Toυ Θανάση Διαμαντόπουλου
Ο πρόεδρος της ΝΔ ήταν περισσότερο από κατηγορηματικός: «Σε περίπτωση σχηματισμού πολυκομματικής κυβέρνησης πρωθυπουργός γίνεται ο αρχηγός του μεγαλύτερου εκ των συγκυβερνώντων κομμάτων, αυτός είναι ο νόμος και η ουσία της δημοκρατίας». Από την πλευρά μου, δεν ξέρω αν είναι ο νόμος και η ουσία της δημοκρατίας, τα κριτήρια πάντως επιλογής του προέδρου συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος είναι το βάσανο των πρωτοετών φοιτητών μου! Γιατί στα σχήματα αυτά, σε αντίθεση προς τις μονοκομματικές κυβερνήσεις, μόνο αυτονόητο δεν είναι ποιος γίνεται πρωθυπουργός, αφού υπάρχουν πολλά ανταγωνιστικά μεταξύ τους κριτήρια, και ποιο επικρατεί κάθε φορά εξαρτάται εκ της γενικότερης πολιτικής συγκυρίας και των εκάστοτε συσχετισμών δυνάμεων, θέσεων και διαπραγματευτικών περιθωρίων των κομμάτων που αποφασίζουν - ή αναγκάζονται - να συνεπωμισθούν τις κυβερνητικές ευθύνες. Θα τολμήσω να απαριθμήσω τα κυριότερα προς ενημέρωση και των πολιτικών εκείνων αρχηγών που έχουν πολύ περιορισμένη εικόνα της διεθνούς εμπειρίας (αλλά και της ελληνικής παλαιότερων εποχών).
Το πρώτο κριτήριο - η «αρχή» - είναι πράγματι αυτό που ανέφερε ο κ. Σαμαράς, η «αρχή της υπεροχής», που οδηγεί στην πρωθυπουργία τον αρχηγό ή άλλο παράγοντα της μεγαλύτερης εκ των κομματικών συνιστωσών της συγκυβέρνησης. Το πότε ισχύει αυτό το κριτήριο θα...
το δούμε στη συνέχεια.
Το δεύτερο είναι το κριτήριο της «ανόδου»: ο πρωθυπουργός προέρχεται από το κόμμα το οποίο, χωρίς να είναι το πρώτο της χώρας ή έστω του κυβερνώντος συνασπισμού, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση κατέγραψε τη μεγαλύτερη άνοδο (ή, εφόσον πρόκειται περί νεοσύστατου κομματικού σχηματισμού, που από την πρώτη του εμφάνιση «τάραξε τα νερά» και άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα της χώρας): με αυτό το κριτήριο - αλλά και με τη «βοήθεια» του αμερικανού πρεσβευτή Γκρέιντι, είναι αλήθεια - το 1950 πρωθυπουργός έγινε ο Νικ. Πλαστήρας και όχι ο Σοφ. Βενιζέλος. Επίσης με αυτό, το 1983, τον πρωθυπουργικό θώκο της Ιταλίας κατέλαβε ο Μπ. Κράξι και όχι κάποιος Χριστιανοδημοκράτης.
Τρίτο κριτήριο είναι το «κέντρο βάρους», που εφαρμόζεται συνήθως επί τρικομματικών κυβερνήσεων: ο πρωθυπουργός προέρχεται από το κόμμα που ιδεολογικά τοποθετείται στο ενδιάμεσο του κυβερνητικού συνασπισμού. Π.χ., στη θεωρητική υπόθεση συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ - ΣΥΡΙΖΑ θα πρωθυπούργευε ο Φ. Κουβέλης.
Τέταρτη είναι η «αρχή του ακινδύνου». Ιδιαίτερα αν συγκυβερνούν δύο ή παραπάνω μεγάλα κόμματα, επειδή κανένα δεν αποδέχεται πρωθυπουργό από τους κόλπους του άλλου, επιλέγεται είτε εξωκοινοβουλευτική προσωπικότητα είτε ηγέτης πολύ μικρού κόμματος. Κάπως έτσι έγινε πρωθυπουργός ο Ξ. Ζολώτας, ενώ στο ίδιο αξίωμα στην Ιταλία έφτασε ο Τζ. Σπαντολίνι, αρχηγός κόμματος του... 2%.
Ακολουθεί, πέμπτον, το κριτήριο ή «η αρχή της καλύτερης ανταπόκρισης στο κύριο κυβερνητικό έργο». Με βάση αυτό, στην παρούσα συγκυρία επελέγη ο Λ. Παπαδήμος ως διαθέτων την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματαγορών. Το 1947, επίσης, επελέγη ο αντιβασιλικός Θ. Σοφούλης για να επιτύχει μεγαλύτερη συσπείρωση των αστικών πολιτικών δυνάμεων κατά της κομμουνιστικής εξέγερσης. Μετά δε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη χώρα μας τα αντιβενιζελικά κόμματα και στη Βουλγαρία οι συνιστώσες του κυβερνητικού συνασπισμού αποδέχθηκαν ως πρωθυπουργό τον μόνο πολιτικό που διέθεταν - Δημ. Ράλλη και Α. Σταμπολίνσκι, αντίστοιχα -, που κατά τον πόλεμο είχε ταχθεί υπέρ των μετέπειτα νικητών.
Τέλος, υπάρχει και η λεγόμενη «αρχή της σκυταλοδρομίας», όπου τα συγκυβερνώντα κόμματα συμφωνούν διαδοχική μετακύλιση της πρωθυπουργίας από το ένα στο άλλο (μια συμφωνία που η ιστορία δείχνει ότι δεν τηρείται πάντα και οι συνασπισμοί συχνά καταρρέουν στη φάση της μετάβασης).
Καταλήγω με μία πληροφορία και μία ερώτηση.
Η πληροφορία είναι ότι η «αρχή της υπεροχής» εφαρμόζεται συνήθως σε συνθήκες του λεγόμενου «ατελούς δικομματισμού», όπως παραδοσιακά στη Γερμανία και πλέον στη Μεγάλη Βρετανία, όπου συγκυβερνούν ένα μεγάλο κόμμα - το οποίο δεσπόζει στο ένα από τα δύο «ημισφαίρια» της πολιτικής ζωής, στο (κεντρο)δεξιό ή στο (κεντρο)αριστερό - με ένα πολύ μικρότερο, συνήθως κεντρώο πολιτικό μόρφωμα. Στις σπανιότατες εξάλλου περιπτώσεις όπου το κριτήριο αυτό εφαρμόζεται μολονότι συγκυβερνούν τα δύο ιστορικά μεγάλα κόμματα μιας χώρας (π.χ. στην πρώτη κυβέρνηση της Μέρκελ, όπου μετείχαν και οι Σοσιαλδημοκράτες), τότε το κόμμα που δεν δίνει πρωθυπουργό ευλόγως παίρνει τα περισσότερα και σημαντικότερα υπουργεία.
Η ερώτηση έχει να κάνει με το τι βαθμό θα έπαιρνε ως εξεταζόμενος πρωτοετής Πολιτικών Επιστημών ο κ. Σαμαράς, αν ανέφερε ένα μόνο από τα κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να γίνει επιλογή προέδρου συμμαχικής κυβέρνησης;
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο πρόεδρος της ΝΔ ήταν περισσότερο από κατηγορηματικός: «Σε περίπτωση σχηματισμού πολυκομματικής κυβέρνησης πρωθυπουργός γίνεται ο αρχηγός του μεγαλύτερου εκ των συγκυβερνώντων κομμάτων, αυτός είναι ο νόμος και η ουσία της δημοκρατίας». Από την πλευρά μου, δεν ξέρω αν είναι ο νόμος και η ουσία της δημοκρατίας, τα κριτήρια πάντως επιλογής του προέδρου συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος είναι το βάσανο των πρωτοετών φοιτητών μου! Γιατί στα σχήματα αυτά, σε αντίθεση προς τις μονοκομματικές κυβερνήσεις, μόνο αυτονόητο δεν είναι ποιος γίνεται πρωθυπουργός, αφού υπάρχουν πολλά ανταγωνιστικά μεταξύ τους κριτήρια, και ποιο επικρατεί κάθε φορά εξαρτάται εκ της γενικότερης πολιτικής συγκυρίας και των εκάστοτε συσχετισμών δυνάμεων, θέσεων και διαπραγματευτικών περιθωρίων των κομμάτων που αποφασίζουν - ή αναγκάζονται - να συνεπωμισθούν τις κυβερνητικές ευθύνες. Θα τολμήσω να απαριθμήσω τα κυριότερα προς ενημέρωση και των πολιτικών εκείνων αρχηγών που έχουν πολύ περιορισμένη εικόνα της διεθνούς εμπειρίας (αλλά και της ελληνικής παλαιότερων εποχών).
Το πρώτο κριτήριο - η «αρχή» - είναι πράγματι αυτό που ανέφερε ο κ. Σαμαράς, η «αρχή της υπεροχής», που οδηγεί στην πρωθυπουργία τον αρχηγό ή άλλο παράγοντα της μεγαλύτερης εκ των κομματικών συνιστωσών της συγκυβέρνησης. Το πότε ισχύει αυτό το κριτήριο θα...
το δούμε στη συνέχεια.
Το δεύτερο είναι το κριτήριο της «ανόδου»: ο πρωθυπουργός προέρχεται από το κόμμα το οποίο, χωρίς να είναι το πρώτο της χώρας ή έστω του κυβερνώντος συνασπισμού, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση κατέγραψε τη μεγαλύτερη άνοδο (ή, εφόσον πρόκειται περί νεοσύστατου κομματικού σχηματισμού, που από την πρώτη του εμφάνιση «τάραξε τα νερά» και άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα της χώρας): με αυτό το κριτήριο - αλλά και με τη «βοήθεια» του αμερικανού πρεσβευτή Γκρέιντι, είναι αλήθεια - το 1950 πρωθυπουργός έγινε ο Νικ. Πλαστήρας και όχι ο Σοφ. Βενιζέλος. Επίσης με αυτό, το 1983, τον πρωθυπουργικό θώκο της Ιταλίας κατέλαβε ο Μπ. Κράξι και όχι κάποιος Χριστιανοδημοκράτης.
Τρίτο κριτήριο είναι το «κέντρο βάρους», που εφαρμόζεται συνήθως επί τρικομματικών κυβερνήσεων: ο πρωθυπουργός προέρχεται από το κόμμα που ιδεολογικά τοποθετείται στο ενδιάμεσο του κυβερνητικού συνασπισμού. Π.χ., στη θεωρητική υπόθεση συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ - ΣΥΡΙΖΑ θα πρωθυπούργευε ο Φ. Κουβέλης.
Τέταρτη είναι η «αρχή του ακινδύνου». Ιδιαίτερα αν συγκυβερνούν δύο ή παραπάνω μεγάλα κόμματα, επειδή κανένα δεν αποδέχεται πρωθυπουργό από τους κόλπους του άλλου, επιλέγεται είτε εξωκοινοβουλευτική προσωπικότητα είτε ηγέτης πολύ μικρού κόμματος. Κάπως έτσι έγινε πρωθυπουργός ο Ξ. Ζολώτας, ενώ στο ίδιο αξίωμα στην Ιταλία έφτασε ο Τζ. Σπαντολίνι, αρχηγός κόμματος του... 2%.
Ακολουθεί, πέμπτον, το κριτήριο ή «η αρχή της καλύτερης ανταπόκρισης στο κύριο κυβερνητικό έργο». Με βάση αυτό, στην παρούσα συγκυρία επελέγη ο Λ. Παπαδήμος ως διαθέτων την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματαγορών. Το 1947, επίσης, επελέγη ο αντιβασιλικός Θ. Σοφούλης για να επιτύχει μεγαλύτερη συσπείρωση των αστικών πολιτικών δυνάμεων κατά της κομμουνιστικής εξέγερσης. Μετά δε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη χώρα μας τα αντιβενιζελικά κόμματα και στη Βουλγαρία οι συνιστώσες του κυβερνητικού συνασπισμού αποδέχθηκαν ως πρωθυπουργό τον μόνο πολιτικό που διέθεταν - Δημ. Ράλλη και Α. Σταμπολίνσκι, αντίστοιχα -, που κατά τον πόλεμο είχε ταχθεί υπέρ των μετέπειτα νικητών.
Τέλος, υπάρχει και η λεγόμενη «αρχή της σκυταλοδρομίας», όπου τα συγκυβερνώντα κόμματα συμφωνούν διαδοχική μετακύλιση της πρωθυπουργίας από το ένα στο άλλο (μια συμφωνία που η ιστορία δείχνει ότι δεν τηρείται πάντα και οι συνασπισμοί συχνά καταρρέουν στη φάση της μετάβασης).
Καταλήγω με μία πληροφορία και μία ερώτηση.
Η πληροφορία είναι ότι η «αρχή της υπεροχής» εφαρμόζεται συνήθως σε συνθήκες του λεγόμενου «ατελούς δικομματισμού», όπως παραδοσιακά στη Γερμανία και πλέον στη Μεγάλη Βρετανία, όπου συγκυβερνούν ένα μεγάλο κόμμα - το οποίο δεσπόζει στο ένα από τα δύο «ημισφαίρια» της πολιτικής ζωής, στο (κεντρο)δεξιό ή στο (κεντρο)αριστερό - με ένα πολύ μικρότερο, συνήθως κεντρώο πολιτικό μόρφωμα. Στις σπανιότατες εξάλλου περιπτώσεις όπου το κριτήριο αυτό εφαρμόζεται μολονότι συγκυβερνούν τα δύο ιστορικά μεγάλα κόμματα μιας χώρας (π.χ. στην πρώτη κυβέρνηση της Μέρκελ, όπου μετείχαν και οι Σοσιαλδημοκράτες), τότε το κόμμα που δεν δίνει πρωθυπουργό ευλόγως παίρνει τα περισσότερα και σημαντικότερα υπουργεία.
Η ερώτηση έχει να κάνει με το τι βαθμό θα έπαιρνε ως εξεταζόμενος πρωτοετής Πολιτικών Επιστημών ο κ. Σαμαράς, αν ανέφερε ένα μόνο από τα κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να γίνει επιλογή προέδρου συμμαχικής κυβέρνησης;
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου