Από το βιβλίο του Jacques Rancière, Μίσος για τη δημοκρατία, μετάφραση : Radical Desire
Φυσικά, το μίσος για τη δημοκρατία δεν είναι τίποτε καινούργιο. Μάλλον είναι εξίσου παλιό με την ίδια τη δημοκρατία, για ένα απλό λόγο:
η ίδια η λέξη δημοκρατία αποτελεί έκφραση μίσους.
Στην αρχαία Ελλάδα, η “δημοκρατία” χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως μέσο προσβολής από αυτούς που είδαν στην ακατανόμαστη διακυβέρνηση του πλήθους την καταστροφή κάθε έννομης τάξης. Παρέμεινε συνώνυμη του εκτρώματος για οποιονδήποτε θεωρούσε ότι η εξουσία περιερχόταν δικαιωματικά σε αυτούς των οποίων η καταγωγή προόριζε για την εξουσία ή των οποίων οι ικανότητες εξόπλιζαν για εξουσία. Και σήμερα παραμένει τέτοια για όσους θεωρούν τις αποκαλύψεις του θείου νόμου μοναδικά νόμιμα θεμέλια πάνω στα οποία μπορούν να χτιστούν οι ανθρώπινες κοινότητες. Η βία αυτού του μίσους βρίσκεται αναμφίβολα στην... σύγχρονη ημερήσια διάταξη. Δεν είναι όμως το θέμα αυτού του βιβλίου για ένα απλό λόγο: Δεν έχω τίποτε κοινό με αυτούς που εξαπλώνουν τούτο το μίσος και συνεπώς δεν έχω τίποτε να συζητήσω μαζί τους.
Παράλληλα με αυτό το μίσος για τη δημοκρατία, η ιστορία έχει μαρτυρήσει για την κριτική της. Η κριτική αποδέχεται την ύπαρξη κάποιου πράγματος, αλλά με στόχο να το περιορίσει σε όρια. Υπήρξαν δύο μεγάλες ιστορικές μορφές της κριτικής της δημοκρατίας. Υπήρχε η τέχνη των αριστοκρατών νομοθετών και ειδικών που προσπάθησαν να συμβιβαστούν με τη δημοκρατία, την οποία έβλεπαν ως δεδομένο που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο σχεδιασμός του Συντάγματος των ΗΠΑ είναι το βασικό παράδειγμα αυτής της εργασίας της σύστασης δυνάμεων και της εξισορρόπησης των θεσμικών μηχανισμών που στόχο είχε να αντλήσει όσο γινόταν περισσότερα από το γεγονός της δημοκρατίας, ενόσο την περιόριζε για να εξασφαλίσει δυο αγαθά που εκλήφθηκαν ως συνώνυμα: την διακυβέρνηση απ’ τους άριστους και την διατήρηση της ιδιοκτησιακής τάξης. Η επιτυχία αυτής της έμπρακτης κριτικής πυροδότησε φυσικά την επιτυχία του αντιθέτου της. Ο νεαρός Μαρξ δεν είχε πρόβλημα να εκθέσει την κυριαρχία της ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη βάση του ρεπουμπλικανικού Συντάγματος. Αλλά πράττοντας αυτό, μπόρεσε να θέσει ένα στάνταρ σκέψης του οποίου οι δυνατότητες δεν έχουν ακόμα εξαντληθεί: την ιδέα ότι οι νόμοι και οι θεσμοί της τύποις δημοκρατίας είναι απλώς επιφάσεις κάτω από τις οποίες, και μέσω των οποίων, εξασκείται η εξουσία της αστικής τάξης. Ο αγώνας ενάντια στις επιφάσεις έγινε έτσι ο δρόμος που οδηγούσε στην “αληθινή” δημοκρατία, όπου η ελευθερία και η ισότητα δεν θα αντιπροσωπεύονταν πλέον από τους θεσμούς του νόμου και του κράτους, αλλά θα ενσωματωνόντουσαν στις ίδιες τις μορφές της απτής ζωής και της αισθητής εμπειρίας.
Το νέο μίσος για τη δημοκρατία που αποτελεί το αντικείμενο αυτού του βιβλίου δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί κάτω από κανένα από τα δύο αυτά μοντέλα, αν και συνδυάζει στοιχεία τα οποία δανείζεται και από τα δύο. Οι εκπρόσωποί του ζουν όλοι σε χώρες οι οποίες ανακηρύσσουν τον εαυτό τους όχι απλώς δημοκρατίες αλλά ως πεμπτουσίες της δημοκρατίας. Κανένας τους δεν απαιτεί μια πιο αληθινή δημοκρατία. Αντίθετα, νιώθουν ότι έχουμε υπερβολικά πολύ δημοκρατία. Αν και δεν παραπονιούνται για τους θεσμούς που φέρονται ως ενσαρκωτές της λαϊκής ισχύος, δεν προτείνουν και μέτρα για να περιοριστεί αυτή η ισχύς. Οι θεσμικοί μηχανισμοί που αποτέλεσαν αντικείμενο του πάθους των σύγχρονων του Μοντεσκιέ, του Μάντισον ή του Τοκβίλ δεν τους ενδιαφέρουν. Αυτό για το οποίο παραπονιούνται είναι ο λαός και η ηθική του, και όχι οι θεσμοί της εξουσίας.
[...]
Ο διττός λόγος περί δημοκρατίας είναι βέβαιο ότι δεν είναι κάτι καινούργιο. Έχουμε συνηθίσει να ακούμε ότι η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα υπόλοιπα. Αλλά το νέο αντιδημοκρατικό συναίσθημα δίνει στην γενική διατύπωση μια πιο ανησυχητική έκφραση. Η δημοκρατική διακυβέρνηση, λέει, είναι κακή όταν της επιτρέπεται να διαφθαρεί από την δημοκρατική κοινωνία, η οποία θέλει για όλους να είναι ίσοι και για όλες τις διαφορές να τυχαίνουν σεβασμού. Είναι καλή, από την άλλη, όταν κινητοποιεί άτομα αποδυναμωμένα από την δημοκρατική κοινωνία στην κατεύθυνση του πολέμου για να υπαρασπιστούν τις αξίες του πολιτισμού, τις αξίες που σχετίζονται με την σύγκρουση πολιτισμών. Η θέση για το νέο μίσος της δημοκρατίας μπορεί να διατυπωθεί συνοπτικά: υπάρχει μόνο μια καλή δημοκρατία, αυτή που καταστέλλει την καταστροφικότητα του δημοκρατικού πολιτισμού.
[...]
Η δημοκρατία δεν είναι ούτε μια μορφή διακυβέρνησης που επιτρέπει στις ολιγαρχίες να ασκούν εξουσία στο όνομα του λαού, ούτε μια μορφή κοινωνίας που συντονίζει την εξουσία των εμπορευματικών προϊόντων. Είναι η δράση που διαρκώς υφαρπάζει το νομοπώλιο της δημόσιας ζωής από τις ολιγαρχικές διακυβερνήσεις, και την παντοδυναμία απέναντι στη ζωή από την εξουσία του πλούτου. Είναι η δύναμη, που σήμερα περισσότερο από ποτέ, πρέπει να αγωνιστεί ενάντια στην σύγχυση αυτών των εξουσιών, που τυλίγονται στον ένα και μοναδικό νόμο της επικυριαρχίας. Η εκ νέου ανακάλυψη της μοναδικότητας της δημοκρατίας σημαίνει επίσης συναίσθηση της μοναξιάς της. Οι απαιτήσεις για την δημοκρατία μεταβιβάστηκαν ή αποκρύφθηκαν για πολύ καιρό από την ιδέα μιας νέας κοινωνίας, στοιχεία της οποίας υποτίθεται ότι γεννιόντουσαν στην ίδια την καρδιά της σύγχρονης κοινωνίας. Αυτό κατονόμαζε ο σοσιαλισμός: ένα όραμα της ιστορίας σύμφωνα με το οποίο οι καπιταλιστκές μορφές παραγωγής και ανταλλαγής αποτελούσαν τις υλικές συνθήκες για μια κοινωνία ισότητας και για την εξάπλωσή της παγκόσμια. Αυτό είναι το όραμα που ακόμα και σήμερα συντηρεί τις ελπίδες ενός κομμουνισμού ή μιας δημοκρατίας του πλήθους: την ιδέα ότι οι όλο και πιο άυλες μορφές της καπιταλιστικής παραγωγής που συμπυκνώνονται στο επικοινωνιακό σύμπαν θα σχηματίσουν, από τούδε και στο εξής, ένα νομαδικό πληθυσμό “παραγωγών” νέου είδους• ότι θα συγκροτήσουν μια συλλογική διάνοια, μια συλλογική δύναμη σκέψης, συναισθήματα και κινήσεις σωμάτων που θα μπορέσουν να διαρρήξουν τα σύνορα της Αυτοκρατορίας.
Η κατανόηση του τι σημαίνει δημοκρατία σημαίνει και την αποκήρυξη αυτής της πίστης. Η συλλογική διάνοια που παράγεται από ένα σύστημα επικυριαρχίας είναι στο τέλος απλώς η διάνοια αυτού του συστήματος. Η άνιση κοινωνία δεν κουβαλάει καμμία κοινωνία ισότητας στη μήτρα της. Μάλλον, η εξισωτική κοινωνία είναι στο τέλος μόνο το σύνολο εξισωτικών σχέσεων που μπορούν να εντοπιστούν εδώ και τώρα μέσα από μοναδικές και επισφαλείς πράξεις. Η δημοκρατία είναι όσο γυμνή στη σχέση της με την εξουσία του πλούτου όσο είναι και σε σχέση με την εξουσία της συγγένειας που σήμερα έρχεται να υποβοηθήσει και να ανταγωνιστεί την πρώτη. Δεν βασίζεται σε καμμία φύση των πραγμάτων ούτε τυγχάνει εγγύησης από καμμία θεσμική φόρμα. Δεν φέρεται στην πλάτη καμμίας ιστορικής αναγκαιότητας και δεν φέρει καμμία. Απλώς εμπιστεύεται τον εαυτό της στην συνέχεια των απτών δράσεών της. Αυτό μπορεί να δημιουργεί φόβο, και συνεπώς μίσος, ανάμεσα σ’ αυτούς που συνήθισαν να ασκούν την εξουσία της σκέψης. Αλλά ανάμεσα σ’ αυτούς που γνωρίζουν πώς να μοιράζονται με τον οποιονδήποτε και με όλους την ίση δύναμη της ευφυϊας, μπορεί αντίστροφα να εμπνεύσει θάρρος, και άρα χαρά.
Πηγή: RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου