρατική διαδικασία, τη σκυτάλη παίρνει ο επόμενος “σωτήρας” μας, ο οποίος έχει εισπράξει αρκετή ποσότητα του δικού μας χειροκροτήματος, για να συμπεριφέρεται ως αλαζών. Κι αυτός ωστόσο εξελέγη χωρίς τη διαδικασία της σκέψης μας, γιατί θα αντλούσαμε απ’ αυτή ένα συμπέρασμα αυταπόδεικτο: Ότι κατά κανόνα η επιδέξια πολιτική προπαγάνδα μονοπωλεί την εξουσία και καταργεί αντιφυσιολογικά το νόμο της πολιτικής φθοράς, με αποτέλεσμα ο λαός να επιζητεί ό,τι λογικά και συναισθηματικά του ήταν ξένο και μισητό. Να μαραίνεται ο λαός στην περίπτυξη της πολιτικής δουλείας που απερίσκεπτα χειροκρότησε.

Και μπορεί με τη ψήφο του να αποπέμπει τους πρωθυπουργούς, αλλά δεν τους παραπέμπει στην κρίση της δικαιοσύνης για τα ολέθρια σφάλματά τους, ούτε καν στη λήθη και στο χλευασμό της λαϊκής οργής. Παραμένουν στην πολιτική πρωτοκαθεδρία, συχνά προκαλούντες το κοινό αίσθημα με την παχυδερμία τους, που τροφοδοτείται από τα προνόμια που τους εξασφάλισε η ανοχή και η …αντοχή του λαού.

Οι “ασυνείδητοι” της δημοκρατικής διαδικασίας βρίσκουν και τα κάνουν. Και περνούν ζωή και κότα, πρώην και νυν. Εκμεταλλευόμενοι τη δική μας αδρανή σκέψη, την χρεωκοπία του πνεύματος και τον εθισμό μας στο αντιαισθητικό, επιδερμικό και ανάλαφρο σ’ όλες τις εκτρωματικές του μορφές.

Αν όλοι αυτοί οι προκλητικοί εφαψίες του σώματος της ελληνικής κοινωνίας, γνώριζαν εκ των προτέρων ότι η ανικανότητα ή η απάτη τους θα προσέκρουε στην τιμωρία, ότι δεν θα πηγαίνανε απλώς στο σπίτι τους, όπου με άνεση θα σχεδίαζαν την πολιτική τους επιστροφή και τις διακοπές τους με πάμπολλα ταξίδια, τότε θα σκεφτόταν πολύ σοβαρά το τίμημα των πράξεών τους. Και ο λαός δεν θα περπατούσε σχεδόν μονίμως ανάμεσα από τόση συμφορά…


Δεν υπάρχουν σχόλια: