από Nik Iord <nodiord@yahoo.gr>
Γράφει ο Πρωτεσίλαος Σταύρου
Όταν κάποιος ακούει τη λέξη "Οικονομικά" τα πρώτα πράγματα που του έρχονται στο μυαλό είναι μαθηματικά, γραφικές παραστάσεις και στατιστικά. Αυτό οφείλεται στο ότι οι πλείστοι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν μεθόδους που εφαρμόζονται στις θετικές επιστήμες - φυσική, χημεία κτλ - για να επαληθεύσουν τις θεωρίες και τις προβλέψεις τους. Τα οικονομικά όμως δεν είναι θετική επιστήμη, αλλά κοινωνική επιστήμη, όπως η ψυχολογία και η ανθρωπολογία. Η ποιοτική διαφορά μεταξύ θετικών και κοινωνικών επιστημών, είναι πως οι θετικές ασχολούνται με φυσικά φαινόμενα τα οποία είναι πάντα σταθερά και προβλέψιμα, οι δε κοινωνικές με ανθρώπινα όντα τα οποία είναι πάντα ασταθή και απρόβλεπτα.
Μεθοδολογία
Ο φυσικός ή ο χημικός μπορεί να παρατηρήσει για παράδειγμα τη σχέση μεταξύ θερμοκρασίας και πυκνότητας ενός στοιχείου και με βάση τα δεδομένα που θα συγκεντρώσει να ανακαλύψει...
μία σταθερή σχέση μεταξύ των δύο. Δηλαδή μπορεί να οδηγηθεί σε ένα φυσικό νόμο, όπου πάντοτε το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο αν η πράξη είναι η ίδια, όπως παράδειγμα το νερό πάντα θα μετατρέπεται σε πάγο αν η θερμοκρασία του βρίσκεται κάτω από ένα όριο. Αυτή η μεθοδολογία έχει βοηθήσει τα μέγιστα την ανθρωπότητα να εξελιχθεί καθώς καθιστά δυνατή την κατανόηση της φύσης γύρω μας, αλλά επίσης επιτρέπει την πρόβλεψη διάφορων φυσικών φαινομένων.
Την ίδια προσέγγιση υιοθετούν και κοινωνικοί επιστήμονες όπως οι κοινωνιολόγοι που προσπαθούν να ανιχνεύσουν κάποια σταθερά μεταξύ κοινωνικών φαινομένων, όπως ας πούμε του μεγέθους μίας πόλης και της εγκληματικότητας. Αντιστοίχως οι οικονομολόγοι προσπαθούν να ανακαλύψουν τέτοιες σταθερές μεταξύ διαφόρων οικονομικών στοιχείων, χρησιμοποιώντας ακριβώς τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούν οι θετικοί επιστήμονες. Έτσι μπορούν να βγάλουν το συμπέρασμα ότι αν αυξηθεί η συνολική κατανάλωση κατά 5% θα αυξηθεί και ο ρυθμός αποταμίευσης κατά ας πούμε 1%. Για τους οικονομολόγους αυτή η σταθερά τους βοηθά να κάνουν προβλέψεις για το που θα κινηθούν τα πράγματα ανάλογα με την πράξη. Δηλαδή αθροίζουν άτομα σε σύνολα και ατομικές πράξεις σε συλλογικές, με σκοπό να ανακαλύψουν σχέσεις ή και "νόμους", υπό συνθήκες που προσομοιάζουν σε αυτές του εργαστηρίου (αφαιρώντας δηλαδή αρκετές παραμέτρους).
Η σημασία του ατόμου
Η Αυστριακή θεώρηση των οικονομικών, την οποία εγώ ενστερνίζομαι (είμαι εκολαπτώμενος "αυστριακός"), θεωρεί πως αυτή η προσέγγιση των αθροισμάτων είναι εντελώς λανθασμένη. Θεωρεί δηλαδή πως αυτό που αποκαλούμε μακροοικονομία (η μελέτη των αθροισμάτων) ως παραπλανητική επιστήμη που συναθροίζει ανόμοια πράγματα και διαμορφώνει λανθασμένες θεωρίες. Το υποκείμενο των κοινωνικών επιστημών είναι ο άνθρωπος, που είναι απρόβλεπτος και διαφορετικός ως άτομο από τον άλλο άνθρωπο. Οι γεύσεις, προτιμήσεις και χαρακτηριστικά του καθένα διαφέρουν. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά.
Ενώ στις θετικές επιστήμες η εφαρμογή των μαθηματικών και η εξεύρεση σταθερών βοηθά τα μέγιστα και είναι απαραίτητη για την ορθή κατανόηση των φυσικών φαινομένων, στις κοινωνικές επιστήμες αυτή η μέθοδος είναι λανθασμένη και σίγουρα οδηγεί σε αποτελέσματα που αποκλίνουν από τις όποιες προβλέψεις. Ο λόγος έγκειται στο ότι θεωρούνται αθροίσματα ανθρώπων ως ενιαίες οντότητες που λειτουργούν με ομοιογενή και πάντα σταθερό τρόπο, ενώ αυτό δεν ισχύει καθόλου στην πραγματικότητα.
Πάρτε για παράδειγμα τον δείκτη τιμών καταναλωτή (consumer price index), το γνωστό κι ως "καλάθι της νοικοκυράς" το οποίο χρησιμοποιούμε ως μία ένδειξη για τον υπολογισμό του πληθωρισμού. Αυτό είναι ένας δείκτης στον οποίο προστίθενται οι τιμές μερικών βασικών προϊόντων που χρησιμοποιεί ο μέσος καταναλωτής, το μέσο νοικοκυριό, όπως είναι το γάλα, το ψωμί, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το αυτοκίνητο και άλλα πράγματα που πάνω-κάτω όλοι χρησιμοποιούν. Εάν το άθροισμα του συνόλου των τιμών αυξηθεί κατά ένα ποσοστό λέμε ότι ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά το αντίστοιχο ποσοστό άρα η αγοραστική δύναμη του κάθε ένα από εμάς μειώνεται. Αυτό όμως είναι λάθος, διότι οι τιμές των προϊόντων που αποτελούν το "καλάθι της νοικοκυράς" δεν κινούνται όλες προς την ίδια κατεύθυνση ούτε με τον ίδιο ρυθμό. Μπορεί για παράδειγμα η τιμή των αυτοκινήτων να μειωθεί χάρη σε ένα νέο τρόπο κατασκευής τους, ενώ η τιμή του γάλακτος και του ψωμιού να αυξηθεί σημαντικά γιατί ας πούμε δεν ήταν καλή η σοδειά ή γιατί αρρώστησαν οι αγελάδες.
Άρα αυτό που λέμε επίπεδο τιμών ουσιαστικά δεν υπάρχει. Επίσης οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα της επιλογής μεταξύ διαφόρων αγαθών με αποτέλεσμα να μη χάνουν στη πραγματικότητα την αγοραστική τους δύναμη. Εάν για παράδειγμα η τιμή του μήλου αυξηθεί πολύ ενώ του πορτοκαλιού μειωθεί ο καταναλωτής μπορεί να αγοράσει πορτοκάλια κι έτσι να μην χάσει την αγοραστική του δύναμη. Ή αν αυξηθεί η τιμή των αυτοκινήτων να προτιμήσει να μην αγοράσει αυτοκίνητο και να χρησιμοποιεί μέσα μαζικής μεταφοράς. Και αυτό ισχύει διαφορετικά για τον κάθε ένα από εμάς ανάλογα με τον χαρακτήρα, την κουλτούρα, τις προτιμήσεις κτλ. του καθενός. Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος "φυσικός νόμος" που να λέει ότι όλοι μας θα χάσουμε την αγοραστική μας δύναμη ή ότι όλοι θα προτιμήσουμε το πορτοκάλι από το μήλο ή το αυτοκίνητο από τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Υπάρχουν χιλιάδες ή εκατομμύρια αν προτιμάτε ανθρώπων και οι επιλογές είναι ουσιαστικά άπειρες, καθιστώντας αδύνατη την ακριβή πρόβλεψη της συμπεριφοράς των ατόμων.
Αυτό που οφείλει να κάνει η επιστήμη των οικονομικών δεν είναι η πρόβλεψη, αλλά η κατανόηση της πράξης του ατόμου. Κάτι που οι πλείστοι οικονομολόγοι ξεχνούν στην προσπάθεια τους να βρουν τη σωστή μαθηματική φόρμουλα που θα τους δώσει τα αποτελέσματα που θέλουν για να προβλέψουν ανθρώπινες συμπεριφορές, ωσάν ο άνθρωπος να ήταν ρομπότ. Τα αθροιστικά στοιχεία της μακροοικονομίας μας λένε λίγα πράγματα για την πραγματικότητα αλλά μας παραπλανούν πάρα πολύ, καθώς μας βάζουν στην λογική της απόλυτης μαθηματικοποίησης της ανθρώπινης φύσης και της καθόλα λανθασμένης αντίληψης ότι τα σύνολα ανθρώπων λειτουργούν με ακεραιότητα και συνοχή, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τον άνθρωπο, ούτε με την ανθρώπινη κοινωνία.
Αυτό που λέμε κοινωνικό σύνολο, λαός κτλ είναι αφηρημένες έννοιες ή γενικά χαρακτηριστικά που όμως δεν μπορούν να μας πουν τι βρίσκεται μέσα σε αυτά. Τα σύνολα δεν έχουν δική τους βούληση, ξεχωριστή από αυτή των μελών τους. Δεν μπορούν να πάρουν αποφάσεις από μόνα τους. Δεν έχουν δικό τους μυαλό ή σώμα. Αυτή η παρατήρηση δεν λέγεται για να απορριφθούν οι έννοιες αυτές, αλλά για να τεθεί στη σωστή της βάση η επιστήμη των οικονομικών που είναι η εξήγηση των οικονομικών φαινομένων κι όχι η πρόβλεψη τους.
Γιατί οι περισσότεροι οικονομολόγοι είναι πάντα λανθασμένοι
Με βάση αυτά, η Αυστριακή σχολή σκέψης, θεωρεί όπως προανέφερα τη μακροοικονομία ως επιστήμη που παραπλανά παρά διαφωτίζει. Προσπαθεί να συναθροίσει ανόμοια πράγματα και να εφαρμόσει μαθηματικά σε "σταθερές" που δεν υφίστανται. Ως εκ τούτου οι "Αυστριακοί", συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, είναι πολύ επιφυλακτικοί στη χρήση μαθηματικών και στατιστικών μεθόδων και τεχνικών, που αποτελούν βασικό γνώρισμα του κυρίως ρεύματος των οικονομολόγων (αυτών που θα δείτε στα σχολεία, στις τηλεοράσεις, στις κεντρικές τράπεζες, στα υπουργεία κτλ). Πρέπει να κατανοούμε τη φύση, τη ποιότητα της επιλογής κι όχι να επιχειρούμε να την προβλέψουμε, διότι πάντα θα πέφτουμε έξω.
Θα ισχυριστεί όμως κάποιος πως υπάρχει και η μικροοικονομία στο κυρίως ρεύμα των οικονομικών, που πραγματεύεται τις επιλογές του ατόμου. Θεωρεί τον άνθρωπο ως ορθολογιστή που πάντα αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του κέρδους του και που πάντα σκέφτεται οριακά για να μεγιστοποιήσει το όφελος του.
Η απάντηση σε αυτό είναι ότι πρώτον δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο και δεν σκέφτονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Επειδή δεν μπορούμε να μπούμε στο μυαλό κανενός για να γνωρίζουμε επ' ακριβώς πως σκέφτεται και λειτουργεί η συζήτηση περί "ορθολογιστή" και "κερδοσκόπου" ανθρώπου τίθεται σε λανθασμένη βάση, οδηγώντας σε στρεβλωμένα συμπεράσματα, διότι πάλι δημιουργεί την ψευδαίσθηση της δυνατότητας πρόβλεψης.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε καθόλου τον άνθρωπο. Είναι όμως ποιοτικά διαφορετικό να προσεγγίζουμε την επίδραση εξωτερικών φαινομένων με υποκειμενικό τρόπο από το να τα θεωρούμε όλα αντικειμενικά ίδια. Αυτή είναι εν τέλει η ουσία της ορθής μελέτης των οικονομικών φαινομένων και της οικονομίας, κι όχι οι γενικολογίες, οι αφηρημένες έννοιες, η εξαπλούστευση, η μαθηματικοποίση του ανθρώπου που τελικά δεν οδηγούν σε σωστά συμπεράσματα αλλά σε διεστραμμένες αντιλήψεις που γεννούν κάκιστες πολιτικές.
Οι πλείστοι οικονομολογοι είνα συνήθως λανθασμένοι διότι η μεθοδολογία τους είναι προβληματική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η τωρινή κρίση έχει στην ουσία στείλει στο τάφο πολλές θεωρίες και απόψεις που πριν κυριαρχούσαν στο χώρο και καθόριζαν (δυστυχώς) τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος.
Όταν κάποιος ακούει τη λέξη "Οικονομικά" τα πρώτα πράγματα που του έρχονται στο μυαλό είναι μαθηματικά, γραφικές παραστάσεις και στατιστικά. Αυτό οφείλεται στο ότι οι πλείστοι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν μεθόδους που εφαρμόζονται στις θετικές επιστήμες - φυσική, χημεία κτλ - για να επαληθεύσουν τις θεωρίες και τις προβλέψεις τους. Τα οικονομικά όμως δεν είναι θετική επιστήμη, αλλά κοινωνική επιστήμη, όπως η ψυχολογία και η ανθρωπολογία. Η ποιοτική διαφορά μεταξύ θετικών και κοινωνικών επιστημών, είναι πως οι θετικές ασχολούνται με φυσικά φαινόμενα τα οποία είναι πάντα σταθερά και προβλέψιμα, οι δε κοινωνικές με ανθρώπινα όντα τα οποία είναι πάντα ασταθή και απρόβλεπτα.
Μεθοδολογία
Ο φυσικός ή ο χημικός μπορεί να παρατηρήσει για παράδειγμα τη σχέση μεταξύ θερμοκρασίας και πυκνότητας ενός στοιχείου και με βάση τα δεδομένα που θα συγκεντρώσει να ανακαλύψει...
μία σταθερή σχέση μεταξύ των δύο. Δηλαδή μπορεί να οδηγηθεί σε ένα φυσικό νόμο, όπου πάντοτε το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο αν η πράξη είναι η ίδια, όπως παράδειγμα το νερό πάντα θα μετατρέπεται σε πάγο αν η θερμοκρασία του βρίσκεται κάτω από ένα όριο. Αυτή η μεθοδολογία έχει βοηθήσει τα μέγιστα την ανθρωπότητα να εξελιχθεί καθώς καθιστά δυνατή την κατανόηση της φύσης γύρω μας, αλλά επίσης επιτρέπει την πρόβλεψη διάφορων φυσικών φαινομένων.
Την ίδια προσέγγιση υιοθετούν και κοινωνικοί επιστήμονες όπως οι κοινωνιολόγοι που προσπαθούν να ανιχνεύσουν κάποια σταθερά μεταξύ κοινωνικών φαινομένων, όπως ας πούμε του μεγέθους μίας πόλης και της εγκληματικότητας. Αντιστοίχως οι οικονομολόγοι προσπαθούν να ανακαλύψουν τέτοιες σταθερές μεταξύ διαφόρων οικονομικών στοιχείων, χρησιμοποιώντας ακριβώς τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούν οι θετικοί επιστήμονες. Έτσι μπορούν να βγάλουν το συμπέρασμα ότι αν αυξηθεί η συνολική κατανάλωση κατά 5% θα αυξηθεί και ο ρυθμός αποταμίευσης κατά ας πούμε 1%. Για τους οικονομολόγους αυτή η σταθερά τους βοηθά να κάνουν προβλέψεις για το που θα κινηθούν τα πράγματα ανάλογα με την πράξη. Δηλαδή αθροίζουν άτομα σε σύνολα και ατομικές πράξεις σε συλλογικές, με σκοπό να ανακαλύψουν σχέσεις ή και "νόμους", υπό συνθήκες που προσομοιάζουν σε αυτές του εργαστηρίου (αφαιρώντας δηλαδή αρκετές παραμέτρους).
Η σημασία του ατόμου
Η Αυστριακή θεώρηση των οικονομικών, την οποία εγώ ενστερνίζομαι (είμαι εκολαπτώμενος "αυστριακός"), θεωρεί πως αυτή η προσέγγιση των αθροισμάτων είναι εντελώς λανθασμένη. Θεωρεί δηλαδή πως αυτό που αποκαλούμε μακροοικονομία (η μελέτη των αθροισμάτων) ως παραπλανητική επιστήμη που συναθροίζει ανόμοια πράγματα και διαμορφώνει λανθασμένες θεωρίες. Το υποκείμενο των κοινωνικών επιστημών είναι ο άνθρωπος, που είναι απρόβλεπτος και διαφορετικός ως άτομο από τον άλλο άνθρωπο. Οι γεύσεις, προτιμήσεις και χαρακτηριστικά του καθένα διαφέρουν. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά.
Ενώ στις θετικές επιστήμες η εφαρμογή των μαθηματικών και η εξεύρεση σταθερών βοηθά τα μέγιστα και είναι απαραίτητη για την ορθή κατανόηση των φυσικών φαινομένων, στις κοινωνικές επιστήμες αυτή η μέθοδος είναι λανθασμένη και σίγουρα οδηγεί σε αποτελέσματα που αποκλίνουν από τις όποιες προβλέψεις. Ο λόγος έγκειται στο ότι θεωρούνται αθροίσματα ανθρώπων ως ενιαίες οντότητες που λειτουργούν με ομοιογενή και πάντα σταθερό τρόπο, ενώ αυτό δεν ισχύει καθόλου στην πραγματικότητα.
Πάρτε για παράδειγμα τον δείκτη τιμών καταναλωτή (consumer price index), το γνωστό κι ως "καλάθι της νοικοκυράς" το οποίο χρησιμοποιούμε ως μία ένδειξη για τον υπολογισμό του πληθωρισμού. Αυτό είναι ένας δείκτης στον οποίο προστίθενται οι τιμές μερικών βασικών προϊόντων που χρησιμοποιεί ο μέσος καταναλωτής, το μέσο νοικοκυριό, όπως είναι το γάλα, το ψωμί, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το αυτοκίνητο και άλλα πράγματα που πάνω-κάτω όλοι χρησιμοποιούν. Εάν το άθροισμα του συνόλου των τιμών αυξηθεί κατά ένα ποσοστό λέμε ότι ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά το αντίστοιχο ποσοστό άρα η αγοραστική δύναμη του κάθε ένα από εμάς μειώνεται. Αυτό όμως είναι λάθος, διότι οι τιμές των προϊόντων που αποτελούν το "καλάθι της νοικοκυράς" δεν κινούνται όλες προς την ίδια κατεύθυνση ούτε με τον ίδιο ρυθμό. Μπορεί για παράδειγμα η τιμή των αυτοκινήτων να μειωθεί χάρη σε ένα νέο τρόπο κατασκευής τους, ενώ η τιμή του γάλακτος και του ψωμιού να αυξηθεί σημαντικά γιατί ας πούμε δεν ήταν καλή η σοδειά ή γιατί αρρώστησαν οι αγελάδες.
Άρα αυτό που λέμε επίπεδο τιμών ουσιαστικά δεν υπάρχει. Επίσης οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα της επιλογής μεταξύ διαφόρων αγαθών με αποτέλεσμα να μη χάνουν στη πραγματικότητα την αγοραστική τους δύναμη. Εάν για παράδειγμα η τιμή του μήλου αυξηθεί πολύ ενώ του πορτοκαλιού μειωθεί ο καταναλωτής μπορεί να αγοράσει πορτοκάλια κι έτσι να μην χάσει την αγοραστική του δύναμη. Ή αν αυξηθεί η τιμή των αυτοκινήτων να προτιμήσει να μην αγοράσει αυτοκίνητο και να χρησιμοποιεί μέσα μαζικής μεταφοράς. Και αυτό ισχύει διαφορετικά για τον κάθε ένα από εμάς ανάλογα με τον χαρακτήρα, την κουλτούρα, τις προτιμήσεις κτλ. του καθενός. Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος "φυσικός νόμος" που να λέει ότι όλοι μας θα χάσουμε την αγοραστική μας δύναμη ή ότι όλοι θα προτιμήσουμε το πορτοκάλι από το μήλο ή το αυτοκίνητο από τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Υπάρχουν χιλιάδες ή εκατομμύρια αν προτιμάτε ανθρώπων και οι επιλογές είναι ουσιαστικά άπειρες, καθιστώντας αδύνατη την ακριβή πρόβλεψη της συμπεριφοράς των ατόμων.
Αυτό που οφείλει να κάνει η επιστήμη των οικονομικών δεν είναι η πρόβλεψη, αλλά η κατανόηση της πράξης του ατόμου. Κάτι που οι πλείστοι οικονομολόγοι ξεχνούν στην προσπάθεια τους να βρουν τη σωστή μαθηματική φόρμουλα που θα τους δώσει τα αποτελέσματα που θέλουν για να προβλέψουν ανθρώπινες συμπεριφορές, ωσάν ο άνθρωπος να ήταν ρομπότ. Τα αθροιστικά στοιχεία της μακροοικονομίας μας λένε λίγα πράγματα για την πραγματικότητα αλλά μας παραπλανούν πάρα πολύ, καθώς μας βάζουν στην λογική της απόλυτης μαθηματικοποίησης της ανθρώπινης φύσης και της καθόλα λανθασμένης αντίληψης ότι τα σύνολα ανθρώπων λειτουργούν με ακεραιότητα και συνοχή, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τον άνθρωπο, ούτε με την ανθρώπινη κοινωνία.
Αυτό που λέμε κοινωνικό σύνολο, λαός κτλ είναι αφηρημένες έννοιες ή γενικά χαρακτηριστικά που όμως δεν μπορούν να μας πουν τι βρίσκεται μέσα σε αυτά. Τα σύνολα δεν έχουν δική τους βούληση, ξεχωριστή από αυτή των μελών τους. Δεν μπορούν να πάρουν αποφάσεις από μόνα τους. Δεν έχουν δικό τους μυαλό ή σώμα. Αυτή η παρατήρηση δεν λέγεται για να απορριφθούν οι έννοιες αυτές, αλλά για να τεθεί στη σωστή της βάση η επιστήμη των οικονομικών που είναι η εξήγηση των οικονομικών φαινομένων κι όχι η πρόβλεψη τους.
Γιατί οι περισσότεροι οικονομολόγοι είναι πάντα λανθασμένοι
Με βάση αυτά, η Αυστριακή σχολή σκέψης, θεωρεί όπως προανέφερα τη μακροοικονομία ως επιστήμη που παραπλανά παρά διαφωτίζει. Προσπαθεί να συναθροίσει ανόμοια πράγματα και να εφαρμόσει μαθηματικά σε "σταθερές" που δεν υφίστανται. Ως εκ τούτου οι "Αυστριακοί", συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, είναι πολύ επιφυλακτικοί στη χρήση μαθηματικών και στατιστικών μεθόδων και τεχνικών, που αποτελούν βασικό γνώρισμα του κυρίως ρεύματος των οικονομολόγων (αυτών που θα δείτε στα σχολεία, στις τηλεοράσεις, στις κεντρικές τράπεζες, στα υπουργεία κτλ). Πρέπει να κατανοούμε τη φύση, τη ποιότητα της επιλογής κι όχι να επιχειρούμε να την προβλέψουμε, διότι πάντα θα πέφτουμε έξω.
Θα ισχυριστεί όμως κάποιος πως υπάρχει και η μικροοικονομία στο κυρίως ρεύμα των οικονομικών, που πραγματεύεται τις επιλογές του ατόμου. Θεωρεί τον άνθρωπο ως ορθολογιστή που πάντα αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του κέρδους του και που πάντα σκέφτεται οριακά για να μεγιστοποιήσει το όφελος του.
Η απάντηση σε αυτό είναι ότι πρώτον δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο και δεν σκέφτονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Επειδή δεν μπορούμε να μπούμε στο μυαλό κανενός για να γνωρίζουμε επ' ακριβώς πως σκέφτεται και λειτουργεί η συζήτηση περί "ορθολογιστή" και "κερδοσκόπου" ανθρώπου τίθεται σε λανθασμένη βάση, οδηγώντας σε στρεβλωμένα συμπεράσματα, διότι πάλι δημιουργεί την ψευδαίσθηση της δυνατότητας πρόβλεψης.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε καθόλου τον άνθρωπο. Είναι όμως ποιοτικά διαφορετικό να προσεγγίζουμε την επίδραση εξωτερικών φαινομένων με υποκειμενικό τρόπο από το να τα θεωρούμε όλα αντικειμενικά ίδια. Αυτή είναι εν τέλει η ουσία της ορθής μελέτης των οικονομικών φαινομένων και της οικονομίας, κι όχι οι γενικολογίες, οι αφηρημένες έννοιες, η εξαπλούστευση, η μαθηματικοποίση του ανθρώπου που τελικά δεν οδηγούν σε σωστά συμπεράσματα αλλά σε διεστραμμένες αντιλήψεις που γεννούν κάκιστες πολιτικές.
Οι πλείστοι οικονομολογοι είνα συνήθως λανθασμένοι διότι η μεθοδολογία τους είναι προβληματική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η τωρινή κρίση έχει στην ουσία στείλει στο τάφο πολλές θεωρίες και απόψεις που πριν κυριαρχούσαν στο χώρο και καθόριζαν (δυστυχώς) τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου