Σελίδες

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η «κυβερνητική υποκρισία» η ευκαιρία για διαπραγμάτευση, το άδηλο μέλλον


Όλο και περισσότερο ακούγεται από τα χείλη ανθρώπων που συντάχθηκαν και βοήθησαν εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές, τα περί προδοσίας της Αριστεράς λόγω της εκπεφρασμένης βούλησης της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ) του Φώτη Κουβέλη να συμμετάσχει σε κυβέρνηση η οποία θα επιχειρήσει να αλλάξει τα παρόντα αρνητικά δεδομένα για τη χώρα στον οικονομικό τομέα και να πετύχει τη διατήρηση της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ.

Η υποκρισία βέβαια είναι μέγιστη. Και αυτό διότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ευκαιρία του να σχηματίσει κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση της Αριστεράς μαζί με τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, με τη Νέα Δημοκρατία να υπόσχεται «ψήφο ανοχής», καθώς αυτό που προείχε και εξακολουθεί να προέχει, ήταν η ανάγκη να κυβερνηθεί η χώρα. Η παρατεταμένη ακυβερνησία, κάθε μέρα που περνούσε επιβάρυνε το κλίμα, καθιστώντας την κατάσταση δυσχερέστερη, αν και για να λέγεται όλη η αλήθεια, από την άποψη της διαπραγματευτικής ισχύος, η νευρική κρίση που προηγήθηκε διεθνώς τις...
ημέρες πριν τις δεύτερες εκλογές μάλλον μας ενισχύει.

Αντ’ αυτού όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να σπεκουλάρει πολιτικά με σκοπό να εκμεταλλευτεί την πόλωση που όλοι προέβλεπαν και να ενισχύσει τα εκλογικά του ποσοστά. Την ίδια ώρα, η πλειοψηφία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ μάλλον εκφράζουν ικανοποίηση που απέφυγαν να πιάσουν την «καυτή πατάτα» της εκ νέου διαπραγμάτευσης του Μνημονίου στα χέρια, καθώς δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβουν ότι οι προεκλογικές κορόνες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, στην οποία καλείσαι να προσγειωθείς ανώμαλα, ή μάλλον για την ακρίβεια, πολλοί είναι αυτοί που φροντίζουν ώστε να στο εξασφαλίσουν…

Παράλληλα, όσοι τρέφουν αυταπάτες περί ανεξάρτητης πορείας «για να αποδείξουμε στους ‘κακούς’ ξένους τι θα πάθουνε», θα διαπίστωναν σύντομα ότι οι «κακοί ξένοι» μπορεί να πάθαιναν ότι ήταν να πάθουν, όμως αυτό που παθαίνει ο «αδύναμος κρίκος» με αντικειμενικά και μετρήσιμα στοιχεία, είναι πραγματικά η απόλυτη καταστροφή. Τουλάχιστον για ένα ικανό χρονικό διάστημα, όπου μέχρι να ξεκινήσει η δειλή ανάκαμψη – κι αυτή με ερωτηματικό, αφού με ιδεοληψίες και στερεότυπα σαν κι αυτά που εκφράζονταν κατά ριπάς προεκλογικά, η προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα θα ήταν περισσότερο από… όνειρα θερινής νυκτός.

Που βρισκόμαστε όμως τώρα; Οι G-20 που συναντήθηκαν στο Μεξικό συμφωνούν ομοφώνως ότι πρέπει να γίνει κάτι με την Ευρώπη, χωρίς όμως να είναι δυνατό να συμφωνήσουν στο τι είναι αυτό, αφού καλά-καλά δεν ξέρουν ούτε και οι ίδιοι. Όσο μάλιστα θεωρείται δεδομένο ότι η ρωσική και η κινεζική οικονομία θα υποφέρουν στο ενδεχόμενο γενίκευσης της ύφεσης στην Ευρώπη, τόσο θα αυξάνεται και η αβεβαιότητα των Ηνωμένων Πολιτειών:

Από τη μία πλευρά ο φόβος για τις συνέπειες στην αμερικανική οικονομία δίνει κίνητρο υπέρ της ανάταξης της Ευρωζώνης. Από την άλλη όμως, υπό την προϋπόθεση ότι η κρίση δεν οδηγεί σε διάλυση, θα οδηγεί κεφάλαια να αναζητούν «στέγη» στο δολάριο και την αμερικανική οικονομία. Αυτό ίσως εξηγεί και τη σταθερότητα των αμερικανικών χρηματαγορών παρά την κρίση. Κατά συνέπεια, θεωρητικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξυπηρετούνται από μια ενδιάμεση κατάσταση. Και να μην θεραπεύεται η κρίση και να μην κλιμακωθεί τόσο ώστε να απειλήσει ουσιαστικά την αμερικανική οικονομία που έχει τα δικά της προβλήματα.

Αυτή είναι όμως μια πολύ ευαίσθητη ισορροπία και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσουν να την τηρήσουν χωρίς να συμβεί ένα τυχαίο – εκτός ελέγχου γεγονός που θα οδηγήσει σε απώλεια του ελέγχου. Τα δεδομένα του προβλήματος είναι… το εξής ένα: Ότι το πρόβλημα δεν έχει εύκολες ή/και ανώδυνες λύσεις. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο καλείται να λειτουργήσει και η Ελλάδα. Τι πρέπει άραγε να κάνει; Μήπως πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πιο πέρα από το τι μπορούμε να αποσπάσουμε ως παραχωρήσεις στην ανάγκη τήρησης των όρων του Μνημονίου, αφού είναι πιθανό αίφνης να διαπιστώσουμε ότι το ουσιαστικό πρόβλημα είναι τελικά αλλού;

Το επιχείρημα εδώ δεν είναι ότι υπάρχουν περιθώρια για «εκβιασμούς» και την επίδειξη σκληρής γραμμής του στιλ «αυτό θέλουμε, ή μας το δίνεται ή φεύγουμε και αντιμετωπίστε όπως νομίζεται τις συνέπειες». Ωστόσο, δεν παύει να διαφαίνεται όλο και πιο έντονα η χώρα να αποκτήσει κατεπειγόντως ένα «Σχέδιο Β’». Θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιδράσει σε περίπτωση που απολεσθεί ο έλεγχος και η κατάσταση οδεύσει προς κατάρρευση. Το ότι η Γερμανία θα έχει τότε μετανιώσει την ολιγωρία που επέδειξε είναι παντελώς αδιάφορο, αφού η ζημιά και θα έχει γίνει και θα είναι μη αναστρέψιμη.

Υπό αυτή τη λογική, η παραμονή της χώρας εντός της Ευρωζώνης δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό. Ούτε πρέπει τα κόμματα που θα συγκροτήσουν (;) κυβέρνηση να παγιδευτούν στην προεκλογική δέσμευση παραμονής στην Ευρωζώνη εάν διαπιστωθεί ότι το «καράβι» βουλιάζει. Θα πρέπει άμεσα να ξεκινήσει συζήτηση – με τη συμμετοχή ΚΑΙ του ΣΥΡΙΖΑ – για το τι κάνει η χώρα σε περίπτωση που το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα κλονιστεί, κάτι που ουδείς λογικός αναλυτής το αποκλείει ακόμα κι αν δίνονται μικρές σχετικά, προς το παρόν, πιθανότητες για να συμβεί αυτό.

Πόσο έτοιμοι είμαστε να δείξουμε την απαραίτητη υπευθυνότητα; Πόσο ικανοί είμαστε να διαχειριστούμε την κατάσταση δεδομένης της κολοσσιαίας αφέλειας και στρατηγικών διαστάσεων βλακείας να ποντάρουμε τα πάντα κατά τον σχεδιασμό της πολιτικής μας στην υπόθεση ότι η Ευρώπη είναι δεδομένη; Λίγοι φώναζαν εδώ και χρόνια με κίνδυνο να καταντήσουν γραφικοί. Πλέον όμως έχουν δικαιωθεί, αν και δεν έχουν ζητηθεί ακόμα ευθύνες από τους καλοταϊσμένους από τα ευρωπαϊκά κονδύλια «γνωμηγήτορες και διανοούμενος» που κοίμιζαν τον κόσμο ενώ οι ίδιοι διήγαγαν ζωή χαρισάμενη μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών, εις υγείαν των κορόιδων φορολογουμένων Ευρωπαίων – όχι μόνο των Ελλήνων – πολιτών. Εκεί είναι το πραγματικό σκάνδαλο.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: