Σελίδες

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ο Γεώργιος Χατζιδάκις και η απόδειξη της αδιάσπαστης γλωσσικής συνέχειας του Ελληνισμού


 

Έχει εύστοχα παρατηρηθεί από τον αείμνηστο καθηγητή τής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών Γ. Κουρμούλη ότι η προσφορά τού Γ. Χατζιδάκι στην επιστήμη δεν συνίσταται τόσο στο ότι πρώτος αυτός εισήγαγε τη γλωσσική επιστήμη στην Ελλάδα, πράγμα επίσης σημαντικό, όσο κυρίως στο ότι ήταν ο πρώτος που εθεμελίωσε τον νεοελληνικό λόγο, καθορίζοντας τη βάση και τη μεθοδολογία ερεύνης του. Για να εκτιμήσουμε την κατάσταση που συνάντησε ο Χατζιδάκις επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά από τις ειδικές σπουδές ιστορικής και συγκριτικής γλωσσολογίας που διεξήγαγε στη Γερμανία κοντά σε μεγάλες προσωπικότητες τής γλωσσικής επιστήμης, θα πρέπει να θυμηθούμε το πνεύμα που επικρατούσε στην αντιμετώπιση της ελληνικής γλώσσας την τελευταία δεκαετία τού 19ου αιώνα. Είναι η περίοδος που καθαρώς ιστορικά φαινόμενα εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται μέσα από την αχλύ ενός ρομαντικού πνεύματος, που είναι λ.χ. έντονα φανερό στη λογοτεχνία της εποχής και που –πέρα από τις οποιεσδήποτε μιμήσεις δυτικών προτύπων– δικαιώνεται και ως αναζήτηση των ριζών τού ελληνικού Έθνους, ως διασφάλιση της φυσιογνωμίας και των ιστορικών του δικαιωμάτων, τα οποία ξένα συμφέροντα είχαν ήδη θέσει υπό αμφισβήτηση. Έτσι λοιπόν ένα σύνθετο πλέγμα αιτίων, ψυχολογικών (φυγής), εθνικοπολιτικών (επιστροφής στις ρίζες), επιστημονικών (αναζητήσεως επιχειρημάτων για την αντίκρουση ύποπτων θεωριών), ήταν μερικοί από τους λόγους που ωθούσαν γενικότερα στην επιδίωξη μιας απευθείας συνδέσεως τού Νέου Ελληνισμού με τον αρχαίο κόσμο, εις βάρος βεβαίως τού μεσαιωνικού (βυζαντινού) Ελληνισμού, που τον θεωρούσαν ακόμη εστία ορισμένων προβλημάτων.

Η στάση αυτή στον τομέα τής γλώσσας εκπροσωπήθηκε από την περίφημη αιολοδωρική θεωρία, τη διδασκαλία δηλαδή που ξεκινούσε ήδη με την Αιολοδωρική Γραμματική τού Αθανασίου Χριστοπούλου, στηριζόμενη σε συναφείς απόψεις διαφόρων μελετητών τής γλώσσας, από τον Κοραή και τον Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων μέχρι τον Μιχαήλ Δέφνερ, τον Mullach και τον Δημ. Μαυροφρύδη. Σύμφωνα με τα διδάγματα τής θεωρίας αυτής, η νεοελληνική δημώδης γλώσσα ανάγεται απευθείας στην αρχαία ελληνική γλώσσα, και μάλιστα όχι στην καθολικευθείσα στους χρόνους τής αλεξανδρινής κοινής αττική διάλεκτο, αλλά στις πιο αρχαιοπινείς από της αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, την αιολική και τη δωρική (απ’ όπου και η ονομασία «αιολοδωρική»). 
Ο Χατζιδάκις, με τη διδασκαλία και τα δημοσιεύματά του, πέτυχε να γκρεμίσει βαθμηδόν τα είδωλα τής γλώσσας, στα οποία πίστευαν μέχρι τότε, και να οικοδομήσει στη θέση τους «Ναό» τής γνήσιας επιστήμης τής γλώσσας
. Γιατί ο Χατζιδάκις με το επιστημονικό του έργου δεν κατέλυσε απλώς τα αιολοδωρικά είδωλα, αλλά αποκατέστησε το αληθινό πρόσωπο τής γλώσσας μας, δείχνοντας τις ρίζες τής καταγωγής της, την αδιάσπαστη συνέχειά της και τον τρόπο που πρέπει να μελετώνται τα φαινόμενα τής ιστορίας και τής δομής τής γλώσσας μας.

Και ως προς μεν την καταγωγή τής Ελληνικής απέδειξε, αντίθετα προς τα διδασκόμενα μέχρι τότε, πως η σύγχρονη ομιλουμένη Ελληνική, η δημώδης προφορική παράδοση αλλά και η λόγια γραπτή μας γλώσσα συναποτελούν τη φυσική συνέχεια τής μεσαιωνικής (βυζαντινής) γλωσσικής μας παράδοσης, που, με τη σειρά της, δεν είναι παρά η φυσική, αβίαστη εξέλιξη τής προγενέστερης φάσεως τής Ελληνικής, τής Αλεξανδρινής Κοινής. Αυτή η γλώσσα, ξεκινώντας από τον 3ο π.Χ αι. και έχοντας ως βάση την αττική διάλεκτο, απλοποιημένη και οικονομικότερα διαρθρωμένη στη δομή της, για να χρησιμοποιηθεί ως όργανο επικοινωνίας μεγάλων πληθυσμιακών μαζών που ξεπερνούσαν τα όρια του παλιού ελληνικού κράτους, απετέλεσε σε μια πιο ενοποιημένη μορφή τη φυσική διάδοχο κατάσταση τής παλιότερης, διαλεκτικά διαφοροποιημένης γλώσσας που χαρακτήριζε την κλασική Ελλάδα. Με άλλα λόγια, ο Χατζιδάκις έπεισε ότι η σύγχρονη προφορική ελληνική γλώσσα δεν έπαυσε ποτέ να αποτελεί όργανο εκφράσεως τού Ελληνισμού στις μακραίωνες ιστορικές εξελίξεις του και, το σπουδαιότερο, ότι, αντί να κάνει κανείς άλματα –άγνωστα στην αδιάκοπη ιστορική παρουσία τού Ελληνισμού–, είναι επιστημονικά επιβεβλημένο να ανακαλύπτει τους ιστορικούς δεσμούς μεταξύ αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας μέσα από τη φυσική της εξέλιξη.

Αν έπρεπε να σταθεί κανείς ενδεικτικά σε ορισμένα ορόσημα τού εκπληκτικού έργου τού Χατζιδάκι, που ανέρχεται σε 650 δημοσιεύματα, δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει χωρίς λίγα λόγια τα εξής τουλάχιστον δημοσιεύματα:
1) Τη διδακτορική διατριβή του, πού υπεβλήθη στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών το 1881, με τίτλο: Περὶ τῶν εἰς -ους Συνηρημένων τῆς Β΄ Κλίσεως καὶ τῶν εἰς -ος Οὐδετέρων Ὀνομάτων τῆς Γ΄ ἐν τῇ Νέᾳ Ἑλληνικῇ. Πρόκειται για το πρώτο επίσημο δείγμα τής επιστημονικής εργασίας τού Γ. Χατζιδάκι, ένα μόλις έτος αφού είχε επιστρέψει από τις μεταπτυχιακές σπουδές στη γλωσσολογία που είχε πραγματοποιήσει στα Πανεπιστήμια τής Λειψίας, τής Ιένας και τού Βερολίνου. 
Η διατριβή αυτή, γραμμένη σε αρχαΐζουσα γλώσσα (όπως απαιτείτο τότε για διδακτορικές διατριβές που υποβάλλονταν στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, όπου κυριαρχούσε η φυσιογνωμία τού Κόντου, διδασκάλου τού Γ. Χατζιδάκι), σημειώνει την επίσημη εμφάνιση τού Χατζιδάκι στον επιστημονικό στίβο. Στο δημοσίευμα αυτό, που απαρτίζεται από 15 μόλις σελίδες (!) –έκταση διατριβής που μόνο από εξαιρετικές επιστημονικές συμβολές ορισμένων κλάδων των θετικών επιστημών είναι γνωστή–, ο Χατζιδάκις επέλεξε δύο προβληματικές κατηγορίες τού ονοματικού συστήματος, τα ουσιαστικά τού τύπου ο νους και τα πολλά τριτόκλιτα ουδέτερα σε -ός (γένος, έθνος κ.τ.ό), για να δείξει πώς πρέπει να εξετάζονται και να ερμηνεύονται επιστημονικά οι μεταβολές που συντελούνται μέσα σε ένα γλωσσικό σύστημα.

2) Άλλος σημαντικός σταθμός στην επιστημονική ανέλιξη τού Γ. Χατζιδάκι, αλλά και τής γλωσσικής επιστήμης γενικότερα, είναι η υπό τον τίτλο Περὶ Φθογγολογικῶν Νόμων καὶ τῆς Σημασίας Αὐτῶν εἰς τὴν Σπουδὴν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς διατριβή «επί υφηγεσία» τού Χατζιδάκι, πού υπεβλήθη προς κρίση δύο χρόνια αργότερα, το 1883. Και αυτής η περιορισμένη έκταση (57 σ.) είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τη σημασία των προβλημάτων που πραγματεύεται και επιλύει. 
Ξεκινώντας από τα θεμέλια τής μεθοδολογίας ανάλυσης τής γλώσσας, τους περίφημους φωνητικούς νόμους των νεογραμματικών, εξετάζει ποιοι φωνητικοί νόμοι οδήγησαν στον απαρτισμό της φωνολογικής δομής της νεοελληνικής γλώσσας. Η σπουδαιότητα τής πραγματείας αυτής τού Χατζιδάκι συνίσταται στο ότι για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο διδάσκεται πώς η σύγχρονη τής εποχής εκείνης επιστήμη τής γλώσσας ερμηνεύει τις φωνητικές μεταβολές, αποκαλύπτοντας την τάξη και την κανονικότητα πίσω από τη φαινομενική πολυμορφία, ανομοιομορφία και αταξία των διαφόρων γλωσσικών τύπων.

3) Το έργο όμως που καθιέρωσε τον Γ. Χατζιδάκι –τόσο στον ελληνικό όσο και στον διεθνή επιστημονικό χώρο– είναι η περίφημη Einleitung in die neugriechische Grammatik (Εισαγωγή στην Νεοελληνική Γραμματική), που δημοσιεύτηκε γερμανιστί στη Λειψία το 1892, στην περίφημη σειρά «Βιβλιοθήκη των Ινδοευρωπαϊκών Γραμματικών». Η Εισαγωγή είναι το έργο όπου θεμελιώνονται για πρώτη φορά με πληρότητα οι θεωρητικές αρχές σπουδής τής Νέας Ελληνικής και αντιμετωπίζονται τα καίρια προβλήματα τής γλώσσας μας. 
Η Εισαγωγή περιλαμβάνει τρία μεγάλα κεφάλαια, όσες είναι και οι θεματικές περιοχές τις οποίες μια για πάντα θέλει να ξεκαθαρίσει ο Χατζιδάκις, για να μπορεί εφεξής να γίνεται επιστημονική σπουδή τής νέας ελληνικής γλώσσας. Στο 1ο Κεφάλαιο, που επιγράφεται «Σκοπός και Μέθοδος Έρευνας τής Νεοελληνικής Γλώσσας», για πρώτη φορά αποδεικνύεται ότι η έρευνα τής Ελληνικής πρέπει να στηρίζεται στη διπλή παράδοση τής γλώσσας μας, την προφορική και τη γραπτή. Το δίδαγμα αυτό, που σήμερα ηχεί στα αφτιά μας ως αυτονόητο και ως κοινός μάλλον τόπος, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την εποχή που υποστηρίχτηκε, στο ξεκίνημα δηλαδή τής σπουδής τής νεοελληνικής γλώσσας, οπότε αρκετοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Ψυχάρη, πίστευαν περιέργως ότι η έρευνα τής Ελληνικής έπρεπε να στηρίζεται εξ ολοκλήρου στη γραπτή παράδοση, και μάλιστα στα όψιμα μεσαιωνικά κείμενα. Μ’ ένα πλήθος από παραδείγματα, που φανερώνουν την εκπληκτική γνώση του στον χώρο των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, ο Χατζιδάκις απέδειξε ότι μέγιστος αριθμός φαινομένων τής ιστορίας και τής δομής τής γλώσσας μας θα παραμείνει τελείως απρόσιτος και άγνωστος, αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν το υλικό τής πλούσια, ζωντανής προφορικής μας παράδοσης. 
Το δεύτερο αυτό σημείο, η αρχή τής έρευνας των φαινομένων τής νεοελληνικής γλώσσας, που στην πραγματικότητα συμπίπτει με το θέμα τής προέλευσής της, απασχολεί ιδιαίτερα τον Χατζιδάκι τόσο σ’ αυτό όσο και στα επόμενα Κεφάλαια. Ειδικότερα στο Κεφάλαιο αυτό επιμένει και θεμελιώνει μεθοδολογικά την αρχή ότι η αφετηρία των περισσοτέρων φαινομένων τής δομής τής Νέας Ελληνικής δεν ανάγεται στη μεσαιωνική περίοδο, και μάλιστα στους μετά τον 11ο αι. χρόνους, όπως πίστευαν άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Ψυχάρης, αλλά πολύ νωρίτερα, στους χρόνους τής Αλεξανδρινής Κοινής, οπότε τα χαρακτηριστικά που κυρίως διακρίνουν τη νεοελληνική γλώσσα. Το 2ο Κεφάλαιο, με τίτλο «Η Προέλευση τής Μεσαιωνικής και τής Νέας Ελληνικής», ο Χατζικάκις αφιερώνει σ’ έναν εξονυχιστικό έλεγχο των διδαγμάτων τής αιολοδωρικής θεωρίας, συζητώντας μία προς μία τις «επιβιώσεις» αιολοδωρικών και προελληνικών (πελασγικών) και ινδοευρωπαϊκών ακόμη (!) στοιχείων στη σύγχρονη Ελληνική, τις οποίες αποδεικνύει ως στερούμενες επιστημονικής βάσεως, διδάσκοντας συγχρόνως την ορθή ερμηνεία καθενός από αυτά τα φαινόμενα. Τέλος, στο 3ο Κεφάλαιο, με τίτλο «Ο Απαρτισμός τής Νεοελληνικής», εξετάζει τις μεγάλες δομικές μεταβολές που χαρακτηρίζουν τη νεοελληνική γλώσσα, ερμηνεύοντας συστηματική την προέλευσή τους. Στο Κεφάλαιο αυτό, ειδικά ως προς τις επιδράσεις των ξένων γλωσσών στη διαμόρφωση τής Νέας Ελληνικής, ο Χατζιδάκις επιλέγει (ΜΝΕ, τ. 1, σ. 480):
«Οὕτω μανθάνομεν ὅτι καθόλου εἰπεῖν ἡ νεωτέρα ἡμῶν γλῶσσα διεμορφώθη πρὸ τοῦ 10ου αἰῶνος, τ.ἔ. πρὸς τῆς ἐπικοινωνίας ἡμῶν πρὸς τοὺς Σλαύους, Ἰταλοὺς καὶ Τούρκους, καὶ δὴ πάντα τὰ λεγόμενα περὶ ἐπιδράσεως ἐπ’ αὐτὴν τῶν ξένων γλωσσῶν, οἷον τῆς σλαυικῆς, ἰταλικῆς, τουρκικῆς κ.λπ., εἶναι παρὰ τὴν ἱστορίαν.»
Ο απόηχος των εντυπώσεων που προκάλεσε στο διεθνές επιστημονικό κοινό η Εισαγωγή τού Χατζιδάκι φαίνεται χαρακτηριστική στα λόγια ενός μεγάλου ελληνιστού, τού Aug. Heisenberg, που ως μέλος τής Ακαδημίας τού Βερολίνου έγραφε για την ογδοηκονταετηρίδα τού Χατζιδάκι:
«Ἡ Ἑλλὰς δύναται νὰ ὑπερηφανεύεται, διότι Ἕλλην ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος κατανοήσας σαφῶς καὶ καθαρῶς τὴν ἀρχήν, τὴν ψυχὴν καὶ τὸν βίον τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Ἡμεῖς οἱ Γερμανοὶ αἰσθανόμεθα εὐγνωμοσύνην ὅτι ἡ Einleitung, τὸ κλασσικὸν τοῦτο μνημεῖον τῆς ἐπιστήμης ἐγράφη γερμανιστί».
Η Εισαγωγή τού Χατζιδάκι ανήκει στα έργα που «γράφουν» ιστορία στην επιστήμη. Εκτιμώντας σήμερα τα αποτελέσματα από τη δημοσίευσή της, μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής: 1) Με το έργο αυτό θεμελιώθηκε στην Ελλάδα η γλωσσική επιστήμη, η οποία, αξίζει να σημειωθεί, παρά τη σύγχυση και τη δυσμενή κατά την εποχή εκείνη αντίληψη για καθετί το «νεοελληνικό» (λογοτεχνία, φιλολογία, γλώσσα κ.λπ.), ξεκίνησε από την έρευνα τής νεοελληνικής γλώσσας, για να περάσει μετά και στην αρχαία. 2) Αποκαταστάθηκαν η φυσιογνωμία, η ταυτότητα, η προέλευση και τα ιστορικά δικαιώματα τής νεοελληνικής γλώσσας, που μέχρι τότε υποτιμούσαν οι ειδικοί και κακοποιούσαν οι ερασιτέχνες τής επιστήμης.

3) Επεβλήθη εντός και εκτός των ορίων τής Ελλάδος το θεωρητικό δίδαγμα τού Χατζιδάκι περί τού ενιαίου χαρακτήρα τής ελληνικής γλώσσας: «ὅ,τι ἡ διαίσθηση τοῦ σοφοῦ Κοραῆ διεκήρυσσε πρώτη, πὼς «ὅποιος χωρὶς τὴν γνῶσιν τῆς ἀρχαίας ἐπιχειρεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν νέαν ἑλληνικῆς ἢ ἀπατᾶται ἢ ἀπατᾶ», με τον Χατζιδάκι ανυψώθηκε σε απαράβατη μεθοδολογική αρχή, την οποία κανείς πια δεν μπορούσε να αγνοήσει στην έρευνά του• έτσι θεμελιώθηκε ό,τι είναι γνωστό ως «Σχολή τού Γ. Χατζιδάκι», που δεν είναι άλλο από την έμπρακτη εφαρμογή στην έρευνα τής γλώσσας τής θεωρητικής και μεθοδολογικής αυτής αρχής του. 4) Δημιουργήθηκε ένα έντονο ενδιαφέρον για την έρευνα τής νεοελληνικής γλώσσας, η οποία τότε για πρώτη φορά «ανεκαλύπτετο», και η οποία συγκέντρωνε δύο βασικά χαρακτηριστικά: αποδεικνυόταν πλέον για τους ελληνιστές απαραίτητο σκέλος για την εις βάθος έρευνα τής αρχαίας και τής μεσαιωνικής Ελληνικής, ενώ στους γλωσσολόγους προσφερόταν λαμπρό παράδειγμα έρευνας τής εξελίξεως μιας φυσικής πολιτισμικής γλώσσας με αδιάκοπη γραπτή και προφορική παράδοση• πρακτική εφαρμογή τού ενδιαφέροντος αυτού για τη νεοελληνική γλώσσα είναι η ίδρυση εδρών έρευνας και διδασκαλίας τής Νέας Ελληνικής σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και η ενασχόληση με τη σπουδή τής Νεοελληνική πλήθους επιστημόνων, όχι μόνον Ελλήνων αλλά και ξένων. Αυτά τα αποτελέσματα τής επιστημονικής προσφοράς τού Γ. Χατζιδάκι περιγράφονται πολύ εύστοχα και παραστατικά από τον Heisenberg, στη συγχαρητήρια επιστολή τής Ακαδημίας τού Βερολίνου, διά των εξής:

«Εἰς ὑμᾶς ἀνήκει ἄνευ τινὸς ἀντιζήλου ἡ δόξα ὅτι τὴν ἱστορικὴν ἔρευναν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τοῦ μεσαῖωνος καὶ τῶν νεωτέρων χρόνων ἀνυψώσατε ἐκ τῶν βυθῶν τῆς ἐρασιτεχνίας καὶ τῆς ἀμεθοδίας εἰς τὴν τάξιν ἐπιστήμης πληρούσης ὅλους τοὺς συγχρόνους ἐπιστημονικούς ὅρους. Οὐδεὶς ὑπερήσπισε τόσον ἐνεργῶς καὶ ἐπιτυχῶς, ὅπως ὑμεῖς, τὴν ἀδιάσπαστον ἑνότητα ἁπάσης τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μέχρι τῶν νεωτάτων διαλέκτων καὶ ἰδιωμάτων καὶ οὐδεὶς ἄλλος ἀπέδειξε τελειωτικῶς ταῦτα διὰ τόσον διδακτικοῦ παραδείγματος πλουσίας καὶ λεπτομεροὺς ἐρεύνης. Ἡ τέχνη τῆς ἀμοιβαίας διαφωτίσεως, τὴν ὁποίαν σεῖς γνώστης τῆς ἀρχαίας καὶ τῆς νεωτέρας γλώσσης γνωρίζετε καὶ δεξιῶς διδάσκετε, καθιστᾶ εὐγνώμονας μαθητάς σας οὐχὶ μόνον τοὺς γλωσσολόγους, ἀλλὰ καὶ τοὺς φιλολόγους […]. Ὡς διεθνῶς φήμης ἐρευνητὴς [als ein Forscher von internationalem Range], ἀνυψώσατε πάντοτε διὰ τῆς δράσεώς σας τὴν ὑπόληψιν τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης.»
Πηγή
http://www.babiniotis.gr, Θέματα Ελληνικής Ιστορίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: