Με μία δήλωση έκπληξη (ή όχι και τόσο για τους συστηματικούς παρατηρητές των εξελίξεων αλλά και των διεθνών σχέσεων), ο νέος αναπληρωτής πρωθυπουργός του Ισραήλ φέρεται να αναφέρθηκε στην Τουρκία ως «υπερδύναμη».
Πιο συγκεκριμένα, ο πρώην αρχηγός των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, Σαούλ Μοφάζ, σε ομιλία του στο Washington Institute, αναφέρθηκε στην ανάγκη του Ισραήλ να ισχυροποιήσει τους δεσμούς του με την Τουρκία, η οποία φέρεται να απολαμβάνει «καθεστώς υπερδύναμης» στη Μέση Ανατολή, αφού η συγκεκριμένη εξέλιξη πρόκειται να εξυπηρετήσει τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας του αλλά και της γείτονος.
Όπως είναι φυσικό η δήλωση στο συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν οι δύο χώρες, τόσο μεταξύ τους όσο και αναφορικά με τις ευρύτερες ισορροπίες, θα πρέπει να...
αντιμετωπιστεί ως «χρησμός» με το εξής σκεπτικό:
Εάν δεχτούμε πως ο νέος αναπληρωτής πρωθυπουργός του Ισραήλ πραγματικά το εννοεί, αλλά και εκφράζει την επίσημη άποψη του Τελ-Αβίβ (δηλαδή δεν αποτελεί η σκέψη αυτή προσωπική άποψη), τότε γίνεται φανερό πως αυτό που «μαγειρεύεται» στη Συρία αλλά και στο Ιράν, κυρίως, είναι τόσο σημαντικό ώστε το Ισραήλ να καταπίνει την τουρκική αλαζονεία «αμάσητη» έτσι ώστε να προσεταιριστεί την Άγκυρα αναφορικά με τις θερμές εξελίξεις στη περιοχή.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Τουρκία θα πρέπει να ανταποκριθεί θετικά αφού μία τέτοια εξέλιξη, ίσως να αποτελεί και τη τελευταία της ευκαιρία να ανακατέψει τη τράπουλα στη περιοχή και να μπει γερά στο παιχνίδι της ενέργειας αλλά και των ανακατατάξεων, το οποίο εκτυλίσσεται περισσότερο εναντίων των συμφερόντων της παρά υπέρ αυτής.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως η συγκεκριμένη δήλωση είναι περισσότερο για τα «μάτια του κόσμου» αφού τα συμφέροντα των δύο χωρών, ειδικά μετά το επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά» αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο και οι τουρκικές προκλήσεις ακολουθούν η μία την άλλη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία ισραηλινή πολιτική «αποκοίμισης του θηρίου», αλλά και πετάγματος για ακόμα μία φορά της μπάλας στο γήπεδο της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε πως οι συγκεκριμένες δηλώσεις έλαβαν χώρα στην Ουάσιγκτον, με τις ΗΠΑ – επισήμως τουλάχιστον και κυρίως για την παρούσα κυβέρνηση – να θεωρούν την Άγκυρα πολύτιμο σύμμαχο.
Είτε λοιπόν πρόκειται για μία πολιτική «κατευνασμού» (πρώτη περίπτωση), είτε πρόκειται για μία προσπάθεια «εξημέρωσης» (δεύτερη περίπτωση), το ζήτημα για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι ένα: Και στις δύο περιπτώσεις τα συμφέροντα του Ελληνισμού επηρεάζονται ποικιλοτρόπως, αφού τα τελευταία δύο έτη η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν εμπλέξει τη μοίρα τους με αυτές της Τουρκίας και του Ισραήλ, άρα η περίσταση χρήζει άμεσης ανάλυσης και προσοχής.
Όπως έχουμε δε αναφέρει πολλάκις, η έννοια της «στρατηγικής συμμαχίας» Ελλάδας – Κύπρου με το Ισραήλ θα αποδειχθεί μόνο μέσω της πράξης. Με άλλα λόγια ο Ελληνισμός δεν χρειάζεται πλέον υποσχέσεις αλλά θα πρέπει να «φάει ψωμί και αλάτι» μαζί με τον δυνητικό σύμμαχο έτσι ώστε να πειστεί να αφιερώσει τις δυνάμεις του αλλά και να διακινδυνεύσει για το κοινό και αμοιβαίο ΣΥΜΦΕΡΟΝ. Ότι δηλαδή κάνει καθ’ όλη τη βραχεία ιστορική της διαδρομή (ως κράτος) και η άλλη πλευρά.
πηγή
Πιο συγκεκριμένα, ο πρώην αρχηγός των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, Σαούλ Μοφάζ, σε ομιλία του στο Washington Institute, αναφέρθηκε στην ανάγκη του Ισραήλ να ισχυροποιήσει τους δεσμούς του με την Τουρκία, η οποία φέρεται να απολαμβάνει «καθεστώς υπερδύναμης» στη Μέση Ανατολή, αφού η συγκεκριμένη εξέλιξη πρόκειται να εξυπηρετήσει τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας του αλλά και της γείτονος.
Όπως είναι φυσικό η δήλωση στο συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν οι δύο χώρες, τόσο μεταξύ τους όσο και αναφορικά με τις ευρύτερες ισορροπίες, θα πρέπει να...
αντιμετωπιστεί ως «χρησμός» με το εξής σκεπτικό:
Εάν δεχτούμε πως ο νέος αναπληρωτής πρωθυπουργός του Ισραήλ πραγματικά το εννοεί, αλλά και εκφράζει την επίσημη άποψη του Τελ-Αβίβ (δηλαδή δεν αποτελεί η σκέψη αυτή προσωπική άποψη), τότε γίνεται φανερό πως αυτό που «μαγειρεύεται» στη Συρία αλλά και στο Ιράν, κυρίως, είναι τόσο σημαντικό ώστε το Ισραήλ να καταπίνει την τουρκική αλαζονεία «αμάσητη» έτσι ώστε να προσεταιριστεί την Άγκυρα αναφορικά με τις θερμές εξελίξεις στη περιοχή.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Τουρκία θα πρέπει να ανταποκριθεί θετικά αφού μία τέτοια εξέλιξη, ίσως να αποτελεί και τη τελευταία της ευκαιρία να ανακατέψει τη τράπουλα στη περιοχή και να μπει γερά στο παιχνίδι της ενέργειας αλλά και των ανακατατάξεων, το οποίο εκτυλίσσεται περισσότερο εναντίων των συμφερόντων της παρά υπέρ αυτής.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως η συγκεκριμένη δήλωση είναι περισσότερο για τα «μάτια του κόσμου» αφού τα συμφέροντα των δύο χωρών, ειδικά μετά το επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά» αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο και οι τουρκικές προκλήσεις ακολουθούν η μία την άλλη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία ισραηλινή πολιτική «αποκοίμισης του θηρίου», αλλά και πετάγματος για ακόμα μία φορά της μπάλας στο γήπεδο της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε πως οι συγκεκριμένες δηλώσεις έλαβαν χώρα στην Ουάσιγκτον, με τις ΗΠΑ – επισήμως τουλάχιστον και κυρίως για την παρούσα κυβέρνηση – να θεωρούν την Άγκυρα πολύτιμο σύμμαχο.
Είτε λοιπόν πρόκειται για μία πολιτική «κατευνασμού» (πρώτη περίπτωση), είτε πρόκειται για μία προσπάθεια «εξημέρωσης» (δεύτερη περίπτωση), το ζήτημα για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι ένα: Και στις δύο περιπτώσεις τα συμφέροντα του Ελληνισμού επηρεάζονται ποικιλοτρόπως, αφού τα τελευταία δύο έτη η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν εμπλέξει τη μοίρα τους με αυτές της Τουρκίας και του Ισραήλ, άρα η περίσταση χρήζει άμεσης ανάλυσης και προσοχής.
Όπως έχουμε δε αναφέρει πολλάκις, η έννοια της «στρατηγικής συμμαχίας» Ελλάδας – Κύπρου με το Ισραήλ θα αποδειχθεί μόνο μέσω της πράξης. Με άλλα λόγια ο Ελληνισμός δεν χρειάζεται πλέον υποσχέσεις αλλά θα πρέπει να «φάει ψωμί και αλάτι» μαζί με τον δυνητικό σύμμαχο έτσι ώστε να πειστεί να αφιερώσει τις δυνάμεις του αλλά και να διακινδυνεύσει για το κοινό και αμοιβαίο ΣΥΜΦΕΡΟΝ. Ότι δηλαδή κάνει καθ’ όλη τη βραχεία ιστορική της διαδρομή (ως κράτος) και η άλλη πλευρά.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου