Στην πιάτσα την οποία εξερεύνησε με το ένστικτό του ο Κωστόπουλος, το εκτός μόδας, το αποκηρυγμένο και το μιαρό, περιμένουν απλώς τη στροφή της συγκυρίας και την αλλαγή του κλίματος για να ξαναεισβάλουν στη σκηνή.
Του Νικόλα Σεβαστάκη
Η «απολογία» του Πέτρου Κωστόπουλου και το απηνές κυνήγι του μυστηριώδους εκατομμυριούχου βουλευτή (ή των περισσότερων βουλευτών) είναι δυο φαινομενικά ασύνδετα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Στην πρώτη περίπτωση, ο συμβολικός πατέρας αυτού που αποκαλέστηκε «life style κουλτούρα» της Ελλάδας των τελευταίων δύο δεκαετιών, παραδέχεται την επιχειρηματική του αποτυχία και επιτίθεται σε όσους τον ταυτίζουν πλέον με τα κοινωνικά και αισθητικά δεινά ενός χρεοκοπημένου κοινωνικού μοντέλου. Στη δεύτερη περίπτωση, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα περίπτωση συντονισμένου ηθικού σκανδαλισμού του έθνους, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την υπερψήφιση του νέου Μνημονίου και όσων «μέτρων» το συνοδεύουν.
Η κυρίαρχη σκηνή μοιάζει να ψάχνει τους αποδιοπομπαίους τράγους, τα πρόσωπα και τις «ιστορίες» που πρέπει να φορτωθούν την μεγάλη Ενοχή. Επειδή ακριβώς ο Ένοχος δεν μπορεί να είναι διαρκώς ο «μέσος Έλληνας» (πλησιάζουν εκλογές άλλωστε), ανασύρεται εκ νέου το θέμα της...
καταισχύνης και της αμαρτίας κάποιων κακών Μεγάλων, Επωνύμων, πρώην Λαμπερών κλπ. Αυτοί οι κακοί δαίμονες θα άρουν τις αμαρτίες ενός συστήματος εξουσίας με το να γίνουν οι ίδιοι, οι ζωές και οι πρακτικές τους τα σύμβολα της «κάθαρσης» από το άνομο παρελθόν.
Ας μείνω όμως στην περίπτωση Κωστόπουλου. Από μια άποψη, τα όσα λέει για να αποσοβήσει την κατηγορία του εκμαυλιστή των κοινωνικών ηθών στην Ελλάδα του ΄90, είναι πειστικά. Πράγματι δεν ήταν το Κλικ ή το Νίτρο που κατασκεύασαν εκ του μηδενός μια ορισμένη ιδεολογία, αισθητική και ηθική της περιόδου της ελληνικής «ευημερίας». Ο συγκεκριμένος άνθρωπος λειτούργησε ως ανιχνευτής τάσεων που ήταν ήδη παρούσες και ενεργές. Δούλεψε καλά (σ)τη μεθόριο ανάμεσα στα κλασικά όνειρα ανόδου των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων και στα πληθωρικά υλικά μιας διεθνικής ποπ βιομηχανίας. Υπήρξε έτσι ένας πολιτισμικός επιχειρηματίας/ καπιταλιστής, ένας «ανανεωτής» της οικονομίας της κουλτούρας, η οποία συγκροτήθηκε στα καθ’ ημάς γύρω από μια απώθηση: την απώθηση της «ιστορικής» Ελλάδας, της Ελλάδας των πολέμων και των πολιτικών παθών, της Ελλάδας των κατασταλτικών ηθών της Δεξιάς και της αντιστασιακής μαρτυρίας των αριστερών που είχε ήδη τραυματιστεί σοβαρά με την «κρατικοποίησή της» στα πρώτα χρόνια του ΄80. Τα περιοδικά και τα ραδιόφωνα του Κωστόπουλου υποσχόταν την έξοδο από τις στερήσεις και τη βία του παρελθόντος, την πρόσβαση στο νέο σύμπαν των εμπορικών λογότυπων και της ζωής που δεν πρέπει να είναι θλιβερή. Στις εικόνες και στα κείμενα αυτά, συντελέστηκε η φαντασιακή συνεύρεση των αγροτικής και μικροαστικής καταγωγής νεαρών με τους νεοαστούς, με τα Βόρεια Προάστια, με τα ελληνικά κατά φαντασία «Μαϊάμι» που φύτρωσαν γύρω από τη Λεωφόρο Κηφησίας ή προς τη Γλυφάδα. Με μια έννοια, το μήνυμα αυτών των νέων μέσων ήταν η ιδέα μιας αταξικής ελληνικής κοινότητας στη βάση μιας δημοκρατίας των καταναλωτικών επιλογών και του συγχρωτισμού των τρόπων ζωής.
Το ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία, που συνιστά, άλλωστε, μια πτυχή ενός μοντέλου καπιταλιστικής μεγέθυνσης, είναι ότι κατάφερε να γίνει χωνευτήρι πολλών στοιχείων της σύγχρονης ελληνικής ιδεολογίας: εδώ συγχωνεύτηκαν αρμονικά ο νεοεθνικισμός του σύγχρονου επιτεύγματος (μεγάλα έργα, μαρίνες, εμπορικά κέντρα, Ολυμπιακοί Αγώνες) και ο τουριστικός κοσμοπολιτισμός, η βαθιά Ελλάδα των οπαδών του Θρύλου και η αβάσταχτη ελαφρότητα της σκηνής των celebrities. Εδώ δοκιμάστηκε ο λαϊκοποπ εκσυγχρονισμός της Ανατολής σε ένα φόντο «επιβεβλημένης» κατανάλωσης. Και η επιτυχία ήλθε από την αποτελεσματική διαχείριση των αντιφατικών μηνυμάτων.
Άλλες περιπτώσεις πολιτισμικών ιμπρεσάριων της εποχής δεν τα κατάφεραν στο μίγμα πολιτικής όπως θα έλεγε και ο Σαμαράς, πριν μπει στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Είτε στράφηκαν στη λούμπεν κοσμική παρα-πορνογραφία, είτε προσπάθησαν να προωθήσουν έναν πιο μορφωμένο και στυλιζαρισμένο ποπ ιδίωμα, χωρίς τον παραδοσιακό ακατέργαστο σεξισμό των εντύπων του Κωστόπουλου. Η παρα-πορνογραφία έχανε από την πραγματική ενώ οι πιο έντεχνες και ιδιοσυγκρασιακές εκδοχές ποπ κουλτούρας δεν είχαν ποτέ τη μαζική απήχηση στα κομμωτήρια, στους στρατώνες ή στα πλοία της γραμμής όπου έβρισκες το Κλικ και το Νίτρο στα σαλόνια της τρίτης θέσης. Θα έλεγε κανείς ότι ο κώδικας που διαμόρφωσε ο Κωστόπουλος ήταν το αντίστοιχο της μεγάλης μηχανής ΠΑΣΟΚ: λειτούργησε ως το επιτελικό κράτος για τη συνολική επικράτεια του life-style σε αναλογία με το κόμμα-κράτος, το κράτος της αλλαγής και στη συνέχεια του εκσυγχρονισμού.
Ένα είναι όμως βέβαιο: η «πρόταση» Κωστόπουλου δεν ήταν ποτέ περιθωριακή στην ελληνική κοινωνία όπως υποστηρίζει τώρα ο ίδιος θέλοντας να μικρύνει τη σημασία των εγχειρημάτων του. Από την αρχή και πολύ περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου, υπήρξε μια από τις επιφάνειες του κοινωνικού φαντασιακού στο οποίο στηρίχτηκε ο «καταναλωτικός καπιταλισμός» στην εγχώρια εκδοχή του. Αγχωμένος ευζωισμός και ανταγωνιστικά συμπλέγματα, φκιασιδωμένη «λαϊκότητα» και νεοπλουτίστικη περιφρόνηση για κάθε τι πνευματικό, βρώμικες λέξεις αλλά και απέραντο κομφορμιστικό δέος απέναντι στους ισχυρούς του πλούτου και της φήμης, όλα αυτά αλέστηκαν από κοινού στο μύλο μιας αφήγησης που ήταν κάτι περισσότερο από την επίδειξη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Ανεξάρτητα από το αν η καριέρα του προσώπου Πέτρου Κωστόπουλου έφτασε στο τέλος της, η αφήγηση της ελληνικής «ανόδου» την οποία υπηρέτησαν τα προϊόντα του, θα συνεχίσει να επιβιώνει πίσω από τα συντρίμμια και τα ηθικά αναθέματα με τα οποία το σήμερα επιδιώκει να ξεπλυθεί από τα κρίματα του παρελθόντος. Στην πιάτσα την οποία εξερεύνησε με το ένστικτό του ο Κωστόπουλος, το εκτός μόδας, το αποκηρυγμένο και το μιαρό, περιμένουν απλώς τη στροφή της συγκυρίας και την αλλαγή του κλίματος για να ξαναεισβάλουν στη σκηνή. Και έπειτα, κάποιος τριαντάρης θα βρεθεί να σαλπίσει το τέλος της θλίψης για να συναντήσει το διψασμένο για λήθη κοινό…
Του Νικόλα Σεβαστάκη
Η «απολογία» του Πέτρου Κωστόπουλου και το απηνές κυνήγι του μυστηριώδους εκατομμυριούχου βουλευτή (ή των περισσότερων βουλευτών) είναι δυο φαινομενικά ασύνδετα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Στην πρώτη περίπτωση, ο συμβολικός πατέρας αυτού που αποκαλέστηκε «life style κουλτούρα» της Ελλάδας των τελευταίων δύο δεκαετιών, παραδέχεται την επιχειρηματική του αποτυχία και επιτίθεται σε όσους τον ταυτίζουν πλέον με τα κοινωνικά και αισθητικά δεινά ενός χρεοκοπημένου κοινωνικού μοντέλου. Στη δεύτερη περίπτωση, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα περίπτωση συντονισμένου ηθικού σκανδαλισμού του έθνους, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την υπερψήφιση του νέου Μνημονίου και όσων «μέτρων» το συνοδεύουν.
Η κυρίαρχη σκηνή μοιάζει να ψάχνει τους αποδιοπομπαίους τράγους, τα πρόσωπα και τις «ιστορίες» που πρέπει να φορτωθούν την μεγάλη Ενοχή. Επειδή ακριβώς ο Ένοχος δεν μπορεί να είναι διαρκώς ο «μέσος Έλληνας» (πλησιάζουν εκλογές άλλωστε), ανασύρεται εκ νέου το θέμα της...
καταισχύνης και της αμαρτίας κάποιων κακών Μεγάλων, Επωνύμων, πρώην Λαμπερών κλπ. Αυτοί οι κακοί δαίμονες θα άρουν τις αμαρτίες ενός συστήματος εξουσίας με το να γίνουν οι ίδιοι, οι ζωές και οι πρακτικές τους τα σύμβολα της «κάθαρσης» από το άνομο παρελθόν.
Ας μείνω όμως στην περίπτωση Κωστόπουλου. Από μια άποψη, τα όσα λέει για να αποσοβήσει την κατηγορία του εκμαυλιστή των κοινωνικών ηθών στην Ελλάδα του ΄90, είναι πειστικά. Πράγματι δεν ήταν το Κλικ ή το Νίτρο που κατασκεύασαν εκ του μηδενός μια ορισμένη ιδεολογία, αισθητική και ηθική της περιόδου της ελληνικής «ευημερίας». Ο συγκεκριμένος άνθρωπος λειτούργησε ως ανιχνευτής τάσεων που ήταν ήδη παρούσες και ενεργές. Δούλεψε καλά (σ)τη μεθόριο ανάμεσα στα κλασικά όνειρα ανόδου των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων και στα πληθωρικά υλικά μιας διεθνικής ποπ βιομηχανίας. Υπήρξε έτσι ένας πολιτισμικός επιχειρηματίας/ καπιταλιστής, ένας «ανανεωτής» της οικονομίας της κουλτούρας, η οποία συγκροτήθηκε στα καθ’ ημάς γύρω από μια απώθηση: την απώθηση της «ιστορικής» Ελλάδας, της Ελλάδας των πολέμων και των πολιτικών παθών, της Ελλάδας των κατασταλτικών ηθών της Δεξιάς και της αντιστασιακής μαρτυρίας των αριστερών που είχε ήδη τραυματιστεί σοβαρά με την «κρατικοποίησή της» στα πρώτα χρόνια του ΄80. Τα περιοδικά και τα ραδιόφωνα του Κωστόπουλου υποσχόταν την έξοδο από τις στερήσεις και τη βία του παρελθόντος, την πρόσβαση στο νέο σύμπαν των εμπορικών λογότυπων και της ζωής που δεν πρέπει να είναι θλιβερή. Στις εικόνες και στα κείμενα αυτά, συντελέστηκε η φαντασιακή συνεύρεση των αγροτικής και μικροαστικής καταγωγής νεαρών με τους νεοαστούς, με τα Βόρεια Προάστια, με τα ελληνικά κατά φαντασία «Μαϊάμι» που φύτρωσαν γύρω από τη Λεωφόρο Κηφησίας ή προς τη Γλυφάδα. Με μια έννοια, το μήνυμα αυτών των νέων μέσων ήταν η ιδέα μιας αταξικής ελληνικής κοινότητας στη βάση μιας δημοκρατίας των καταναλωτικών επιλογών και του συγχρωτισμού των τρόπων ζωής.
Το ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία, που συνιστά, άλλωστε, μια πτυχή ενός μοντέλου καπιταλιστικής μεγέθυνσης, είναι ότι κατάφερε να γίνει χωνευτήρι πολλών στοιχείων της σύγχρονης ελληνικής ιδεολογίας: εδώ συγχωνεύτηκαν αρμονικά ο νεοεθνικισμός του σύγχρονου επιτεύγματος (μεγάλα έργα, μαρίνες, εμπορικά κέντρα, Ολυμπιακοί Αγώνες) και ο τουριστικός κοσμοπολιτισμός, η βαθιά Ελλάδα των οπαδών του Θρύλου και η αβάσταχτη ελαφρότητα της σκηνής των celebrities. Εδώ δοκιμάστηκε ο λαϊκοποπ εκσυγχρονισμός της Ανατολής σε ένα φόντο «επιβεβλημένης» κατανάλωσης. Και η επιτυχία ήλθε από την αποτελεσματική διαχείριση των αντιφατικών μηνυμάτων.
Άλλες περιπτώσεις πολιτισμικών ιμπρεσάριων της εποχής δεν τα κατάφεραν στο μίγμα πολιτικής όπως θα έλεγε και ο Σαμαράς, πριν μπει στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Είτε στράφηκαν στη λούμπεν κοσμική παρα-πορνογραφία, είτε προσπάθησαν να προωθήσουν έναν πιο μορφωμένο και στυλιζαρισμένο ποπ ιδίωμα, χωρίς τον παραδοσιακό ακατέργαστο σεξισμό των εντύπων του Κωστόπουλου. Η παρα-πορνογραφία έχανε από την πραγματική ενώ οι πιο έντεχνες και ιδιοσυγκρασιακές εκδοχές ποπ κουλτούρας δεν είχαν ποτέ τη μαζική απήχηση στα κομμωτήρια, στους στρατώνες ή στα πλοία της γραμμής όπου έβρισκες το Κλικ και το Νίτρο στα σαλόνια της τρίτης θέσης. Θα έλεγε κανείς ότι ο κώδικας που διαμόρφωσε ο Κωστόπουλος ήταν το αντίστοιχο της μεγάλης μηχανής ΠΑΣΟΚ: λειτούργησε ως το επιτελικό κράτος για τη συνολική επικράτεια του life-style σε αναλογία με το κόμμα-κράτος, το κράτος της αλλαγής και στη συνέχεια του εκσυγχρονισμού.
Ένα είναι όμως βέβαιο: η «πρόταση» Κωστόπουλου δεν ήταν ποτέ περιθωριακή στην ελληνική κοινωνία όπως υποστηρίζει τώρα ο ίδιος θέλοντας να μικρύνει τη σημασία των εγχειρημάτων του. Από την αρχή και πολύ περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου, υπήρξε μια από τις επιφάνειες του κοινωνικού φαντασιακού στο οποίο στηρίχτηκε ο «καταναλωτικός καπιταλισμός» στην εγχώρια εκδοχή του. Αγχωμένος ευζωισμός και ανταγωνιστικά συμπλέγματα, φκιασιδωμένη «λαϊκότητα» και νεοπλουτίστικη περιφρόνηση για κάθε τι πνευματικό, βρώμικες λέξεις αλλά και απέραντο κομφορμιστικό δέος απέναντι στους ισχυρούς του πλούτου και της φήμης, όλα αυτά αλέστηκαν από κοινού στο μύλο μιας αφήγησης που ήταν κάτι περισσότερο από την επίδειξη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Ανεξάρτητα από το αν η καριέρα του προσώπου Πέτρου Κωστόπουλου έφτασε στο τέλος της, η αφήγηση της ελληνικής «ανόδου» την οποία υπηρέτησαν τα προϊόντα του, θα συνεχίσει να επιβιώνει πίσω από τα συντρίμμια και τα ηθικά αναθέματα με τα οποία το σήμερα επιδιώκει να ξεπλυθεί από τα κρίματα του παρελθόντος. Στην πιάτσα την οποία εξερεύνησε με το ένστικτό του ο Κωστόπουλος, το εκτός μόδας, το αποκηρυγμένο και το μιαρό, περιμένουν απλώς τη στροφή της συγκυρίας και την αλλαγή του κλίματος για να ξαναεισβάλουν στη σκηνή. Και έπειτα, κάποιος τριαντάρης θα βρεθεί να σαλπίσει το τέλος της θλίψης για να συναντήσει το διψασμένο για λήθη κοινό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου