Σελίδες

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Οι Γάλλοι δεν ξέρουν την θέση τους (στην παγκόσμια οικονομία). Αναλύοντας την συζήτηση περί απο-παγκοσμιοποίησης



Περίληψη: 
 
Στις εκλογές για την ανάδειξη του νέου προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, η άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο απειλή από ό, τι ευκαιρία, έχει κάνει δυναμική επανεμφάνιση στη γαλλική πολιτική. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παγκόσμια οικονομία και έχει επωφεληθεί από αυτήν περισσότερο από όλους τους άλλους ευρωπαίους.

Το περασμένο Σαββατοκύριακο, το γαλλικό εκλογικό σώμα ψήφισε να στείλει τον σοσιαλιστή υποψήφιο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και τον συντηρητικό νυν πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί στον δεύτερο γύρο των εκλογών, οι οποίες θα λάβουν χώρα στις 6 Μαΐου. Οι ψηφοφόροι προσήλθαν κατά κύματα - περίπου το 80% του συνόλου των ικανών να ψηφίσουν. Ωστόσο, συνολικά το μήνυμά τους είναι ομιχλώδες.
Σίγουρα, το 27% του Σαρκοζί (που υπολείπεται του 29% του Ολάντ) μπορεί να ερμηνευθεί ως ψήφος μη εμπιστοσύνης στον νυν πρόεδρο. Η έκβαση ήταν γενικά αναμενόμενη - πρώτον, επειδή η προσωπική συμπεριφορά και η διαγωγή του Σαρκοζί είχαν αρχίσει να αγγίζουν τους Γάλλους με λάθος τρόπο, και δεύτερον, γιατί δεν είναι εύκολο να είσαι ένας εν ενεργεία πρόεδρος σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Όμως, λιγότερο εμφανές είναι τι σηματοδοτεί το 18% των ψήφων που πήρε το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο. Ή το 11% του Αριστερού Μετώπου. Πράγματι, η ισορροπία των ψήφων αριστερά και δεξιά θολώνει την εικόνα.
Το πραγματικό χάσμα σε αυτόν τον εκλογικό γύρο δεν ήταν ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, αλλά μεταξύ ανοικτής πολιτικής και πολιτικής...
προστατευτισμού. Ο Σαρκοζί, ο Ολάντ και ο Φρανσουά Μπαϊρού (ο κεντρώος υποψήφιος που έλαβε 9% των ψήφων) εντάσσονται στην ιδέα ότι η Γαλλία ωφελείται από την παγκοσμιοποίηση - ακόμα κι αν δεν το λένε έτσι - και υποστηρίζουν τη συνέχιση της περιπέτειας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν και, σε μικρότερο βαθμό, του Αριστερό Μέτωπο του Ζαν Λυκ Μελενσόν αντιπροσωπεύουν την «Γαλλία του Όχι», εκείνους τους ψηφοφόρους που απέρριψαν το ευρωπαϊκό σύνταγμα το 2005 και πιστεύουν ότι το κλειδί για ένα καλύτερο μέλλον είναι να επαναβεβαιωθεί η εθνική κυριαρχία. Αυτοί οι ψηφοφόροι αισθάνονται ότι έχουν χάσει την πατρίδα τους. Για αυτούς, η Γαλλία έχει καταληφθεί από τους μετανάστες, τους ευρωκράτες των Βρυξελλών, τους τεχνοκράτες των διεθνών οργανισμών καθώς και από τους χρηματιστές στις παγκόσμιες αγορές. Θα ήθελαν να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα κατά του στάτους κβο.
Μόνο με την αναγνώριση ότι οι εκλογές όντως επικεντρώθηκαν στο ζήτημα του βαθμού της ανοικτής ή μη πολιτικής μπορεί κανείς να καταλάβει τις εξαιρετικές επιδόσεις της Λεπέν. Φυσικά, οδηγεί ένα κόμμα ενωμένο από τον εθνικισμό και το αντι-μεταναστευτικό αίσθημα. Το να κάνει αποδιοπομπαίους τράγους τους «άλλους» - ειδικά αν αυτοί έχουν βορειοαφρικανική προέλευση ή είναι μουσουλμάνοι - παίζει καλά μέσα στη μερίδα του εκλογικού σώματος που εκπροσωπεί. Και οι σφαγές στην Τουλούζη και το Μοντομπάν τον περασμένο μήνα, όπου ένας γεννημένος στη Γαλλία ριζοσπάστης ισλαμιστής αλγερινής καταγωγής δολοφόνησε άγρια στρατιώτες και παιδιά εβραίων, σίγουρα λειτούργησε ως κομβικό σημείο και βοήθησε την Λεπέν στις κάλπες. Όμως, οι εκκλήσεις της να σταματήσει η μετανάστευση και να «δοθεί η Γαλλία πίσω στους Γάλλους» ήταν μόνο ένα τμήμα της πολιτικής της πλατφόρμας.
Ακόμη περισσότερο και από τον πατέρα της, Ζαν Μαρί Λεπέν, ο οποίος προσπάθησε να διευρύνει την απήχηση του Εθνικού Μετώπου με κάποια επιτυχία στις εκλογές του 2002, η Μαρίν Λεπέν εστίασε την εκστρατεία της στην απελευθέρωση της Γαλλίας από εξωτερικές πιέσεις και περιορισμούς. Καταφέρθηκε τόσο εναντίον της Ευρώπης, του υπερφιλελευθερισμού και των παγκόσμιων αγορών όσο και κατά των μεταναστών. Πράγματι, η κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόρων της - νέοι, με λιγότερες πιθανότητες κοινωνικοοικονομικής βελτίωσης από τους γονείς τους, εργάτες και συνταξιούχοι - μοιάζει όσο τίποτα άλλο με το αμερικανικό «πάρτι τσαγιού».
Στον δεύτερο γύρο των εκλογών, η επιλογή για τους Γάλλους ψηφοφόρους, θα αφορά στον Σαρκοζί και τον Ολάντ. Και, όπως εξηγείται κατωτέρω, η εκλογή δεν θα εξαρτηθεί από την διεθνή οικονομική πολιτική - κυρίως επειδή οι υποψήφιοι που προσέφεραν ένα διαφορετικό όραμα σε αυτό το μέτωπο είναι πλέον εκτός συναγωνισμού. Στις επόμενες μέρες, ο Σαρκοζί και ο Ολάντ θα προσπαθήσουν να αποφύγουν τη δυσάρεστη αλήθεια ότι προσφέρουν την ίδια πλατφόρμα οικονομικής πολιτικής. Με αυτό τον τρόπο, θα δώσουν έμφαση στα κοινωνικά θέματα.
Δύο εκλογικές αναμετρήσεις πριν, οι Γάλλοι είχαν μια μοναδική εμμονή και ήταν σχεδόν ομόφωνα αρνητικοί [1] σχετικά με την παγκοσμιοποίηση. Ήταν το 2002, και ο ύμνος του Τόμας Φρίντμαν υπέρ της παγκοσμιοποίησης, το βιβλίο με τίτλο «Το Lexus και η ελιά», ήταν ένα διεθνές μπεστ σέλερ. Ποτέ δεν μεταφράστηκε στα γαλλικά. Αντ' αυτού, οι παριζιάνοι διάβαζαν μαζικά «Η Οικονομική Φρίκη», το βραβευμένο αντικαπιταλιστικό υβρεολόγιο της Βιβιάν Φορεστέρ και το «Ο κόσμος δεν είναι προς πώληση», η διατριβή κατά των επιχειρήσεων από τον εθνικό «ήρωα της ημέρας», Ζοζέ Μποβέ. Όταν οι πολιτικοί αλλού παρατάσσονταν για να προσκληθούν στο Νταβός, οι Γάλλοι πολιτικοί διαγκωνίζονταν για να τους δουν στο αντι-Νταβός, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας.
Εκείνη την εποχή, η γαλλική άποψη και η προφανής πολιτική συναίνεση κατά της παγκοσμιοποίησης ήταν μοναδική. Αλλά και πάλι, η Γαλλία ήταν μια ειδική περίπτωση. Κατ’ αρχήν, με την αύξηση της δύναμης των ιδιωτικών φορέων σε σύγκριση με εκείνη του κράτους, η παγκοσμιοποίηση φαινόταν να αποσταθεροποιεί τα ίδια τα θεμέλια της σύγχρονης Γαλλίας η οποία στηρίχθηκε σε ένα πολύ συγκεντρωτικό κράτος για να ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα, την αναδιανομή του πλούτου και στην παροχή κοινωνικών προγραμμάτων. Η «αγγλοσαξονική νεοφιλελεύθερη» παγκοσμιοποίηση κατηγορήθηκε επίσης ότι απειλεί την γαλλική πολιτιστική ταυτότητα. Ο υπερήφανος ιδιαίτερος ρόλο της Γαλλίας στη διεθνή σκηνή φάνηκε επίσης να απειλείται από έναν κόσμο στον οποίο τα χρήματα είχαν αντικαταστήσει τις ιδέες στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Αν προστεθεί σε αυτά και ο καλά τεκμηριωμένος ρόλος της Γαλλίας ως το πιο απαισιόδοξο έθνος του κόσμου, τότε η επιφυλακτικότητα της χώρας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση ήταν κατανοητή.
Στη δεκαετία που ακολούθησε, η παγκοσμιοποίηση έβαλε σε δεύτερη μοίρα την ασφάλεια, τη μετανάστευση, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την γαλλική εκλογική πολιτική. Αλλά τώρα, στην πορεία μέχρι τις φετινές προεδρικές εκλογές, η καταγγελία της παγκοσμιοποίησης έχει γίνει εκ νέου εκ των ων ουκ άνευ. Ξεκίνησε με τον Αρνό Μοντεμπούρ, έναν εύγλωττο, φιλόδοξο νεαρό πολιτικό που έκανε μια εκπληκτικά δυνατή παρουσίαση τις προκριματικές του Σοσιαλιστικού Κόμματος τον περασμένο Οκτώβριο μετά από μια προεκλογική παρουσία βασισμένη σε μια πλατφόρμα κατά της παγκοσμιοποίησης. Το σκεπτικό - το οποίο απευθύνει έκκληση για υποχώρηση από το ελεύθερο εμπόριο και την αποκεντρωμένη οικονομική παραγωγή - έχει έκτοτε φιλτραριστεί μέσα στην επικρατούσα δημόσια συζήτηση. Σύμφωνα με το LexisNexis (σ.σ.: μια επιχείρηση παροχής περιεχομένου για νομικές, οικονομικές, κυβερνητικές κ.λπ. υπηρεσίες), η εφημερίδα Le Monde δημοσίευσε 73 άρθρα μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2011 σχετικά με την απο-παγκοσμιοποίηση.
Σίγουρα, στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης κρατικού χρέους της Ευρωζώνης, η Γαλλία δεν είναι πλέον η μόνη κατά της παγκοσμιοποίησης (κάτι που σίγουρα κάνει τους Γάλλους να αισθάνονται δικαιωμένοι). Τον τελευταίο καιρό, οι πληθυσμοί σε όλη τη Δύση έχουν συσπειρωθεί γύρω από τη γαλλική θέση ότι η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο απειλή παρά ευκαιρία, ότι έχει μειώσει την δημοκρατική λογοδοσία και ωφελεί τις επιχειρήσεις, όχι τα άτομα, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανισότητας.
Κατά μία έννοια, αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης είναι διάχυτα και αόρατα, ενώ το κόστος της είναι απτό και συμπυκνωμένο. Ταυτόχρονα, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι πλέον ταυτόσημη με την αμερικανοποίηση. Στο παρελθόν, ο αριθμός των McDonald's και των Starbucks στη Γαλλία και η αναλογία των υπερπαραγωγών του Χόλυγουντ με τα αντίστοιχα εθνικά αποτελούσαν σταθερή πηγή ανησυχίας. Σήμερα, ωστόσο, λίγοι στη Γαλλία πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να κατέχουν τα κλειδιά της παγκοσμιοποίησης. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποδυνάμωσε το διεθνές κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών και αποκάλυψε τις δικές τους αδυναμίες. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πέσει από το βάθρο τους, και μεγάλο μερίδιο των Γάλλων πιστεύει λανθασμένα [2] ότι η Κίνα είναι ήδη η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο (47% σε σύγκριση με το 42% που πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι πρώτες). Πράγματι, οι Κινέζοι εργάτες έχουν αντικαταστήσει τα McDonald’s ως το πρόσωπο της παγκοσμιοποίησης.
Όσο για το φόβο της πολιτιστικής ομογενοποίησης, δεν εξαφανίστηκε καθόλου από τη γαλλική εθνική συζήτηση. Το πιο πιθανό είναι ότι αυτό συνέβη επειδή η άνοδος της Κίνας και, σε μικρότερο βαθμό, της Ινδίας και των άλλων χωρών BRIC έφερε μαζί της μια νέα σειρά από πολιτιστικές ανησυχίες που έχουν μικρή σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, οι Γάλλοι ανησυχούν περισσότερο για τη μείωση του συνόλου των στάνταρ της καλής διαβίωσης και την αναπόφευκτη απώλεια της ανεργίας εξαιτίας του αθέμιτου – όπως τον θεωρούν - ανταγωνισμού από τις αναδυόμενες οικονομίες από όσο ανησυχούν για την παραγωγή του χολιγουντιανών κινηματογραφικών επιτυχιών που εκτοπίζουν τους Γάλλους δημιουργούς ταινιών.
Βοηθά επίσης ότι η παγκοσμιοποίηση δεν ξεκίνησε το είδος της πολιτιστικής ομογενοποίησης που τόσο φοβούνταν οι Γάλλοι. Βεβαίως, τα Ηλύσια Πεδία λάμπουν από πινακίδες που θα μπορούσαν το ίδιο εύκολα να βρεθούν στη Ginza, δηλαδή το εμπορικό κέντρο του Τόκιο, στο Rodeo Drive του Μπέβερλι Χίλς, ή στην οδό Nanjing στη Σαγκάη. Αλλά αυτές οι ταμπέλες, από την Ιαπωνία στη Σαγκάη αναγράφουν «Louis Vuitton», «Cartier» και «L'Occitane». Επιπλέον, αντί ενοποίησης, η παγκοσμιοποίηση είχε ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση, αφήνοντας σε όλους τη δυνατότητα πρόσβασης σε αγαθά και πολιτιστικό περιεχόμενο από οπουδήποτε. Πέραν τούτου, η γαλλική οικονομία έχει καταστεί σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από την παγκοσμιοποίηση. Περίπου επτά εκατομμύρια γαλλικές θέσεις εργασίας εξαρτώνται από τις εξαγωγές. Το 2010, η Γαλλία ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος προορισμός των ξένων άμεσων επενδύσεων, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ. Επιπλέον, οι γαλλικές πολυεθνικές είναι συχνά διεθνείς ηγέτες στους κλάδους τους, από τις κατασκευές ως τα προϊόντα πολυτελείας. Το 2011, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η Γαλλία είχε τις περισσότερες εισηγμένες εταιρείες στον κατάλογο Fortune 500 (σ.σ.: με τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις παγκοσμίως).
Ωστόσο, ακόμη και αν οι Γάλλοι έχουν λιγότερους λόγους από ό, τι πριν για να πάρουν μια σθεναρή στάση έναντι της παγκοσμιοποίησης, το ζήτημα εξακολουθεί να κυριαρχεί στην τρέχουσα εκλογική περίοδο. Πρώτον, οι Γάλλοι εξακολουθούν να επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και όχι στις δυνατότητες που έχει προσφέρει ή θα προσφέρει. Δημοσκοπήσεις έχουν δείξει επανειλημμένα [3] ότι θεωρούν τη Γαλλία ως την λιγότερο καλά τοποθετημένη χώρα στην παγκόσμια οικονομία. Η κομματική ομοφωνία δεν φαίνεται να τους πειράζει: 71% των συμπαθούντων του Σοσιαλιστικού Κόμματος και 75% των υποστηρικτών του Σαρκοζί ευνοούν τον προστατευτισμό.
Επιπλέον, η γαλλική αριστερά δύσκολα βλέπει μια σύγκλιση μεταξύ των συμφερόντων των επιχειρήσεων και των συμφερόντων των πολιτών. Το πρόβλημα δεν είναι, όπως αδέξια είπε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους, ότι οι Γάλλοι δεν διαθέτουν μα λέξη που να περιγράφει τον επιχειρηματία. Το πρόβλημα είναι ότι, στη Γαλλία, η λέξη επιχείρηση (ή εταιρεία) συχνά θεωρείται βρώμικη λέξη. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη λόγω των χαμηλών δεικτών του συνδικαλισμού και την απουσία βασικής εμπειρίας στον ιδιωτικό τομέα μεταξύ των Γάλλων πολιτικών.
Τελικώς, η παγκόσμια οικονομική κρίση εδραίωσε την αντίληψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κράτησε τη θέση που έπρεπε στις διαπραγματεύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θεωρείται πλέον ασπίδα κατά των αρνητικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, όπως είχε παρουσιαστεί στο γαλλικό κοινό στη δεκαετία του 1990, αλλά μάλλον δούρειος ίππος, επιβάλλοντας τις προσταγές των αγορών και τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας σε χώρες της Ευρώπης. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να διαχειριστεί την παγκοσμιοποίηση, ποιός θα μπορέσει να το κάνει;
Έτσι, για άλλη μια φορά, η αντι-παγκοσμιοποίηση είναι ένα πολιτικό σύνθημα - δεν αποτελεί αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης, αλλά μάλλον ένα δεδομένο προς την κατεύθυνση την οποία οι υποψήφιοι πρέπει να συγκατανεύσουν. Από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, όλοι είναι υπέρμαχοι του προστατευτισμού, αν και γενικώς πρόκειται για μια ειδική έκδοση που ονοματίζεται «ευρωπαϊκός προστατευτισμός» ή προστατευτισμός στα σύνορα της Ευρώπης κατά τον Ζαν Λυκ Μελενσόν, τον προεδρικό υποψήφιο του «Μετώπου της Αριστεράς» ή «κοινωνικός και οικονομικός προστατευτισμός», ένα γενικόλογο συνώνυμο του εθνικισμού από την Μαρίν Λεπέν, υποψήφια του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Ακόμη και ο Σαρκοζί, που κάποτε εθεωρείτο από τους αμερικανούς σχολιαστές ως ένας νεοφιλελεύθερος μεταρρυθμιστής, δήλωσε σε μια σημαντική ομιλία για την παγκοσμιοποίηση το 2006 ότι το πρώτο καθήκον του θα είναι η «προστασία» και επανέλαβε το στόχο αυτό στη μεγαλύτερη προεκλογική ομιλία του το 2012. Η αντι-παγκοσμιοποίηση ήταν εντός της ημερήσιας διάταξης μεταξύ του τότε και του τώρα. Τα κεντρικά θέματά τους έχουν ενσωματωθεί στην βασική πολιτική.
Ως αποτέλεσμα, η εκλογική αναμέτρηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στην πολιτική της παγκόσμιας οικονομικής σφαίρας. Δεν υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των διεθνών οικονομικών οραμάτων του Σαρκοζί και του Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος ήταν ο πρώτος γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και είναι ο κύριος ανταγωνιστής του Σαρκοζί, ακόμη και αν υπάρχει απόσταση μεταξύ τους στα εσωτερικά ζητήματα, όπως η φορολογική πολιτική. Και οι δύο καταλαβαίνουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας. Φυσικά, δεν μπορούν να το πουν ξεκάθαρα. Αμφότεροι θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται σθεναρά το ελεύθερο εμπόριο και τις επενδύσεις, αλλά στα κρυφά, κρύβοντας τις ενέργειές τους πίσω από την ρητορική τους ώστε να κατευνάσουν τη δημόσια απαισιοδοξία. Αντί για πολιτικές παγκοσμιοποίησης, οι οποίες θα εξακολουθούν να βρίσκονται στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, οι προεδρικές εκλογές θα εξαρτηθούν από ζητήματα στυλ και προσωπικότητας, ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και λιτότητας και του λογαριασμού της θητείας του Σαρκοζί για τη μετανάστευση και την ενσωμάτωση των μεταναστών. Ο Σαρκοζί επέλεξε το σύνθημα «Μια ισχυρή Γαλλία» για την εκστρατεία της επανεκλογής του. Μέσω της ακτιβιστικής εξωτερικής πολιτικής του και της συνεχούς παρουσίας του στην ευρωπαϊκή σκηνή κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, προσπάθησε να χτίσει την εικόνα ότι η χώρα του εξακολουθεί να έχει μια δυνατή φωνή στον κόσμο. Θα είναι λοιπόν πολύ δύσκολο γι' αυτόν να συμβιβαστεί με τη συμβατική αντίληψη ότι η χώρα του έχει πέσει θύμα της παγκοσμιοποίησης.
Η SOPHIE MEUNIER είναι υπότροφος ερευνητής στη Σχολή Δημοσίων και Διεθνών Υποθέσεων Woodrow Wilson στο Πανεπιστήμιο Princeton.





Δεν υπάρχουν σχόλια: